Στο Καραμπουρνάκι του 1965

Η Πολιτιστική Εταιρεία στηρίζει το περιοδικό «Εντευκτήριο», ένα από τα ποιοτικότερα λογοτεχνικά περιοδικά της χώρας.

ΔΙΑΒΑΖΟΥΜΕ ΑΡΘΡΑ

Στο Καραμπουρνάκι του 1965

του Γιώργου Σκαμπαρδώνη

Φωτογραφία: Γιάννης Σιμητόπουλος

Να ’ταν το 1963, ή το 1965; Πάντως ξεκινούσαμε με τα πόδια απ’ το σπίτι –τέρμα Χαριλάου, κάτω απ’ το άλσος της Νέας Ελβετίας– να πάμε για μπάνιο στο κακόμοιρο το Καραμπουρνάκι, που τότε φάνταζε στα μάτια μας περίπου σαν την Κυανή Ακτή. Ξεκινούσαμε, συνήθως, με τον φίλο μου και συνομήλικο Πασχάλη (ήμασταν δέκα, δώδεκα χρονών), με επικεφαλής, συνήθως, τον πατέρα του, τον κυρ Τάκη Λιόλιο, που μένανε ακριβώς στο διπλανό σπίτι – οι μικρές αυλές μας χωρίζονταν με ένα απλό σύρμα. Φορούσαμε πέδιλα, κοντά παντελόνια, ψάθινες καπελαδούρες και σε μια σακούλα κουβαλούσαμε μαγιό, πετσέτα, ψωμοτύρι κι από ένα παγούρι με νερό. Στη μέση είχαμε ζωσμένα τα σωσίβια, που ήταν παλιές φουσκωμένες μαύρες σαμπρέλες αυτοκινήτων με πολλά φουίτ κολλημένα με σολισιόν.

Το καρκαΐλι μας τσάκιζε, γι’ αυτό ξεκινούσαμε νωρίς με τη δροσιά – ο κυρ Τάκης ήτανε πολύ καλός άνθρωπος, ήσυχος, προσεκτικός και γαλήνια αυστηρός. Υπάλληλος στον δήμο, παλιός Μακρονησιώτης, ευγενής και προσεκτικός. Η αδερφή του η Μάγδα είχε παντρευτεί τον Γιώργο Τσανάκα, περίφημο κιθαρίστα του Βασίλη Τσιτσάνη και κουμπάρο του – είχαν γνωριστεί στο στρατόπεδο Φαρμάκη, δίπλα στη Νομαρχία, και πέρασαν μαζί όλη την Κατοχή. Ο κυρ Τάκης ήταν λιγομίλητος, ευαίσθητος, αλλά δεν τολμούσαμε να κάνουμε αταξίες, τον ακούγαμε σε ό,τι μας έλεγε, διότι έριχνε και κάτι ξαφνικά χαστούκια που σου γύριζε ο κόσμος ανάποδα. Είχε και το ελεύθερο απ’ τους γονείς μου, διότι αναλάμβανε και την ευθύνη μην πνιγούμε – τότε πνίγονταν κόσμος και αρκετά παιδιά, γιατί δεν ήξεραν να προφυλάγονται και η επίβλεψη ήταν από χαλαρή έως ανύπαρκτη. Κολύμπι κανονικό ξέρανε ελάχιστοι, κι οι πιο πολλοί τσαλαβουτούσαμε στο νταλακονέρι σαν τις πάπιες. Πλατς το χέρι, μπλουμ το πόδι. Μας μάθαιναν να κολυμπάμε δήθεν οι πιο μεγάλοι, που βέβαια δεν είχαν ιδέα από κολύμβηση, κουνιούνταν αυτοσχέδια – κάνανε κυρίως εκείνο το πλάγιο πρόσθιο, το σκυλάκι, που λέγαμε.

