ΙΣΤΟΡΙΑ
Ανασκαφές στην πόλη: Μνημεία σε αναμονή
του ΚΩΣΤΑ ΚΩΤΣΑΚΗ, Καθηγητή Προϊστορικής Aρχαιολογίας Α.Π.Θ.
τεύχος 43 (Μάρτιος 2013) του ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόΛΙΣ
–
Μια ιστορική πόλη, όπως η Θεσσαλονίκη, στεκόταν πάντα κυριολεκτικά πάνω στο παρελθόν της. Η δικιά μας εποχή είναι η μόνη στη ιστορία της πόλης που έσκαψε σε βάθος για να χτίσει τα σπίτια της, ενώ για χιλιετίες τα νεότερα οικοδομήματα χτίζονταν πάνω στα ερείπια των παλαιότερων. Στη μεταπολεμική Θεσσαλονίκη η λαίλαπα της μαζικής ανοικοδόμησης προκάλεσε ένα κύμα ανασκαφών που έφεραν στο φως τα ερείπια των παλαιότερων εποχών, στρωματογραφημένα κατά τη χρονολογική τους τάξη, από την οθωμανική περίοδο στην κορυφή, μέχρι τη ρωμαϊκή, καμιά φορά και την ελληνιστική, στο βάθος. Αυτή η εικόνα ήταν στιγμιαία. Στο πλαίσιο ιδιωτικών έργων, τα ερείπια καλύφθηκαν κατά κανόνα από τις ανώνυμες πολυκατοικίες της νεότερης Θεσσαλονίκης, ανεξάρτητα από τη σημασία όσων είχαν αποκαλυφθεί. Μόνο τα δημόσια έργα είχαν την πολυτέλεια να αφήσουν τη γη τους άχτιστη, δημιουργώντας έτσι συμπτωματικά μεγάλους ερειπιώνες στο κέντρο της πόλης, σαν αυτούς που είναι πολύ γνωστοί σε άλλες ιστορικές ευρωπαϊκές πόλεις, όπως για παράδειγμα τα fori romani στη Ρώμη, αλλά δεν υπήρχαν ούτε στην πυκνοδομημένη οθωμανική Θεσσαλονίκη ούτε στην εκσυγχρονισμένη Θεσσαλονίκη του Εμπράρ, που αρθρώθηκε γύρω από τα σωζόμενα πλήρη βυζαντινά μνημεία της πόλης.
Επομένως, στις πολλές μεταβολές που έχει υποστεί το αστικό τοπίο της Θεσσαλονίκης έχουν προστεθεί τα τελευταία χρόνια και ανοιχτοί χώροι με αρχαία ερείπια, αποτέλεσμα μεγάλων δημόσιων έργων που συνάντησαν αρχαιότητες. Από μια άποψη, είναι ενδιαφέρον ότι στη Θεσσαλονίκη οι παρεμβάσεις των δημόσιων έργων κατέληξαν σε ένα αποτέλεσμα που ήταν εντελώς αντίθετο με τις προθέσεις τους. Στον χώρο της Ρωμαϊκής Αγοράς επρόκειτο να οικοδομηθεί το δικαστικό μέγαρο της πόλης, στην πλατεία Διοικητηρίου ένας μεγάλος δημόσιος σταθμός αυτοκινήτων, στην πλατεία Ναυαρίνου δημοτική αγορά. Σε όλες τις πλατείες της πόλης, η τύχη και όχι ο σχεδιασμός καθόρισαν τη δημιουργία αυτών των ανοιχτών μνημείων. Μια μάλλον γνώριμη ιστορία για μας, αλλά γεγονός είναι ότι, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, μεγάλα ανασκαφικά προγράμματα έχουν προσθέσει νέους ανοιχτούς χώρους στην πόλη, χώρους με μνημειακό βάρος, που δεν ήταν παλαιότερα διαθέσιμοι στον ιστό της πόλης. Η περιστασιακή χρήση τους για εκδηλώσεις με πολιτισμικό χαρακτήρα προστίθεται στη χρήση των μνημείων που είναι καταγεγραμμένα στη μνήμη της Θεσσαλονίκης, αλλά δεν αναιρεί, όπως θα δούμε, την έλλειψη επαφής του κοινού της πόλης με τους συγκεκριμένους χώρους.
