ΑΦΙΕΡΩΜΑ: ΟΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΕΠΙΧΩΜΑΤΩΣΕΙΣ
O Εμπράρ, το ’30, το ’60 και το μέλλον
του Γιώργου Σκαμπαρδώνη
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόλΙΣ 74
Στα μέσα της δεκαετίας του ’60, στο Γυμνάσιό μας, το Πέμπτο Αρρένων στην Κριεζώτου, η αυλή έβγαινε ως τη θάλασσα. Και το κύμα, όταν αφιέρωνε ο Βαρδάρης, σαλτάριζε με αντεπιθέσεις κι εισέβαλλε μέσα στον περίβολο. Η αυλή αυτή είχε μήκος γύρω στα εκατό μέτρα από το κτίσμα ως το νερό, και πλάτος γύρω στα πενήντα. Μερικές φορές στα διαλείμματα πηγαίναμε εκεί που σκάει ο φλοίσβος και βάζαμε τούβλα: μπαίνανε μέσα στις τρύπες σαλιάρες και γοβιοί και τους πιάναμε. Το πιο συνηθισμένο (παρότι πέφτανε αποβολές απ’ τον γυμνασιάρχη) ήταν: οι πιο αλητάμπουρες μαθητές αρπάζανε τα ήσυχα παιδιά και τα πετούσανε με το ζόρι, ντυμένα όπως ήταν, μέσα στη θάλασσα για διασκέδαση.
Λίγο παρακάτω, στα εκατό μέτρα, ήταν η Ιερατική Σχολή (οι Παπάδες), που κατέληγε σε βράχια μέσα στο νερό – πηγαίναμε συχνά και βουτούσαμε από εκεί, μέχρι που ένα παιδί καρφώθηκε με το κεφάλι σ’ ένα σίδερο, στον βυθό. Λίγο πιο εκεί ήταν η πλαζ Μηλιώκα – δηλαδή η αυλή του σπιτιού του που την περίφραξε με σύρμα, έβαλε ένα πορτάκι απ’ την πάνω πλευρά, μέσα έστησε έναν υποτίθεται πάγκο και σέρβιρε λεμονάδες ΕΨΑ. Για να μπεις να κάνεις μπάνιο στην «πλαζ» (επειδή είχε δυο μέτρα άμμο) πλήρωνες στην «είσοδο» μια δραχμή εισιτήριο. Μεγαλεία πράματα. Μετά (ή, πριν;) ήταν ο ορμίσκος του «Τάμαριξ». Κατόπιν το διάσημο σφαιριστήριο του «Φαλάκρα», το Όγδοο Γυμνάσιο, η ιχθυόσκαλα της Σαλαμίνας με τις ταβέρνες, όπου παίζανε φίνο μπουζουκάκι ο Μίγκος, ο Τσανάκας κι ο Μαύρος. Και πάει λέγοντας.
Όλα αυτά, σε όλο το μήκος απ’ το Μέγαρο Μουσικής ως τον Πύργο, με τη μιζέρια ή το μεγαλείο τους, την ιστορία και τα μυστικά τους, εξαφανίστηκαν με την επιχωμάτωση – αλλά καμιά πόλη δεν μένει ως έχει σε καμιά ιστορική στιγμή. Τα πάντα αλλάζουν ιλιγγιωδώς ανά δευτερόλεπτο. Έτσι και η Θεσσαλονίκη είναι μια πολιτεία σε διαρκή ροή και δυναμική μεταμόρφωση. Δεν υπάρχει ασάλευτη πόλη υπεράνω του χρόνου και της ιστορικής περιπέτειας, όλες υπόκεινται στην αέναη μεταμόρφωση, στην καταστροφή, τη φθορά και την αναγέννηση – βέβαια, σε εμάς, εν Ελλάδι, αυτά συμβαίνουν συνήθως με τερατώδη τρόπο. Η εξέλιξη, η αλλαγή γίνονται και έγιναν χωρίς κανένα σεβασμό, χωρίς δέος και τρυφερότητα. Πριν, στο ’30, με τους πρόσφυγες και τις παραγκο-συνοικίες, αλλά και στη δεκαετία του ’60, κυρίως, ό,τι συνέβη με την επέκταση της παραλίας, την παραλιακή, το τραμ, τη λεωφόρο των Εξοχών και την αναπόφευκτη αντιπαροχή (χωρίς αισθητικούς πολεοδομικούς όρους) είχε σχεδόν τη μορφή κυκλώνα. Ο εργολαβισμός, η αγραμματοσύνη, αλλά και ο κυνισμός της πολιτείας συνεργάστηκαν με ενθουσιασμό για να κατεδαφίσουν τα ξερά μαζί με τα χλωρά, τα διατηρητέα μαζί με τα καταστρεπτέα, τις έξοχες βίλες μαζί με τα κιτσαριά. Όποιον πήρε ο Χάρος.
