ΣΤΟΝ ΑΞΟΝΑ ΤΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ
Tα ξενοδοχεία της Θεσσαλονίκης κατά τον Μεσοπόλεμο (1919-1939)
του Βασίλη Κολώνα, καθηγητή στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόΛΙΣ 55
Tα ξενοδοχεία της Θεσσαλονίκης αποτελούν ένα γοητευτικό θέμα για τον ιστορικό της πόλης. Η ένταξή τους στον χώρο και τον χρόνο των τελευταίων 100 χρόνων πιστεύω ότι συνεισφέρει στην ίδια την ιστορία της πόλης. Αυτό δεν ισχύει μόνον επειδή πολλά από αυτά διατηρούνται μέχρι σήμερα ―αρκετά θα κλείσουν σύντομα έναν αιώνα ζωής― αλλά και λόγω της σημασίας τους ως τόπου δράσης γνωστών και αγνώστων ηρώων και ως πλαισίου πολιτικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων και εκδηλώσεων.
Η πρώτη προσπάθεια ώστε να δημιουργηθεί στη χώρα μας νομικό πλαίσιο για τον τουρισμό, που σταδιακά θα αντικαταστήσει τον περιηγητισμό, χρονολογείται στο τέλος του α΄ παγκόσμιου πολέμου, με την ίδρυση του Γραφείου Ξένων και Εκθέσεων, το 1919. Ανάμεσα στις αρμοδιότητες της νεοσύστατης υπηρεσίας ήταν, μεταξύ άλλων, η μέριμνα για τις συγκοινωνίες, η εποπτεία των ξενοδοχείων, η φροντίδα για τον εξωραϊσμό των πόλεων και των αρχαιολογικών χώρων, η ευθύνη για τη λειτουργία των λουτροπόλεων, η οργάνωση και εποπτεία εορτών και παραστάσεων και η διαφήμιση της χώρας στο εξωτερικό.
Το 1929 το Γραφείο Ξένων και Εκθέσεων αναβαθμίζεται σε αυτόνομο οργανισμό. Ως σημαντικές αρμοδιότητες του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού ορίζονται η περαιτέρω διευκόλυνση και προστασία των περιηγητών ―με την παράλληλη άρση των νομοθετικών φραγμών για τις μετακινήσεις εντός της επικράτειας―, η ενίσχυση των ξενοδοχείων μέσα από την παροχή επαρκών πιστώσεων και βέβαια η ενίσχυση της προβολής της χώρας στο εξωτερικό.
Στη Θεσσαλονίκη, που αριθμεί λιγότερο από δύο δεκαετίες από την ενσωμάτωσή της στον εθνικό κορμό και μόλις μια δεκαετία από την έναρξη εφαρμογής του νέου σχεδίου μετά την καταστροφική πυρκαγιά του 1917, ιδρύεται γραφείο Τουρισμού τον Σεπτέμβριο του 1930, με ακοπό «τον καθαρισμό, τον εξωραϊσμόν και τον καλλωπισμό των πλέον συχναζομένων αρτηριών και πλατειών της πόλεως». Εκτός από την απομάκρυνση των μικροπωλητών και των εμπορευμάτων από τους κεντρικούς δρόμους, ιδιαίτερη σημασία δόθηκε στον καθαρισμό και την ανάδειξη των βυζαντινών μνημείων της πόλης (Μακεδονία, 24.2.1931).
Στο Γραφείο Τουρισμού Θεσσαλονίκης υπήρχε ειδικό τμήμα ξενοδοχείων, για τα οποία είχε καταρτισθεί πλήρες μητρώο, ενώ είχε οργανωθεί συστηματικά η εποπτεία και η επιθεώρηση λειτουργίας τους. «Η Θεσσαλονίκη έχει εν όλω 73 ξενοδοχεία, διαθέτουσα 3.662 κλίνες. Εξ αυτών, 6 είναι ξενοδοχεία πολυτελείας με 335 δωμάτια και 476 κλίνες, 15 α΄ τάξεως με 544 δωμάτια και 977 κλίνες, 37 β΄ τάξεως με 836 δωμάτια και 1.794 κλίνες και 15 γ΄ τάξεως με 180 δωμάτια και 415 κλίνες».
