Μία κόρη προς παραλαβήν

Η Πολιτιστική Εταιρεία στηρίζει το περιοδικό «Εντευκτήριο», ένα από τα ποιοτικότερα λογοτεχνικά περιοδικά της χώρας.

ΔΙΑΒΑΖΟΥΜΕ ΑΡΘΡΑ

Μία κόρη προς παραλαβήν:
Οικιακή αρμονία, προίκες και διαζύγια
στη Θεσσαλονίκη του 19ου αιώνα

του Ευάγγελου Χεκίμογλου

Οι νεόνυμφοι

Το 1880 σε ολόκληρη την Αγγλία εκδόθηκαν τριακόσια διαζύγια. Στη ρωμαίικη κοινότητα της Θεσσαλονίκης εκδόθηκαν τριάντα. Η αναλογία των διαζυγίων ήταν ένα προς δέκα. Όμως, η αναλογία του πληθυσμού ήταν χίλια πεντακόσια προς ένα. Άρα, η αντιστοιχία των διαζυγίων ανά κάτοικο ήταν στους Ρωμιούς της Θεσσαλονίκης εκατόν πενήντα φορές υψηλότερη από ό,τι στη βικτοριανή Αγγλία.

Αν και η κολοσσιαία αυτή διαφορά υπήρξε και για μένα μια αποκάλυψη, μπορώ να την καταλάβω. Στην Αγγλία η έγγαμη γυναίκα απέκτησε το δικαίωμα ιδιοκτησίας πάνω στα χρήματά της μόλις το 1870 (Married Women’s Property Act). Ως τότε, ό,τι κέρδιζε γινόταν αυτόματα ιδιοκτησία του άντρα της. Επιπλέον, το κληρονομικό δικαίωμα ήταν γι’ αυτήν περιορισμένο. Αντίθετα, στο “οπισθοδρομικό” οθωμανικό περιβάλλον της Θεσσαλονίκης, συναντούμε από τον 18ο αιώνα πολλές γυναίκες ιδιοκτήτριες καταστημάτων και σπιτιών, αλλά και γυναίκες τοκιστές. Με άλλα λόγια, η γυναίκα στο περιβάλλον της οθωμανικής Θεσσαλονίκης ήταν πολύ πιο ανεξάρτητη από τη βικτοριανή αδελφή της.

Οι ιστορίες που θα σας αφηγηθώ εκτυλίχθηκαν στο χρονικό διάστημα 1879-1883, δηλαδή σε μία περίοδο έντονων κοινωνικών αλλαγών, που κατέληξαν σε μεγάλες ενδοκοινοτικές συγκρούσεις ανάμεσα στους ρωμιούς της Θεσσαλονίκης.

 

Οικογένεια

ΜΙΑ ΚΟΡΗ ΠΡΟΣ ΠΑΡΑΛΑΒΗ

Ονομαζόταν Μαρία Αθανασίου κι ο σύζυγός της Δημήτριος Τάκος. Αυτή ήταν η ενάγουσα. Κλαίγοντας, κατέθεσε εις βάρος του συζύγου της στο “δικαστήριο” ότι ήταν «αφόρητος η μετ’ αυτού συμβίωσις, ουχί μόνον εκ της μεγίστης δυστυχίας αλλά και εκ της προς αυτήν συμπεριφοράς αυτού». Τουτέστιν, όχι μόνον πεινούσαν, αλλά και της φερόταν άσχημα. Τι σήμαινε το «άσχημα»; Τι άκουσε ο γραμματέας και το διατύπωσε τόσο κομψά, σημειώνοντας «η συμπεριφορά αυτού», χωρίς επιθετικό προσδιορισμό; Την έβριζε; Την έδερνε; Δεν πλενόταν; Δεν γνωρίζουμε. Στην έδρα δεν κάθονταν δικαστές, όπως τους καταλαβαίνουμε σήμερα, ούτε δικηγόροι απόφοιτοι νομικών σχολών. Δεν υπήρχαν εισαγγελείς, ούτε συνήγοροι. Κάθονταν δημογέροντες, δηλαδή έμποροι και κτηματίες, εκλεγμένοι από τους ομόθρησκούς τους για να επιλύουν ζητήματα οικογενειακού δικαίου, ανάμεσα στα πολλά άλλα ζητήματα των Ρωμιών της πόλης. Να επιλύουν και όχι να δικάζουν. Η συνήθης προσπάθειά τους ήταν να συμβιβάσουν τα πράγματα, όχι να πλανηθούν σε δικονομικές ατραπούς. Κι αν δεν μπορούσαν να τα συμβιβάσουν, τουλάχιστον να καθυστερήσουν το αναπόφευκτο διαζύγιο ― που δεν δίσταζαν όμως να εκ-δώσουν, αν έκριναν ότι η σχέση είχε τελειώσει οριστικά. Σε αυτό το “δικαστήριο” πρόεδρος ήταν ο εκάστοτε μητροπολίτης, φιγούρα απρόσιτη και φοβερή για τους απλοϊκούς, ο οποίος συμπλήρωνε, με τη βαρύτητα του αξιώματός του, το κύρος των αιρετών δημογερόντων.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η Μαρία Αθανασίου δεν ζητούσε κάτι από τον σύζυγό της. Ζητούσε από τους δημογέροντες να μεσολαβήσουν για να τη συγχωρέσει ο πατέρας της, διότι «παρά την θέλησίν του συνεζεύχθη μετά του εν λόγω αθλίου και κακοτρόπου Δημητρίου Τάκου». Και, αφού τη συγχωρέσει, να την «παραλάβει» στην πατρική κατοικία και να αναλάβει τη διατροφή της.

Φώναξαν και τον Τάκο στο δικαστήριο. Ιδού η απολογία του. Τι έφταιγε αυτός που ήταν φτωχός, σεβαστοί δημογέροντες; Η γυναίκα του το ήξερε πριν τον παντρευτεί. Γιατί τον κατηγορούσαν; Προσπαθούσε να κερδίσει τα απαραίτητα προς βιοπορισμό, κάνοντας όποια δουλειά εύρισκε. (Δεν είπε πάντως τι δουλειές έκανε, ούτε και κανένας δημογέροντας τον ρώτησε, ένδειξη ότι κάτι ήξεραν όσοι κάθονταν στην έδρα, αφού η Θεσσαλονίκη ήταν μικρή πόλη.) Ό,τι κέρδιζε, συνέχισε την απολογία του ο Τάκος, το διέθετε για τις ανάγκες του σπιτιού· ούτε μέθυσος ήταν ούτε σπάταλος. Κι αν μίλησε ποτέ “αυστηρά” στη σύζυγό του (προσέξτε την έμμεση παραδοχή), ήταν διότι αυτή εγκατέλειπε τη συζυγική οικία «και τήδε κακείσε περιφερόταν».

Εκείνος της φερόταν άσχημα και δεν την έτρεφε· και εκείνη «περιφερόταν». Το δικαστήριο κατάλαβε ότι δεν θα έβγαζε άκρη. Δεν υπήρχαν μάρτυρες ―ή, αν υπήρχαν, δεν τους κάλεσε κανείς―, και η κάθε πλευρά επέμενε στην ιστορία της. Έτσι, φώναξαν τον πατέρα της Μαρίας και του ζήτησαν αφενός να νουθετήσει την κόρη του, αφετέρου να προσλάβει τον Τάκο υπάλληλο στο καπηλειό του.

«Εν αγανακτήσει», ο πατέρας απάντησε ότι ούτε να τον δει στα μάτια του δεν ήθελε «τον καταστροφέα του οίκου του, άνθρωπο εσχάτης οκνηρίας και ανεπίδεκτο πάσης διορθώσεως». Μόνο αν η κόρη του απομακρυνόταν από αυτόν τον οκνηρό, τότε μόνο θα δεχόταν να την πάρει πίσω. Έτσι, για να εξοικονομήσει την κατάσταση, το δικαστήριο αποφάσισε «επ’ αόριστον τοπικόν χωρισμόν» (δηλαδή, το ζεύγος να μη μένει πλέον υπό την ίδια στέγη ―αυτό συνιστούσε ένα βήμα προς την οριστική διάζευξη) ―, και «ούτω ο πατήρ επειθαναγκάσθη να παραλάβη τη θυγατέρα».

