fbpx

logo

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

Γνώρισα και γλυκά νερά

Της ΒΕΝΕΤΙΑΣ ΓΑΖΙΛΑ

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόλΙΣ 32

Το ρέμα πίσω από το σπίτι της γιαγιάς μου στην αρχή της Κυζίκου, στην Κάτω Τούμπα, έχασκε σαν μια τεράστια χαράδρα στα μάτια μου μικρό παιδί σαν ήμουν. Ένα μικρό σιδερένιο γεφυράκι ένωνε τη μια μεριά με την άλλη και ένας φόβος με κυρίευε κάθε φορά που περνούσα. Υπάρχει ένα μικρό πάρκο σήμερα στη θέση του. Με τα χρόνια, μια πολυκατοικία πήρε τη θέση του σπιτιού της γιαγιάς. Στον ακάλυπτο φύτεψα μια κληματαριά και θέριεψε. Θα πρέπει να βρήκε νερό. Έγινε τεράστια. Αφού και η συκιά δίπλα πέταξε εναέρια ρίζα και την έμπηξε δίπλα στην κληματαριά. Έφτασε τον τέταρτο όροφο. Έτσι, οι φυλλοσκόποι, μικρά πουλιά που την εντόπισαν, μας επισκέπτονται κάθε φθινόπωρο αναζητώντας τροφή. Το ρέμα κατέβαινε από το τότε Γυμνάσιο της Τούμπας (σήμερα Δημοτικό σχολείο), πίσω από το σπίτι της γιαγιάς, και κατευθυνόταν προς το Χίρς, όπου συναντούσε το ρέμα της ΥΦΑΝΕΤ ή ρέμα Κωνσταντινίδη. Το Δημοτικό μου σχολείο ήταν στη Βαλτετσίου, δίπλα στο ρέμα της ΥΦΑΝΕΤ. Μια βρύση έτρεχε συνέχεια νερό και τεράστιες κίτρινες και άσπρες τριανταφυλλιές έζωναν τις πλαγιές του ρέματος. Στα μάτια μου σαν πλαγιές ποταμού φάνταζαν, όταν κατέβαινα και έπαιζα με τους γυρίνους. Οι τριανταφυλλιές ποτέ δεν σε πλήγωναν. Δεν είχαν αγκάθια. Ακόμα σήμερα εκεί βρίσκονται, μετά τόσα χρόνια, και είναι οι μόνες που έμειναν απ’ όλη την περιοχή. Διαχρονικό μνημείο της φύσης της Θεσσαλονίκης, από τα τελευταία κομμάτια που έμειναν ανέπαφα, από τις ελάχιστες εστίες πρασίνου, που φοβάμαι ότι δεν θα γλιτώσουν από τη διευθέτηση, δηλαδή το μπάζωμα και το τσιμέντο. Και η βρύση τρέχει ακόμα νερό. Μερικές φορές, περπατώντας στις όχθες του ρέματος φτάναμε μέχρι την Τριανδρία αλλά και το Σέιχ-Σου. Άλλες φορές κατηφορίζαμε, περνούσαμε από τον μακεδονικό τάφο του 3ου π.Χ. αιώνα και φτάναμε μέχρι τα Κυβέλεια.