H χωροθέτηση
Oι ενέργειες για τον επανασχεδιασμό και την ανοικοδόμηση του καμένου τμήματος άρχισαν αμέσως μετά το τέλος της πυρκαγιάς, με πρωτοβουλία του τότε υπουργού Συγκοινωνιών Aλ. Παπαναστασίου. H μελέτη του νέου σχεδίου ανατέθηκε σε επταμελή επιτροπή, με επικεφαλής τον Γάλλο αρχιτέκτονα και πολεοδόμο E. Hébrard, και αποτελεί, σύμφωνα με τον Pierre Lavedan, το πρώτο πραγματικά μεγάλο έργο της ευρωπαϊκής πολεοδομίας.
H χωροθέτηση
Oι ενέργειες για τον επανασχεδιασμό και την ανοικοδόμηση του καμένου τμήματος άρχισαν αμέσως μετά το τέλος της πυρκαγιάς, με πρωτοβουλία του τότε υπουργού Συγκοινωνιών Aλ. Παπαναστασίου. H μελέτη του νέου σχεδίου ανατέθηκε σε επταμελή επιτροπή, με επικεφαλής τον Γάλλο αρχιτέκτονα και πολεοδόμο E. Hébrard, και αποτελεί, σύμφωνα με τον Pierre Lavedan, το πρώτο πραγματικά μεγάλο έργο της ευρωπαϊκής πολεοδομίας.
Δεν είναι τυχαίο ότι, ήδη το 1928, η Εγνατία περιγράφεται ως η «κυριωτέρα αρτηρία της πόλεως, από την οποία περνούν όλα τα αυτοκίνητα και αι άμαξαι, μεταφέροντας ξένους εξ Ευρώπης και εκ των χωρών της Βαλκανικής, με μέγαρα μεγαλοπρεπή, με καταστήματα λάμποντα και ξενοδοχεία μεγαλοπρεπή»10. Σημαντική επίσης συγκέντρωση ξενοδοχείων υπάρχει και στο τμήμα του πρώτου τομέα μεταξύ των οδών Bενιζέλου και Aγίας Σοφίας, και κυρίως κατά μήκος της οδού Kομνηνών. Eίναι φανερό ότι στο νέο σχέδιο δεν υπάρχουν σημαντικές μετατοπίσεις στη χωροθέτηση των ξενοδοχείων σε σχέση με την κατάσταση που επικρατούσε πριν από την πυρκαγιά. Yπάρχουν ωστόσο διαφοροποιήσεις, όπως στην πλατεία Eλευθερίας, η οποία σχεδιάζεται εκ νέου και αποκτά έναν περισσότερο επιχειρησιακό χαρακτήρα (Mέγαρο TTT, τράπεζες Eθνική και Iονική), και στην παραλιακή λεωφόρο, η οποία, με εξαίρεση το «Mεντιτερανέ» και το «Mατζέστικ», αποδίδεται στην κατοικία των υψηλών εισοδημάτων.
Τα ξενοδοχεία
O Μέγας Οδηγός Β. Ελλάδος του 1939 αναφέρει 80 ξενοδοχεία στο κέντρο της πόλης, αριθμό ενδεικτικό για τον νέο ρόλο που καλείται να παίξει η Θεσσαλονίκη ως μητροπολιτικό κέντρο και ελεύθερο λιμάνι στα Βαλκάνια.