Στη συγκεκριμένη περίπτωση είχαμε ένα γάμο ανώριμων νέων· έναν πατέρα που άφησε το ζεύγος να βιώσει τις δυσχερείς συνέπειες της απόφασής του να παντρευτεί χωρίς την ευχή του· και, το κυριότερο ―δεν ειπώθηκε αλλά συνάγεται σιωπηρώς― να παντρευτεί χωρίς την προίκα της κόρης. Άρα, ο Τάκος ήταν τίμιο και ευαίσθητο παιδί, το πήρε το κορίτσι με τα ρούχα που φορούσε, παρά το γεγονός ότι τα καπηλειά άφηναν λεφτά κι ο πεθερός του ήταν εύπορος, αλλά η πείνα δεν είναι καλός σύμβουλος για τη συζυγική ευτυχία, όπως διδαχτήκαμε από τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο. Μόνο που εδώ η ιστορία δεν είχε happy end.

 

Οι πεθερές

Ο ΒΟΣΝΙΟΣ ΠΟΥ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΓΥΡΙΣΕΙ ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΤΟΥ

Ένας ακόμη γάμος που προσέκρουσε από νωρίς σε προβλήματα συνάφθηκε το 1879 μεταξύ της Ελένης Δημητρίου και του Μιχαήλ Στεφάνοβιτς από τη Βοσνία, ο οποίος μάλλον είχε έρθει στη Θεσσαλονίκη το1876, όταν στην πατρίδα του σημειώθηκε ένοπλη εξέγερση. Αν ο γάμος τους δεν είχε έρωτα, είχε σίγουρα προίκα· προίκα όμως μικροαστική και μίζερη. Την αποτελούσε η «μισή μητρική οικία», η οποία παραχωρήθηκε από την πεθερά, με την ύπουλη προϋπόθεση ότι ο σύζυγος θα αναλάμβανε το ενυπόθηκο χρέος που τη βάρυνε ― χρέος ούτε μεγάλο αλλά ούτε και αμελητέο. (Σημείωση για τον καλόπιστο αναγνώστη: «Μισή μητρική οικία» σημαίνει ότι την άλλη μισή τη χρησιμοποιούσε η πεθερά του Στεφάνοβιτς. Το σπίτι πήγαινε με την πεθερά).

Μετά από λίγους μήνες, ο ταλαίπωρος Βόσνιος έθεσε, πολύ καθυστερημένα, όρους στη γυναίκα του: Απαίτησε να πουληθεί το σπίτι, να πληρωθεί το χρέος, το ζεύγος να πάρει ό,τι του αναλογούσε και να εγκατασταθεί στην πατρίδα του, τη Βοσνία. Φαίνεται τα πράγματα στην πατρίδα του πήγαιναν αντίθετα από ό,τι στο σπίτι του: Είχαν ηρεμήσει. Η πεθερά αντέδρασε αμέσως, και η σύζυγος Ελένη απέρριψε την πρόταση του Βόσνιου συζύγου. Ο Στεφάνοβιτς άρχισε να της φέρεται ψυχρά. Μια μέρα, πήρε τα πράγματά της και τα έκρυψε. Το ζεύγος κατέληξε μαλλιά-κουβάρια στους δημογέροντες. Το αίτημα της Ελένης ήταν το δικαστήριο να πείσει τον σύζυγο να εγκαταλείψει τις ιδέες για επιστροφή στη Βοσνία και να φέρει τα πράγματά της πίσω.

Οι δημογέροντες ρώτησαν τον Βόσνιο τι συμβαίνει. Εκείνος έριξε την ευθύνη στην πεθερά του. Η πεθερά είχε πείσει την κόρη να μην του φέρεται καλά και να μην εκτελεί τα συζυγικά της καθήκοντα. Εκείνος ο καημένος είχε ζητήσει να μετοικήσουν στη Βοσνία, διότι στη Θεσσαλονίκη δεν κέρδιζε «επαρκώς τα προς το ζην». Όσο για τα πράγματα της γυναίκας του, ναι, τα είχε πάρει και τα είχε κρύψει, αλλά μόνο και μόνο διότι εκείνη ετοιμαζόταν να τα μεταφέρει σε άλλο σπίτι και, με συνεργό τη μητέρα της, να εγκατασταθεί και η ίδια σε αυτό.

Οι δημογέροντες συμβούλεψαν τον Στεφάνοβιτς να κάνει μία τακτική υποχώρηση, δηλαδή να παραιτηθεί από την ιδέα της Βοσνίας, τουλάχιστον μέχρι να «παρέλθει η μεταξύ τους ψυχρό-της». Αντίστοιχα, συμβούλεψαν την Ελένη να ανταποκρίνεται εφεξής στα συζυγικά της καθήκοντα και να εγκαταλείψει την ιδέα να φύγει από το σπίτι.

Κι έμειναν ήσυχοι οι δικαστές ότι είχαν λύσει το πρόβλημα, αλλά στην πραγματικότητα το επιδείνωσαν. Ίσως διότι δεν τους το είχαν εκθέσει ολόκληρο. Δεν ήταν μόνο η Βοσνία ο λόγος για τον οποίο η Ελένη απέφευγε τον σύζυγό της. Δεν πέρασε πολύς καιρός και η κοπέλα επανήλθε στη δημογεροντία με φρικτές κατηγορίες. Ο Στεφάνοβιτς, όχι μόνον συνέχιζε να παρακρατεί τα πράγματά της, αλλά την κακοποιούσε κιόλας. Και το κυριότερο: Της μετέδωσε σύφιλη, χωρίς να φροντίσει για τη θεραπεία της.

Αμήχανοι, οι δημογέροντες ρώτησαν τον Στεφάνοβιτς τι είχε να πει, αλλά εκείνος έριξε το σφάλμα στη γυναίκα του. Εκείνη έφταιγε ―τους είπε― που δεν έκανε θεραπεία. Τότε οι δημογέροντες θύμωσαν (αυτό συνέβαινε συχνά· τα περί αδεκάστου δικαιοσύνης δεν περνούσαν ακόμη στη Θεσσαλονίκη). Αποφάσισαν χωρίς πολλή συ-ζήτηση ότι έπρεπε να εκδοθεί διαζύγιο σε βάρος του συφιλιδικού. Όχι όμως αμέσως, αλλά αφού πρώτα πλήρωνε τη θεραπεία της Ελένης. Μέχρι να γίνει αυτό, επέβαλαν «τοπικό χωρισμό» και διατροφή 90 γροσίων τον μήνα, που ήταν υψηλότερη από τη συνηθισμένη. Ούτως ή άλλως όμως, ο Στεφάνοβιτς δεν την πλήρωσε, διότι σχεδόν αμέσως βρέθηκε στις φυλακές της Θεσσαλονίκης, για λόγους που δεν θα μάθουμε ποτέ.

