ΔΙΑΒΑΖΟΥΜΕ ΑΡΘΡΑ
Καμήλες και μπαρούτη στο Κάρανταγ
του Ευάγγελου Χεκίμογλου

Τις μακρινές εκείνες ημέρες του 1960 το Ωραιόκαστρο ήταν εκλεκτός τόπος παραθερισμού τον οποίον οι παιδίατροι υποδείκνυαν –λόγω κλίματος– για παιδιά με ευαισθησία στους πνεύμονες. Το εστιατόριο και ξενοδοχείο «Παράδεισος», με την άπλα, τη γαλήνη και τα παγώνια του, προσέφερε το κατάλληλο κατάλυμα. Όταν πενήντα χρόνια αργότερα κλήθηκα να γράψω την ιστορία της περιοχής, ο «Παράδεισος» δεν υπήρχε πια και οι αναμνήσεις των παιδικών χρόνων είχαν απαλλαγεί από οποιαδήποτε σαγήνη. Η διείσδυση στην απώτερη ιστορία, στη φυσιογνωμία μιας εποχής που οι κάτοικοι δεν ήταν δυνατόν να γνωρίζουν, φάνηκε και γρήγορα αποδείχθηκε ένα σαγηνευτικό εγχείρημα.
Το Κάρανταγ και τα χωριά του
Ίσως τον αναγνώστη δεν τον απασχόλησε ποτέ πώς ονομάζεται ο ορεινός όγκος που περικλείει το πολεοδομικό συγκρότημα της Θεσσαλονίκης από τα βόρεια-βορειοδυτικά, δηλαδή από την πλευρά του Ωραιοκάστρου. Σύμφωνα με τους χάρτες, ο όγκος αυτός ονομάζεται «Χορτιάτης», αφού αποτελεί συνέχεια του βουνού που απλώνεται στα ανατολικά, προς την κατεύθυνση του ομώνυμου χωριού. Τα βουνό, με δύο λόγια, είναι ενιαίο και έχει παντού το ίδιο όνομα. Αυτό δεν συνέβαινε παλιότερα, όταν η βόρεια πλευρά του Χορτιάτη ονομαζόταν «Κάρανταγ», δηλαδή «μαύρο βουνό», ενώ η κορυφή του, πάνω από το Ωραιόκαστρο, ονομαζόταν «Σεβρί τεπέ», δηλαδή «υψηλός λόφος».
Το 1430 η Θεσσαλονίκη κατακτήθηκε από τον Μουράτ Β΄. Την εποχή εκείνη η πέριξ ύπαιθρος ήταν ολιγάνθρωπη. Η περιοχή που απλώνεται ανάμεσα στα Διαβατά και τους λόφους του Κάρανταγ πρέπει να ήταν σχεδόν ακατοίκητη. Οι πηγές αναφέρουν μόνο το κτήμα του Ντούντουλαρ (που ίσως προέρχεται από την τουρκική λέξη «dudu–l–harir», που σημαίνει «μεταξοσκώληκας»), με ελάχιστους κατοίκους. Στη συνέχεια διαμορφώθηκαν μικροί οικισμοί. Τον 17ο και τον 18ο αιώνα οι οικισμοί αυτοί αποτέλεσαν το παραγωγικό κέντρο της Θεσσαλονίκης, διότι κατασκεύαζαν μπαρούτη και εξέτρεφαν καμήλες. Με άλλα λόγια, τροφοδοτούσαν το οθωμανικό κράτος με ό,τι πιο πολύτιμο αυτό μπορούσε να απαιτήσει, πέρα από την ανθρώπινη ζωή.
Περνώντας σήμερα από τους οικισμούς που απλώνονται στους πρόποδες του Κάρανταγ και που έχουν από καιρό ενωθεί με τη Θεσσαλονίκη, ούτε μας περνάει από το μυαλό ότι υπήρξαν παραγωγικά κέντρα. Ένας από αυτούς είναι το Παλαιόκαστρο, σήμερα οικισμός του Ωραιοκάστρου. Σε μικρή απόσταση από το Παλαιόκαστρο βρίσκεται ο Πεντάλοφος, ένα χωριό με εύκολη πρόσβαση από τα Διαβατά μέσω της παλιάς «εθνικής οδού» Θεσσαλονίκης-Κιλκίς, το οποίο παραμένει άγνωστο για τους περισσότερους Θεσσαλονικείς. Ανάμεσα στο Ωραιόκαστρο και τον Πεντάλοφο, σε απόσταση που περπατιέται, είναι η εξίσου άγνωστη Νεοχωρούδα. Γι’ αυτά τα χωριά θέλω να σας μιλήσω, για τις καμήλες που έθρεψαν και το μπαρούτι που παρήγαγαν.