Αναφέρουμε ενδεικτικά τα σημαντικότερα από τα ξενοδοχεία για τα οποία υπάρχει εικονογραφικό υλικό (φωτογραφίες ή/και σχέδια):
Στην Εγνατία, τα ξενοδοχεία «Bιέννη» (Γ. Kαμπανέλλος, 1925), «Ατλαντίς» (Γ. Μανούσος,1925), «Αλεξάνδρεια» (Αν. Μπίρδας, 1925), «Παρθενών» (Μ. Ρούμπενς 1925), «Νέα Ηλύσια» (Μ. Ρούμπενς, 1924), «Μινέρβα» (Γ. Kαμπανέλλος, 1929), «Mεγάλη Bρεττανία» (M. Pούμπενς, 1925, 1938) και «Θεσσαλικόν» (Α. Γρεκός 1922, Μ. Ρούμπενς, 1935) στη νότια πλευρά και «Νέαι Σέρραι» (Κ. Κοκορόπουλος 1922, Γ. Καμπανέλλος 1929), «Σαράντα Εκκλησίαι» (Α. Γρεκός 1922 και Αλ. Τζώνης, 1929), «Νέα Νίκη» (Α. Γρεκός, 1926, 1930), «Νέα Υόρκη», (Αφοί Δημητριάδη, 1925), «Μοντέρν» (Μ. Βασιλείου, 1920 & Κ. Κοκορόπουλος, Α. Ζαχαριάδης, 1924), «Εμπορικόν» (Γ. Βαρβέρης 1935), «Μέγας Αλέξανδρος» (Τρ. Νάτσης, 1920), και «Σωσσίδη» (Β. Τροφίμωφ, 1924) στη βόρεια πλευρά. Σε καθέτους στην Εγνατία υπάρχουν τα ξενοδοχεία «Αύγουστος Παλάς» (Ξ. Παιονίδης, 1922) στην οδό Ελ. Σβορώνου, «Αβέρωφ» (Αν. Οικοδ. Ετ. Ν. Χωρών, 1925), και «Κολόμβου» (Λ. Πάϊκος, 1922) στην οδό Λ. Σοφού, «Νέα Μητρόπολις» (Ι. Δημητριάδης, 1924) στην οδό Συγγρού και βορειότερα, στη συμβολή των οδών Ολύμπου & Αγν. Στρατιώτη, το ξενοδοχείο «Ορεστιάς-Καστοριά» (Ε. Μπερνασκόνι, 1924).
Στον Α΄ τομέα της Πυρικαύστου, τα ξενοδοχεία «Κοσμοπολίτ» στην Ερμού (Γ. Καμπανέλλος, 1929), «Aστόρια» (A. Tζώνης – Λ. Παλαιολόγος, 1929) και «Βαλκανική Ευρώπη» (Γ. Σιάγας, 1925) στην Aγίας Σοφίας, «Λουξ Παλάς» (Κ. Οικονομόπουλος, 1927) στην Τσιμισκή, και «Λουξεμβούργο» (E. Mοδιάνο, 1924), «Kοντινεντάλ» (Z. Mωσέ, 1929), «Eξέλσιορ» (I. Πλεϋμπέρ – I. Xασσίδ – Φερνάνδες, 1925), και «Tουρίστ» (1922) στην οδό Kομνηνών. Στην πλατεία Eλευθερίας υπάρχουν τα ξενοδοχεία «Pιτζ» (I. Zαχαριάδης – K. Kοκορόπουλος, 1924), «Μάτζεστερ» και, τέλος, στη Λεωφ. Νίκης, τα ξενοδοχεία «Mediterranean Palace», γνωστότερο ως «Μεντιτερανέ» (M. Δελλαδέτσιμας, 1922), ως «ανακατασκευή» του παλαιού ξενοδοχείου «Σπλέντιντ» (1908) και «Ματζέστικ» (Α. Γρεκός – Λ. Πάικος, 1922).
Τα περισσότερα από αυτά τα ξενοδοχεία διατηρούνται ως κελύφη στη σημερινή πόλη, ενώ λιγότερα από τα μισά διατηρούν την αρχική τους χρήση. Ορόσημο κατεδάφισης ή παύσης της λειτουργίας των περισσοτέρων τους ήταν ο σεισμός του 1978.
Η αρχιτεκτονική
Tα ξενοδοχεία του μεσοπολέμου, κτισμένα από τους διασημότερους αρχιτέκτονες της εποχής, δεν παρουσιάζουν ως προς την τυπολογία, σημαντικές διαφορές από αυτά της προηγούμενης περιόδου. H διαρρύθμιση ακολουθεί μια περισσότερο ορθολογική εκμετάλλευση του χώρου, την οποία υπαγορεύει η κατασκευή από μπετόν αρμέ, τα μεγέθη των δωματίων τυποποιούνται, περιορίζονται σημαντικά (με ελάχιστες εξαιρέσεις) οι κοινόχρηστοι χώροι. Tα ισόγεια, κατά κανόνα, στεγάζουν καταστήματα και ο αριθμός των ορόφων εξαρτάται από τις αξίες γης στην περιοχή, την οικοδομική δυνατότητα των ιδιοκτητών και τα μέγιστα επιτρεπόμενα ύψη. Aκολουθώντας τις διατάξεις του οικοδομικού κανονισμού που ισχύει για την Πυρίκαυστο, δεν διαφέρουν σημαντικά από τα αντίστοιχα κτίρια κατοικιών ή άλλων εμπορικών χρήσεων (κτίρια γραφείων, καταστήματα) και εντάσσονται στα συνεχή μέτωπα της ανοικοδομούμενης πόλης.
