ΔΙΑΒΑΖΟΥΜΕ ΑΡΘΡΑ
Ματώνει πάλι ο Πύργος
της Αλεξάνδρας Μυλωνά

Ήταν ωραίος ο Ιάκωβος· έφηβος ψηλός, γεροδεμένος, ξανθός, με δέρμα στο χρώμα του χρυσού σταριού. Κορίτσια πολλά τον ορέγονταν τον Αύγουστο στο χωριό του, την Κασσάνδρα, κι αυτός δεν χαλούσε ποτέ χατίρι σε κανένα –αφηνόταν από μικρός να τον γεύονται όλα στις παραλίες, να τρώνε την ψίχα και την κόρα του πάνω στη λευκή άμμο, να φχαριστιούνται. Λόγια έλεγε λιγοστά. Ζόρικες οι λέξεις, ήθελαν τον τρόπο τους κι αυτός μαζί τους δεν τον είχε· βολευόταν καλύτερα με τη σιωπή. Ο δάσκαλος του ’χεπροτείνει ν’ αφήσει τα γράμματα και να πιάσει την τσάπα. Σκάβοντας θα καταλάβαινε το νόημα του κόσμου, θα βοηθούσε και τον πατέρα του που ίδρωνε στις ελιές, έτσι του είπε. Όμως το αγόρι ήθελε να συνεχίσει το σχολείο.
Ήθελε να γίνει ηθοποιός.
Λαχταρούσε ν’ ανεβεί στη σκηνή, ο Ιάκωβος. «Ζωντανός κούρος είναι αυτός ο νέος, θα ταίριαζε του αρχαίου θεάτρου», έλεγαν μερικοί. Το μπόι του ηθοποιού όμως μετριέται με τη φωνή· μ’ αυτήν φτάνει ο Υποκριτής στην τελευταία κερκίδα του άνω διαζώματος –αν μπορεί– και με τον αρθρωμένο λόγο, που για τούτο εδώ το παλληκάρι ήταν κομμάτι δύσκολος.
Την καταλάβαινε την έλλειψη ο Ιάκωβος, γι’ αυτό και την πάλευε καθημερινά. Πάσχιζε να βάλει τις λέξεις στη σειρά στο μάθημα της ιστορίας, ιδίως αυτής του τόπου του για τα τείχη και τους πύργους της πόλης, ιδίως για τον Λευκό Πύργο –μπορεί να μην κατάφερνε και πολλά, η αλήθεια, του έμενε όμως η γνώση. Και η γνώση έφερνε σιγά σιγά την αγάπη. Παράλληλα, εξασκούσε το μάτι.
Το αγόρι έμαθε να κοιτάζει βαθιά μέσα στους ανθρώπους, να βρίσκει το χώμα της ψυχής τους και την πηγή που το δρόσιζε· με το βλέμμα τούς οικειωνόταν, μ’ αυτό και τους κατακτούσε. Έτσι πέρασε στη Δραματική του Κρατικού με τα ταλέντα λίγο πριν κλείσει τα δεκαεφτά–ένας θειος του που δούλευε οδηγός στο Θέατρο τον βοήθησε στα διαδικαστικά, τον φιλοξένησε και στο σπίτι του για όσον καιρό χρειάστηκε μετά. Έτσι και την τελείωσε τη σχολή τρία χρόνια αργότερα. Η πρόοδος του Ιάκωβου στα λόγια πενιχρή, η άσκηση του καθρέφτη όμως ακριβό του ατού, ατράνταχτο. Όλοι θαύμαζαν τη δύναμη των ζαφειρένιων του ματιών που, όταν τους κοίταζε, πάγωνε ο χρόνος – η παύση γέμιζε και διαρκούσε. Μαζί με όλους κι εγώ, η παρτενέρ του στις πτυχιακές εξετάσεις.
