ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
Ζωγράφο τον φωνάζαμε
Του Ντίνου Παπασπύρου
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόλΙΣ 73
Μέσα δεκαετίας ’50, καθημερινή επιστροφή σπίτι από το «Ανατόλια» τέσσερις το απόγευμα, πέταγμα τσάντας, δυο μπουκιές και βουρ για «Ντορέ». Λόγος πρώτος, αν έμενα σπίτι για διάβασμα, δεν θα με άφηναν τα μικρότερα αδέρφια, δεύτερος, να ανταμώσω τους φίλους της εφηβείας μου για χαβαλέ και κλεφτό τσιγάρο, μακριά από πατέρα και μάνα. Επιστροφή σπίτι για διάβασμα μετά τις εννιά, όταν τα αδέρφια θα βρίσκονταν στις αγκάλες του Μορφέα. Λένε, ο εγκληματίας γυρνάει στον τόπο του εγκλήματος, λέω, και πολλοί άνθρωποι στον τόπο της καλής μνήμης. Το σκεπτόμουν αυτό όταν μετά από 65 χρόνια ανταμώναμε στο «Ντορέ» κάθε δεύτερη Τρίτη του μήνα η παρέα της «Διαγωνίου» του Ντίνου Χριστιανόπουλου.
«Ντορέ» της εφηβείας, άδεια τσέπη, δυο γκαζόζες με πέντε καλαμάκια, τσιγάρο τράκα από όποιον είχε. Γύρω στις οκτώ κάθε βράδυ κατέφθανε και ο Κώστας Λούστας, ζωγράφο τον φωνάζαμε, με το ίδιο σακάκι, μια τριμμένη σουετίνα. Πάντοτε καλόκαρδος, γενναιόδωρος και μπατίρης ο ίδιος, «πάρε», έλεγε, βγάζοντας τσιγάρο στούκας από το πάνω τσεπάκι του σακακιού, εκεί όπου οι καθώς πρέπει βάζουν μαντηλάκι ίδιο χρώμα με τη γραβάτα. Πού και πού ο κουλουρτζής, κουλούρια και κασέρι, παίρναμε ένα όταν είχαμε και το μοιράζαμε στα τέσσερα ή πέντε, ανάλογα με την παρέα. Διάλυση γύρω στις εννιά.
Περίεργη και απρόβλεπτη η ζωή. Κάποια στιγμή ο Κώστας τα φτιάχνει με τη Σούλα, συμμαθήτρια της Ελένης, μετέπειτα γυναίκας μου, στο «Ανατόλια». Δεν ήθελαν τον Κώστα οι δικοί της, η Σούλα όμως τον πίστευε ως άνθρωπο και ταλέντο. Η μεγάλη της αδελφή θα πήγαινε ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη, πώς όμως να της δώσει έργα του Κώστα για να τα πάει σε εκεί γκαλερί; «Ελένη, κάνε μου μια μεγάλη χάρη, θα σου φέρω ένα ρολό με έργα του Κώστα, πήγαινέ τα στην αδελφή μου και πες της ότι είναι του σχεδιαστή πατέρα σου για να τα πάει σε μια γκαλερί». Εγένετο. Φίλες μέχρι σήμερα Σούλα και Ελένη, συναντιούνται τακτικά στο καφέ του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού, πίνουν καφέ, θυμούνται τα παλιά και ταΐζουν τα ξεθαρρεμένα σπουργιτάκια που έρχονται στο τραπέζι τους. Παντρεύτηκαν, έφυγαν για Αμερική, ρίζες της Σούλας, το ταλέντο του Κώστα απογειώθηκε και αναγνωρίστηκε από όλους.
Όταν ετοίμαζε τη σειρά «80+1 πορτρέτα», ρώτησα τον Χριστιανόπουλο, που πόζαρε, ποια ήταν η εμπειρία του: «με εκνεύρισε, μέσα σε μισή ώρα το ολοκλήρωσε, τέτοια ευχέρεια!» Συναντιόμασταν συχνά στο ατελιέ του, στην Παλιά Παραλία κοντά στην Καρόλου Ντηλ, παραδίπλα της παλιάς ταβέρνας «Στρατής». Πλάκες και αναμνήσεις από τις δύσκολες, αλλά ωραίες αθώες μέρες της εφηβείας μας. Παρών στις εκθέσεις μου, όπως κι εγώ στις δικές του. Στη μεγάλη «80+1 πορτρέτα» μου εξήγησε τη σωστή γωνία με την οποία πρέπει να πέφτει το φως των προβολέων πάνω στα έργα για να αναδεικνύονται.
Έφυγε το 2014 μετά από ασθένεια που τον ταλαιπώρησε αρκετά, παρούσα όμως από κοντά η αγαπημένη του Σούλα. «Έφυγε»; Οι μεγάλοι δημιουργοί δεν φεύγουν ποτέ, ζουν πάντοτε μέσα από τα έργα τους και τη μνήμη όσων τους αγάπησαν και τους έζησαν.