Πολλές ανασκαφές γίνονται και αυτή τη στιγμή, ορισμένες μεγάλης κλίμακας, στο πλαίσιο των έργων του μετρό. Πρόκειται για ανασκαφές που δεν έχουν σκοπό να απελευθερώσουν χώρους και να τους αποδώσουν στην πόλη και τους κατοίκους της, αλλά να επιτρέψουν την κατασκευή των υποδομών του μετρό. Γίνονται πίσω από ερμητικά σφραγισμένες μεταλλικές περιφράξεις, που σταματούν τα βλέμματα των περαστικών και εμποδίζουν κάθε πρόσβαση. Απαγορεύονται ακόμη και οι φωτογραφίες. Μια ψυχαναλυτική προσέγγιση θα είχε πολλά να πει γι’ αυτήν την απόλυτη απόκρυψη, που απωθεί και καθιστά αόρατη την απώλεια που θα συμβεί προγραμματικά με την ολοκλήρωση των έργων. Η συγκάλυψη του αρχαιολογικού γεγονότος θα μπορούσε να υποδηλώνει ενοχή εξαιτίας της απώλειας, αν οι ανασκαφές του μετρό αντιστοιχούσαν σε μια ενιαία βούληση ενός υποκειμένου. Στην πραγματικότητα όμως η μεταχείριση των συγκεκριμένων ανασκαφών δεν διαφέρει από τη μεταχείριση κάθε άλλης, και σχετίζεται με την αντίληψη που συλλογικά έχουμε διαμορφώσει για τη σχέση μας με το παρελθόν, ειδικά το παρελθόν που απρογραμμάτιστα, ίσως και ενοχλητικά, εισβάλλει μέσα στον ιστό της πόλης. Η απόκρυψη της ανασκαφής, σε τέτοιο βαθμό που ουσιαστικά παύει να υπάρχει, σχετίζεται με τη μικρή αξία που αποδίδεται στην ίδια την ανασκαφική διαδικασία, με την ελάχιστη σημασία που θεωρείται ότι έχει για τη δημιουργία μιας σχέσης των κατοίκων με το παρελθόν της πόλης τους. Ακόμη και όταν η ανασκαφή στοχεύει στην προγραμματισμένη ανάδειξη των αρχαίων και όχι στην τεκμηρίωσή τους ενόψει της επικείμενης καταστροφής τους, πάλι γίνεται ευρύτερα αντιληπτή ως μια διεκπεραιωτική διαδικασία, ένα τεχνικό έργο που αφορά κατά κύριο λόγο τους ειδικούς, ενώ το κοινό περιμένει να τελειώσουν οι ανασκαφές για να δει το αποτέλεσμα ― σχεδόν όπως οι ιδιοκτήτες περιμένουν τους μαστόρους να τελειώσουν το σπίτι για να το κατοικήσουν.
Είναι, από την άποψη αυτή, κατανοητή η στάση του γενικού κοινού που προσπερνά αδιάφορα την ανασκαφή. Πώς μπορούν να συνδεθούν με κάτι που δεν αξίζει καν να το δουν; Σε τελική ανάλυση, δεν βρίσκονται πολύ μακριά από τη διαδεδομένη ιδέα ότι η αρχαιολογία ασχολείται με την εύρεση μοναδικών αντικειμένων που εκτίθενται στα μουσεία. Η σύγχρονη αρχαιολογία γνωρίζει πόσο λανθασμένη είναι η άποψη αυτή, και έχει συζητήσει διεξοδικά πως η διαδικασία ανάκτησης της αρχαιολογικής μαρτυρίας επηρεάζει το αποτέλεσμα και την ερμηνεία του αρχαίου αντικειμένου. Για διάφορους λόγους, οι υπεύθυνοι αρχαιολογικοί υπάλληλοι έχουν παραιτηθεί από την προσπάθεια να εξηγήσουν στο κοινό τι ακριβώς κάνουν και ποια είναι η σημασία της ανασκαφής. Το μόνο πράγμα που το κοινό εντέλει εισπράττει από την εσωστρεφή αυτή στάση είναι ότι οι ανασκαφές προχωρούν πολύ αργά και ότι οι εργάτες δεν δουλεύουν! Στις ανασκαφές του μετρό αναρτήθηκαν πρόσφατα πανώ που ζητούν από την πόλη να μην εγκαταλείψει τις ανασκαφές και τους ανθρώπους τους. Πράγματι, αυτή τη στιγμή στις ανασκαφές του μετρό εργάζονται εκατοντάδες νέοι αρχαιολόγοι. Πόσοι όμως κάτοικοι της Θεσσαλονίκης γνωρίζουν τι ακριβώς συμβαίνει σ’ αυτές;