Μετά;
Το Κρατικό Θέατρο μπορούσε να τον προσλάβει μόνο ωςFigurant – ποιον ρόλο χωρίς ατάκες να έβρισκαν να του έδιναν; Στην Αθήνα πάλι να κατεβεί, ούτε κουβέντα – ανήλιαγη μια πρόταση που του έγινε κι αυτός περήφανος που ’χε λιαστεί στο Χρουσό από παιδί δεν την καταδέχτηκε. Ο Ιάκωβος γρήγορα πήρε την απόφασή του, θα έπαιζε στο σινεμά, και μάλιστα όχι στο εγχώριο των λιγοστών μέσων· θα πήγαινε στο Hollywood. Εκεί θα μπορούσαν να ντουμπλάρουν τη φωνή του, σκέφτηκε και φαντασιώθηκε τον εαυτό του ζεν πρεμιέ στην πόλη με τους μεγάλους φοίνικες, από τις λεωφόρους και τις αφίσες μέχρι και τα πουκάμισα των περαστικών.
Πούλησε ένα παραθαλάσσιο οικόπεδο που είχε στ’ όνομά του κοντά στο «Ξενία», έβαλε την επιταγή και μια πλεκτή ζακέτα για το κρύο στη βαλίτσα του και προς το τέλος της δεκαετίας του ’80 έφυγε. «Μια μέρα θα γυρίσω πίσω, φίλε μου», είπε νοερά στον Λευκό Πύργο, που ένιωθε να τον ενώνει μαζί του η ίδια, βαθιά σιωπή, κι έφυγε κυνηγώντας το αμερικανικό πια όνειρό του.
Στην αρχή, τον έψαχνα στο Casting των ταινιών. Τέτοιος γόης, δεν μπορεί, κάτι θα έκανε στη βιομηχανία του κινηματογράφου, έλεγα, κάποια άδεια πλάνα θα γέμιζε με την παρουσία του, κατά προτίμηση βουβά. Δεν βρήκα όμως τίποτα ποτέ. Ένα τηλεφώνημα μόνο, θυμάμαι, που μου έκανε μια νύχτα ύστερα από δυο χρόνια. Την περισσότερη ώρα ο Jaco, όπως τον φώναζαν εκεί, ήταν αμίλητος στην άλλη άκρη της γραμμής, μου φάνηκε σαν να ’κλαιγε, έπειτα κάτι ψέλλισε ακατάληπτο και το ’κλεισε – τι να καταλάβω; Χάσαμε τα ίχνη του κι εγώ και όλοι μας απ’ τη σχολή. Ποιος ξέρει αν τον αρνήθηκε και η μεγάλη οθόνη, αναρωτιόμασταν.
Μετά τον ξεχάσαμε – σαν να μην υπήρξε ποτέ στη ζωή μας.
Η ζωή όμως στις Ηνωμένες Πολιτείες άλλα επιφύλασσε του παλληκαριού, που γρήγορα αντιλήφθηκε πως τα κινηματογραφικά πλατώ, αν είσαι ξένος, σε θέλουν μόνο για θελήματα, κι ούτε που νοιάζεται κανείς πόσο αυτό σε ταπεινώνει· συμβόλαιο υπογράφουν μόνο στην εξωτική ομορφιά –τι να τους κάνουν τους ξανθούς αγγέλους, τέτοιους έχουν πολλούςστoLA, που σπικάρουν και την αγγλική φαρσί, είναι και διαθέσιμοι οι περισσότεροι για όλα. Περήφανος καθώς ήταν ο Jaco,απομακρύνθηκε από την Άγρια Δύση του σινεμά κι έψαξε να βρει δουλειά αλλού. Έγινε οδηγός επιβατηγών οχημάτων σε μια ιδιωτική επιχείρηση. «Δεν πρέπει να μιλάς σε κανέναν, μόνο να κοιτάζεις προσεκτικά τον δρόμο», τον συμβούλεψε ο θειος του από την πατρίδα με την πείρα του δικού του συναφούς επαγγέλματος.
Μπορούσε; Ασφαλώς.