Το να πάμε ποδαράτοι στο μυθικό (τότε) Καραμπουρνάκι μάς φαινόταν μακρινή εκστρατεία. Ήταν μείζον γεγονός για μας τα παιδιά – μια κανονική περιπέτεια. Κατεβαίναμε τη Νέα Ηρακλέους, περνούσαμε λοξά το γήπεδο του Μεγάλου Αλεξάνδρου (τα λεγόμενα Καμινίκια), βγαίναμε τέρμα Βούλγαρη, κι από εκεί διαγώνια περνούσαμε τη Μακεδονίας, τη Δελφών, βγαίναμε στην Ψελλού, λίγο πιο πάνω από το θρυλικό ζαχαροπλαστείο «Ελληνικόν» (υπάρχει ακόμα – γωνία Σοφούλη με Βασιλίσσης Όλγας). Μετά τραβούσαμε ευθεία, περνούσαμε τη γέφυρα μπροστά απ’ τον σταθμό αυτοκινήτων του Ντεπό, κατόπιν μπροστά από έναν σταθμό πυροσβεστικής (θυμάμαι να κρέμεται μια μάνικα από καραβόπανο), και συνεχίζαμε δίπλα στο κατοπινό Β΄ Γυμνάσιο Θηλέων, απέναντι από το εργοστάσιο Αλλατίνι. Βγαίναμε στη Σοφούλη και, βαδίζοντας και θαυμάζοντας δίπλα στις έξοχες, τότε, μοντέρνες βίλες με τους κήπους, φτάναμε σε λίγο στο Καραμπουρνάκι. Η διαδρομή πρέπει να ήταν λίγο παραπάνω από μισή ώρα και κάτω απ’ τον ήλιο – αλλά είχαμε τόσο πάθος για τη θάλασσα που δεν μας ένοιαζε καθόλου. (Το ζόρι ήταν όταν γυρίζαμε μεσημεριάτικα, κατάκοποι απ’ το μπάνιο και το παιχνίδι, χαρούμενοι μεν, αλλά με την κάψα μερικές φορές να μας κάνει φλαμπέ.)

Το Καραμπουρνάκι ήτανε μια μίζερη παραλία με σκούρα άμμο, και ξεκινούσε απ’ την παλιά ταβέρνα «Καρεκλάς» (επιβιώνει και σήμερα – θυμάμαι πολλά παλιά γλέντια με την Καρεκλού να τραγουδάει λαϊκά και ρεμπέτικα) ως απέναντι στα κέντρα «Καλαμάκι» και «Καλαμίτσα», που ακόμα τότε άντεχαν, αν και σε σχετική παρακμή, μέχρι που έσβησαν κι έγιναν σύγχρονα μπαρ. Τα νερά δεν ήτανε για να τα πίνεις, αλλά για μας που δεν είχαμε μέτρο σύγκρισης τότε φαίνονταν μια χαρά, όπως και για όλα τα φτωχαδάκια που συνέρρεαν οικογενειακώς είτε με τα πόδια είτε με το λεωφορείο για να χαρούν λίγη θάλασσα, έστω μια κακή προσομοίωσή της. Πράγματι, αν δεν έχεις μέτρο σύγκρισης, όλα σου φαίνονται όμορφα κι ωραία. Ήμασταν περιχαρείς και δεν ξέρω αν έχουμε γλεντήσει τόσο πολύ σε άλλες θάλασσες, ασυγκρίτως πιο καθαρές και πιο ειδυλλιακές – η στέρηση έδινε φαντασμαγορία σε εκείνο το μικρό, μαυριδερό δοξάρι της άμμου, και υπεραξία στη μιζέρια του.

Εκεί, λοιπόν, στο Καραμπουρνάκι, γινότανε πανζουρλισμός. Όλη η σαλονικιώτικη λαϊκουριά ξεσπούσε εκεί. Παιδιά, οικογένειες, παππούδες από άλλες εποχές, χοντρές γριές με κομπιναιζόν, και παχιές μανάδες, ή ταλαίπωρες, κοκαλιάρες νιόπαντρες, ξερακιανοί πατεράδες λιωμένοι στα εργοστάσια, στην πιάτσα και στο μεροκάματο, φαρδιά μαγιό, συχνά αυτοσχέδια, κασκορσέδες, απέραντη κυτταρίτιδα, στρεβλά αντρικά πόδια απ’ το ζόρι μιας ζωής, κάλοι ορθοστασίας στα πέλματα, φαλάκρες και τσακισμένες φτέρνες – μια βιολογία που συμβάδιζε με την εποχή, την Ανάγκη, και τη φτώχεια. Η μεταμόσχευση μαλλιών και η σιλικόνη δεν είχε έρθει ακόμα στα μέρη μας – ούτε καν να φανταστούμε τότε τέτοια πράγματα. Η φαλάκρα ήταν ακόμα κάτι πολύ αυτονόητα αντρικό, και στις ώριμες γυναίκες τα πάχη τους ήταν τα κάλλη τους. Θυμάμαι κάποια παφλάζουσα θεία μου που έλεγε τότε πως μια γυναίκα που χωράει να μπει απ’ την πόρτα είναι αδύνατη και πρέπει να βάλει κιλά, για να γίνει λιμπιστική.