Έναν χρόνο αργότερα, η Ελένη ξαναπήγε στους δημογέροντες. Είχε γεννήσει ένα παιδί στο μεταξύ. Ο Στεφάνοβιτς είχε αποφυλακιστεί. Η Ελένη ζήτησε διατροφή για το παιδί και οι δημογέροντες ανταποκρίθηκαν αμέσως: Επέβαλαν μηνιαία διατροφή 50 γρόσια. Ζήτησε επίσης η Ελένη να υποχρεωθεί ο Στεφάνοβιτς να της παραδώσει την προίκα, δηλαδή τη μισή κατοικία, διότι είχε πάρει κάτι το αυτί της, ότι έκανε κινήσεις για να την πουλήσει. Βέβαια, ως γαμπρός δεν είχε τέτοιο δικαίωμα, αλλά η νομοθεσία είχε ένα-δυο παραθυράκια, που πολύ θα ήθελα να εξηγήσω, αλλά σε μια άλλη ευκαιρία. Αμέσως, η Μητρόπολη έστειλε προειδοποιητική επιστολή στο αρμόδιο κτηματικό γραφείο, εφιστώντας την προσοχή των υπαλλήλων για το ενδεχόμενο ο Στεφάνοβιτς να επιχειρήσει τον ανομολόγητο σκοπό του. Βόσνιο και συφιλιδικό, δεν μπορώ να πω ότι τον είχαν χωνέψει οι δημογέροντες.

 

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΕΞΑΔΕΛΦΗΣ

Αν η Ελένη είχε παντρευτεί Βόσνιο, η Ελισάβετ Αθανασίου είχε διαλέξει Βούλγαρο, τον Μιχαήλ Σούμενοφ. Περίπου δύο χρόνια μετά τη στέψη, ο Σούμενοφ πήγε στους δημογέροντες κι έκανε τα παράπονά του: Η Ελισάβετ απείχε «από κοίτης και κλίνης».

Ο μητροπολίτης συμβούλεψε την Ελισάβετ να ασκεί να καθήκοντά της ως σύζυγος, αλλά εκείνη άρχισε να φωνάζει ότι ο Μιχαήλ ήταν Βούλγαρος, ότι είχε βαφτίσει το παιδί στη βουλγαρική (διάβαζε: στη «σχισματική») εκκλησία και ότι την πίεζε να εκκλησιάζεται εκεί και αυτή.

Διαβάζοντας τα πρακτικά της δημογεροντίας, περίμενα να δω κάποια προκατάληψη για το «σχισματικό». Αλλά οι δημογέροντες ήταν πιο έμπειροι από ό,τι νόμιζα. Απέφυγαν το θρησκευτικό ζήτημα και επιχείρησαν να νουθετήσουν το ζεύγος να σέβεται ο ένας τις απόψεις του άλλου. Από τις απαντήσεις που πήραν όμως κατάλαβαν δύο πράγματα: Ότι αυτός επηρεαζόταν αρνητικά από τους συγγενείς της και αυτή από τους δικούς του.

Γι’ αυτό και οι δημογέροντες συμβούλεψαν τους συζύγους να κατοικήσουν σε άλλο σπίτι μόνοι τους και να μην έρχονται σε επαφή με πρόσωπα που υπονόμευαν τον γάμο τους· εκείνος να μην προσβάλλει τις θρησκευτικές πεποιθήσεις της και εκείνη να τον ακολουθήσει πρόθυμα στο νέο τους σπίτι.

Δεν πέρασε πολύς καιρός και το ζεύγος επανήλθε στη δημογεροντία, πάλι μαλλιά-κουβάρια. Αυτή κατηγόρησε τους σχισματικούς συγγενείς του άντρα της και εκείνος τους άδικους συγγενείς της γυναίκας του. Αναγκαστικά, η δημογεροντία επέβαλε «τρίμηνο τοπικό χωρισμό», με την ελπίδα ότι θα ηρεμούσαν τα πνεύματα.

Η Ελισάβετ έφυγε με το παιδί της από την οικογενειακή εστία και πήγε να μείνει με τους δικούς της. Ο Μιχαήλ νοίκιασε το προικώο σπίτι μία λίρα τον μήνα και βρήκε αλλού ένα δωμάτιο. Λίγο καιρό μετά, η Ελισάβετ παρουσιάστηκε στη δημογεροντία και κατήγγειλε ότι το σπίτι που έμενε ο άντρας της ήταν της εξαδέλφης της και ότι δεν επρόκειτο για μίσθωση δωματίου αλλά για συγκατοίκηση. Ο Σούμενοφ είχε βρει παρηγοριά στη δική της οικογένεια, αλλά όχι στη δική της αγκαλιά.

Μοιχεία λοιπόν; Με την εξαδέλφη; Ο μητροπολίτης κάλεσε τον Μιχαήλ, που τα αρνήθηκε όλα. Για να επιβεβαιώσει τους ισχυρισμούς του, θα έπρεπε να μετακομίσει σε άλλο σπίτι. Αυτή ήταν η συμβουλή του δεσπότη. Οι μήνες περνούσαν με διάφορες προφάσεις, αλλά είτε έφταιγαν τα θέλγητρα της ωραίας συγγενούς είτε η έλλειψη στέγης στη Θεσσαλονίκη, στα 1882 ο Μιχαήλ εξακολουθούσε να συγκατοικεί με την εξαδέλφη της συζύγου του. Στο τέλος, η Ελισάβετ ζήτησε από τους δημογέροντες να εκδώσουν διαζύγιο, υπό δύο όρους. Να της παραδώσει ο Μιχαήλ την προικώα οικία και τα ενοίκια που εισέπραττε επί τρία χρόνια και να οριστεί διατροφή για το παιδί τους.

Κλήθηκε ο σύζυγος, που ρωτήθηκε «αν εξακολουθή συγκατοικών μετά της εξαδέλφης της συζύγου· απαντών, αρνείται μεν ότι έχει σχέσεις μετά της εξαδέλφης της εναγούσης, ουχ’ ήττον ομολογεί ότι κατοικεί εν τη οικία αυτής, εν ιδιαιτέρω όμως δωματίω». Έφριξαν οι δημογέροντες: «η σκανδαλώδης αύτη διαγωγή αυτού κατακυροί την κατηγορίαν της συζύγου, ότι έχει αθεμίτους σχέσεις μετά της εξαδέλφης αυτής». Έτσι, το διαζύγιο εκδόθηκε με τους όρους της απατημένης Ελισάβετ.

 

Το παιδάριον

Ο ΓΕΡΜΑΝΟΣ ΠΙΑΝΙΣΤΑΣ

«Την παρελθούσαν Κυριακήν ετελέσθηκαν οι γάμοι του κ. Αδόλφου Γκεμπάουερ μετά της χαριεστάτης νεάνιδος κ. Ελένης Ν. Ιωαννίδου, παράνυμφος αυτών ήτον ο αξιότιμος κ. Τιμολέων Μαυρουδής. Την στέψιν παρηκολούθησε και χορός, διαρκέσας μέχρι της πρωίας και κατευχαριστήσας τους προσκεκλημένους. Ευχόμεθα αυτούς βίον μακροχρόνιον, όλβιον και ευτεκνίαν» (εφ. Ερμής, 26.8.1877). Οι αρραβώνες είχαν γίνει τον Απρίλιο του ίδιου χρόνου, και η εφημερίδα μάς πληροφορεί το θαυμαστό επάγγελμα του Αδόλφου: καθηγητής μουσικής στο Διδασκαλείο της Θεσσαλονίκης. Ωστόσο, ο κουμπάρος Τιμολέων Μαυρουδής, ασφαλιστής και ναυτιλιακός πράκτορας, ανήκε στην αστική τάξη της Θεσσαλονίκης και είχε σημαντική ακίνητη περιουσία. Πρέπει να ήταν φίλος της οικογένειας της νύφης, γονείς της οποίας ήταν ο Νικόλαος και η Ροξάνδρα Ιωαννίδου, και αδελφός ο Τζων Ιωαννίδης, γνωστός αργότερα ξυ-λέμπορος και ασφαλιστής (συνέταιρος του Νικολάου Γερμανού, ιδρυτή της Δ.Ε.Θ.).