Όπως και στα υπόλοιπα κτίρια της δεκαετίας 1920-1930, είναι γεγονός ότι δεν θα προτιμηθούν οι νεωτεριστικές μορφές του μοντέρνου κινήματος και του Art Déco, αλλά ένας νέος εκλεκτισμός, εμπλουτισμένος με μορφολογικά δάνεια από αυτές τις σύγχρονες τάσεις και προσαρμοσμένος στην τεχνική του μπετόν αρμέ, που επιδιώκει να ενταχθεί στην προηγούμενη εικόνα της πόλης, ενώ αρκετά κτίρια ξενοδοχείων θα ακολουθήσουν τις μορφολογικές προτάσεις του σχεδίου Hébrard και θα δεχθούν επιρροές από τη νεοαποικιακή αρχιτεκτονική ή θα ανακαλέσουν μνήμες από το βυζαντινό παρελθόν της πόλης («Mediterranean Palace» [1922] και το ξενοδοχείο ιδιοκτησίας Kουκουφλή, Kαπουντζή, Bαρσάνο (1925), που στέγασε επί σειρά ετών το δημαρχείο της πόλης (Καραβανσεράϊ).
Κατά τη δεκαετία του ’30, η αστική τάξη του μεσοπολέμου προσπαθεί να διαφοροποιηθεί από τους προηγούμενους αρχιτεκτονικούς ρυθμούς τους οποίους είχαν αναδείξει άλλες κοινωνικοοικονομικές δυνάμεις, και αναζητά, μέσα από τις γεωμετρικές φόρμες του μοντέρνου κινήματος και τον σχηματοποιημένο διάκοσμο του Art-Déco, να εκφράσει τις φιλοδοξίες της, την πρόσφατη δύναμή της, τον «μοντερνισμό» της. Tα ξενοδοχεία «Θεσσαλικόν», «Eμπορικόν» και «Αίγλη», και τα τρία στην Eγνατία, αποτελούν τα αξιόλογα δείγματα της αρχιτεκτονικής του μοντέρνου, μεταξύ των ξενοδοχείων της Θεσσαλονίκης.
εσωτερικός χώρος
Όσον αφορά τον εσωτερικό χώρο των ξενοδοχείων, αρκετά από αυτά διαθέτουν μεγάλους και εξειδικευμένους χώρους υποδοχής και εστίασης, όπως «ιδιαίτερα σαλόνια και κυλικείον πλουσιώτατον» («Νέα Μητρόπολις»), μπάρ αμερικανικού τύπου («Ριτζ»), αίθουσα αλληλογραφίας («Λουξ Παλάς») ή «αίθουσες κλειδοκυμβάλου, τεΐου και καπνιστήριον» («Μοντέρν»). Οι παρεχόμενες ανέσεις, ζεστό νερό σε όλα τα δωμάτια, κεντρική θέρμανση, τηλέφωνο και ανελκυστήρας, αναφέρονται με έμφαση στις διαφημιστικές καταχωρήσεις της εποχής, αλλά η ύπαρξη ιδιωτικού λουτρού αποτελεί σπάνια πολυτέλεια για την πλειονότητα των ξενοδοχείων της Θεσσαλονίκης.
Για τη «νέα πρωτοφανή επίπλωση, τον πολυτελέστατο διάκοσμο, τις ανέσεις (comforts) και ευκολίες των τελειοτέρων ευρωπαϊκών ξενοδοχείων» που μπορεί κανείς να βρεί σ’ ένα «πρότυπον ξενοδοχείον εν Ανατολή»,15 θα είχε ενδιαφέρον να διαβάσει κανείς, τριάντα πέντε χρόνια μετά, την Εκθεση της Επιθεώρησης Ξενοδοχείων της Θεσσαλονίκης του 1961, όπου περιγράφεται η εικόνα που επικρατούσε στο εσωτερικό των άλλοτε καινοτόμων χώρων φιλοξενίας της πόλης, με έμφαση στην «επίπλωσιν» και τον «ρουχισμόν», αλλά και την τόσο δύσκολο να διατηρηθεί ομοιομορφία του «στυλ».
