ΓΡΑΜΜΑΤΑ
Ποιήματα ξένων για τη Θεσσαλονίκη
μετάφραση: Σάκης Σερέφας
Συγγραφέας
εικονογράφηση: Δήμητρα Καμαράκη
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόλΙΣ 69
Geoffrey Dutton
SALONIKA
Nicolas from Piraeus, Maria from Mytilene,
Bowsprit over stern, lie wedded to one wave
By the seawall at Salonika, where blue sea turns to green.
Fruit has come from the south, the empty baskets return;
A cart in pieces, wood the barren islands crave,
The circles of its rims lie uncompleted on the stern
Where by the curving tiller a silent sailor dreams
Of a long room in a square stone house on a rocky hill,
Scented from the ceiling by great cypress beams,
A conspiracy of cypresses round a white church by a road,
An eagle and a dolphin circling, all else still.
The earth is veined with its fruits, and boats have flowed
With sap when their timbers first felt the wind’s shock.
Wood and all else healing grows slowly. Only metal
Clangs and burns like destruction from the broken rock.
The city’s past is a broken building of murder and war.
Maria’s sailor sucks the stem of a rose whose petal
Falls seaward, linking all time that went before
ΣΑΛΟΝΙΚΗ
Το Νικόλας από τον Πειραιά, το Μαρία από τη Μυτιλήνη,
Στοιχημένες πλώρες και πρύμνες, με το ίδιο κύμα παντρεμένα κείνται
Στην προκυμαία της Σαλονίκης, όπου τα γαλανά νερά πράσινη όψη παίρνουν.
Τα φρούτα ταξίδεψαν ως εδώ από τον νότο, αδειανά τα καλάθια θα επιστρέψουν·
Μια χειράμαξα κομματιασμένη, για λίγο ξύλο τα ξερονήσια εκλιπαρούν,
Οι ακτίνες των τροχών της κείνται μισές πάνω στην πρύμνη
Όπου ένας ναύτης σιωπηλός πλάι στο πηδάλι ονειρεύεται
Μια κάμαρη πλατιά, πέτρινο σπίτι γωνιασμένο σε λόφο βραχώδη,
Κορμοί κυπαρισσιών βαστούν τη στέγη ευωδιάζοντας,
Κυπαρίσσια κυκλώνουν μιαν ασπροβαμμένη εκκλησιά πλάι στον δρόμο,
Ένας αετός κι ένα δελφίνι γυροφέρνουν, ενώ το άπαν ακινητεί.
Σφύζουν οι χυμοί στις φλέβες της γης, γοργοκυλούν τα σκάφη αίφνης
Μόλις τα ιστία τους ρίγησαν στον πρώτο άνεμο με σφρίγος. Αργά
Γεννιέται το ξύλο κι ό,τι άλλο να επουλώνει μπορεί. Μα το μέταλλο πυρώνει
Σαν όλεθρος κλαγγάζει στον σκαμμένο βράχο σαν βγει.
Ένα ρημάδι από πόλεμο και φονικά είναι το παρελθόν της πόλης.
Ο ναύτης του Μαρία βυζαίνει το κοτσάνι από ένα τριαντάφυλλο
Τα πέταλά του πέφτουν στη θάλασσα σαν δεσμός με τον χρόνο
που ηγήθηκε πριν.
(απόδοση στα ελληνικά: Σάκης Σερέφας)