Το πνεύμα του μπετόν και οι Αλουμινάτοι θριάμβευσαν χωρίς αντίσταση, διότι επιπλέον είχαν γίνει κυρίαρχη ιδεολογία. Ο άλλος έδινε με χαρά την ωραιότατη μονοκατοικία του με την έξοχη αυλή για να πάρει ένα κωλοδιαμέρισμα και δυο μικρές γκαρσονιέρες ώστε να προικίσει τις κόρες του, μην και δεν τις στεφανώσουν οι γαμπροί. Ο απαίδευτος, αντι-αισθητικός μικροαστισμός της εποχής, η μεταπολεμική ένδεια, η έλλειψη υψηλής καθοδήγησης και η ανυπαρξία ελέγχου τα πήραν όλα αμπάριζα και δεν άφησαν τίποτε – ίσως ελάχιστες παλιές βίλες και κτίσματα απόμειναν, που υπάρχουν μόνο για να θρηνούν και να υπογραμμίζουν με την ομορφιά τους τα τέρατα που έχτισαν δίπλα τους οι προοδευτικοί αρχιτέκτονες του ’70. Κανείς νόμος, κανείς πρωθυπουργός, κανένα πανεπιστήμιο, ουδείς παρενέβη να σωθεί το μέρος εκείνο του προσώπου της πόλης που, αν το κρατούσαμε, η σημερινή Θεσσαλονίκη (όπως η Σιένα, ας πούμε, η Φλωρεντία και σχεδόν όλη η Ευρώπη) θα ήταν ίσως μια μαγική πολιτεία, κι όχι ό,τι απέμεινε απ’ τη Χιροσίμα του εικοστού αιώνα, με τις πυρκαγιές, τους πρόσφυγες, τον εργολαβισμό, τον κυνισμό και την πονηρή απάθεια του κράτους.
Φαντάζεστε την παραλιακή, με ό,τι σώθηκε απ’ το σχέδιο Εμπράρ, να είχε ζωντανά και κυρίαρχα όλα τα υπέροχα παλιά κτίσματα, αναπαλαιωμένα, ως τον Πύργο, και να συνεχιζότανε το όνειρο στη λεωφόρο των Εξοχών, με τις έξοχες βίλες και τους κήπους ως πάνω στο Αλλατίνι και στη Σοφούλη; Αλλά και προς τον Φοίνικα, ως το αεροδρόμιο, να είχαν κτιστεί οικοδομήματα με ανάλογη, αλλά μοντέρνα αντίληψη, και με ορατά, ομοειδή αισθητικά στοιχεία, κι όχι αποτυπωμένη πάνω τους την άναρχη απληστία και το θράσος εκείνων που τα έχουνε φτιάξει, εντελώς ανεξέλεγκτοι; Οπότε, να θυμηθώ αυτό που διατείνεται ο Εγγονόπουλος: Είμαστε νοσταλγοί μιας πόλεως που δεν υπάρχει πια. (Κι ο Φατούρος έχει φύγει.)
Εν πολλοίς, επαληθεύτηκε και η τουρκική ρήση που λέει: δώσε εξουσία στον γύφτο και τον πρώτο που θα κρεμάσει είναι ο πατέρας του. Δηλαδή, σε διάφορες φουριόζες δεκαετίες όχι μόνο δεν κοίταξαν οι άνθρωποι να φτιάξουνε κάτι εξίσου όμορφο με το παλιό, αλλά θαρρείς πως με μανία πάσκισαν να καταστρέψουν ό,τι πιο θαυμαστό, με τόσο μεράκι, μόχθο και γνώση είχαν οικοδομήσει οι προηγούμενοι. Φταίει, βέβαια, κατεξοχήν κι ο εμφύλιος (αν ήταν, τουλάχιστον, κανονικός εμφύλιος), φταίει ο Θεός που μας μισεί, αλλά πιο πολύ φταίει, μαζί με την άγνοια, η ανυπαρξία μιας υπερέχουσας αρχής, ενός οραματικού κράτους, μιας Πολεοδομίας που με το κουρμπάτσι, αν χρειαζόταν, να επέβαλε περιορισμούς, αισθητική και τάξη. Κι όχι να χτίζει ο κάθε λεβέντης ό,τι παγόδα του καπνίσει και οπουδήποτε.
