ΔΙΑΒΑΖΟΥΜΕ ΑΡΘΡΑ

Ένα Παλιοκούταλο

του Σάκη Σερέφα | Τεύχος 63 του ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόΛΙΣ

(μιλάει ο Σταμάτης:)

Σκάβαμε μια μέρα στη Βενιζέλου. Σκάβαμε για να ρίξουμε κάτι μπετά για τον σταθμό του μετρό, κι όπως έσκαβα, κάνω μια έτσι, να βγάλω ένα κοτρόνι που είχε σφηνώσει στο χώμα, και βλέπω ένα κουτάλι. Ένα παλιόκουταλο ήτανε, σκουριασμένο, μαυρισμένο, στραβό, ούτε που το ‘πιανε το μάτι σου. Σαν αρχαίο φαινόταν. Χραπ, το χουφτώνω, το χώνω στην τσέπη.

Το πήγα σπίτι, το χάζευα και το ξαναχάζευα, την άλλη μέρα το γύρισα πίσω, το δίνω στον αρχαιολόγο που επέβλεπε στο σκάψιμο. «Πού το βρήκες αυτό;» με ρωτάει. «Να, εδώ», του λέω, «πριν λίγο το βρήκα», και του δείχνω. Το παίρνει αυτός, το πάει σε κάτι συναδέλφους του παραπέρα, αρχίζουν τα ψιθυρίσματα και τα χαμηλόφωνα αναμεταξύ τους, ούτε που ακούγονταν. «Σκάβε Σταμάτη», λέω εγώ, «και μη σε νοιάζει».

Όταν ήρθε η ώρα να σχολάσουμε, τον πλησιάζω, τάχαμου χαλαρά. «Τι ήτανε το κουτάλι; Αρχαίο ήτανε;» «Όχι», μου λέει, «τόσο επιφανειακά δεν βρίσκουμε αρχαία. Από την πυρκαγιά του ’17 είναι. Βρήκαμε και κάτι καμένα βάζα με λιωμένες καραμέλες. Πρέπει να ήταν υπόγειο ζαχαροπλαστείο εδώ. Από πάνω το κατάστημα, από κάτω το εργαστήριο».

Πάω σπίτι, τρώω, κάνω ένα μπάνιο, πέφτουμε να κοιμηθούμε με τη Βάσω, τη γυναίκα μου. Την ακούω που ροχαλίζει, είχε μπούκωμα στη μύτη. Γαρίδα το μάτι εγώ, δεν με έπιανε ύπνος. Το μυαλό εκεί, στο κουτάλι. Σκεφτόμουν: τόσος κόσμος ήρθε, έφαγε την πάστα του πριν εκατό χρόνια σ’ αυτό το ζαχαροπλαστείο, και τι απόμεινε από όλους αυτούς τους καημένους τους ανθρωπάκους; Τίποτα. Μόνο εκείνο το κουτάλι απόμεινε. Ούτε τ’ όνομά τους, ούτε η φάτσα τους, ούτε κανείς να τους θυμάται. Μόνο αυτό το κουτάλι έμεινε, και ποιος να ξέρει ποιος ήταν ο τελευταίος που έφαγε το γλυκό του μ’ αυτό πριν αρπάξει η φωτιά.

Κάτι τέτοια σκεφτόμουνα στο σκοτάδι. Και σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι. Είχα δουλειά να κάνω.

(μιλάει η Βάσω:)

Ήθελα να βγάλω τα φρύδια μου. Ψάχνω το τσιμπιδάκι, πουθενά. Κοιτάω πίσω από το κομοδίνο, στο συρτάρι του μπάνιου, μέχρι και στο στραγγιστήρι των πιάτων. Τίποτα. Πού πήγε το τσιμπιδάκι; Και δεν το είχα μόνο για τα φρύδια – είναι κι η κότα. Όταν την καψαλίζει ο χασάπης, μένει και καμιά τριχούλα κάτω απ’ τις φτερούγες. Φοράω τα γυαλιά, παίρνω άλλο τσιμπιδάκι, τσίκι-τσίκι τις βγάζω. Είπα, χάθηκε φαίνεται. Την άλλη μέρα πήγα και πήρα καινούργιο.

Πέρασε καιρός. Χειμώνιασε. Είπα να κατεβάσω τα χαλιά, να στρώσω. Βάζω καρέκλα, ανεβαίνω στο πατάρι πάνω από το μπάνιο, τα είχα φυλαγμένα εκεί. Τραβάω το ένα, μπραφ, πέφτει από το πλάι ένα μεταλλικό κουτί από μπισκότα Παπαδοπούλου, παλιό, παμπάλαιο. Ξεχασμένο. Με βρίσκει στο κεφάλι, πλάι στο φρύδι, ξώφαλτσα. Το σηκώνω από χάμω, το κοιτάζω καλά – είχε μια στρώση σελοφάν γύρω-γύρω, από αυτό που τυλίγεις τα μπιφτέκια. Το ξετυλίγω, ανοίγω το κουτί και τι να δω μέσα; Το παλιό μου το τσιμπιδάκι! Και μια φωτογραφία μου με τον Σταμάτη στην εκκλησία με τα στέφανα! Κι ένα κουταλάκι του γλυκού, από αυτά που μας είχαν κάνει δώρο οι κουμπάροι μας στον γάμο! Είχε και έναν φάκελο. Τον ανοίγω. Μέσα είχε μια κόλλα χαρτί, διπλωμένη. Αρχίζω να διαβάζω. Έγραφε:

«Με λένε Σταμάτη, κι αυτή στη φωτογραφία είναι η γυναίκα μου η Βάσω. Το τσιμπιδάκι είναι δικό της και το κουταλάκι εγώ το έγλειψα την τελευταία φορά στις 3 το πρωί στις 6 Οκτωβρίου του 2017 στην κουζίνα της οικίας μας. Έτρωγα μία σοκολατίνα γιατί μ’ αρέσουν πολύ οι σοκολατίνες».

Και στο τέλος της κόλλας έγραφε:

«Κι εσύ, άνθρωπε, που θα βρεις κάποτε αυτό το κουτί, όποιος και να είσαι, να ξέρεις πως κάποτε ήμουνα κι εγώ ζωντανός, και σου εύχομαι καλήν υγεία να έχεις, να με θυμάσαι κι ας μη γνωριστήκαμε ποτέ».

Έστρωσα τα χαλιά, έβαλα το κουτί εκεί που το βρήκα, κόλλησα ένα τσιρότο στο φρύδι μου, έβαλα τις φακές να βράσουν. Γυρνάει ο Σταμάτης από τη δουλειά, με βλέπει: «Πού χτύπησες εκεί;» με ρωτάει. «Στο ντουλάπι της κουζίνας», του λέω. Έσκυψε, μου φίλησε το πονεμένο φρύδι πάνω απ’ το τσιρότο, φίλησε και το άλλο μη ζηλέψει. Κουβέντα δεν του είπα για το κουτί. Και τι να του πω δηλαδή; Κάποιο ζόρι θα τραβάει η ψυχούλα του, αλλά εγώ θα του τη γιατρέψω. Κάποιο τσιρότο θα βρω για την ψυχούλα του εγώ.

 

Με πολλή και ωραία τζαζ στη Σάνη

του Γιώργου Χαρωνίτη | Τεύχος 80 του ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόΛΙΣ

Απόδραση

της Αλεξάνδρας Μυλωνά | τεύχος 68 του ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόΛΙΣ

Μανόλης Αναγνωστάκης

του Πάνου Θεοδωρίδη | Από το αρχείο του περιοδικού ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