Η ευχή για την «ευτεκνία» έπιασε, αν και όχι αμέσως: Το 1879 το ζεύγος απέκτησε ένα κοριτσάκι, τη Μαίρη. Αλλά ο γάμος δεν ήταν μακροχρόνιος. Λίγο μετά τη γέννηση του κοριτσιού, η Ελένη Ιωαννίδου παρουσιάστηκε στη δημογεροντία, κατηγόρησε τον σύ-ζυγό της για «κακοτροπία και κακές έξεις» και δήλωσε ότι η συνέχιση της συμβίωσης ήταν αδύνατη. Πιο συγκεκριμένα, επικαλέστηκε ότι υπήρχε απειλή κατά της ζωής της.

Στις περιπτώσεις αυτές, η δημογεροντία επέβαλε «τοπικό χωρισμό» μερικών μηνών, μέχρι να ηρεμήσουν τα πνεύματα. Αλλά ο χωρισμός είχε ήδη ξεκινήσει.«Τη παρεμβάσει φίλων της οικογενείας, απεβλήθη ούτος [ο Γκεμπάουερ] της πατρικής οικίας, στην οποία αύτη [η Ελένη] διαμένει με το θυγάτριον». Υπήρχε όμως ο φόβος μήπως ο σύζυγος «προβή εις βίαιόν τι μέτρον», περνούσε δηλαδή από την απειλή στη βία.

Κανονικά, η δημογεροντία θα έπρεπε να καλέσει τον Γκεμπάουερ να δώσει εξηγήσεις, διότι, αν και δεν ήταν Ρωμιός, είχε τελέσει γάμο με το ελληνορθόδοξο τυπικό. Αλλά η Ελένη δεν είχε προσφύγει για συμφιλίωση. Διατύπωσε ένα εντελώς διαφορετικό αίτημα: Ζήτησε την ακύρωση του γάμου της, με το αιτιολογικό ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν δεχόταν τους μικτούς γάμους· πράγματι, δεν τους δεχόταν, αλλά τους ανεχόταν. Το αίτημα ενόχλησε τους δημογέροντες, οι οποίοι γρήγορα κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι, αν ακύρωναν αυτόν τον μικτό γάμο, θα έπρεπε να ακυρώσουν κι όλους τους άλλους, έστω κι αν ήταν ευτυχείς, «όπερ σκανδαλωδέστατον». Γι’ αυτό και κήρυξαν την αγωγή για την ακύρωση του γάμου αβάσιμη και συνέστησαν στην Ελένη να επανέλθει με αίτημα κανονικής διάζευξης, αν μπορούσε να αποδείξει τη βασιμότητα των κατηγοριών της.

Η κοπέλα επανήλθε μετά από μερικούς μήνες στη δημογεροντία και «διακήρυξε δακρύουσα ότι καθίσταται αδύνατον του λοιπού να συζήση μετ’ αυτού» [του συζύγου]. Ο Γκεμπάουερ ήταν παρών. Απάντησε ότι αν η σύζυγός του, «εν βάρει συνειδήσεως», βεβαιώνει τις μομφές που διατύπωσε εναντίον του, «ουδέν έχει να αντιτάξει, υποχρεούμενος να δεχθή την διάζευξιν». Το δικαστήριο κάλεσε τη γυναίκα να πιστοποιήσει «τα εν τη αγωγή αυτής εν φόβω Θεού και συνειδήσει, όπερ και άνευ δισταγμού έπραξε». Έτσι, κηρύχθηκε λυμένος ο γάμος.

Και το υστερόγραφο: Στην επόμενη συνεδρίαση της δημογεροντίας, ο Γκεμπάουερ ζήτησε να του επιστραφούν τα πράγματά του. Ο παριστάμενος πρώην πεθερός του Νικόλαος Ιωαννίδης απαίτησε ποσό εξήντα λιρών για διάφορα έξοδα που είχε κάνει, απαίτηση που το δικαστήριο βρήκε υπερβολική και διέταξε την επι-στροφή των αντικειμένων. Αλλά τότε αποδείχθηκε ότι τα πράγματα του μουσικού είχαν πουληθεί «εν ώρα μεγίστης ανάγκης», και είχαν απομείνει μόνον ένα «κλειδοκύμβαλο», μία ντουλάπα, ένας νιπτήρας, ένα ζεύγος καντηλέρια και ένα πάπλωμα, που η Ελένη ήταν δια-τεθειμένη να επιστρέψει μαζί με το δακτυλίδι που έφερε το όνομα του πρώην συζύγου της, αν εκείνος επέστρεφε το δακτυλίδι με το όνομά της. Αλλά ο μουσικός απάντησε ότι το δακτυλίδι με το όνομά της δεν του το είχε χαρίσει αυτή. Το είχε αγοράσει ο ίδιος μετά τον γάμο, με δικά του χρήματα. Γι’ αυτό και δεν μπορούσε να της το δώσει πίσω.

Κι ύστερα ο Γκεμπάουερ έφυγε από τη Θεσσαλονίκη. Αρκετά χρόνια αργότερα, τον βρίσκουμε να διδάσκει στο Παρθεναγωγείο της Φιλιππούπολης.

Η Ελένη έζησε μέχρι το 1943. Η κόρη του ζεύγους, Μαρία (1879-1958), παντρεύτηκε τον φαρμακοποιό Γαβριήλ Πεντζίκη και γέννησε τέσσερα παιδιά. Τα δύο από αυτά επρόκειτο να γίνουν πολύ γνωστά στην Ελλάδα των γραμμάτων και των τεχνών: Η ποιήτρια Ζωή Καρέλλη (1901-1998) ―που πάντοτε απορούσα πού είχε βρει τα απολύτως γαλανά μάτια της― και ο συγγραφέας και ζωγράφος Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης (1908-1993). Ίσως στο αίμα των δημιουργικών αυτών Θεσσαλονικέων κυλούσαν οι νότες του πιάνου του παππού τους, σφαλισμένου σε κάποιο σκιερό δωμάτιο, στην πάλαι ποτέ αρχοντική συνοικία του Αγίου Αθανασίου.

 

Η Ελένη Καφταντζόγλου

Η ΠΡΟΙΚΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΣΗ

Πριν καλά καλά τελειώσει η υπόθεση του Γερμανού μουσικού, εμφανίστηκε στους δημογέροντες ένας αμόρφωτος εργάτης, ο Θανάσης. Η αγωγή του αφορούσε τη σύζυγό του, ονόματι Κατινούδα του Γιώργη, και ήταν απλή: Η γυναίκα του δεν ήθελε πλέον να συγκατοικεί μαζί του. Την αιτία ο Θανάσης την απέδιδε στην κακή επιρροή της πεθεράς του. Έμεναν όλοι μαζί σε ένα σπίτι: Το ζεύγος, η πεθερά και τα αδέλφια της συζύγου του. Τα χρήματα δεν έφταναν και οι καυγάδες ήταν καθημερινοί. Ο Θανάσης πίστευε ότι δεν είχε την υποχρέωση να συντηρεί όλη την οικογένεια, και ζήτησε από τη γυναίκα του να αλλάξουν σπίτι. Να πάνε να μείνουν κάπου αλλού μόνον οι δυο τους. Αυτό ήταν το αίτημά του προς τους δημογέροντες: Να υποχρεώσουν τη γυναίκα του να τον ακολουθήσει σε ένα άλλο σπίτι, χωρίς συμπεθέρια και με πιο λίγα έξοδα.

Ύστερα, τον λόγο πήρε η Κατινούδα, που παρουσίασε τα πράγματα εντελώς διαφορετικά. Ένας ακαμάτης ήταν, άρχοντες μου, ο Θανάσης. Όταν την παντρεύτηκε, πήρε προίκα ― αλλά την πούλησε, και έφαγε τα λεφτά κακήν κακώς. Ούτε και δούλευε πουθενά. Εκείνη συντηρούσε το νοικοκυριό, δουλεύοντας σαν παραμάνα, εκείνη «τον έτρεφε και τον ενέδυε».

