fbpx

logo

ΘΕΣΣΑΛΟΝίΚΗΣ ΠΡΟΣΩΠΑ

Ο ζωγράφος Δημήτρης Φατούρος

συνέντευξη του Χριστόφορου Μαρίνου

από τον Κώστα Δ. Μπλιάτκα
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόλΙΣ 62

«Ο Δημήτρης Φατούρος είναι ένας από τους σημαντικούς καλλιτέχνες της γενιάς του. Με έναν μοναδικό τρόπο, “γεφυρώνει” την αρχιτεκτονική με τη ζωγραφική, την καλλιτεχνική σκηνή της Αθήνας με εκείνη της Θεσσαλονίκης και, το πιο σημαντικό, τις πνευματικές αναζητήσεις της γενιάς του ’30 με εκείνες των καλλιτεχνών της γενιάς του ’60.»

H αναδρομική έκθεση ζωγραφικής του Δημήτρη Α. Φατούρου «Εικαστική δίοδος – Αρχείο 1966» στο Πολιτιστικό Κέντρο Θεσσαλονίκης του ΜΙΕΤ (Βίλα Καπαντζή – Βασιλίσσης Όλγας 108) τροφοδότησε με γόνιμο τρόπο, όπως άλλωστε πάντα συμβαίνει με αφορμές που προκύπτουν εκ του έργου του διακεκριμένου αρχιτέκτονα και πανεπιστημιακού δασκάλου, συζητήσεις για την αρχιτεκτονική, για την τέχνη και τη σχέση τους “με τη ζωή και την αμφιβολία”.

«Με ρώτησαν γι’ αυτή την έκθεση και δεν είχα αντίρρηση», είπε ο Δημήτρης Φατούρος, και πρόσθεσε ότι αυτό που συνέβη «ήταν αιφνιδιαστικό αλλά ωραίο».

Η αρχιτεκτονική και η ζωγραφική εξελίχθηκαν βοηθώντας η μία την άλλη. Είναι ‘’δίδυμα’’ γι’ αυτόν. ‘’Η Τέχνη είναι το μέσον για τη σκέψη και την αμφιβολία’’, έσπευσε να υπογραμμίσει σε δηλώσεις του κατά τη διάρκεια της έκθεσης .

Η έκθεση περιλαμβάνει περισσότερα από 120 ζωγραφικά έργα καθώς και συμπληρωματικό υλικό σε προθήκες, που αποτελείται από 95 σχέδια, λάδια και σκίτσα. Ένα μεγάλο μέρος αυτού του έργου ―περίπου τα δύο τρίτα― εκτίθεται για πρώτη φορά, έχοντας παραμείνει έως σήμερα άγνωστο, ακόμα και σε συνεργάτες του καλλιτέχνη.

Για το ζωγραφικό έργο του Δημήτρη Φατούρου αλλά και για τη συμμετοχή του στις πνευματικές αναζητήσεις και την καλλιτεχνική δημιουργία μιλήσαμε με τον επιμελητή της έκθεσης Χριστόφορο Μαρίνο.

Το ζωγραφικό έργο του Δημήτρη Φατούρου δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό στο ευρύ κοινό. Ποια είναι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του; Η έκθεση στη Βίλα Καπαντζή ενισχύει την άποψη ότι η ελληνική τέχνη είναι ένα πεδίο με πολλές αχαρτογράφητες πτυχές. Υπάρχουν αξιόλογοι καλλιτέχνες που, δυστυχώς, παραμένουν ακόμη άγνωστοι. Παράλληλα, πλην λίγων εξαιρέσεων, δεν έχει αξιολογηθεί και μελετηθεί όσο θα έπρεπε το εικαστικό έργο των λογοτεχνών, των μουσικών και των αρχιτεκτόνων. Απουσιάζουν έτσι οι γόνιμες αντιπαραθέσεις, σαν να θέλουμε να αποκρύψουμε την όσμωση που υπάρχει μεταξύ των τεχνών.