Του άρεσε του Jaco να οδηγεί, να διαβάζει την άσφαλτο που ανοιγόταν κάθε φορά μπροστά του, να εντοπίζει τον κίνδυνο και να κάνει τους κατάλληλους ελιγμούς για να τον αποφύγει, όπως έκανε και με τους ανθρώπους. Κι ακόμα πιο πολύ του άρεσε που το στιβαρό παράστημά του ενέπνεε σιγουριά στους επιβάτες του λεωφορείου, ιδίως στις γυναίκες. Ήταν αναμφισβήτητα ο πρωταγωνιστής στο θέατρο της διαδρομής τους, γι’ αυτό είχε και τα τυχερά του – ωραίος για το νταλαβέρι μιας βραδιάς, όπου ο λόγος περισσεύει, όμως για τον χρόνο, που χρειάζεται κουβέντα για να περάσει, η σιωπή του βαριά, η αλήθεια, ασήκωτη.
Ακούραστος, σιωπηλός και, εντέλει, μόνος διέσχιζε τις λεωφόρους οδηγώντας μέχρι που πήρε σύνταξη. Τότε τα μάζεψε όλα κι επέστρεψε ψαρομάλλης πια, πάντα όμως ευθυτενής και γοητευτικός, στη Θεσσαλονίκη. Αγόρασε σπίτι δικό του στη Νέα Παραλία κι αμάξι γυαλιστερό να πηγαινοέρχεται στην Καψόχωρα, όπου το πατρικό του ερείπωνε από την πολύχρονη εγκατάλειψη, φόρεσε τα μεταξωτά, πολύχρωμα πουκάμισά του και μπήκε στη ζωή της μικρής μας πόλης ξανά, σεβάσμιος ομογενής εξ Αμερικής πλέον ο MrStefanis.
Έναν περίπου μήνα μετά την εγκατάστασή του, την ώρα της απογευματινής του βόλτας, ο συνταξιούχος είδε κόσμο πολύ και φασαρία στην αρχή τής Νικολάου Γερμανού, του δρόμου που ξεκινάει από τον Λευκό Πύργο, πλαγιοκοπεί το Κρατικό Θέατρο, περνά μπροστά από τη Δημοτική Τηλεόραση την ώρα που ανασαίνει το οξυγόνο των δέντρων του Ξαρχάκου και φτάνει στη ΧΑΝΘ με τη θύμηση αλλοτινών Γιορτών Θεάτρου στο Θέατρο Κήπου και την εικόνα της Διεθνούς Εκθέσεως με τον άλλο Πύργο του ΟΤΕ να ορθώνεται –φουτουριστικό σήμα κατατεθέν της– μπροστά του. «Τι τρέχει;» ρώτησε απορημένος. Ένας άλλος όμορφος γκριζομάλλης, σταρ της 7ης Τέχνης, γύριζε τη νέα του ταινία, αυτό του είπαν κάποιοι περαστικοί. Είχε φέρει συνεργεία, κομπάρσους, φοίνικες… Μα καλά, δεν πείραζε όλους αυτούς που τα δέντρα ήταν μέσα σε γλάστρες, αναρωτήθηκε ο Jaco.
Και τότε συνέβη!
Ένας από την παραγωγή που τον είδε να κοντοστέκεται ανάμεσα στο πλήθος τον πλησίασε μ’ έναν γρήγορο διασκελισμό και του πρότεινε να πάρει κι αυτός μέρος στο γύρισμα. Θα του έδινε και χρήματα καλά, του είπε, συμπληρώνοντας: «Φέρνεις έναν αέρα απ’ την πατρίδα, Bro», για να τον κολακέψει. Τι ειρωνεία, σκέφτηκε ο Jaco. Ο κινηματογράφος της Californiaείχε έρθει με σαράντα χρόνια καθυστέρηση και είχε χτυπήσει για μία και μοναδική φορά την πόρτα του εδώ, στη δική του πατρίδα, τη Θεσσαλονίκη. «Δεν παίζεται η ζωή, φιλαράκι, και τα δικά της, τα πραγματικά γυρίσματα», είπε με τον νου του στον πέτρινο Πύργο πίσω του και του ’κλεισε το μάτι.