«Σελανίκ μπαρουτχανεσί»

Στην οθωμανική αυτοκρατορία λειτούργησαν αρκετά πυριτιδοποιεία και ένα από τα τρία σημαντικότερα ήταν αυτό που ιδρύθηκε περί το 1663, σε άγνωστη θέση, σίγουρα όμως κοντά στον ποταμό «Σουγιουτλού» (=με τις ιτιές), τον σημερινό Γαλλικό, που ρέει δυτικά από τον Πεντάλοφο. Ονομαζόταν «Σελανίκ μπαρουτχανεσί», δηλαδή πυριτιδοποιείο της Θεσσαλονίκης. Απασχολούσε περί τα τριακόσια άτομα, ενώ τους σωλήνες της υδροδότησής του τους καθάριζαν κάτοικοι του χωριού που τότε ονομαζόταν «Γκραντεμπόρ». Το τοπωνύμιο που αποτελείται από μία σλαβική λέξη («Γκραντ»=πόλη), που μαρτυρεί μεγάλο μέγεθος, και μία ελληνική λέξη (εμπόριο), που επιβεβαιώνει ότι δεν ήταν ένα ασήμαντο χωριό. Έτσι ονομαζόταν τότε ο Πεντάλοφος. Απείχε λιγότερο από δύο ώρες πεζοπορία από το Χαρμάνκιοϊ (= το Αλωνοχώρι), που καταλάμβανε το κέντρο του σύγχρονου Ευόσμου. Το Χαρμάνκιοϊ πρέπει να ήταν το παλιότερο χωριό στην περιοχή, αν κρίνουμε από το γεγονός ότι η κτηματική έκτασή του έφτανε μέχρι το Ωραιόκαστρο, περιλαμβάνοντας και την περιοχή που σήμερα ονομάζεται «Γαλήνη».
Στα τέλη του 17ου αιώνα οι ποσότητες νίτρου που εισέρχονταν ως πρώτη ύλη στο πυριτιδοποιείο ξεπερνούσαν τους 200 τόνους ετησίως. Οι ειδικοί υπολογίζουν ότι αυτές οι ποσότητες υπερέβαιναν τις ανάγκες της μέσης ετήσιας παραγωγής, που έφταναν τους 130 τόνους. Συνεπώς, πρέπει να υπήρχαν στις εγκαταστάσεις του πυριτιδοποιείου μεγάλες αποθήκες, στις οποίες φυλάσσονταν οι πρώτες ύλες και το τελικό προϊόν, μέχρι την τελική χρήση τους. Υποψιαζόμαστε έτσι ότι οι εγκαταστάσεις του πυριτιδοποιείου πρέπει να καταλάμβαναν μεγάλη έκταση. Ωστόσο δεν έχουν ακόμη εντοπιστεί, ένδειξη ότι βρίσκονταν σε τόπο που ακόμη δεν κατοικήθηκε.
Οι πρώτες ύλες, νίτρο και θειάφι, μεταφέρονταν στο πυριτιδοποιείο από μακριά. Μεγάλες ποσότητες νίτρου προέρχονταν από τα χωριά των Σερρών, της Δράμας, του Κιλκίς, της Πέλλας και της Ημαθίας αλλά και από το Μοναστήρι. Όταν η τοπική παραγωγή νίτρου και θειαφιού δεν επαρκούσε, τα υλικά μεταφέρονταν από άλλα σημεία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με πλοία στη Θεσσαλονίκη.
