fbpx

logo

ΒΟΛΤΕΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

Παλιά πατάρια, ηρωικά στέκια

Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΚΑΜΠΑΡΔΩΝΗ

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόλΙΣ 78

Το γνήσιο, το ακραιφνές βιβλιοπωλείο, με την παλιά, αυθεντική έννοια, το ενσαρκώνει καταρχήν και κυρίως ο ίδιος ο βιβλιοπώλης: η προσωπικότητα, η γνώση και το πάθος του, αλλά και το περιβάλλον οικειότητας που στήνει. Είναι ένας χώρος πρώτα θερμών σχέσεων, κοινών ενδιαφερόντων, έμπνευσης και έπειτα συναλλαγής. Είναι και καφενείο, και εντευκτήριο, και σχολείο, και βιβλιοθήκη. Σταθερή αναφορά και στέκι.

Φωτογραφία: Γιάννης Σιμητόπουλος

Τη δεκαετία του ’90, αλλά και από πριν, υπήρχε μια κάπως διαφορετική μυθολογία των βιβλιοπωλείων – αλλά και του βιβλίου καθεαυτό. Τώρα υπάρχουν εκατοντάδες εκδοτικοί οίκοι και κάθε μέρα βγαίνουνε χιλιάδες εκδόσεις. Δεν τις προλαβαίνεις – ούτε καν να διαβάσεις τους τίτλους. Τα χλωρά καίγονται μαζί με τα ξερά και τα νόμπελ μαζί με τα πυρότουβλα, ή με τα κατινάμπλ μελό. Τρέχα γύρευε. Σκληρή εμπορευματοποίηση. Και ανάδυση ενός ευρέως κοινού που πιο πολύ καταναλώνει μπεστ σέλερ παρά γερή λογοτεχνία. Κατά βάθος έτσι γινότανε πάντα, αλλά δεν ήταν τόσο ορατό. Πιο πολλοί (και πολλές) διάβαζαν Μπουκουβάλα-Αναγνώστου παρά Καβάφη, πιο πολλοί ληστρικά λαϊκά μυθιστορήματα στις φυλλάδες παρά Βιζυηνό και Καραγάτση. Ο Τσακιτζής δεν παιζόταν, ήταν από άποψη αναγνωστών δέκα προς ένα. Αήττητος.

Αλλά, πάντα έτσι θα είναι ο κόσμος. Και τα φωτορομάντσα σε συνέχειες στο Φαντάζιο του ’70 προανήγγειλαν τον κατοπινό θρίαμβο των σειρών του Νέτφλιξ. (Μερικές εκ των οποίων είναι πολύ καλές.) Σε κάθε περίπτωση, πριν τριάντα χρόνια στη Θεσσαλονίκη υπήρξε μια μυθολογία που είχε τις ρίζες της στο βιβλιοπωλείο του Αναγνωστάκη, στον παλιό Μόλχο, στον Ραγιά. Βιβλιοπωλεία που εξέπεμπαν μια γλυκιά αυστηρότητα, γιατί υπήρχε ακόμα κάποια ήρεμη ιεραρχία στα πράγματα, δεν είχαν μπει τα πάντα στον αποχυμωτή. Υπήρχαν ποιότητες που κάποιοι άνθρωποι τις φύλαγαν ζηλότυπα γιατί είχαν μιαν άλλη αντίληψη για το γράψιμο, για τη λογοτεχνία, για τους ποιητές – τα πάντα εξέπεμπαν κάποιου είδους ιερότητα. Ένιωθες πως απαιτούνταν μύηση, μαθητεία, σοβαρότητα και γνήσιο πάθος για να επιβιώσεις σε αυτά τα μέρη και μ’ αυτούς τους ανθρώπους. Δεν μπορούσες να πλησιάσεις αφορολόγητα τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη, ή με θράσος τον Μανόλη Αναγνωστάκη, τη Ζωή Καρέλλη, τον Γιώργο Ιωάννου, τον Τόλη Καζαντζή, τον Κοκόλη, τον Μαρωνίτη, τον Γ.Π. Σαββίδη, τον Γιώργο Κιτσόπουλο, τον Πάνο Θασίτη, τον Κλείτο Κύρου, τον Χριστιανόπουλο, τον Λαχά. Δεν ήταν παίξε γέλασε κι όλοι δικοί μας είμαστε. Υπήρχε σεβασμός, αυτοσεβασμός, απόσταση, κόσκινο, και ξεδιάλεγμα.