Το δικαστήριο ρώτησε τον σύζυγο αν ήταν σε θέση να συντηρεί τη γυναίκα του κι εκείνος απάντησε καταφατικά. Επειδή όμως δεν κρίθηκε αξιόπιστος, οι δημογέροντες έθεσαν έναν όρο για να τον ακολουθήσει η Κατινούδα στη νέα οικογενειακή στέγη: Ο Θανάσης θα έπρεπε να παρουσιάσει «αξιόχρεο εγγυητή», που θα έπαιρνε την ευθύνη. Δώρο άδωρο η απόφαση. Πού να βρει εγγυητή ο Θανάσης, ο ακαμάτης;

 

Η ΓΚΡΙΝΙΑ ΤΗΣ ΑΣΤΕΦΑΝΩΤΗΣ

Ο Τάντσος ήταν παπουτσής, στα όρια της φτώχειας. Είχαν γίνει πολλοί οι παπουτσήδες στη Θεσσαλονίκη. Σύζυγός του ήταν η Δόμνα, από την οποία απέκτησε ένα κοριτσάκι. Το 1864 ο Τάντσος και η Δόμνα ήρθαν σε προστριβές και κατέληξαν στη δημογεροντία. Οι δημογέροντες εξέδωσαν απόφαση για «τοπικό χωρισμό» και υποχρέωσαν τον Τάντσο να πληρώνει διατροφή 30 γρόσια τον μήνα. Πέρασαν τα χρόνια. Και καθώς η ζωή δεν γεμίζει μόνον με σόλες και καρφάκια, ο Τάντσος βρήκε μια άλλη γυναίκα κι έκανε μαζί της παιδιά. Ζούσαν κανονικά, σαν αντρόγυνο. Όταν η Δόμνα το έμαθε, διαμαρτυρήθηκε στη δημογεροντία. Δεν ήταν απλή μοιχεία αυτό, ήταν κολάσιμο το αμάρτημα. Η δημογεροντία έβαλε στον παπουτσή ένα με-γάλο πρόστιμο. Κι επειδή δεν είχε να το πληρώσει, τον φυλάκισαν στο ρωμαίικο νοσοκομείο. Κρατήθηκε εκεί ο καψερός 105 μέρες. Το μαγαζί έμενε κλειστό, η άλλη οικογένεια άρχισε να πεινάει, και φυσικά ο Τάντσος ούτε τη διατροφή πλήρωνε ούτε το πρόστιμο. Είδαν και αποείδαν οι δημογέροντες, ότι δεν έβγαινε άκρη, τον αποφυλάκισαν και του επέτρεψαν να πληρώσει το πρόστιμο σε 50 μηνιαίες δόσεις. Πλήρωνε ο Τάντσος καρτερικά, πρόστιμο και διατροφή. Φαίνεται όμως ότι η αστεφάνωτη απαιτούσε επιμόνως στεφάνι. Και στα τρία χρόνια επάνω, τον έστειλε τον έρημο τον παπουτσή πίσω στη δημογεροντία, να παρακαλέσει να βγει επιτέλους εκείνο το διαζύγιο. Σαν να τον λυπήθηκαν αυτοί τη φορά οι δημογέροντες. Φαίνεται αυτή η λύπη στην έκφραση του γραφιά· διακόπτεται ξαφνικά η ροή της γραφής και ξεπηδάει καμιά ασαφής έκφραση, καμιά ακατανόητη ελληνικούρα. Του υποσχέθηκαν ότι θα του το δώσουν το διαζύγιο, παρά την αντίθεση της Δόμνας, που δεν συναινούσε, αλλά θα έπρεπε να πληρώσει τις πέντε λίρες που είχαν απομείνει από τα λύτρα. Και να υποσχεθεί ακόμη ότι, όταν η κόρη του γινόταν της παντρειάς, με κάτι θα την προίκιζε. Γύρισε ο Τάντσος στο παπουτσίδικο ―δεν ήξερε αν αυτά που άκουσε ήταν καλύτερα ή χειρότερα― και έπεσε πάλι στην γκρίνια της αστεφάνωτης.

 

Ο ηγεμόνας

ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗ ΣΥΖΥΓΟΥ

Η εγκατάλειψη συζύγου ήταν η πιο συνηθισμένη περίπτωση που αντιμετώπιζαν οι δημογέροντες. Η Ελένη Ιωάννου προσέφυγε κατά του συζύγου της Γρηγορίου Μαργαρίτου, διότι την είχε εγκαταλείψει επί δέκα μήνες, με ένα ανήλικο παιδί, «μηδεμία πρόνοια περί αυτής λαβών». Ο Μαργαρίτης, «δικαιολογών εαυτόν», απέδωσε την απομάκρυνση σε ασθένεια (δεν είπε ποια) και υποσχέθηκε να «διατηρήσει του λοιπού καλώς» τη σύζυγό του. Ο μητροπολίτης τον υποχρέωσε «να παράσχη αξιόχρεον εγγυητήν διά την μέλλουσαν πολιτείαν του».

Τι θα γινόταν αν δεν παρείχε εγγυητή; Θα υποχρεωνόταν να πληρώνει διατροφή και να μένει ξεχωριστά από τη σύζυγο, δηλαδή να επωμιστεί μεγάλο οικονομικό βάρος. Αυτό συνέβη με την αγωγή της Σοφίας Πέτρου κατά του συζύγου της Αθανασίου, που την είχε αφήσει απροστάτευτη και είχε φύγει. Ο Αθανασίου κλήθηκε από τη δημογεροντία να παραλάβει τη σύζυγό του, παρέχοντας τη σχετική εγγύηση, αλλά εκείνη αρνήθηκε να τον ακολουθήσει, διότι η εμπιστοσύνη της είχε κλονιστεί. Η δημογεροντία επέβαλε τρίμηνο χωρισμό. Η Σοφία θα έμενε με τη νουνά της, ενώ ο σύζυγος θα πλήρωνε διατροφή 60 γρόσια τον μήνα.

Κι αν ο σύζυγος “εξαφανιζόταν”; Ουκ αν λάβοις παρά του εξαφανισθέντος, για να παραφράσουμε τον Λουκιανό. Η Αναστασία Πολύζου από τον Χορτιάτη παρουσιάστηκε στους δημογέροντες και ανέφερε ότι ο άντρας της την εγκατέλειψε, με ανήλικα παιδιά, πριν από επτά χρόνια· έκτοτε δεν έδωσε σημείο ζωής. Παρ’ όλες τις έρευνες, ο τόπος διαμονής του δεν είχε εντοπιστεί. «Η δυστυχία της [Αναστασίας] οσημέραι επιτείνεται και δεινούται» διαπίστωσε το “δικαστήριο”. Τι να κάνει η γυναίκα; «Περιέστη εις την ανάγκην να έλθη εις δευτέρου γάμου κοινωνίαν, χάριν των απροστατεύτων τέκνων της…». Για τα παιδιά της, δηλαδή. Μόλις τα παραπάνω βεβαιώθηκαν από μάρτυρες, αμέσως αποφασίστηκε η έκδοση κανονικού διαζυγίου, ώστε να πάρει η εγκαταλειμμένη Αναστασία τον καλό άνθρωπο που αναλάμβανε να συντηρεί αυτήν και τα παιδιά της. Το καθοριστικό στην υπόθεση ήταν η συμπλήρωση της επταετούς συνεχούς απουσίας, οπότε και λυνόταν ο γάμος. Κι ούτε φωνή ο Πολύζος ούτε ακρόαση.