Κι όμως, όλος εκείνος ο κόσμος ήταν ευτυχισμένος, για τον απλό λόγο ότι βρίσκονταν για λίγο στο Καραμπουρνάκι. Ήμασταν ευτυχισμένοι. Χαρούμενοι που βλέπαμε μπροστά μας τη θάλασσα, που μπαίναμε σε αυτήν, που παίζαμε, βουτούσαμε, πιτσιλιόμασταν και τσιρίζαμε σαν νευρασθενάκια – ένα θορυβώδες, αγενές ελληνικό έθιμο που συνεχίζεται ακόμα στις πλαζ. Η παραλία ήταν ανοργάνωτη και ο κοσμάκης άπλωνε στην άμμο κουβέρτες, κουρελούδες και μουσαμάδες, κρατώντας ομπρέλες κανονικές, βροχής – δεν ήταν συχνό να βλέπεις ακόμα τις μεγάλες ομπρέλες μπάνιου. Κάψα, πολλά καπέλα, αλλά και μαντίλια οικοδόμων στα κεφάλια για τον ήλιο, ή βρεμένες πετσέτες – για αντιηλιακά καροτίνης ούτε συζήτηση. Δεν ξέραμε τι είναι. Δεν ξέραμε ότι υπάρχουν. Σε περίπτωση εγκαυμάτων, που ήταν πολύ συχνά, αλειφόμασταν στο σπίτι με γιαουρτάκι Δορκάδος, που το πουλούσανε πλανόδιοι γιαουρτζήδες στις γειτονιές – αλλά ποιος νοιαζότανε για τα εγκαύματα μπροστά στην απόλαυση που λεγότανε Καραμπουρνάκι; Ξαναπηγαίναμε ενθουσιασμένοι, με ελαφρά ηλίαση και ξεπετσιασμένες πλάτες, φορώντας φαρδιά, βρεμένα μακό για προστασία.

Το ’νιωθες: δεν ήταν ένα σύνηθες μπάνιο στη θάλασσα, ήταν ένα ξέσπασμα. Ο πόλεμος, ο εμφύλιος, τα μεταπολεμικά χρόνια της μιζέριας, η ένδεια, η αναδουλειά, τα ζόρια της οικογένειας, όλη η στέρηση και η παραφροσύνη της εποχής του ’60 εκτονώνονταν μέσα στα πλημμελώς καθαρά νάματα των νερών στο Καραμπουρνάκι. Συνέβαινε κάτι σαν κάθαρση από μολυσματικές πληγές σωμάτων και ψυχών – μια εκτόνωση από βάσανα, απωθημένα, στραμπουληγμένες ελπίδες και συσσωρευμένα αδιέξοδα. Μια δίψα που ζητούσε απελπισμένα να σβηστεί. Κι επειδή όλα είχαν σωματοποιηθεί, εκλύονταν μέσα στο νερό και στην ανοιχτή θάλασσα, στον αέρα, στην αναπεπταμένη άμμο, στην τσιρίδα και στον ενθουσιασμό – πολλοί έπαιρναν φόρα κι ορμούσανε με γιούργια στον γιαλό αλαλάζοντας, να φύγει η πίκρα και η συμπίεση και η μόλυνση. Να ζήσουν κάποια πρόσκαιρη λύτρωση. «Μ’ ένα ξυστρί καθάρισέ με απ’ τη μαλάρια» – ακόμα κι εμείς, τα παιδιά, χωρίς να το ξέρουμε, νιώθαμε τα ζόρια, τη στέρηση, τη βουβή απόγνωση ενός κόσμου που πάσκιζε μέρα τη μέρα να επιβιώσει, να καβατζάρει, να υπάρξει. Ποτέ δεν τολμήσαμε να πούμε στον πατέρα μας ή στον κυρ Τάκη να μας αγοράσει έναν λουκουμά ή ένα Μπιράλ απ’ τους διερχόμενους πωλητές. Ποτέ – γιατί ξέραμε. Αλλά βγάζαμε και τρώγαμε σιωπηρά το ψωμοτύρι απ’ τη σακούλα με πρωτοφανή όρεξη, δίπλα στο κυματάκι, ή ένα ροδάκινο, έναν γιαρμά, και αυτό ήταν η καθαρή, η πλήρης ευτυχία μας, μετά το μπάνιο (συν το παγούρι με το νερό).