Το να μπεις στο βιβλιοπωλείο του Ραγιά και να πέσεις πάνω στον Μαρωνίτη, ή στον Μουρέλο, στου Αναγνωστάκη και να δεις κατά σάρκα τον ίδιο τον ποιητή, ή στου Κοτζιά, και να ψωνίζει δίπλα σου αυτοπροσώπως ο Ιωάννου, δεν ήταν κάτι που μπορεί να συμβεί σήμερα. Ανάλογες συναντήσεις γίνονταν στου Κωνσταντινίδη στην Καμάρα απ’ όπου ψώνιζα φοιτητής στα ωραία, τρελά χρόνια (συνεχίζει επάξια ο Ευριπίδης στη Μητροπόλεως), στου Μπαρμπουνάκη, ή στο πατάρι του Μόλχο. Εκεί, ανέβαινα την τριζάτη σκάλα για να παραγγείλω στον έξοχο γέροντα Μόλχο (με την πίπα στο στόμα) γάλλους συγγραφείς στο πρωτότυπο, να πάρω ξένα περιοδικά, ή να μελετήσω με λαθραίο βλέμμα, κλεφτά, άλμπουμ με ζωγραφιές του Ρενέ Μαγκρίτ, ή του Ανρί Ρουσό, για να παρηγορηθώ – δεν είχα λεφτά να τα αγοράσω. Ήταν, σχεδόν, μια τελετουργία. Μια αναβάπτιση. Ένιωθες πως μετέχεις, πλάγια έστω, σε κάτι ανώτερο, πιο βαθύ, πιο κλειστό και πιο εκτεταμένο. Σε κάτι Εκείθεν.

Και υπήρχε και η «Διαγώνιος» του Ντίνου, ήταν ακόμα πολύ δραστήρια η «Τέχνη» – Μακεδονική Καλλιτεχνική Εταιρεία με την τεράστια προσφορά της, ο Μωρίς Σαλτιέλ, ο «Κοχλίας» του Κώστα Λαχά  – μεγάλο διδασκαλείο, όπου μαζεύονταν πολύς διακεκριμένος κόσμος κι όπου σύχναζα ως νεαρός, ψαρωμένος μαθητευόμενος του χώρου. Σιωπούσα κι άκουγα. Δεν τολμούσα να πω λέξη. Και ξαναβγήκε το Τραμ, ο Παρατηρητής και άλλα περιοδικά, επιβίωνε καλά η Νέα Πορεία του Αλαβέρα – υπήρχαν αρκετά σημεία και κέντρα αναφοράς, αρκετοί άνθρωποι που στην τρίτη φάση της ζωής τους είχαν ακόμα μεγάλη δύναμη, ήσαν δημιουργικοί, διδακτικοί και γενναιόδωροι, υπόδειγμα. Κρατούσαν τη φλόγα αναμμένη, βγάζανε επιγόνους, μαθητές και συνεχιστές ενός ύφους ζωής, μιας στάσης, μιας θέασης της υπεραξίας των πραγμάτων, που είναι και το πιο σημαντικό.

