fbpx

logo

ΒΟΛΤΕΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

Κατεβαίνοντας
τη Μαρτίου

Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΚΑΜΠΑΡΔΩΝΗ

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόλΙΣ 81

Η οδός 25ης Μαρτίου γερνάει μαζί μ’ εμάς. Άλλα σπίτια, άλλα μαγαζιά, άλλα ονόματα στα κουδούνια των πολυκατοικιών. Όμως τα ίχνη των εποχών, οι χειρονομίες, τα περιστατικά, τα πρόσωπα, οι νύχτες, στοιχειώνουν εντός μας, κρατώντας μιαν άλλη Μαρτίου ανέγγιχτη, στα παραπετάσματα της μνήμης. Σκηνές μιας ζωής που κύλησε περπατώντας συχνά στα στενά πεζοδρόμια αυτής της οδού που ενώνει κάθετα την Παπαναστασίου με τη Βασιλίσσης Όλγας και φτάνει ως κάτω, στην ποδιά της θάλασσας.

Δεν μεγάλωσα στην οδό της 25ης Μαρτίου, αλλά κατά περίεργο τρόπο έχω συνδεθεί με αυτόν τον δρόμο-στενομπούκι όπου αγωνίζονται κάθε μέρα τα αυτοκίνητα να διέλθουν, κατεβαίνοντας από Παπαναστασίου προς Βασιλίσσης Όλγας και αντίστροφα. Πάντα με συμπληγάδιαζε όταν οδηγούσα (τα επόμενα χρόνια), κι όταν είναι να κατεβώ προς τα κάτω, προτιμώ την Πέτρου Συνδίκα (που δεν
είναι πολύ καλύτερη) ή και την Μπότσαρη, που αποτελεί άλλη μία εκδοχή ταλαιπωρίας.

Οι μνήμες ξεκινούν από ένα βενζινάδικο στην κορυφή της Μαρτίου με Παπαναστασίου, όπου υπήρχε ένα Shell. Από πάνω ήταν η κατοικία της οικογένειας Γούδα – με τον μικρό τους μελαχρινό γιο ήμασταν συμμαθητές στο δημοτικό και συχνά καθόμασταν στο μπαλκόνι που βλέπει προς την Παπαναστασίου, χαζεύαμε, και ποιος ξέρει τι αφελείς ανοησίες συζητούσαμε, όντες και οι δύο από εννιά ως έντεκα χρονών, μια ηλικία που τα βλέπεις όλα μυθικά και το κάθε τι είναι μια αποκάλυψη.
Απ’ το μπαλκόνι, απέναντι και λίγο διαγώνια, κοιτούσαμε την εκκλησία της Παλαιάς Οσίας Ξένης (υπάρχει και η νέα, διακόσια μέτρα πιο εδώ), μια δίρριχτη βασιλική που έχτισε κατά τον Μεσοπόλεμο ο μέγας Επαμεινώνδας Χαρίλαος προς τιμήν της μητέρας του της Ξένης – εξαιτίας του πήρε και ο συνοικισμός Χαριλάου το όνομά του, εφόσον εκείνος ήταν που καταρχήν τον έχτισε. Με τον Γούδα ήμασταν συμμαθητές στα εκπαιδευτήρια «Αθηνά» της κυρίας Στεφανίδου, λίγο παρακάτω, Μαρτίου με Αλκμήνης, και κάθε Σάββατο μας πήγαιναν για εκκλησιασμό στην Παλαιά Οσία Ξένη, σύμφωνα με τα ήθη και τη σχετική βαρεμάρα της εποχής. Ένα διάστημα θέλησα να πάω κατηχητικό σε αυτή την εκκλησία, αλλά ο μπαμπάς μού το απαγόρευσε και έλεγε στη μάνα μου, «στα κατηχητικά συχνάζουνε κωλομπαράδες και θα μας το χαλάσουνε το παιδί». Ούτε στους προσκόπους με άφηνε να πάω, φοβότανε μερικούς από εκείνους τους ενήλικες επικεφαλής με τις σφυρίχτρες, τα κοντά παντελόνια και τις τεράστιες τρίχες στα πόδια. Ήτανε υποψιασμένος και με απέτρεπε ακόμα και από τις κατασκηνώσεις αρρένων. «Αν είχε και κοριτσάκια στην κατασκήνωση, θα σ’ άφηνα να πας», μου έλεγε μετά, αργότερα. Ήταν πρωτοπόρος για την εποχή του, ξύπνιος, αν και είχε τελειώσει μόνο το δημοτικό.