Για τη χερσαία μεταφορά των πρώτων υλών στο εργοστάσιο και της πυρίτιδας στους διάφορους τόπους στρατωνισμού και μαχών χρειάζονταν ανθεκτικά μεταφορικά μέσα, που να μπορούν να ταξιδεύουν μέχρι το Δούναβη ή την Κωνσταντινούπολη, και τέτοια ήταν μόνον οι καμήλες. Όχι βέβαια οποιεσδήποτε καμήλες. Ο οθωμανικός στρατός χρησιμοποιούσε ειδικά υβρίδια, διασταυρώσεις αραβικής και βακτριανής καμήλας, για τα οποία αξίζει να γίνει λόγος.
Oι καμήλες «τουλού»

Η αραβική καμήλα (επιστημονική ονομασία Camelus dromedarius) ζυγίζει μέχρι 700 κιλά. Έχει μία καμπούρα (γεμάτη με λίπος που καταναλώνει ελλείψει τροφής), η οποία -σε όρθια στάση του ζώου- απέχει από το έδαφος 2,1 μέτρα. Μπορεί να διανύσει μέχρι και 100 χιλιόμετρα σε συνθήκες ερήμου. Ως μεταφορικό ζώο η αραβική καμήλα μπορεί να μεταφέρει από 150 ως 300 κιλά σε απόσταση 24 χιλιομέτρων ημερησίως. Είναι ώριμη για μεταφορικό έργο από την ηλικία των έξι ετών, με προσδόκιμη διάρκεια ζωής 40-50 χρόνια.

Η βακτριανή καμήλα (Camelus bactrianus) διαφέρει από την αραβική διότι έχει δύο καμπούρες αλλά και μακρύ τρίχωμα, δεδομένου ότι στις στέπες της Κεντρικής Ασίας, όπου είναι το φυσικό περιβάλλον της, η θερμοκρασία ποικίλλει από τους -40 ως τους 40 βαθμούς Κελσίου. Έχοντας δύο καμπούρες είναι πιο ανθεκτικές στην πείνα και τη δίψα από τις αραβικές και μπορούν να κινούνται επί ημέρες χωρίς τροφοδοσία και νερό. Θεωρούνται ταχύτερες από τις αραβικές, αλλά λιγότερο δυνατές.

Ο οθωμανικός στρατός χρησιμοποιούσε το υβρίδιο που ονομαζόταν «τουλού». Η επιστημονική ονομασία του υβριδίου είναι F1. Γεννιέται από τη διασταύρωση αρσενικής βακτριανής και θηλυκής αραβικής. Συνήθως η υβριδιακή καμήλα F1 έχει μόνον μία καμπούρα, το ύψος της φτάνει τα 2,30μ και το βάρος της ως 1.000 κιλά. Είναι εξαιρετικά δυνατή.
Η θηλυκή «τουλού» (F1) μπορεί να διασταυρωθεί τόσο με αρσενική βακτριανή, όσο και με αρσενική αραβική.
Η διασταύρωση θηλυκής «τουλού» (F1) με αρσενική βακτριανή μπορεί να δώσει ένα είδος βακτριανής (Β1), το οποίο είναι ταχύτερο από την καθαρή βακτριανή και ισχυρότερο από την καθαρή αραβική.
Η διασταύρωση θηλυκής «τουλού» (F1) με αρσενική αραβική μπορεί να δώσει ένα είδος αραβικής (Β1), που έχει μεγαλύτερη δύναμη από την καθαρή αραβική καμήλα.
Η «τουλού» (F1) είναι πιο μεγαλόσωμη από την αραβική και τη βακτριανή (ύψος 2,30μ. και μήκος 3μ.). Μία αρσενική «τουλού» μπορούσε να μεταφέρει, στη διάρκεια μιας ημέρας, βάρος μισού τόνου σε απόσταση 28 χιλιομέτρων. Η μεταφορική αυτή ισχύς δεν ήταν διόλου ευκαταφρόνητη, γι’ αυτό στο τελευταίο τρίτο του 19ου αιώνα ο αμερικανικός στρατός φλέρταρε με την ιδέα να αναπαράγει το υβρίδιο αυτό στις ΗΠΑ και να το χρησιμοποιήσει για τις μεταφορές του.