 

Σέρβοι

ΠΕΡΙΠΑΤΟΙ;

Προκειμένου να αποφύγει τις οικονομικές υποχρεώσεις που επέβαλλε η δημογεροντία σε περιπτώσεις τοπικού χωρισμού, ο σύζυγος μπορούσε να κατηγορήσει τη συμβία του για άσεμνη συμπεριφορά. Μπορούσε δηλαδή να εκμεταλλευτεί το γεγονός ότι η σύζυγος κατοικούσε μόνη της, για να την κατηγορήσει ότι οι επισκέψεις που δεχόταν στο σπίτι της ή οι επισκέψεις που έκανε η ίδια σε άλλα σπίτια ήταν επιλήψιμες. Οι υποψίες βάραιναν ακόμη και συγγενικά πρόσωπα. Δεν ήταν άραγε ύποπτος ένας εξάδελφος που επισκεπτόταν συχνά την εν διαστάσει εξαδέλφη του; Και δεν ήταν ύποπτη η εξαδέλφη που τον δεχόταν; Στην περίπτωση αυτή, αγανακτισμένος, ο σύζυγος ισχυριζόταν ότι δεν μπορούσε να «βλέπη τον συγγενή της, πράγματι δε εραστήν της, εισερχόμενον ελευθέρως εις την οικίαν αυτής». Η σύζυγος μπορούσε να αρνηθεί τις κατηγορίες, επικαλούμενη τη γειτονιά και την ενορία, και να αποδώσει τις κατηγορίες στην απροθυμία του συζύγου να καταβάλει τη διατροφή. Οι δημογέροντες είχαν συνήθως ιδία αντίληψη, και. αν όχι, ρωτούσαν την ενορία. Συνήθως οι κατηγορίες αποδεικνύονταν δόλιες και η σύζυγος δικαιωνόταν. Η διατροφή γινόταν βαρύτερη.

Διαφορετική ήταν η εξέλιξη στην υπόθεση της Ευαγγελινής Παπά Δούκα κατά Γεωργίου Δουραχμάνη. Επειδή ο Δουραχμάνης είχε εκφράσει αμφιβολίες για την πίστη της Ευαγγελινής, ενώ εκείνη τον είχε κατηγορήσει για κακή συμπεριφορά, η δημογεροντία επέβαλε εξάμηνο χωρισμό με διατροφή. Όταν πέρασε το εξάμηνο, η Ευαγγελινή ζήτησε από τη δημογεροντία είτε ο σύζυγός της να την «παραλάβει» στο σπίτι είτε να εξακολουθήσει να καταβάλει διατροφή. Ο Δουραχμάνης όμως δεν την ήθελε, «εγκαλών αυτή επί ασέμνω συμπεριφορά». Η δημογεροντία αποφάσισε νέα τρίμηνη παράταση του τοπικού χωρισμού, με διατροφή 70 γροσίων. Όταν πέρασε κι αυτό το τρίμηνο, η Ευαγγελινή επανήλθε με αίτημα για νέα παράταση. Όμως, ο Δουραχμάνης αντεπιτέθηκε με αίτηση διαζυγίου. Πρώτον, διότι η σύζυγός του σύχναζε σε ένα ύποπτο σπίτι· δεύτερον, διότι έκανε περιπάτους με άλλους άντρες. Η Ευαγγελινή αντέτεινε ότι περιπάτους έκανε μόνον με συγγενείς της, ενώ στο συγκεκριμένο σπίτι πήγαινε για να εργαστεί. Ο μητροπολίτης της είπε ότι αυτό τον λόγο είχε η διατροφή: Να μην εργάζεται έξω από το σπίτι. Επιπλέον, ο ίδιος την είχε συμβουλέψει να μην «εξέρχεται του οίκου», παρά μόνον συνοδευόμενη από πολύ στενούς συγγενείς. Η Ευαγγελινή άρχισε να κλαίει και ο μητροπολίτης με ήπιο τόνο ζήτησε από τον Δουραχμάνη να την πάρει και να φύγουν. Εκείνος όμως επέμενε για το διαζύγιο, και ο γάμος «εκηρύχθη λελυμένος».

Πρέπει να σημειωθεί ότι δεν υπήρχε η έννοια του συναινετικού διαζυγίου. Ο Γιοβάν και η Θεανώ είχαν βαρεθεί ο ένας τον άλλον και ήθελαν να χωρίσουν. Παρουσιάστηκαν στη δημογεροντία, και ο Γιοβάν κατηγόρησε τη γυναίκα του ότι συζούσε με κάποιον μουσουλμάνο. Αυτή αρνήθηκε την κατηγορία και επικαλέστηκε τη μαρτυρία του παπά της ενορίας. Το δικαστήριο ρώτησε τον Γιοβάν αν έπαιρνε όρκο ότι όσα είπε ήταν αληθινά· τότε, εκείνος αναίρεσε όλες τις κατηγορίες, δικαιολογούμενος ότι έτσι τον είχαν συμβουλέψει να πει. Διευκρίνισε πάντως ότι ήθελε να χωρίσει τη γυναίκα του. Η Θεανώ, από την πλευρά της, δήλωσε ότι με όσα είχε πει εναντίον της ο Γιοβάν, δεν ήθελε να τον ξαναδεί ούτε ζωγραφιστό. Με αυτά τα στοιχεία, η δημογεροντία δεν είχε λόγο να εκδώσει διαζύγιο. Αποφάσισε όμως πεντάμηνο τοπικό χωρισμό, που ήταν το πρώτο βήμα για τη διάζευξη.

 

ΘΑ ΤΗΝ ΠΑΡΕΙΣ…

Σε περίπτωση προγαμιαίας σχέσης που κατέληγε σε εγκυμοσύνη, εφόσον είχε διατυπωθεί υπόσχεση γάμου και ο νέος δεν φαινόταν πρόθυμος να την τηρήσει ή να αποζημιώσει την παθούσα κόρη, η δημογεροντία εφάρμοζε την ποινή του «καταναγκαστικού γάμου». Ο σκοπός της ακραίας αυτής λύσης ήταν διπλός: Να μη μείνει το παιδί με το στίγμα του νόθου, και να εξαντληθεί η πιθανότητα να ζήσει το ζεύγος νόμιμα και χριστιανικά. Τέτοια ήταν η περίπτωση της Θεοφανώς Αναστασίου και του Κώστα Χρήστου. Ο Κώστας την «ηπάτησε» ότι θα την παντρευτεί και την άφησε έγκυο. Όταν η Θεοφανώ έφτασε τον έκτο μήνα της κύησης, η Μητρόπολη επέβαλε «καταναγκαστικό γάμο». Τουτέστιν, φέρανε τον Κώστα στη μητρόπολη με το ζόρι και τον πάντρε-ψαν. Μετά τον γάμο, εκείνος εξαφανίστηκε. Το παιδάκι το υιοθέτησε η ρωμαίικη κοινότητα· η Θεοφανώ εργαζόταν και μετά βίας συντηρούσε τον εαυτό της. Στο τέλος προσέφυγε στη δημογεροντία και ζήτησε επίσημα να την «παραλάβει» ο Κώστας και να «τη διατηρήσει ως σύζυγό του».

Κλήθηκε ο Κώστας, ο οποίος δήλωσε όσο πιο κατηγορηματικά μπορούσε ότι δεν αναγνώριζε αυτόν τον γάμο, ούτε και παραδεχόταν τη Θεοφανώ ως νόμιμη σύζυγό του. Πείστηκαν έτσι οι δημογέροντες ότι δεν υπήρχε περίπτωση συμβίωσης και αποφάσισαν να κηρυχθεί λυμένος ο γάμος. Υποχρέωσαν όμως τον Κώστα να πληρώσει αποζημίωση χιλίων γροσίων στην αποπλανηθείσα Θεοφανώ.