Τα Εκπαιδευτήρια «Αθηνά» ήταν πολύ καλό ιδιωτικό σχολείο κι αρκετά αυστηρό – αλλά εγώ θυμάμαι κυρίως, πέρα από τις δασκάλες που πλειοψηφούσαν, τους νεαρούς συνομήλικους φίλους που ήταν συμμαθητές μου, οι πιο πολλοί με εξαιρετικές επιδόσεις και μετά. Τραγική περίπτωση ένας απ’ αυτούς, ο Γιώργος Περσίδης, που έμενε επί της Μαρτίου, εκατό μέτρα παρακάτω απ’ το σχολείο, σε ένα έξοχο σπίτι εκλεκτικού ρυθμού. Ήταν πλούσια οικογένεια, μάλλον τραπεζικών, είχαν αυτοκίνητο (σπάνιο για τότε) και ο Γιώργος ερχότανε στο σχολείο με ένα αστραφτερό ποδήλατο Πεζό με λευκές ρόδες – το ποδήλατο ήταν τότε για μένα άπιαστο όνειρο. Ο Περσίδης με καλούσε στο πανέμορφο σπίτι του και παίζαμε παιχνίδια που δεν τα είχα ξαναδεί, ηλεκτρικά, επιτραπέζια, μέχρι και παιδικό μπιλιάρδο – ήταν σεμνό και καλό παιδί, και έχω μια φωτογραφία μαζί του, όταν πήγαμε με το σχολείο εκδρομή στον Σταυρό. Δυστυχώς σκοτώθηκε στα είκοσί του, όντας φαντάρος στις Σέρρες: πήρε άδεια, είχε δικό του αυτοκίνητο και του ζήτησε να το οδηγήσει ένας άλλος φαντάρος, κι αυτός αδειούχος. Καρφώθηκαν σε ένα δέντρο και πέθαναν όσοι στρατιώτες ήταν μέσα στο όχημα, νομίζω πέντε, μαζί και ο Γιώργος – κάτι που ακόμα και σήμερα αρνούμαι να το πιστέψω, να το δεχτώ, κοιτώντας τις σχολικές φωτογραφίες μας που μας δείχνουν πιτσιρίκια, να παίζουμε μπάλα.

Λίγο παρακάτω από το σπίτι του Περσίδη ήταν η οδός Κωνσταντινουπόλεως, που διασταυρωνόταν με τη Μαρτίου – κάπως παραμέσα ήταν ο κινηματογράφος «Ηραίον», που δεν υπάρχει πια εδώ και πολλά χρόνια. Χειμερινός και θερινός. Έπαιζε όλο τον χρόνο και πηγαίναμε με τα πόδια απ’ το σπίτι μου με φίλους της γειτονιάς (έμενα Τέρμα Χαριλάου) και βλέπαμε έργα σε όλη την εφηβεία μου – περνώ τώρα από εκείνο το σημείο, ψάχνω, και δεν μπορώ να βρω πού ακριβώς ήταν το σινεμά. Σαν να μην υπήρξε ποτέ, έχει εξαερωθεί μαζί με τις εφηβικές μας νύχτες και τις ταινίες που έχουμε δει σε αυτόν και που τις περισσότερες δεν μπορώ να τις ανακαλέσω, ούτε καν ως τίτλους – θυμάμαι μόνο το Σπάρτακος, αν και πάλι δεν είμαι βέβαιος. Πάντως υπήρξε: κινηματογράφος «Ηραίον». (Λίγο πιο πάνω, παραπλεύρως της Μαρτίου, υπηρέτησαν επίσης την έβδομη τέχνη οι σινεμάδες «Αστέρια» και η θερινή «Σελήνη», κοντά στο εργοστάσιο καουτσούκ «Αλυσίδα». Εξέπνευσαν κι αυτοί και το εργοστάσιο.)