Στη Σχολή Τυφλών, όπου κατέληγε το ρέμα, δεν τόλμησα να φτάσω. Αργότερα, φοιτήτρια, συναντούσα το ρέμα κατεβαίνοντας στην «Τσαπατσάρενα», ταβέρνα μόνο για άντρες, στο ύψος της Καλλιδοπούλου με Δελφών. Το διηύθυνε η Τσαπατσάρενα, μια μαυροντυμένη, γεμάτη, γυναίκα που σέρβιρε μόνο φασόλια γίγαντες και λαχανοσαλάτα μαζί με βαρελίσια ρετσίνα. Οι λίγες φοιτήτριες που κάναμε τότε την επανάστασή μας ήμασταν σαν τη μύγα μες στο γάλα στο μαγαζί. Το σπίτι το γκρέμισαν και τη θέση της ταβέρνας πήρε ένας σκουπιδότοπος. Αρχικά κωπηλατούσα στο κωπηλατικό του Πανεπιστημίου, που ήταν στη Σοφούλη, στο μοναδικό κομμάτι αμμουδιάς της Θεσσαλονίκης. Εκεί συναντούσα το ρέμα Αλλατίνη ή Ντεπώ. Ένα κομμάτι του σώζεται δίπλα από τη βίλα Μπιάνκα. Ένα τέταρτο της ώρας έκανα με τα πόδια από την Τούμπα μέχρι τον ιστιοπλοϊκό, όταν έκανα μεταγραφή, και στη διαδρομή συναντούσα το άλλο ρέμα, το μεγάλο ρέμα ή λάκκο των πουλιών, που είχε συνολικό μήκος κλάδων 90 χιλιομέτρων και υδρολογική λεκάνη 28,7 τετραγωνικών χιλιομέτρων, όπως λένε οι μελέτες που συνδυάζουν τα ρέματα με γεωλογικά ρήγματα. Ερχόταν από την περιοχή Χαριλάου. Πάνω σ’ αυτό το ρέμα αργότερα, καθηγήτρια πια, δίδαξα μαθηματικά και περιβαλλοντική στα παιδιά. Πρώτος διδάξας την καταπάτηση των ρεμάτων, το ίδιο το κράτος. Πάνω στο μπαζωμένο κομμάτι του ρέματος, στο ύψος της «Αλυσίδας», κτίστηκε το Α΄ Γυμνάσιο Χαριλάου, μεταξύ Διστόμου και Γενναδίου, που λειτουργεί μέχρι σήμερα. Ήταν το 1986, που, στο πλαίσιο της περιβαλλοντικής, φυτέψαμε περίπου 300 δένδρα στην αυλή του σχολείου. Ένα μέρος του προς τα πάνω συναντά την τάφρο και από εκεί περπατώντας στο ανάχωμα της τάφρου μπορείς να φτάσεις μέχρι τη Λαμπράκη. Στη διαδρομή συναντάς ένα βυζαντινό ερείπιο. Σ’ αυτό το κομμάτι κάθε μέρα βλέπεις πεζοπόρους και ποδηλάτες. Τα παιδιά μικρά έφτιαχναν τσουλήθρες στις χωμάτινες πλαγιές του. Αν το ανάχωμα συνεχιζόταν και από την άλλη μεριά θα έφτανες στον Φοίνικα. Μερικές φορές έρχεται από εκεί και κανένα άλογο που βόσκει ελεύθερα μέσα στο ρέμα.

Η τάφρος, το μεγάλο έργο της Θεσσαλονίκης, με υπουργό Δημοσίων Έργων τον Κων. Καραμανλή, αν δεν κάνω λάθος, φτιάχτηκε την εποχή εκείνη για να μαζεύει τα νερά του Σέιχ-Σου και να μπορούν να μπαζωθούν τα ρέματα. Τα κατάφερε όμως; Μάλλον όχι! Σε μια νεροποντή λίγα νερά μαζεύει και, αφού δεν υπάρχουν πια οι χείμαρροι, δηλαδή τα ρέματα της Θεσσαλονίκης, όλοι οι δρόμοι γίνονται χείμαρροι. Δεν θα ξεχάσω τη φορά που οι πνιγμένοι αρουραίοι μαζί με τα νερά κατέβαιναν προς τη θάλασσα μπροστά από το σπίτι μου.