 

Η Φώφη Βλάχου

Η ΔΙΑΚΟΡΕΥΣΗ ΤΗΣ ΨΥΧΟΚΟΡΗΣ

Κάποιος νεαρός, ονόματι Μάρκος, κατηγορήθηκε ότι «διακόρευσε» τη Σοφία «συζώσαν εν τη οικία του θείου αυτού ως θετή κόρη, και ηρραβωνισμένην ήδη». Εδώ δεν υπήρχε υπόσχεση γάμου. Η Σοφία έμεινε έγκυος και ισχυρίστηκε ότι το παιδί ήταν του Μάρκου. Για τον σκοπό αυτό επικαλέστηκε τη μαρτυρία δύο προσώπων, του Στέργιου και του Σέργιου. Η συνέχεια θυμίζει ελληνική ταινία με τον Φωτόπουλο και τον Μανέλη.

Ο Στέργιος ήταν ο μπακάλης της γειτονιάς. Κατέθεσε ότι μια μέρα ο Μάρκος πήγε στο μαγαζί του να αγοράσει ζάχαρη και του είπε: «να προσέχη μην τυχόν η γειτόνισσα [εννοών την ειρημένην Σοφίαν] γεννήση και θάψη το παιδί υπό την σκηνήν». Οι δημογέροντες απόρησαν. Ποια σκηνή; Δεν ξέρω, είπε ο μπακάλης, δεν ρώτησα.

Ο δεύτερος μάρτυρας ήταν ο Σέργιος, ο αρραβωνιαστικός της Σοφίας. «Είπε δε ούτος ότι έμαθε παρά του προειρημένου Στεργίου Αντωνίου ότι ο Μάρκος είπε αυτώ να προσέχη, εάν γεννήση η γειτόνισσα, να το θάψωσι υπό την συκήν».

Άλλο πράγμα η συκιά κι άλλο το αντίσκηνο. Στέργιος και Σέργιος τα είχαν κάνει σαλάτα. Ο Στέργιος κατέθεσε ότι άκουσε τον Μάρκο να λέει ότι η Σοφία θα έθαβε το βρέφος «κάτω από τη σκηνή». Ο Σέργιος κατέθεσε ότι ο Στέργιος του είπε ότι ο Μάρκος του συνέστησε να θάψουν το βρέφος «κάτω από τη συκιά».

Τα πήραν ανάποδα οι δημογέροντες. «Επειδή δε αι αντιφατικαί και ασυνάρτητοι αύται καταθέσεις ουδαμώς πειστικαί έδοξαν, εγέννησαν όμως εν τω πνεύματι του δικαστηρίου την υπόνοιαν ότι μη συνεννόησις τις και τέχνασμα εμφιλοχωρεί εν τη καταγγελία ταύ τη, δι’ ου δε να κατορθωθή η μετά του Μάρκου σύζευξις της κόρης, κατά πιθανότητα υπό του μνηστήρος αυτής ή υπ’ άλλου διαφθαρείσης, προσεκλήθη εις εξέτασιν η κόρη, ήτις, ερωτηθείσα, επί τη υποθέσει ότι ο μνηστήρ συγκατανεύει και ούτω έχουσαν να τη συζευχθή, τίνα των δύο προτιμά, τούτον ή τον Μάρκον, απήντησεν ότι προτιμά τον Μάρκον και ότι αυτόν ηγάπα και πριν ή καταστή έγκυος».

Δηλαδή, οι δημογέροντες υποπτεύθηκαν ότι υπήρχε συμπαιγνία και ρώτησαν την «κόρη» ποιον ήθελε να παντρευτεί; Τον αρραβωνιαστικό ή τον Μάρκο. Και εκείνη απάντησε: Τον Μάρκο. Αυτόν αγαπούσε και πριν μείνει έγκυος. «Η ομολογία αύτη ενίσχυσε τας υπονοίας του δικαστηρίου». Η υπόθεση αναβλήθηκε, ώστε να παραστεί και ο Μάρκος και να ερωτηθεί.

Τις επόμενες μέρες έγιναν οι απαιτούμενες δια-πραγματεύσεις. Ο θείος του Μάρκου ήταν ο Χριστόδουλος Χαρίτωνος, από τη Γιουβέζνα, νέος κάτοικος της πόλης. Δεν ήθελε να διασύρεται το όνομά του. Από την άλλη πλευρά, η «κόρη» είχε αργήσει να κάνει την καταγγελία· η εγκυμοσύνη της ήταν προχωρημένη, ενώ οι μάρτυρες που προσκόμισε αξιοθρήνητοι. Έτσι, οι δύο πλευρές κατέληξαν σε συμβιβασμό. Ο θείος θα έδινε την προίκα που όφειλε στην ψυχοκόρη κι επιπλέον άλλες δέκα λίρες δώρο. Κι ας πάγαινε στο καλό και, αν ήθελε, ας έπαιρνε τον αρραβωνιαστικό της τον Σέργιο. Κι έτσι, ο Μάρκος δεν εμφανίστηκε ποτέ στο δικαστήριο και δεν χρειάστηκε να δώσει κατάθεση. Καμιά φορά, ακόμη και τέτοιοι τύποι παθαίνουν κρίσεις ειλικρίνειας και τα χαλάνε όλα.

 

ΑΠΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΓΡΑΔΟΜΠΟΡ

Το Γραδομπόρ είναι ο σημερινός Πεντάλοφος. Τρία λεπτά με το αυτοκίνητο από το Ωραιόκαστρο, αλλά τότε δυόμισι ώρες με το ζώο από τη Θεσσαλονίκη. Περιβάλλον βουλγαρόφωνο και κλειστό. Εξαίρεση, οι βοσκοί που κατέβαιναν από τα βλαχοχώρια και έβοσκαν τα πρόβατά τους. Η Σοφία ζούσε στο Γραδομπόρ μαζί με τον άντρα της, αλλά δεν τον ήθελε. Ένας Βλάχος βοσκός αγάπησε τη Σοφία κι εκείνη ανταποκρίθηκε. Και μια μέρα που έλειπε ο άντρας της, την πήρε και πήγαν στο Μεγάροβο της Πελαγονίας, όπου κι έκαναν κανονικό γάμο, με παπά και με κουμπάρο. Αυτά κατήγγειλε ο απατημένος σύζυγος στον μητροπολίτη, που δεν ήθελε να πιστέψει όσα άκουγαν τα αυτιά του. Μα πώς τέλεσε ο ιερέας στο Μεγάροβο άκυρο γάμο; Πώς δεν πήρε χαμπάρι το Γραδομπόρ την απιστία και την εκούσια απαγωγή; Για όλα έφταιγε ο ψάλτης του Αγίου Αθανασίου, απάντησε ο σύζυγος. Αυτός ο πανούργος οργάνωσε αριστοτεχνικά την απαγωγή και τον γάμο. Ο Βλάχος τον αντάμειψε με εφτά λίρες κι άλλες τόσες έδωσε στον παπά στο Μεγάροβο.

Η Σοφία ήταν τόσο σίγουρη ότι είχε πράξει το σωστό, ώστε δεν δίστασε να κάνει το μακρινό ταξίδι στη Θεσσαλονίκη και να καταθέσει μπροστά στους δημογέροντες. Δήλωσε ότι έφυγε από τον άντρα της διότι δεν τη φρόντιζε και την περιφρονούσε. Ο βοσκός ήταν η μοναδική ευκαιρία να αλλάξει τη ζωή της. Εκτός από τον ψάλτη, την είχαν βοηθήσει και οι υπηρέτες του άντρα της. Γι’ αυτό δεν πήρε χαμπάρι το χωριό. Η απαγωγή ήταν άριστα οργανωμένη, και είχε φροντίσει και η ίδια γι’ αυτό. Τι να πουν οι δημογέροντες; Τη φυλάκισαν στο νοσοκομείο, ώσπου να ξεκαθαρίσει η υπόθεση.