Συνεχίζοντας, γωνία Μαρτίου με Δελφών ήταν ο συνοικισμός «Έξι», όνομα που το πήρε από κάποια έφιππη στρατιωτική μονάδα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου – υπήρχαν για χρόνια λείψανα από στάβλους αλόγων. Κατόπιν κατοικήθηκε από πυροπαθείς Εβραίους και άλλους
ταλαιπωρημένους που σχημάτισαν, ως κάτω στην Μπότσαρη, τον φτωχοσυνοικισμό «Καραγάτσια», υπολείμματα του οποίου επιβίωσαν μέχρι τη δεκαετία του ’80, οπότε τα εξάλειψε η ανάπτυξη και το
οπλισμένο μπετόν. Εκεί δοξάστηκε και η φοιτητική ταβέρνα «Σουέζ» των φοιτητικών μας χρόνων. Στο σημείο «Έξι» ήταν αρκετά ενεργός ο αθλητικός σύλλογος «Γαλαξίας» – διερχόμενοι δοκιμάζαμε, σπανίως, τις μπασκέτες του.

Αμέσως μετά, επί της Μαρτίου πάντα, ξεκινούσε μια πλάγια οδός που συναντιότανε με τη Φιλελλήνων, η οποία βγάζει ντουγρού μπροστά στο σινέ «Κολοσσαίον». Στη Φιλελλήνων, ψηλά, διέπρεψε στην πραγματικότητα, αλλά και στις ονειροφαντασίες μας, ένας κοντόχοντρος ποδηλατάς, ο κυρ Δήμος. Το φημισμένο ποδηλατάδικό του νοίκιαζε (δύο δραχμές το δεκαπεντάλεπτο της ώρας), αλλά και επισκεύαζε: θυμάμαι πώς έφτιαχνε ο χοντρο-Δήμος τα φούιτ στις σαμπρέλες, βυθίζοντάς τες φουσκωμένες σε ένα κοντό βαρέλι με νερό για να βρει την τρύπα, που μετά την κολλούσε με ένα μικρό κομμάτι στρόγγυλο λάστιχο και σολυσιόν.

Στην μπροστινή μεριά, στο ίδιο ύψος σχεδόν, επί της Μαρτίου, επιβίωνε τότε, την ίδια εποχή, στη δεκαετία 1960-1970, το σφαιριστήριο του μπαρμπα-Γιώργου του Κουτσονίκα. Σύχναζαν σε αυτό πολλοί μαθητές του Πέμπτου και του Ογδόου Γυμνασίου Αρρένων, αλλά και άγρια αληταρία από τις πέριξ γειτονιές. ο Κουτσονίκας, γύρω στα εξήντα τότε, ήταν ψηλός και προγάστωρ, με ένα πολύ χοντρό λίπωμα-εξόγκωμα πλάγια στον λαιμό, που προκαλούσε μάλλον απέχθεια – αν και ήταν συμπαθής άνθρωπος. Το σφαιριστήριο ήταν αδυναμία όλων μας, όλων των συνομηλίκων, και είχε δύο ποδοσφαιράκια με νάιλον παίχτες, κίτρινους και κόκκινους, δύο γαλλικά μπιλιάρδα, ψυγείο με μπακλαβάδες και ρεβανί, και τέσσερα πέντε τραπεζάκια για χαρτοπαιξία. Αλλά και τζουκ μποξ, με ελληνικούς δίσκους της εποχής και με τραγούδια του Λούτσιο Ντάλα (Jesus bambino, και άλλα), της Ρίτα Παβόνε (Il carnebale), το περίφημο A casa d’ Irene του Nico Fidenco, Adamo, και βέβαια Beatles και λοιπά. Από χαρτιά παίζαμε Ξερή, Κουμ-Καν, Πρέφα, Μπουρλότ, και κρυφά Εικοσιμία, Πόκερ (πενταφυλλία) και Πόκα, σε φραγκοδίφραγκα βέβαια, έχοντας το μάτι στην πόρτα μην μπει χωροφύλακας. Μερικές φορές που μας έπιανε μανία για το παιχνίδι, παρά τα ελάχιστα λεφτά που
είχαμε, συνεχίζαμε σε σπίτια φίλων – με γκανιότα. (οι φασαρίες, οι παρεξηγήσεις και το ξύλο ήτανε σε ημερήσια διάταξη.) Απέναντι από τον κουτσονίκα, σε κάποιον μεσαίο όροφο, έμεναν οι φίλοι Μάρκος και Σωτήρης Καραμπέρης, και πιο ψηλά, στην ίδια πολυκατοικία, ένας ράφτης, ο Σάκης
ή Σασάκης, ονομαστός ομοφυλόφιλος εκείνα τα χρόνια, που τον πείραζαν ενώ περνούσε, σύμφωνα με τα επιθετικά ήθη της εποχής. (Σε μερικούς ωραίους νεαρούς έραβε παντελόνια με κασμίρι και δωρεάν.)