Και βέβαια, δεν είμαστε υπέρ του ότι μια πόλη οφείλει να παραμείνει ως είναι. Ούτε έχουμε καμιά ρακοσυλλεκτική εμμονή για τις παλιατσαρίες – που είναι μια άλλη εκδοχή της μιζέριας. Όχι. Υπάρχει η δοκιμασμένη οδός της ανανεωτικής, δυναμικής αισθητικής, που σώζει ό,τι αξίζει να σωθεί, το αξιοποιεί και οικοδομεί ακόμα καλύτερα. Δεν βιάζει. Δεν ακρωτηριάζει αν δεν είναι απόλυτη ανάγκη. Συναγωνίζεται το παρελθόν με ανάλογη αισθητική αξίωση. Δεν αντιπαραθέτει στο γκρεμισμένο τεχνούργημα ένα τερατούργημα.
Κάθε γενιά οφείλει να πει το δικό της τραγούδι. Να φτιάξει καινούργια πράγματα, αρχιτεκτονήματα και έργα, αλλά να υπερασπιστεί και ό,τι παλιότερο αξίζει, όχι όλα – βέβαια, κι αυτό το έχουμε παρεξηγήσει, κι ό,τι καινούργιο πάει να φτιαχτεί, βγαίνουνε πάντα κάποιοι και αντιδρούν, επικαλούμενοι διάφορα, είτε από κομματική παρότρυνση, είτε από επιλεκτική εμμονή, είτε για άλλους λόγους. Και βέβαια, οφείλουμε να αντιδρούμε αν χρειαστεί, αλλά είτε έτσι είτε αλλιώς, πρέπει να κινούμαστε με βαθιά γνώση, συναίσθηση αισθητικής και λελογισμένα. (Άντε τώρα να αναλύσεις το «λελογισμένα».)
Υπάρχουν, λοιπόν, στην πόλη και μηχανισμοί ματαίωσης. Μια παρακμιακή ιδεολογία σε μειοψηφίες που δεν θέλουν να αγγιχτεί τίποτε, άποψη που είναι αντι-ιστορική και στείρα. Διότι όλα μεταβάλλονται. Και το θέμα πάντα δεν είναι το τι συμβαίνει, αλλά το πώς συμβαίνει. Και πολλά θα συμβούν, δεδομένου του ότι είναι αναπόφευκτο η ζωή να προχωρεί μπροστά. Άρα, η οραματική, δυναμική αναζήτηση, αλλά και η συντηρητική σύνεση σε συνδυασμό, χωρίς ιδεοληψίες, ίσως να είναι μια πρόσφορη στάση. Και ξέρουμε πως ό,τι κακό ήταν να γίνει, έγινε. Αλλά το θέμα είναι τι κάνουμε τώρα. Πώς στεκόμαστε απέναντι σε ένα μισο-αφανισμένο παρελθόν, ένα κακοφορμισμένο παρόν και ένα εν ραγδαία εξελίξει μέλλον; Τι διδαχτήκαμε; (Όχι επιλεκτικά, ή, αν μας βολεύει πολιτικά, αλλά με τα ίδια σταθμά σε κάθε περίπτωση.)
Εάν υποθέσουμε πως όλοι αγαπούμε την πόλη, τότε ίσως οφείλουμε να μελετήσουμε αποξαρχής το τι συνέβη με τον Εμπράρ και μετά, και κατόπιν στη δεκαετία του ’30 και του ’60. Εμείς, βέβαια, οι Θεσσαλονικολάγνοι μπορεί να αγαπούμε ακόμα και την άσκημη εκδοχή της πόλης, όπως αγαπήσαμε και τα γκομπλέν της μαμάς μας εκτός από τον Πικάσο. Διότι ακόμα και το σκοτεινό και το κακόφημο έχουν τη γοητεία τους (αλλά και σ’ εκείνα έβαλαν εργολαβικό χέρι). Χρειαζόμαστε, λοιπόν, ευρυχωρία σκέψης. Σύνθετη αντίληψη, χωρίς προκαταλήψεις. Και το αμαρτωλό Βαρδάρι ήταν όμορφο (με τον τρόπο του), όχι μόνο η κομψευόμενη βίλα Μπιάνκα. Υπάρχει δηλαδή και η βίλα Νέρα σε κάθε πόλη. Επομένως, το ζητούμενο είναι η τρυφερότητα, η γνώση κι ο οραματισμός. Υπάρχει και η Ποίηση και η Αισθητική εκτός απ’ την τεχνοκρατία, το συμφέρον και την ιστορικότητα. Όσο αργά να είναι η ώρα, πώς θα τα συνδυάσουμε;