Ύστερα, κλήθηκε ο απατημένος σύζυγος και ρωτήθηκε αν ήθελε να «παραλάβει» τη γυναίκα του και να πάνε στο σπίτι τους. Στις μέρες όμως που μεσολάβησαν, διαπιστώθηκε ότι η Σοφία ήταν έγκυος. Είχε μέσα της ένα βλαχόπουλο. Ο σύζυγος αρνήθηκε να την παραλάβει. Δεν έμεινε άλλη λύση από τη διάζευξη. Μετά από μερικές εβδομάδες στο υπόγειο του νοσοκομείου, στη γωνία των σημερινών δρόμων Μητροπόλεως και Βογατσικού, η Σοφία ελευθερώθηκε. Πήρε το διαζύγιο και πήγε να βρει το τσομπανόπουλο στη μακρινή Πελαγονία.

 

Η ΠΕΘΕΡΑ ΤΟΥ ΧΗΡΟΥ

Αν και το Ισλάμ δεν έχει καλές σχέσεις με την προίκα («ευλογημένος είναι ο γάμος που ελαχιστοποιεί τα βάρη στους ενεχόμενους» γράφει το Κοράνι), στο περιβάλλον της ρωμαίικης κοινότητας της Θεσσαλονίκης η προίκα διατηρούσε ―όπως είδαμε― τη σημασία της. Η προίκα ―θυμίζω― ήταν αναπαλλοτρίωτη περιουσία της γυναίκας, την οποία διαχειριζόταν ο σύζυγός της. Με άλλα λόγια, η χριστιανή γυναίκα μπορούσε να έχει δύο ειδών περιουσία: Την προίκα, που όσο ήταν παντρεμένη διαχειριζόταν ο σύζυγος, και την εξώπροικη ιδιωτική της περιουσία, την οποία διαχειριζόταν η ίδια. Κάτι αδιανόητο για τις Αγγλίδες αδελφές της.

Ο θάνατος της συζύγου έθετε αμέσως το ερώτημα για την τύχη της προίκας. Αν το ζεύγος είχε παιδιά, η ιδιοκτησία του προικώου μεταβιβαζόταν σε αυτά, ενώ ―όσο ήταν ανήλικα― τη διαχείρισή της ασκούσε ο χήρος πατέρας. Αν δεν υπήρχαν παιδιά, το προικώο έπρεπε να επιστραφεί στους γονείς της μακαρίτισσας. Φαίνεται όμως ότι αυτό δεν γινόταν αυτόματα. Για παράδειγμα, η Στεριανή Δημητρίου, πεθερά Κωνσταντίνου Σάντου, ζήτησε από τη δημογεροντία να υποχρεώσει τον γαμπρό της να επιστρέψει την προίκα «της προ διετίας θανούσης ατέκνου κόρης της Ελένης, και να μην επιτραπή αυτώ η τέλεσις του μελετωμένου δευτέρου γάμου πριν ή μετ’ αυτής εξόφληση». Μ’ άλλα λόγια, όσο ο Κωνσταντίνος πενθούσε την Ελένη, δεν την πείραζε την κυρα-Στεριανή που δεν επέστρεφε την προίκα. Μόλις άρχισε όμως να παντρολογιέται, έσπευσε στη δημογεροντία να τον εκδικηθεί.

Την ίδια, περίπου, εποχή, ο Δημήτριος Αυξεντίου ζήτησε από τους δημογέροντες να παρέμβουν στην πεθερά του, Φανή Ιωάννου. Πριν από μερικούς μήνες, η γυναίκα του είχε πεθάνει και του άφησε δύο μικρά παιδιά. Η πεθερά του επιδίωκε «να οικειοποιηθεί την οικίαν», η οποία είχε δοθεί ως προίκα, σύμφωνα με το προικοσύμφωνο, και συνεπώς ανήκε στα παιδιά του. Το δικαστήριο αποφάσισε να απομακρυνθεί η πεθερά από το σπίτι. Κι επειδή οι γιοι της θα αντιδρούσαν, ζητήθηκε με έγγραφο η παρέμβαση των οθωμανικών αρχών. Θα πήγαιναν οι τζανταρμάδες δηλαδή και θα πετούσαν την κυρα-Φανή έξω από το σπίτι. Κι οποιανού του βάσταγε, ας πήγαινε να τα βάλει μαζί τους.

 

ΠΤΩΧΩΝ ΚΑΙ ΕΝΑΡΕΤΩΝ ΠΑΡΘΕΝΩΝ ΕΓΚΩΜΙΟΝ

Ένα σύγχρονο κείμενο που δημοσιεύτηκε στη Θεσσαλονίκη, ασφαλώς υπό την επιρροή των επεισοδίων που αναφέραμε, έχει τίτλο «Δύο λέξεις περί προικός»:

«Ο Λυκούργος, φοβούμενος ότι οι προίκα λαμβάνοντες σύζυγοι ήθελον γυναικοκρατείσθαι, και θέλων προσέτι να εκλέγωσι τας συμβίας αυτών οι άνδρες χάριν προσωπικών αρετών, και ουχί από αισχροκέρδειαν, φερόμενος ενταυτώ και από συμπάθειαν προς τα πτωχάς και εναρέτους κόρας, αίτινες δι’ έλλειψιν προικός ήθελον μείνει άγαμοι, εξώρισεν από την Σπάρτην όλως διόλου την προι κοδότησιν. Είθε και παρ’ ημίν να ευρίσκετο έτερός τις Λυκούργος εξορίζων την προικοδότησιν κατορθώσει να γίνηται του λοιπού ο γάμος εξ αγνού έρωτος προς την νέαν και ουχί διά την περιουσίαν αυτής, ως δυστυχώς νυν συμβαίνει. Εκ τούτου όθεν προκύπτει ότι οι εις την ύλην υποχωρούντες και αυτήν και μόνην προτιμώντες σύζυγοι πολλά ολίγην οικιακήν αρμονίαν και ευδαιμονίαν απολαμβάνουσιν».

Ο άνθρωπος που έγραψε αυτές τις γραμμές, ο δημοσιογράφος Σοφοκλής Γκαρμπολάς, είχε συνάψει έναν πλούσιο γάμο, με κόρη δημογέροντα της Θεσσαλονίκης. Όταν η γυναίκα του πέθανε, η πεθερά του τον έσυρε στη δημογεροντία, θέτοντας εξευτελιστικά ζητήματα σχετικά με την προίκα· η ηθική βλάβη που του προκάλεσε ήταν το έναυσμα για την οικονομική καταστροφή του και την πτώση της πρώτης ελληνικής εφημερίδας της Θεσσαλονίκης. Μέσα από τις γραμμές της και μέσα από το αρχειακό υλικό της δημογεροντίας, Γκρέγκοι και Βλάχοι, Βούλγαροι, Βόσνιοι και Φράγκοι, έμποροι και εργάτες, δουλευταράδες και οκνηροί, μορφωμένοι και αγράμματοι, άσημοι και επώνυμοι, ζωγραφίζουν μια εικόνα περίπλοκη, μέσα από ένα οικογενειακό δίκαιο όχι «μεταβυζαντινό», σιδερωμένο και άκαμπτο, αλλά ρευστό, καθημερινό, πρακτικό και ανθρώπινο, καμιά φορά τσαλακωμένο κι ιδρωμένο. Δεν το γεννούσαν νομομαθείς αλλά έμποροι στον χρόνο που προσέφεραν εθελοντικά στους ομόθρησκούς τους ― δεν το έκαναν για το χρήμα, ούτε για τη δόξα· το έκαναν για την ευθύνη· κι αν παράξενα ηχούν τα ονόματά τους, Τάττης, Χαϊδευτός, Βαγλαμαλής, Ξανθίδης, παραπέμπουν ωστόσο στην ξεχασμένη ιστορία της πιο άγνωστης από όλες τις κοινότητες που έζησαν στη Θεσσαλονίκη, της πιο περιφρονημένης: της ρωμαίικης. Τυλιγμένη σε άγνοια και σκόνη, περιμένει υπομονετικά από τους επιγόνους να τη μελετήσουν και να αντιληφθούν την προσφορά της.

 

Αρσάκειο