Όλοι αυτοί οι πρόδρομοι, συγγραφείς, ποιητές και βιβλιοπώλες, που ήταν τότε στη δύση των πραγμάτων, άφηναν έναν αέρα πίσω τους, ένα αίσθημα, μιαν άυλη κληρονομιά με το στιλ και τη συμπεριφορά τους. Με το μεγαλείο και τις μιζέριες τους. Με την προσφορά, αλλά και τον εγωισμό και τις διαμάχες τους για διάφορα θέματα – εκτός απ’ τα έργα, τα βιβλιοπωλεία και τα περιοδικά τα οποία είχαν υπηρετήσει. Και απ’ το ’90 και μετά, λοιπόν, κι ανεπαισθήτως, μεταβατικά και σιωπηρά, με πρόπλασμα το υπόδειγμα των παλαιότερων, δημιουργήθηκαν σιγά σιγά τα νέα πατάρια, τα νέα στέκια. Όχι σκέτα βιβλιοπωλεία, αλλά τόποι συνάντησης, σχεδόν καθημερινά, νέων και παλιότερων συγγραφέων, ποιητών, ιστορικών, ζωγράφων, πολιτικών, φιλότεχνων και φανατικών αναγνωστών. Αυτό συνέβη από μόνο του, όχι σκόπιμα, αργά-αργά σμίξαν τα αηδόνια, έγιναν οι πρώτοι πυρήνες, ξεκίνησαν οι ωσμώσεις, οι κουβέντες, οι αναζητήσεις, τα γλέντια, η απόλαυση, η αλληλο-έμπνευση.

Εκείνη περίπου την εποχή ξεκίνησε και το βιβλιοπωλείο «Λοξίας» στην Ισαύρων, του εξαιρετικού Γιάννη Κυπριανίδη, απέναντι από το μπάρ «Αλέα». Ήταν ένα έξοχο βιβλιοπωλείο-στέκι όπου, επί χρόνια, και σχεδόν κάθε βράδυ μαζευόμασταν αρκετοί και περνούσαν πολλοί περισσότεροι. Ο Σταύρος Ζαφειρίου και η γυναίκα του Ζωή Βερβεροπούλου, ο Γιώργος Κάτος, η ποιήτρια Μαρία Αρχιμανδρίτου, ο συνθέτης Πάρις Παρασχόπουλος, ο Ηλίας Κουτσούκος, ο Αντώνης Σουρούνης που ερχότανε συχνά, ο Τόλης Καζαντζής, η Μαρία Λιάτση, ο γιατρός ο Πούμπουρας και πολλοί άλλοι εναλλάξ. Ο Γιάννης, πολύ μερακλής και γνώστης της εκδοτικής κίνησης είχε κάνει πολύ γοητευτικό τον πέριξ χώρο, τα ράφια με τα βιβλία, τις θεματικές, το τραπεζάκι με τις καρέκλες – κάθε βράδυ, κάθε μέρα μαζευότανε κόσμος, καθιστοί και όρθιοι που χάνονταν σε απέραντες συζητήσεις και απόψεις. Φεύγαμε αργά, και συνεχίζαμε –παρέες– στα γύρω μπαρ, ή σε ταβέρνες. Ο φίλος πια βιβλιοπώλης, ο «Λοξίας», όπως τον λέγαμε, είχε επαρκείς γνώσεις και για πιο ειδικές εκδόσεις, ας πούμε για το Βυζάντιο, ή μπορούσε να σου ξετρυπώσει πολύ σπάνια βιβλία –  αυτός μου βρήκε και φυλάω ακόμα με ευσέβεια την πρώτη έκδοση του Παπαδιαμάντη του 1911, από τον Φέξη. Συν πολλά άλλα, εξαιρετικά και σπάνια βιβλία για τη βυζαντινή περίοδο – ήξερε τις διαδρομές των παλαιοβιβλιοπωλών και σου έβρισκε θησαυρούς.