Βλέποντας τα ζωγραφικά έργα του Δημήτρη Φατούρου, διακρίνει κανείς αμέσως το στοιχείο της ρευστότητας, της πολλαπλότητας των ιδεών και των ταυτοτήτων. Όπως συμβαίνει με τους περισσότερους δημιουργούς, η εικαστική παραγωγή του Φατούρου έχει διακυμάνσεις, παύσεις, μία συγκεκριμένη διαδρομή: αρχίζει να διαμορφώνεται στο τέλος της δεκαετίας του ’40, αναπτύσσεται δυναμικά τα επόμενα δεκαπέντε χρόνια, για να διακοπεί συνειδητά το 1966. Παρ’ όλα αυτά, ο γνωστός αρχιτέκτονας δεν σταμάτησε ποτέ να ασχολείται με το «εικαστικό φαινόμενο». Έτσι, στις αρχές της δεκαετίας του ’80 το σχέδιο εμφανίζεται ξανά, αν και σποραδικά, αυτή τη φορά ως μέρος της προβληματικής του για το μορφολογικό χάος του αστικού τοπίου· ενώ, στο τέλος της ίδιας δεκαετίας, το συνεχές ενδιαφέρον του για τη σχισμή και το κενό τον οδηγεί στην κατασκευή μιας ενότητας έργων με ξύλο και καθρέφτη.

Πράγματι, ένα μεγάλο μέρος του έργου που παρουσιάζεται στην έκθεση «Εικαστική Δίοδος – Αρχείο 1966» ήταν άγνωστο έως σήμερα, ακόμα και σε συνεργάτες του καλλιτέχνη. Τα έργα που ανασύρονται από το αρχείο του Φατούρου, κυρίως τέμπερες και σχέδια σε χαρτί, ξαφνιάζουν με τη ζωντάνια του χρώματος, την ευαισθησία και τη φρεσκάδα της σκέψης που περιέχουν. Η ερωτική αντιμετώπιση του τοπίου, οι συχνές αναφορές στον ποιητικό μοντερνισμό (στον Ρεμπώ για παράδειγμα), η επεξεργασία διαχρονικών φιλοσοφικών εννοιών (από τη φαινομενολογία του Χάιντεγκερ και του Μωρίς Μερλώ-Ποντύ) και προπαντός το «πάθος για τη σωματικότητα» (που εντόπισε ο ίδιος και στη δουλειά του Θάνου Τσίγκου) είναι δομικά στοιχεία της δουλειάς του Φατούρου.

Γράφετε ότι συνειδητά διέκοψε τη ζωγραφική το 1966. Γιατί συνέβη αυτό;

Το 1966 ο Φατούρος αποφασίζει να κλείσει το κεφάλαιο «ζωγραφική». Διαλύει το μικρό του εργαστήριο και φεύγει τον Σεπτέμβριο εκείνης της χρονιάς για τις ΗΠΑ, για να επικεντρωθεί στην αρχιτεκτονική. Στο κείμενό μου στον κατάλογο της έκθεσης δίνω περισσότερες από μία ερμηνείες γι’ αυτή του την απόφαση. Ας μην ξεχνάμε ότι, γύρω στα μέσα της δεκαετίας του ’60, οι βασικοί του συνοδοιπόροι (Κανιάρης, Κεσσανλής, Κοντός, Καλούτσης) εγκαταλείπουν τη ζωγραφική και κάνουν τρισδιάστατα έργα, αναζητώντας «νέες περιπέτειες του αντικειμένου». Η έκθεση «Τρεις προτάσεις για μία νέα ελληνική γλυπτική», που γίνεται στο θέατρο Λα Φενίτσε στην Βενετία το 1964, είναι ενδεικτική αυτής της στροφής, της μετάβασης από το τελάρο στον χώρο.

Ο Φατούρος παρακολουθεί από κοντά τις εξελίξεις στη σύγχρονη τέχνη, και σίγουρα δεν μένει ανεπηρέαστος. Επιπλέον, ήδη από το 1962, η ζωγραφική του τασισμού, την οποία υπηρετεί και ο ίδιος, έχει καταντήσει εμπορική και διακοσμητική. Ίσως σχετίζεται λοιπόν με την απόφασή του να εγκαταλείψει σιγά σιγά αυτόν τον τρόπο έκφρασης. Βέβαια, όπως σημειώνω, το κενό που αναπόδραστα προκύπτει στην εικαστική του διαδρομή μπορεί να αξιολογηθεί σήμερα και με άλλους όρους. Η απόφαση να εγκαταλείψει τη ζωγραφική τον καιρό ―τον ίδιο χρόνο, για την ακρίβεια― που εμφανίζεται η εννοιολογική τέχνη (Conceptual Art) στις ΗΠΑ δίνει μία άλλη διάσταση στην ενέργειά του. Από την άλλη, μάλλον πρέπει να εκλάβουμε την απόφασή του να τερματίσει τη ζωγραφική του διαδρομή ως φυσική κατάληξη ενός τρόπου σκέψης και ενός είδους σχέσης ― σαν ένα “διαζύγιο” που επιβάλλεται, προς όφελος και των δύο πλευρών.