Μια ιδέα της γεωγραφικής εμβέλειας στην οποία μπορούσε να κινηθεί μία αρσενική «τουλού» δίνει ένα ανασκαφικό εύρημα σε απόσταση 44 χιλιομέτρων από τη Βιέννη, η οποία είχε πολιορκηθεί από τους Οθωμανούς το 1529 και το 1683. Πρόκειται για ένα σκελετό καμήλας «τουλού», η οποία χρησιμοποιήθηκε κατά την τελευταία πολιορκία. Μάλιστα, η κατάσταση του σκελετού μαρτυρεί κατά τους ειδικούς ότι ήταν ένα καλά φροντισμένο ζώο.
Οι καμηλοτρόφοι
Στη θέση του οικισμού «Παλαιόκαστρο» του Ωραιοκάστρου υπήρχε ένας μικρός οικισμός, με μουσουλμανικό κυρίως πληθυσμό, που ονομαζόταν «Νταούντ Μπαλί». Η ονομασία δεν έχει σχέση με το μέλι (τουρκ.bal), όπως παρετυμολογήθηκε, αλλά από το όνομα του ιδιοκτήτη της περιοχής. Στους κατοίκους του Νταούντ Μπαλί και άλλων οικισμών στα πέριξ είχε ανατεθεί η εκτροφή των «τουλού». Τέτοιοι οικισμοί ήταν το Τέκελι (ο τόπος του τεκέ), το Αραπλί (ο τόπος των αράπηδων, δηλαδή ο τόπος που δούλευαν μαύροι δούλοι) και η Μπίναρτζα (ο τόπος της βρύσης). Τους ονομάζουμε σήμερα Σίνδο, Νέα Μαγνησία και Νέα Μεσημβρία αντίστοιχα. Η εκτροφή «τουλού» ήταν δύσκολη, διότι ως υβριδικό είδος σπάνια παράγει απογόνους. Μια χαμένη σήμερα τεχνογνωσία αναπαραγωγής υβριδίων είχε αναπτυχθεί από τους ανθρώπους της εποχής.
Εκτός από τις καμήλες, απαραίτητα για τις μεταφορές ήταν και τα άλογα. Στο Γενί Κιοϊ, δηλαδή το «νέο χωριό», που βρισκόταν δύο χιλιόμετρα μακριά από το Νταούντ Μπαλί, οι κάτοικοι εξέτρεφαν άλογα. Το Γενί Κιοϊ είναι η σημερινή Νεοχωρούδα.

O αρχικαμηλιέρης και ο διευθυντής του πυριτιδοποιείου ήταν οι δυνάστες των κατοίκων της περιοχής. Αυτοί καθόριζαν τη συχνότητα και τη διάρκεια κάθε αγγαρείας, τον αριθμό των ζώων που έπρεπε να παραδοθούν και να οδηγηθούν, τις μεταφορές που έπρεπε να γίνουν. Η ισχύς τους απέναντι στον τοπικό πληθυσμό επέτρεπε κάθε μορφή κερδοσκοπίας, με αποτέλεσμα να σχηματίζουν μεγάλες περιουσίες.
Η εκτροφή ζώων, και μάλιστα σε μεγάλο αριθμό, απαιτούσε πολλή απασχόληση. Τα ζώα έπρεπε να οδηγούνται το πρωί στη βοσκή και το βράδυ στο κατάλυμά τους. Φυσικά, η εξασφάλιση τροφής ήταν καθήκον των κατοίκων, όπως και η συνοδεία των ζώων μέχρι τα πεδία των μαχών, που απείχαν εβδομάδες μακριά από τη Θεσσαλονίκη.
Τους χειμερινούς μήνες μία καμήλα τουλού κατανάλωνε 4 οκάδες κριθάρι και 9 οκάδες σανό ημερησίως. Αν το Νταούντ Μπαλί και τα άλλα χωριά των καμηλιέρηδων έπρεπε να διαθρέψουν 100 καμήλες, χρειάζονταν μισό τόνο κριθάρι και έναν τόνο σανό κάθε ημέρα. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, η αγγαρεία των καμηλιέρηδων περιλάμβανε και πεδινά χωριά, με μεγάλες εκτάσεις. «Η πεδιάς, την οποίαν σήμερον διετρέξαμεν», σημειώνει το 1591 ο Gabriele Cavazza, που έφτασε από τα δυτικά στη Θεσσαλονίκη, «είναι κατά μέγα μέρος άγονος και γεμάτη από το χόρτον, το καλούμενον βράθυ (savina)». Το χόρτο αυτό χρησίμευε για την εκτροφή των καμηλών και των αλόγων. Επίσης, οι καμήλες χρειάζονται άφθονο νερό και ίσως στον παράγοντα αυτόν να οφείλεται και η επιλογή των λόφων του Νταούντ Μπαλί και των ρυακιών που κατέβαιναν από τις πηγές του βουνού Κάρανταγ (δυτικός Χορτιάτης). Σε παλιό χάρτη σημειώνεται τοποθεσία με την ονομασία Ντεβέ γιολού (=ο δρόμος της καμήλας) στα δυτικά του σημερινού Ωραιοκάστρου. Φαίνεται ότι από τον δρόμο αυτόν περνούσαν τα πολύτιμα ζώα.