Με την υποβάθμιση της ανασκαφής, η πόλη χάνει μια πολύ μεγάλη ευκαιρία να προσθέσει μια δυναμική πολιτισμική δραστηριότητα που συμβαίνει καθημερινά, στην καρδιά της. Οι ανασκαφές στην πλατεία Διοικητηρίου, για παράδειγμα, άφησαν πίσω τους μια άναρχη κατάσταση, που θυμίζει περισσότερο έναν ανοιχτό λάκκο μέσα στον οποίο είναι “πεταμένα” ερείπια παρά έναν αρχαιολογικό χώρο από τον οποίο προσδοκά κανείς κάτι να μάθει, πολύ περισσότερο να περάσει ευχάριστα ή να ψυχαγωγηθεί, παρ’ όλη την προσπάθεια να ορισθεί ο χώρος με περίφραξη αισθητικά συμβατή με το απέναντι κτίριο του Διοικητηρίου και να τοποθετηθούν μερικά αμήχανα παγκάκια. Αν η βιωματική επαφή με την αρχαιολογία είναι ένα ζητούμενο, η πλήρης απώλεια του νοήματος που χαρακτηρίζει τον “λάκκο” της πλατείας Διοικητηρίου είναι το απόλυτο αρνητικό παράδειγμα. Δεν είναι περίεργο ότι οι περίοικοι θεωρούν ότι η περιοχή τους υποβαθμίστηκε ανεπανόρθωτα από την αρχαιολογική παρέμβαση: ένας χώρος άλλοτε κοινωνικής επικοινωνίας είναι τώρα ένας νεκρός ερειπιώνας, που δεν συνδέεται με τίποτε και κανέναν.
Κι όμως, αυτή η πρώην πλατεία μπορεί να γίνει ένα ζωντανό εργαστήριο βιωματικής σχέσης με το παρελθόν της πόλης. Σε άλλες πόλεις της Ευρώπης, η στάση απέναντι στο γεγονός της ανασκαφής ακολουθεί διαμετρικά αντίθετη φιλοσοφία. Αντί για ενόχληση που διασπά τον ιστό και τη ζωή της πόλης, η ανασκαφή θεωρείται ότι πρέπει να ενσωματωθεί στην ίδια τη ζωή, και, με τη συμμετοχή των κατοίκων, να τη βελτιώσει. Η ανασκαφή μετατρέπεται σε μια ανοιχτή διαδικασία, στην οποία συμμετέχουν εθελοντές, εκτελώντας κάτω από την επίβλεψη ειδικών αρχαιολόγων όλες τις αρχαιολογικές εργασίες. Οι αρχαιολογικοί χώροι, με κατάλληλες, όχι δαπανηρές, επεμβάσεις και απλές υποδομές, γίνονται ανοιχτά ανασκαφικά μουσεία, στα οποία επισκέπτες κάθε ηλικίας παίρνουν μέρος, εκπαιδεύονται, μαθαίνουν, πειραματίζονται, ενημερώνονται και αντιλαμβάνονται το παρελθόν της πόλης στην οποία ζουν. Με αυτή τη λογική, η πλατεία Διοικητηρίου, αντί να είναι ένας χώρος από άμορφα και απρόσιτα για τους μη ειδικούς ερείπια, θα μπορούσε να μεταμορφωθεί σε ένα διαρκές ανασκαφικό εργαστήριο, έναν χώρο εκπαίδευσης και πραγματικής ψυχαγωγίας, στον οποίο οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης θα αντιλαμβάνονται πώς ήταν η απλή καθημερινή ζωή στο παρελθόν. Η πλατεία θα μπορούσε να δώσει το βάθος που λείπει από τη σχέση των ανθρώπων με την πόλη, που δεν την γνωρίζουν πια και από την οποία αποξενώνονται σταθερά. Το ίδιο βέβαια θα μπορούσε να γίνει και για άλλους αρχαιολογικούς χώρους που βρίσκονται μέσα στην πόλη, είτε είναι τώρα επισκέψιμοι είτε όχι, μετατρέποντάς τους από αδρανές σκηνικό σε δυναμικό κέντρο κοινωνικής αλληλεπίδρασης.