Υπάρχουν κοινοί τόποι/κοινοί προβληματισμοί στην εικαστική και στην αρχιτεκτονική προσέγγιση του Δημήτρη Φατούρου;

Σαφώς και υπάρχουν κοινοί προβληματισμοί. Εντοπίζονται κυρίως σε έννοιες όπως η δίοδος, το κατώφλι, το πέρασμα, το ελάχιστο. Για παράδειγμα, στα έργα με τους καθρέφτες, μια ενότητα που ξεκινά στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και ολοκληρώνεται στις αρχές της επομένης, ο Φατούρος επανέρχεται στις έννοιες της σχισμής και του κενού, με τις οποίες είχε ασχοληθεί το 1961 στο κείμενό του «Η αυτοτέλεια της σύγχρονης τέχνης και η γενικότερη σημασία της». Ο Φατούρος θεωρεί αυτά τα έργα συνυφασμένα με την αρχιτεκτονική. Τον ενδιαφέρει το πώς εναλλάσσεται το πλήρες με το κενό, καθώς και η θέση που έχουν οι σχισμές των παραθύρων ανάμεσα σε δύο όγκους. Συγκεκριμένα, όπως αναφέρει και ο ίδιος: «Η σχισμή είναι ένα δυναμικό στοιχείο της αρχιτεκτονικής. Από τη μια, ο καθρέφτης που βάζω αντανακλά και υπενθυμίζει τη διείσδυση του φωτός. Από την άλλη, είμαι κι εγώ. Επίσης, δεν είναι παράθυρο, δεν βλέπεις, άρα διαβλέπεις, υποθέτεις. Υπάρχει μια ambiguity (αμφισημία), που εγώ τη θεωρώ απαραίτητη».

Η αρχιτεκτονική κέρδισε έναν σπουδαίο αρχιτέκτονα και το πανεπιστήμιο ένα μεγάλο δάσκαλο. Μήπως η ζωγραφική “έχασε” έναν σημαντικό εικαστικό καλλιτέχνη;

Η έκθεση στη Βίλα Καπαντζή αποδεικνύει ότι κάποια στιγμή, έστω και καθυστερημένα, τα πράγματα μπαίνουν στη θέση τους, βρίσκουν τον δρόμο τους. Οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να θυμούνται τους καλλιτέχνες και τη σημασία τους. Κάθε εποχή έχει τα δικά της εργαλεία και διαφορετικό τρόπο θεώρησης και αξιολόγησης των καλλιτεχνών και των έργων τους. Γι’ αυτό και, μέσα στα χρόνια, βλέπουμε να ξαναγίνονται αναδρομικές εκθέσεις των ίδιων καλλιτεχνών, και παράλληλα να έρχονται στο φως κάποια ονόματα τελείως άγνωστα, ή μισο- ξεχασμένα, ή παραγνωρισμένα. Για τα ιδρύματα, τους επιμελητές και τους ιστορικούς τέχνης, η ιδέα ότι υπάρχει ακόμα κάτι κρυμμένο, που περιμένει να το ανακαλύψουμε και να μοιραστούμε αυτή την ανακάλυψη με το κοινό, είναι γοητευτική και ερεθιστική.

Το πρόβλημα έγκειται στο πώς διαβάζουμε την (ελληνική) τέχνη και γράφουμε την ιστορία της. Δεν καταλαβαίνω δηλαδή γιατί στο Λεξικό Ελλήνων Καλλιτεχνών του οίκου Μέλισσα, ο Πικιώνης, ο Δούκας, ο Ελύτης, ο Μπαχαριάν και ο Φατούρος πρέπει να απομονώνονται στο «Παράρτημα» και να μην περιλαμβάνονται στο κύριο σώμα της έκδοσης μαζί με τους άλλους καλλιτέχνες.