Πολλοί συνομήλικοι εκείνων των χρόνων που τους συναντάω τώρα θυμούνται πιο πολύ το σφαιριστήριο του Κουτσονίκα, πρόσωπα και περιστατικά, παρά το γυμνάσιο που πηγαίναμε – και είναι φυσικό. Αμέσως μετά ήταν το σπίτι του καλού φίλου κωστάκη Βακαλόπουλου, ο οποίος έχει
στη Σοφούλη το εστιατόριο «Βυζαντινόν», και παρακάτω η Μαρτίου συναντάται με την οδό Κρήτης – στη γωνία ήταν η Πυροσβεστική και πιο μέσα το Δεύτερο (;) Γυμνάσιο Θηλέων. Λίγο πιο κάτω, σε μια πολυκατοικία, μαζί με άλλους δέκα νεαρούς φίλους νοικιάζαμε ένα πολύ μικρό διαμέρισμα (δωμάτιο, διάδρομος, τουαλέτα, μικρή κουζίνα) στον τρίτο όροφο, βάζοντας από δέκα δραχμές τον μήνα έκαστος – εμφανιζόταν, βέβαια, μόνο ένας ως νοικάρης, που είχε κλείσει τα δεκαοχτώ χρόνια. Είχαμε μοιραστεί δέκα κλειδιά, και πηγαίναμε εναλλάξ, όταν βγαίναμε με κάποιο κορίτσι, βάζοντας το κλειδί από μέσα, μην μπει άλλος ενώ ήμασταν εμείς με την γκόμενα. Έπιπλα δεν υπήρχαν παρά μόνο μια κουρελού και μια κουβέρτα για να ξαπλώνουμε – και μας ήταν υπεραρκετά. Μια μέρα ήμουν εντός με ένα πολύ όμορφο κοριτσάκι (Χαρούλα, πού βρίσκεσαι;) και μετά τα σχετικά πήγα στην κουζίνα να πιω νερό. Ανοίγω τη βρύση, αλλά είχε διακοπή νερού. Κάτι μου λέει το κορίτσι εκείνη τη στιγμή και αφήνω, ξεχνώ τη στρόφιγγα ανοιχτή. Φύγαμε, αλλά μετά ήρθε το νερό, δεν ήταν κανείς εκεί, πλημμύρισε το διαμέρισμα, πλημμύρισε και ο κάτω όροφος, ήρθε η Πυροσβεστική, έγιναν σοβαρές ζημιές, φωνές, χαμός, και εντέλει μας έδιωξαν απ’ την «γκαρσονιέρα» άδοξα. 

Παρακάτω είχε μια πάροδο στη Μαρτίου, όπου πήγαινα επί τρία χρόνια στα φροντιστήρια «κόκκινος» να μάθω Γαλλικά – απέναντι, επί της Μαρτίου, ήταν το μακρόστενο βιβλιοπωλείο του
Κωνσταντινίδη. Πιο κάτω βρισκότανε το περίφημο για πολλά χρόνια βιβλιοχαρτοπωλείο του Τσινάρη, απ’ όπου ψωνίζαμε τα σχολικά είδη, και ακριβώς δίπλα, πάνω στο πεζοδρόμιο, είχε στήσει
το κασελάκι του ο Μήτσος ο λούστρος, περιμένοντας υπομονετικά πελάτη. Εμείς, τα παιδιά, περνώντας τον πειράζαμε, λέγοντας πάντα τη φράση, «Μήτσο, υπομονή», κι αυτός απαντούσε με μια ομοιοκαταληξία, «Της μάνας σου το μ….!»

Τέλος, στη γωνία Μαρτίου με Βασιλίσσης Όλγας, εκείνα τα ένδοξα χρόνια των γιε-γιε, φύτρωσε μια καφετέρια στον πρώτο όροφο με θέα στη λεωφόρο, η «Άνοιξη». Ήτανε στη μόδα τότε οι καφετέριες, και όταν είχαμε κανένα τάλιρο, αγοράζαμε ένα πακέτο των δέκα τσιγάρων, Δελφοί ή Hellas Special, και πηγαίναμε στην «Άνοιξη» για καφέ: καθόμασταν σταυροπόδι κορδωμένοι, ως συνοικιακοί ζεν πρεμιέ – τότε ήταν στη μόδα και οι αναπτήρες Zippo και όποιος φίλος είχε Zippo τον άφηνε στο τραπεζάκι σε σημείο που να φαίνεται. Για λεζάντα.