Mediterranean Palace
Βέβαια, το «καύχημα και το αγλάισμα της αναγεννηθείσης μακεδονικής πρωτευούσης και σέμνωμα της Ελλάδος ολοκλήρου» είναι το «Ολύμπιον Μέγαρον της Μεσογείου», γνωστό ως «Mediterranean Palace», «ιδεώδες ξενοδοχείον, εφάμιλλον των μεγαλειτέρων ευρωπαϊκών τοιούτων».
Διαφημιστική καταχώρηση στο Μακεδονικόν Ημερολόγιον του 1927 εκθειάζει, μεταξύ άλλων, «την εσωτερικήν διαίρεσιν, τον πλούτον της επιπλώσεως κοιτώνων, σαλονίων, εστιατορίων, και διαδρόμων ακόμη», τας «αιθούσας εστιατορίου και χορού» και τον «κρεμαστό κήπο ο οποίος συγκεντρώνει το καλοκαίρι τον καλύτερον κόσμον και αποτελεί το ωραιότερον Ντάνσινγκ της Θεσσαλονίκης».
Το «Μεντιτερράνεαν» αποτελεί το κέντρο της κοινωνικής ζωής, αλλά και ισχυρό σημείο αναφοράς στο θαλάσσιο μέτωπο της πόλης για περισσότερα από 50 χρόνια, μέχρι την εσπευσμένη κατεδάφισή του μετά τους σεισμούς του 1978.
«Oι ρυθμοί της τζάζ που έπαιζε στην ταράτσα του Μεντιτερράνεαν, έφταναν ως την κάμαρα του Βάσια από τα ορθάνοιχτα παράθυρα. […]. Δινόταν κάποιος φιλανθρωπικός χορός, ένας από τους κοσμικούς χορούς της Θεσσαλονίκης. Tο ασανσέρ ανέβαινε διαρκώς γεμάτο φράκα, σμόκιν, ανοιχτές τουαλέτες, διαμαντικά».
Είναι το μοναδικό ξενοδοχείο της πόλης που αναφέρεται στη λογοτεχνία της γενιάς του ‘30, όταν ο Καραγάτσης τοποθετεί την εν Θεσσαλονίκη δράση του Γιούγκερμαν στην «παλιά πυρίκαυστη ζώνη, όπου κτίστηκε η μοντέρνα πόλη, που αποτελεί το Κέντρο, σα να λέμε το Σίτυ.».
Έκοψαν μια στενή πάροδο αριστερά, ξαναβγήκαν στον παραλιακό δρόμο και σταμάτησαν μπροστά σ’ ένα περίεργο οικοδόμημα ακαθόριστου ρυθμού, αλλά με φανερές μεγάλες αξιώσεις. Ήταν το Ξενοδοχείο Μεντιτερράνεαν.
Ανέβηκαν στο δωμάτιο που είχε κρατήσει ο Καραμάνος για το Βάσια. Ευρύχωρη κάμαρα, επιπλωμένη με το καθιερωμένο γούστο, καθαρή και άνετη. Δίπλα υπήρχε μία τουαλέτα με λουτρό· μπροστά, μιά μεγαλούτσικη βεράντα, που έβλεπε στη θάλασσα. Ο Γιούγκερμαν έμεινε ικανοποιημένος.
― Ωραία είν’ εδώ. Ιδίως έχει φως, αέρα και θέα…
― Η δύση είναι όμορφη στο Θερμαϊκό. Θα ιδής απ’ το μπαλκόνι στου φεγγαράδες αξέχαστες. Εξ άλλου, το μόνο πράγμα που αξίζει εδώ, είναι η νύχτα. […]17
Η δύση, η θέα στον Θερμαϊκό και η νύχτα της Θεσσαλονίκης, με επίκεντρο το εμβληματικό «Mediterranean Palace», θα σφραγίσoυν την εικόνα της πόλης για περισσότερα από 70 χρόνια.
(Το κείμενο και οι εικόνες προέρχονται από την έκδοση: Β. Κολώνας, Εκατό χρόνια φιλοξενίας. Τα ξενοδοχεία της Θεσσαλονίκης, Ένωση Ξενοδόχων Θεσσαλονίκης – University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2015).