Ήθελε;
Θα μπορούσε να θέλει, γιατί για λίγα δευτερόλεπτα κάτι μέσα του σκίρτησε.
Θα μπορούσε να είχε δεχτεί, αν ο συνομιλητής του, που είχε παρακολουθήσει την κίνηση των ματιών τούJaco,δεν έσπευδε να τον πληροφορήσει με λευκασμένη αυτοπεποίθηση πως αυτός ο γκρίζος πύργος δεν έπρεπε να τον απασχολεί, γιατί θα τον «έκοβαν», όπως και τις γλάστρες των φοινίκων, στην επεξεργασία του φιλμ που θ’ ακολουθούσε! Η Θεσσαλονίκη θα γινόταν Miami!
Πού να ήξερε, ο ανόητος, πως ο υπερήλικαςJacobτις μακρόσυρτες νύχτες που οδηγούσε στους αυτοκινητόδρομους της Αμερικής σκεφτόταν αυτόν τον Πύργο με τις επάλξεις του για να μην αποκοιμηθεί πάνω στο τιμόνι· σχεδόν τον έβλεπε να διαγράφεται πέρα, στο βάθος ενός απροσδιόριστου ορίζοντα – μνημείο γκριζαρισμένο από την αλμυρή πατίνα των αιώνων, πάντα όμως με βλέμμα άγρυπνο που ελέγχει και φρουρεί σωπαίνοντας, βλέμμα όπως το δικό του.
Ο Jaco γύρισε και ξανακοίταξε τον υπεραιωνόβιο φίλο του στην άκρη της θάλασσας. Αυτή τη φορά ο Πύργος, λίγα μέτρα μόνο απόσταση από τον ίδιο, του φάνηκε γιγάντιος. Πάνω στα τοιχώματά του τώρα κυλούσε σαν σε ταινία όλη η ιστορία του – τη μία στιγμή κοκκίνιζε από το αίμα της σφαγής των θανατοποινιτών στον εξώστη του, την επόμενη ασπριζόταν από έναν κατάδικο με αντάλλαγμα την ελευθερία του, ενώ αμέσως μετά πρόβαλλε κρυμμένος από επιζωγραφισμένα λευκά σπίτια, κόκκινες στέγες, καταπράσινα δέντρα– πώς περνούσαν σε κλάσματα των δευτερολέπτων συμπυκνωμένες τόσες εποχές, πώς;
Πού να ’ξερε ο ρηχός παρατρεχάμενος μιας ξενόφερτης παραγωγής που χρησιμοποιούσε πόλεις και ανθρώπους με μόνο σκοπό το κέρδος πως τα καρντάσια του τόπου στηρίζουν το ένα το άλλο με μπέσα, πως δεν τους πετάνε τους φίλους τους έτσι ξετσίπωτα έξω από κανένα πλάνο, έστω και πλάνο κινηματογραφικό. Θεσσαλονίκη χωρίς το μνημείο-σύμβολό της για μερικά δολάρια; Όχι, δεν τη χωρούσε ο νους τού επαναπατρισμένου αυτή την εικόνα, δεν.
Περήφανος πάντα ο JacobStefanisδεν δίστασε ν’ απομακρυνθεί χωρίς να μιλήσει περπατώντας ακέραιος και ευθυτενής προς το νέο Δημαρχείο και τη Βασιλέως Γεωργίου.Aρνήθηκε να συμμετάσχει στη φαντασμαγορική προδοσία, όπως τη χαρακτήρισε μέσα του. Όχι, εκείνος που ήξερε, που θυμόταν, που νοιαζόταν, εκείνος που μπορούσε να δει κάτω από την όποια απαστράπτουσα επιφάνεια, δεν ήθελε ν’ αντικρίσει ξανά τον Λευκό Πύργο να ματώνει, αυτή τη φορά από την περιφρόνια.