Μερικοί έπαιρναν και φορητά ραδιό-φωνα μαζί τους και τα άνοιγαν επιθετικά στη διαπασών – άλλοι τραγουδούσαν κουβαλώντας και καμιά κιθάρα, ή έτσι σκέτα, γιατί τους έπιανε αίφνης κάποιο περίεργο μεράκι, ακατανόητο. Γενικά, η ατμόσφαιρα είχε κάτι το πανηγυριώτικο. Υπήρχε χαρμονή στον αέρα, υπήρχε φασαρία: φωνές μαμάδων και γιαγιάδων, υστερικές κραυγές απ’ τα παιδιά μέσα στο νερό, καρπαζιές, μωρά που έκλαιγαν, εξουθενωμένα γεροντόπουλα και σερσέμηδες, παλαβωμένοι έφηβοι και υψίφωνοι λουκουματζήδες. Όλη η αμμουδιά έμοιαζε με αποδυτήρια προετοιμασίας για έναν αφηρημένο αγώνα. Ένας μικρός χαμός, σαν να συμμετείχαμε σε ένα χαλαρό κι άναρχο τελετουργικό μύησης για να φτάσουμε σε κάποιο θολό επέκεινα. Ή μήπως ψάχναμε τον ανεπίδοτο χρόνο, αναζητούσαμε μέσα στο ενδοτικό νερό και στον βυθό πράγματα που μας στέρησαν; Πάντως έμοιαζε με ομαδική βάπτιση – ή κάποιο είδος καθαρμού από τις λάσπες της φτωχογειτονιάς, τα παλιά λεωφορεία, τα ξαναμονταρισμένα ρούχα, τις μικρές κάμαρες, τις απαγορεύσεις, τις κλειστές δυνατότητες. Λύτρωση απ’ το σεντούκιασμα και τον αγλύκαντο βίο. Κάθε φορά, κάθε μπάνιο ήταν, θαρρείς, μια μικρή ανάσταση.