Ας θεωρήσουμε λοιπόν ότι η έκθεση για τον Φατούρο δίνει την ευκαιρία για μία αναθεώρηση, για μία επαναξιολόγηση και διόρθωση. Όπως γράφω και στο κείμενό μου, η έκθεση πιστοποιεί μία παραγνωρισμένη αλήθεια: εκτός από αρχιτέκτονας και πανεπιστημιακός, που ασχολήθηκε με την τεχνοκριτική, την επιμέλεια εκθέσεων και την ποίηση, ο Φατούρος είναι ένας από τους σημαντικούς καλλιτέχνες της γενιάς του. Με έναν μοναδικό τρόπο, “γεφυρώνει” την αρχιτεκτονική με τη ζωγραφική, την καλλιτεχνική σκηνή της Αθήνας με εκείνην της Θεσσαλονίκης και, το πιο σημαντικό, τις πνευματικές αναζητήσεις της γενιάς του ’30 με εκείνες των καλλιτεχνών της γενιάς του ’60.

Ο Χριστόφορος Μαρίνος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1975. Είναι ιστορικός τέχνης, κριτικός τέχνης και επιμελητής εκθέσεων. Το 2017 επιμελήθηκε την αναδρομική Χρήστος Τζίβελος – Modelling Phenomena στο Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς (συνεπιμέλεια με την Μπία Παπαδοπούλου), την αναδρομική έκθεση με το ζωγραφικό έργο του Δημήτρη Φατούρου στο Πολιτιστικό Κέντρο Θεσσαλονίκης του ΜΙΕΤ, την ομαδική έκθεση Αναφορά περιπτώσεων στην γκαλερί Ζουμπουλάκη και την ομαδική Επιγράμματα στην γκαλερί Nitra. Μεταξύ των εκδόσεων που έχει επιμεληθεί είναι: Πιθανότητες. Συνεντεύξεις με νέους έλληνες καλλιτέχνες (futura, 2006)· Το έργο της επιμέλειας (AICA Hellas, 2011), Μαρία Καραβέλα (AICA Hellas, 2015)· Βλάσης Κανιάρης (ΙΤΗΠ, 2016). Από το 2012 έως το 2015 διετέλεσε πρόεδρος του Ελληνικού Τμήματος της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Τέχνης AICA Hellas.

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόΛΙΣ

γίνετε συνδρομητής/τρια για να λαμβάνετε τα 4 ετησίως τεύχη του περιοδικού

ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ

Δημήτρης Φατούρος
Ζευγάρι, 1950. Τέμπερα και μολύβι σε χαρτί.
Δημήτρης Φατούρος
Ζευγάρι, 1950. Τέμπερα και μολύβι σε χαρτί.
Δημήτρης Φατούρος
Πορτραίτο άνδρα, 1952. Τέμπερα σε χαρτί.
Δημήτρης Φατούρος
Η φυγή που ξεσχίζει την καρδιά, 1950. Μελάνι σε χαρτί.
Δημήτρης Φατούρος
Χωρίς τίτλο, 1963. Μελάνι σε χαρτί.
Δημήτρης Φατούρος
Χωρίς τίτλο, 1963. Μεικτή τεχνική σε χαρτί.
Δημήτρης Φατούρος
Χωρίς τίτλο, 1981. Μελάνι σε χαρτί
Δημήτρης Φατούρος
Ο Δημήτρης Φατούρος το 1958
Δημήτρης Φατούρος
O Δημήτρης Φατούρος στα εγκαίνια της έκθεσης Σεπτέμβριος 2017


ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΩΝ ΠΟΛΙΣ

Ιστορία, Γράμματα, Τέχνες, Ιδέες. Η «συνείδηση της πόλης»


MATAROA PROJECT

πλατφόρμα για τους καλλιτέχνες και τον σύγχρονο πολιτισμό στην Ελλάδα


ΑΛΛΕΣ ΔΡΑΣΕΙΣ

πρωτοβουλίες για τη δημόσια και πολιτιστική ζωή της Θεσσαλονίκης