Ήταν μια εποχή πάθους και ζέσης. Είχαμε δίψα για νέα και παλιότερα ζητήματα, ανάγκη για συναναστροφή, και ήταν πράγματι πολύ σημαντικό ότι ήξερες πως ανά πάσα στιγμή μπορείς να πας στον Λοξία όπου θα έβρισκες φίλους που είχανε τις ίδιες αναζητήσεις με σένα, ότι μπορούσες να κουβεντιάσεις αυτά που σε έκαιγαν. Κι ότι κάθε φορά θα ανακάλυπτες κάτι καινούργιο – συν τα ποτά, τα αστεία και η τρέλα της παρέας. Ο Λοξίας ενσάρκωνε την έννοια του πραγματικού, προσωπικού (κι όχι απρόσωπου, εμπορικού) οικείου βιβλιοπωλείου. Υπήρξε σημαίνον στέκι για αρκετά χρόνια, μια καταφυγή και ένα διδακτήριο. Εξαιρετικά σημαντικός έγινε γρήγορα και ο Ιανός του Νίκου Καρατζά στην πλατεία Αριστοτέλους, που είχε ξεκινήσει το 1984. Σε λίγα χρόνια το θρυλικό πατάρι του Ιανού γνώρισε δόξες ως εξέχον λογοτεχνικό-καλλιτεχνικό στέκι. Σιγά-σιγά άρχισε να μαζεύεται όλο και πιο πολύς κόσμος για τον επιπλέον λόγο ότι ο Ιανός καθιέρωσε τις πολύ συχνές εκδηλώσεις παρουσιάσεων βιβλίων, αλλά έκανε και αλλεπάλληλες εκθέσεις ζωγραφικής στον ίδιο χώρο, συναντήσεις και συζητήσεις. Στον βασικό πυρήνα, μεταξύ άλλων, σχεδόν καθημερινά ήταν τότε  ο Μανόλης Ξεξάκης, ο Τόλης Καζαντζής, ο Ηλίας Κουτσούκος, και κάθε Σάββατο ερχόταν ο Ευάγγελος Βενιζέλος, ο κατοπινός πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής. Επίσης οι δύο ζωγράφοι Στέλιος Μαυρομάτης και Ντίνος Παπασπύρου, ο Ανέστης Ευαγγέλου, ο Τόλης Νικηφόρου, ο Γιάννης Καλαϊτζόγλου, ο Αντώνης Σουρούνης, η Μαρία Αρχιμανδρίτου, ο Κώστας Μπλιάτκας, ο Θωμάς Κοροβίνης, ο Γιώργος Αναστασιάδης, ο Παύλος Πετρίδης και άλλοι πανεπιστημιακοί, εικαστικοί και μουσικοί, ντόπιοι αλλά και εξ Αθηνών, όπως ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο Κώστας Σταματίου των «Νέων», και έτεροι, από οπουδήποτε. Περνούσαν δε συχνά ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, ο Γιώργος Κορδομενίδης που έβγαλε το Εντευκτήριο και συνεχίζει απτόητος, ο Πάνος Θεοδωρίδης με τη Δέσποινα Πανταζή, ο Θανάσης Γεωργιάδης, η Κατερίνα Καριζώνη, ο Μάρκος Μέσκος, ο Τηλέμαχος Αλαβέρας, και δημοσιογράφοι, ηθοποιοί και σκηνοθέτες, τραγουδιστές και πολλοί άλλοι. Εκατοντάδες είναι οι συγγραφείς και οι ζωγράφοι που παρουσιάστηκαν στο πατάρι του Ιανού – ποιον να πρωτοπείς; Μια μικρή εποποιία, μια ολόκληρη εποχή.

Από την παρουσίαση του βιβλίου του Σταύρου Κουγιουμτζή «Στα διώροφα έμεναν οι όμορφες», στο πατάρι του ΙΑΝΟΥ (2001) από τους Χρίστο Λ. Τσολακη και Κώστα Μπλιάτκα.

Έπειτα, πάλι σιωπηρά και ανεπαισθήτως, άρχισαν να μεταβάλλονται τα πράγματα. Γνωστά βιβλιοπωλεία που είχαν διαγράψει μακρόχρονη κι ένδοξη πορεία στη Θεσσαλονίκη άρχισαν να παρακμάζουν και να κλείνουν, αλλά και να έρχονται μεγάλοι εκδότες από την Αθήνα και να στήνουν νέα, δικά τους καταστήματα – τα περισσότερα εξ αυτών δεν μπόρεσαν μακροπόθεσμα να σταθούν, μάλλον γιατί ήταν κάπως απρόσωπα. Καθόσον το ακραιφνές βιβλιοπωλείο, με την παλιά, αυθεντική έννοια, το ενσαρκώνει καταρχήν και κυρίως ο ίδιος ο βιβλιοπώλης, η προσωπικότητα, η γνώση και το πάθος του, αλλά και το περιβάλλον οικειότητας που στήνει. Είναι ένας χώρος πρώτα θερμών σχέσεων, κοινών ενδιαφερόντων, έμπνευσης και έπειτα συναλλαγής. Είναι και καφενείο, και εντευκτήριο, και σχολείο, και βιβλιοθήκη.