Αλλά για μας, που ήμασταν τότε δέκα, δώδεκα χρονών, ήταν και μια αφύπνιση του ερωτισμού. Πρώτη φορά βλέπαμε κορίτσια και γυναίκες χωρίς ρούχα, πρώτη φορά αντικρίζαμε γυναικείους μαστούς σε (τεράστια, πυραυλικά) σουτιέν, θηλυκούς μηρούς στον ήλιο, λαιμούς, γάμπες και ξέπλεκα μαλλιά. Και κάτι συνέβαινε μέσα μας βλέποντάς τα όλα αυτά φόρα παρτίδα, γιατί ήδη οι μεγαλύτεροι στις συναναστροφές μας έφερναν και κρυφομπανίζαμε πορνοπεριοδικά της εποχής, το Καρδιοχτύπι, ή και βιβλία του Πιτιγκρίλι σε φτηνές εκδόσεις – σπάνια δε και κανένα υπερμεταχειρισμένο Playboy. Παρά την πληθωρική κυτταρίτιδα που ήταν κυρίαρχη λόγω αισθητικού μοντέλου της εποχής, αλλά και κακής διατροφής, βλέποντας εκείνες τις γυναίκες, τα κορίτσια και τις μεσόκοπες κυρίες ακόμα, κάτι συνέβαινε μέσα μας, κάτι σκιρτούσε και κάναμε διακριτικό μπανιστήρι γύρω ψάχνοντας κάποια όμορφη για να εστιάσουμε τον αμφιβληστροειδή: νέες κοπέλες ξεζουμισμένες στις βιοτεχνίες, κρατημένες μαμάδες με πληθωρικά στήθη και μπούτια, ή και κοριτσάκια μικρά, της ηλικίας μας, δέκα, δώδεκα χρονών, που αποτελούσαν την έμπνευση εκείνων των πρώτων ερώτων. Ήμασταν μπερδεμένοι, ξαναμμένοι και άσχετοι. Φοβόμασταν κιόλας, ήταν η εποχή που έπεφτε ξύλο με το παραμικρό, κι εμείς απείχαμε αρκετά ακόμα από το να γίνουμε άντρες – ήμασταν ακόμα μπόμπιρες. Το ένστικτο, κυρίως, η βουβή, αργή ενηλικίωση μας οδηγούσε στο θηλυκό, στις γυναίκες που μας μαγνήτιζαν ήδη, αλλά νιώθαμε πως ήμαστε ακόμα αδύναμοι και μακριά. Κοιτούσαμε κρυφά, πλάγια, βουλιμικά, κάνοντας υπομονή – οι λαϊκές γυναίκες με τα μαγιό έδιναν, για μας, στο Καραμπουρνάκι κάποια επιπλέον διάσταση, ένα κίνητρο παραπάνω και κάποια μυστική αίγλη. Σταμπάραμε εντός μας κάποια που μας άρεζε, μικρή ή μεγάλη, και τη σκεφτόμασταν συνέχεια ακόμα και στο σπίτι ως ερωτικό ίνδαλμα – όταν ξαναπηγαίναμε ψάχναμε μήπως είναι κάπου γύρω, στην αμμουδιά. Αν έλειπε, το γλεντούσαμε πάλι, αλλά με κάποια κρυφή απογοήτευση, ή ψάχναμε για μια καινούργια αναφορά του αναδυόμενου πόθου μας.

Ο κυρ Τάκης, δίπλα, μας έβλεπε που κοιτούσαμε και καταλάβαινε. Χαμογελούσε σκεφτικά, συγκαταβατικά. Ήξερε το βάσανό μας – και τι θα τραβήξουμε λίγο αργότερα με όλα αυτά. Τους έρωτες, τα μπερδέματα, τα πάθη, τις αυταπάτες και τα ψυχοδράματα. Ήταν προδιαγεγραμμένο. Εμείς σκιρτούσαμε, ή κρυφογελούσαμε μεταξύ μας κάνοντας νοήματα με τα μάτια – αν περνούσε κάτι ενδιαφέρον, ή κάτι εξαιρετικά υπέρβαρο. Κοκκινίζαμε από έξαψη και δέος, ή γελούσαμε πνιχτά. Μετά βουτούσαμε και ξαναβουτούσαμε τρελαμένοι, με τις σαμπρέλες ή χωρίς – μέχρι εξαντλήσεως.

Κάποια στιγμή, μόλις έπαιρνε να μεσημεριάζει, ο κυρ Τάκης μας έκανε νόημα πως είναι πια καιρός να φεύγουμε. Να γυρίσουμε – ο ήλιος πλέον γινότανε αφόρητος. Η κάψα αβάσταχτη χωρίς ομπρέλα. Τα μαζεύαμε απρόθυμα, ρίχναμε μερικές τελευταίες ματιές στη θάλασσα και στα κορίτσια, φορούσαμε το καπέλο και ξεκινούσαμε περπατώντας. Κουρασμένοι, καμένοι, αλλά ξαναγεννημένοι. Τώρα πια στην επιστροφή δεν μιλούσαμε. Βαδίζαμε βουβοί. Παίρναμε ανάποδα τη Σοφούλη ανάλαφροι, παρά την κόπωση, αν και μας περίμενε και σχετική ανηφόρα, με τα μυαλά μας αποπλανημένα εντελώς, χαμένα. Πλήρεις και άδειοι – σαν να μην υπήρχαμε καν.