Οι «επενδυτές»
Στον 17ο αιώνα, χάρη στο πυριτιδοποιείο και την καμηλοτροφία, η περιοχή του Κάρανταγ προκάλεσε το ενδιαφέρον εύπορων προσώπων που χωρίς να ήταν οι ίδιοι γεωργοί επένδυσαν σημαντικά ποσά στην αγορά και πιθανότατα την εκμετάλλευση της γης. Μία εικόνα παίρνουμε από τις μεταβιβάσεις ακινήτων, στις οποίες αναδύεται η ενδιαφέρουσα εικόνα ενός αινιγματικού προσώπου. Πρόκειται για τον Ιμπραήμ γιο Αμπντουλλάχ. Η προσωνυμία «γιος του Αμπντουλλάχ» είναι αποκαλυπτική: Γιους του Αμπντουλλάχ (=δούλου του Θεού) ονόμαζαν οι μουσουλμάνοι όσους μη μουσουλμάνους είχαν προσηλυτιστεί στο Ισλάμ. Στο σύνολο των μουσουλμανικών ονομάτων που απαντούν στη Θεσσαλονίκη στην απογραφή του 1568, στα μεν κύρια ονόματα το «Αμπντουλλάχ» απαντά 9 φορές, στα δε πατρώνυμα 576 φορές. Η διαφορά αυτή δείχνει ότι οσάκις συναντούμε στους φορολογικούς καταλόγους της εποχής την προσωνυμία «γιος του Αμπντουλλάχ», η πιθανότητα να είναι προσήλυτος ανέρχεται σε 98%, έναντι πιθανότητας 2% να ονομαζόταν πράγματι ο πατέρας του Αμπντουλλάχ.
Αυτός, λοιπόν, ο Ιμπραήμ είχε έρθει στη Θεσσαλονίκη από την Καισάρεια, πρόσθετη ένδειξη ότι προηγουμένως ήταν χριστιανός. Εγκαταστάθηκε στη συνοικία Ακτσέ Μεστζίντ, όπου συνεταιρίστηκε με κάποιον Μεχμέντ. Το 1694 ο Μεχμέντ πέθανε και ο Ιμπραήμ εκκαθάρισε την εταιρεία τους και κατέβαλε στην οικογένεια του συνεταίρου του το σεβαστό ποσό των 640 γροσίων, που αντιστοιχούσε σε 880 γραμμάρια χρυσού ή στην αξία τεσσάρων δούλων. Ύστερα ο Ιμπραήμ αγόρασε μια κατοικία κοντά στην Πύλη του Βαρδάρη, η οποία περιλάμβανε δύο δωμάτια και μια αυλή, με κληματαριά και μουριά. Και, τέλος, αγόρασε ένα υποστατικό στα σύνορα των χωριών Νταβούντ Μπαλί και Χαρμάνκιοϊ, που είναι και ο λόγος για τον οποίον ασχολούμαστε με την αφεντιά του.

Το υποστατικό βρισκόταν σε έναν αγρό της κατηγορίας των δημοσίων γαιών, και είχε έκταση 1.500 στρέμματα. Η έκταση αυτή πρέπει να κάλυπτε το χώρο ανάμεσα στο Παλαιόκαστρο και την λεγόμενη «συμμαχική οδό». Για να αγοράσει τα κτίρια του υποστατικού ο Ιμπραήμ πλήρωσε 700 γρόσια και για να αποκτήσει τη διηνεκή νομή και εξουσίαση της δημόσιας γης επιπλέον 125 γρόσια. Επένδυσε δηλαδή αρκετό χρυσάφι στην περιοχή.