Φυσικά, υπήρχαν κι άλλα στέκια που σύχναζαν άλλες παρέες – όπως η «Διαγώνιος» του Ντίνου. Επίσης το περιοδικό Παρατηρητής και το ομώνυμο ραδιόφωνο είχαν δημιουργήσει άλλους πυρήνες, όπως και το Υπόγειο του Γιώργου Κορδομενίδη, ή το Βαφοπούλειο. Το καινούργιο και το σημαντικό είναι πως δημιουργήθηκαν παντού Λέσχες Ανάγνωσης, που βοηθούν πολύ. Με τον καιρό, αρκετά παλιά βιβλιοπωλεία έκλεισαν, τα πατάρια και τα στέκια σιγά σιγά αραίωσαν, ή  κάπως εξασθένισαν. Γεράσαμε κιόλας – αποχωρεί πλαγιοδρομώντας αθόρυβα μια γενιά. Βέβαια, έχουνε μείνει πάλι κάποια με κυρίαρχο το πρόσωπο του βιβλιοπώλη και με διαλεχτές εκδόσεις, όπως ο Ευριπίδης Κωνσταντινίδης στη Μητροπόλεως, το Σαιξπηρικόν του Αλισάνογλου, το Κεντρί με τον Αντώνη Ελευθεράκη, το άψογο ΜΙΕΤ, η πληθωρική Πρωτοπορία, οι Ακυβέρνητες Πολιτείες και άλλα. Στο καρακέντρο συνεχίζουν απτόητα ο Ιανός και, εδώ και χρόνια, το PUBLIC με δυναμική παρουσία και με συχνές εκδηλώσεις. Η σκυτάλη πέρασε πια, παντού, στη νεότερη γενιά. Επιπλέον, ο ιός έφερε digital συνάξεις και παρουσιάσεις μέσω ΖΟΟΜ. Μέχρι και ηλεκτρονικά πατάρια. Στέκια μέσω κινητού. Πάμε γι’ άλλα, παιδιά, το τοπίο αλλάζει.

Φωτογραφία: Γιάννης Σιμητόπουλος

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόΛΙΣ

γίνετε συνδρομητής/τρια για να λαμβάνετε τα 4 ετησίως τεύχη του περιοδικού

ΕΝΤΥΠΗ-ΣΥΝΔΡΟΜΗ

Τεύχος 78

Δεκέμβριος 2021

Μηχανικοί προβολής, οι αφανείς ήρωες του κινηματογράφου

της Λίνας Μυλωνάκη | τεύχος 44 του ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόΛΙΣ

Στιγμή

ΟΣΑ ΔΕΝ ΛΕΕΙ Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ | της Ελένης Βρακά | τεύχος 60 του ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόΛΙΣ

Το μυστήριο του χρόνου

του Ηρακλή Παπαϊωάννου | τεύχος 77 του ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόΛΙΣ

Η ΧΑΝΘ μου πρόσφερε το ωραίο ταξίδι

της Ναυσικάς Γκράτζιου | τεύχος 76 του ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόΛΙΣ

Θεσσαλονίκη: Δροσερή πόλη – Μία Ουτοπία;

του Άγι Παπαδόπουλου, αναπληρωτή καθηγητή στο τµήµα Μηχανολόγων του Α.Π.Θ | τεύχος 28 (Ιούνιος 2009) του ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόΛΙΣ


ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΩΝ ΠΟΛΙΣ

Ιστορία, Γράμματα, Τέχνες, Ιδέες. Η «συνείδηση της πόλης»


MATAROA PROJECT

πλατφόρμα για τους καλλιτέχνες και τον σύγχρονο πολιτισμό στην Ελλάδα


ΑΛΛΕΣ ΔΡΑΣΕΙΣ

πρωτοβουλίες για τη δημόσια και πολιτιστική ζωή της Θεσσαλονίκης