Απ’ την απέναντι πλευρά, γωνία Μαρτίου με Βασιλίσσης Όλγας, είναι τώρα η Δημοτική Πινακοθήκη – όταν ήμουν παιδί το ίδιο κτίριο στέγαζε τις υπηρεσίες του ικα, όπου με πήγαινε η μάνα μου αν είχα γρίπη και θυμάμαι ακόμα τα απαίσια πτυελοδοχεία μόλις έμπαινες. Πολλά χρόνια μετά, λίγο πιο κάτω, στην πλάγια πάροδο της Μαρτίου, την Κίμωνος Βόγα, δοξάστηκε στη δεκαετία 1980-90 το μουσικο-θεατράλε φοιτητικό κέντρο «αντ’ αυτού», του ηθοποιού Δημήτρη Τερζόπουλου, όπου γινότανε κάθε βράδυ κάτι απερίγραπτο. Μουσική και σάτιρα ανελέητη. Από εκεί, όπου έπαιζαν και τραγουδούσαν ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης, ο Γιώργος Ανδρέου, η Ελένη Τσαλιγοπούλου, ο Στάθης Παχίδης, ο Χρήστος Μητρέντσης και ο Δημήτρης Σταρόβας, ουσιαστικά ξεκίνησαν, σχηματίσθηκαν, ασυναίσθητα καταρχάς, και οι «Άγαμοι Θύται». Πήγαινα και ξεβιδωνόμουνα κάθε βράδυ στο «αντ’ αυτού», συνήθως με τον γλύπτη Κυριάκο Καμπαδάκη, που μας άφησε νωρίς. Εκείνα τα χρόνια, νεότατος, έπινα μέχρι και εφτά βότκες κάθε νύχτα και το πρωί ήμουνα χελιδόνι. Τώρα, αν πιω πάνω από μία, το πρωί είμαι για να με πάρει το ΕΚΑΒ. Γερνάω αθόρυβα, ύπουλα, αναπόφευκτα, όπως γερνάει και η οδός Μαρτίου, κάτω και πάνω απ’ την άσφαλτο.

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόΛΙΣ

γίνετε συνδρομητής/τρια για να λαμβάνετε τα 4 ετησίως τεύχη του περιοδικού

ΕΝΤΥΠΗ-ΣΥΝΔΡΟΜΗ

Τεύχος 81

ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2022

Ανασκαφές στην πόλη: Μνημεία σε αναμονή

του ΚΩΣΤΑ ΚΩΤΣΑΚΗ | τεύχος 43 [Μάρτιος 2013] του ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόΛΙΣ

Γερανοί χωρίς φτερά

ΟΣΑ ΔΕΝ ΛΕΕΙ Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ | του Γιώργου Σκαμπαρδώνη | τεύχος 80 του ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόΛΙΣ

Η συνοικία του Ιπποδρομίου (Προδρόμι) κατά τον 16ο αιώνα

Δημογραφική και ονοματολογική ανατομία

του ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΧΕΚΙΜΟΓΛΟΥ | τεύχος 83 του ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόΛΙΣ

Ιστορίες για τους κινηματογράφους της πόλης

του Γιάννη Γκροσδάνη | τεύχος 38 του ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόΛΙΣ

Η οχύρωση της Θεσσαλονίκης στην πλ. Ελευθερίας

Η θαλάσσια οχύρωση της Θεσσαλονίκης στην περιοχή της πλατείας Ελευθερίας | της Έλλης Γεωργιλά | τεύχος 1 του ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόΛΙΣ


ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΩΝ ΠΟΛΙΣ

Ιστορία, Γράμματα, Τέχνες, Ιδέες. Η «συνείδηση της πόλης»


MATAROA PROJECT

πλατφόρμα για τους καλλιτέχνες και τον σύγχρονο πολιτισμό στην Ελλάδα


ΑΛΛΕΣ ΔΡΑΣΕΙΣ

πρωτοβουλίες για τη δημόσια και πολιτιστική ζωή της Θεσσαλονίκης