Το παρελθόν της πόλης δεν είναι μόνο τα λαμπρά μνημεία που διαθέτει. Η σύγχρονη ιστορία γνωρίζει ότι το παρελθόν δεν γράφεται μόνο από τα εξαιρετικά και τα μοναδικά κατορθώματα αλλά εξίσου και από την καθημερινή ζωή των ανώνυμων ανθρώπων, που δεν έχουν το προνόμιο να αφήνουν το ίχνος τους στην ιστορία. Αν η ιστορία σιωπά για τους ανώνυμους, η αρχαιολογία καταγράφει τα ίχνη τους σχολαστικά και, σχεδόν πάντα, οι ανασκαφές αυτά ερευνούν. Η εμπειρία της επαφής με τα ταπεινά ίχνη των ανθρώπων, η μεγαλύτερη χαρά της αρχαιολογικής έρευνας, μπορεί εύκολα να μεταφερθεί στους μη ειδικούς, όταν τα ακουμπήσουν με τα ίδια τους τα χέρια. Στην πόλη της Θεσσαλονίκης αυτή η διάσταση δυστυχώς απουσιάζει.
Τον ρόλο της διαχείρισης τέτοιου είδους ανασκαφών στις ευρωπαϊκές χώρες τον αναλαμβάνει η τοπική κοινότητα, όποια είναι αυτή. Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες δεν υπάρχουν πια κεντρικές κρατικές αρχαιολογικές υπηρεσίες, ούτε οι μονάδες που υπάρχουν λειτουργούν με αποκλειστικό, μονοπωλιακό τρόπο. Η κεντρική ιδέα που τις χαρακτηρίζει είναι η «αρχαιολογία της κοινότητας» (community archaeology), η συνειδητοποίηση ότι η αρχαιολογία έχει υποχρέωση να επιστρέψει στην κοινωνία απτά και συγκεκριμένα οφέλη, και ότι έχει κάτι χρήσιμο να πει στην κοινότητα που τη στηρίζει. Στην Ελλάδα βρισκόμαστε δυστυχώς ακόμη σε μια αυταρχική λογική θεσμικών απαγορεύσεων και περιορισμών, η «βαριά ελληνική βιομηχανία του πολιτισμού» είναι μόνο κρατική. Ακόμα όμως και με το κρατικιστικό ελληνικό πλαίσιο, που δεν μπορεί στην πράξη ούτε να ανταποκριθεί ούτε να ακολουθήσει τις εξελίξεις, τίποτε δεν θα εμπόδιζε έναν παράλληλο φορέα όπως ο Δήμος, με τη συμμετοχή και ιδιωτικών πρωτοβουλιών, να στελεχώσει και να στηρίξει μια ομάδα καταρτισμένων αρχαιολόγων και μουσειολόγων που θα λειτουργούσε παραδειγματικά με αυτόν τον τρόπο, μετά από μια προγραμματική συμφωνία με την κρατική αρχή. Αυτό που έχει σημασία είναι να στρέψουμε την προσοχή μας και να επενδύσουμε στους ανθρώπους, εκείνους που θα χειριστούν και εκείνους που θα συμμετέχουν, γιατί από εκεί θα προέλθει η όποια προστιθέμενη αξία της παρέμβασης. Αλλά δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι μια τέτοια παρέμβαση θα ήταν πολύ ουσιαστικότερη για την ποιότητα της ζωής και τον πολιτισμό στο κέντρο της πόλης από την οικοδόμηση ενός γκαράζ, όπως ήταν το αρχικό σχέδιο.
Η μνημειοποίηση του παρελθόντος που κυριαρχεί στη χώρα μας, η πρόσληψη του παρελθόντος αποκλειστικά μέσω των μνημείων, λες και το παρελθόν είναι ένα εικονογραφημένο βαρετό σχολικό βιβλίο, η πεποίθηση ότι το παρελθόν αξίζει μόνο για τα μεγάλα επιτεύγματά του, η παραγνώριση της μικρής κλίμακας, που θεωρείται άνευ σημασίας, η μυθοποίηση τελικά του παρελθόντος, είναι ελληνικές κακοδαιμονίες. Δεν μπορεί όμως να χτιστεί πολιτισμός και πολιτισμική συνέχεια μόνο με τα υψηλά και τα μεγάλα, γιατί ο πολιτισμός παράγεται καθώς οι άνθρωποι ζουν την καθημερινή τους ζωή ― πάνω στα μικρά πατούν και τα μεγάλα. Είναι καιρός να συνειδητοποιήσουμε τη σημασία αυτής της κληρονομιάς, υλικής και άυλης, για τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τον χώρο όπου ζούμε και τελικά για την ίδια μας τη ζωή.