Την Καθαρά Δευτέρα μας έντυναν καρναβάλια και μας πήγαιναν στο Κεδρηνό λόφο, εκεί που είναι σήμερα ο ζωολογικός κήπος. Εκεί κατέβαινε από το Σέιχ-Σου ένα παρακλάδι από το διαβολόρεμα και κατέληγε εκεί που χτίστηκε το νέο Δημαρχείο. Σ’ αυτό το ρέμα κάναμε τακτικά πεζοπορία, μαζεύαμε πευκομανίταρα μαζί με φίλους και παιδιά. Η πρόσβαση έγινε δύσκολη με τα πόδια και το δάσος αποκλείσθηκε με τον τρόπο κατασκευής της περιφερειακής οδού. Δεν λεω, χρήσιμη ήταν, αλλά θα μπορούσε να γίνει με τούνελ και κοιλαδογέφυρες. Θα κόστιζε λίγο παραπάνω, αλλά δεν θα χανόταν η συνέχεια της πόλης με το δάσος. Σαν ήμουν έφηβη κάναμε τεράστιες παρέες. Την Καθαρά Δευτέρα παίρναμε το μονοπάτι και πηγαίναμε με τα πόδια στα «Τρία αδέλφια», στον Χορτιάτη. Δύσκολο σαν βουνό μας φαίνονταν το πέρασμα από το ρέμα στα Πλατανάκια, όπου δύο ρέματα ενώνονται. Το νερό έτρεχε με ορμή δίπλα στον βυζαντινό νερόμυλο, και ήταν σπουδαίος όποιος περνούσε το ρέμα χωρίς να βραχεί. Από τότε, φαίνεται, μου έμεινε η συνήθεια να περπατώ δίπλα στα ρέματα, να περπατώ μέσα στο δάσος και αργότερα, μεγάλη, να μαζεύω μανιτάρια και να κάνω περιπολίες για τυχόν πυρκαγιά με τον Σύλλογο Εθελοντικής Δασοπροστασίας. Παίρναμε και τη γιαγιά Ευτέρπη ή αλλιώς μετελσαρά (παραμυθού) μαζί μας, ογδόντα τόσο χρονών, στη δασοπροστασία. Τότε ήταν που συνάντησα κάπαρες μέσα στο δάσος. Ο γιος μου ήταν στην περπατούρα όταν έκανε το πρώτο του πικ-νικ στα Πλατανάκια. Δεν υπήρχε ακόμα το αναψυκτήριο. Πάμπολλες φορές πηγαίναμε και περπατούσαμε δίπλα σ’ αυτό το ρέμα, ποτέ όμως δεν φτάσαμε μέχρι τη Θέρμη. Παίρναμε τα μικρά τότε παιδιά και ψάχναμε για βατραχάκια και ψάρια του γλυκού νερού, βλέπαμε σκίουρους να σκαρφαλώνουν στα δένδρα και μαζεύαμε μανιτάρια. Η χαρά τους ήταν απερίγραπτη. Στο δάσος δεν ξαναπάτησα από τότε που κάηκε. Με πονούσε , δεν μπορούσα να το βλέπω καμένο.

Πολλές φορές αναρωτήθηκα πώς θα ήταν άραγε η Θεσσαλονίκη αν δεν είχαν μπαζώσει τα ρέματα και αν τα είχαν κάνει χώρους αναψυχής. Φαντάζομαι πράσινους αεραγωγούς από το Σέιχ-Σου μέχρι τη θάλασσα, με το κλίμα ηπιότερο και την πόλη χωρίς τον θόρυβο των κλιματιστικών. Σίγουρα κάτι τέτοιο φωτισμένους Έλληνες ήθελε, από αυτούς που βλέπουν μακριά, που πράττουν με γνώμονα όχι μόνο το βραχυπρόθεσμο προσωπικό τους συμφέρον αλλά κοιτώντας ταυτόχρονα το μέλλον. Όμως, καθώς τα κύμβαλα αλαλάζουν, οι χαμηλών τόνων άνθρωποι δεν ακούγονται.

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόΛΙΣ

γίνετε συνδρομητής/τρια για να λαμβάνετε τα 4 ετησίως τεύχη του περιοδικού

ΕΝΤΥΠΗ-ΣΥΝΔΡΟΜΗ

Τεύχος 82

ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2022

Μηχανικοί προβολής, οι αφανείς ήρωες του κινηματογράφου

της Λίνας Μυλωνάκη | τεύχος 44 του ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόΛΙΣ

Στιγμή

ΟΣΑ ΔΕΝ ΛΕΕΙ Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ | της Ελένης Βρακά | τεύχος 60 του ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόΛΙΣ

Το μυστήριο του χρόνου

του Ηρακλή Παπαϊωάννου | τεύχος 77 του ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόΛΙΣ

Η ΧΑΝΘ μου πρόσφερε το ωραίο ταξίδι

της Ναυσικάς Γκράτζιου | τεύχος 76 του ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόΛΙΣ

Θεσσαλονίκη: Δροσερή πόλη – Μία Ουτοπία;

του Άγι Παπαδόπουλου, αναπληρωτή καθηγητή στο τµήµα Μηχανολόγων του Α.Π.Θ | τεύχος 28 (Ιούνιος 2009) του ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόΛΙΣ


ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΩΝ ΠΟΛΙΣ

Ιστορία, Γράμματα, Τέχνες, Ιδέες. Η «συνείδηση της πόλης»


MATAROA PROJECT

πλατφόρμα για τους καλλιτέχνες και τον σύγχρονο πολιτισμό στην Ελλάδα


ΑΛΛΕΣ ΔΡΑΣΕΙΣ

πρωτοβουλίες για τη δημόσια και πολιτιστική ζωή της Θεσσαλονίκης