Και άλλοι προσήλυτοι επένδυσαν στην αγορά κτημάτων γύρω από το Νταούντ Μπαλί στα τέλη του 17ου αιώνα. Ένας από αυτούς ήταν ο Γιουσούφ γιος Αμπντουλλάχ, ο οποίος αγόρασε μια «οικία τελείας κυριότητας που ονομάζεται τσιφλίκι», η οποία περιλάμβανε σπίτια, αχυρώνες, αυλές, φούρνο, μπαχτσέδες και ζώα. Βρισκόταν πάνω σε έναν αγρό δημόσιας γης με έκταση 2.000 στρέμματα, που βρισκόταν στην Μπάλτζα (σύγχρονη ονομασία Μελισσοχώρι), στη βόρεια πλαγιά του όρους Κάρανταγ. Το χωριό αυτό απέχει μια ώρα δρόμο (4,5 χιλιόμετρα) από το Νταούντ Μπαλί. Και το πλέον ενδιαφέρον: Στο πωλητήριο έγγραφο υπέγραψε ως μάρτυρας και ο γνωστός μας Ιμπραήμ γιος Αμπντουλλάχ από την Καισάρεια.
Ο Ιμπραήμ γιος Αμπντουλλάχ γνωριζόταν όχι μόνο με τον Γιουσούφ γιο Αμπντουλλάχ, τον αγοραστή του κτήματος της Μπάλτζας, αλλά και με τον πωλητή. Εκείνος είχε κανονικό μουσουλμανικό όνομα: Λεγόταν Ομέρ γιος Μουσταφά και ασκούσε το επάγγελμα του εμπόρου. Να όμως μια ακόμη σύμπτωση: Το 1695 ο Ομέρ είχε προβεί ενώπιον του ιεροδικείου σε επίσημη απελευθέρωση τριών εξισλαμισμένων δούλων του κατά τη συνήθεια των ευλαβών μουσουλμάνων της εποχής. Στη διαδικασία συμμετείχε ως μάρτυρας ο γνωστός μας Ιμπραήμ γιος Αμπντουλλάχ, από την Καισαρεία, και ένας ακόμη προσήλυτος. Με άλλα λόγια, δύο προσήλυτοι στο Ισλάμ μαρτύρησαν για την απελευθέρωση τριών εξισλαμισμένων δούλων ενός μουσουλμάνου.

Τέλος, ο Ιμπραήμ από την Καισάρεια συνυπέγραψε ως μάρτυρας στην αγοραπωλησία ενός άλλου ακινήτου στη Θεσσαλονίκη, μαζί με κάποιο άλλο πρόσωπο, που ονομαζόταν «Αμπντί ο καμηλιέρης» και προφανώς είχε σχέση με το Νταβούντ Μπαλί λόγω επαγγέλματος.
Το συμπέρασμά μας είναι ότι στα τέλη του 17ου αιώνα μια ομάδα εύπορων επιχειρηματιών ―κυρίως εξισλαμισμένων ― επένδυσε σε γαίες γύρω από το Νταούντ Μπαλί. Αυτό συνέβη στην ιστορική φάση στην οποία άρχισε να εφαρμόζεται ευρέως και στην περιοχή γύρω από τη Θεσσαλονίκη ο θεσμός της εκμίσθωσης των φόρων (iltizam). Το σύστημα αυτό έδινε στον μισθωτή του φόρου τη δυνατότητα να ασκεί έλεγχο πάνω σε διάφορες πηγές εισοδημάτων και δημιούργησε πολλές ευκαιρίες εκμετάλλευσης των φορολογουμένων
Εξεγέρσεις στο Κάρανταγ

Η φορολογική καταπίεση προκάλεσε αντιδράσεις στα χωριά του Κάρανταγ. Το 1702 έξι χριστιανοί πρόκριτοι του χωριού Αϊβάτ (σημερινή ονομασία Λητή) επιτέθηκαν κατά του συγχωριανού τους Χασάν, ο οποίος είχε μισθώσει από αξιωματούχο των γενιτσάρων (Καπουτζί μπασί) το δικαίωμα να εισπράξει τον κεφαλικό φόρο. Οι έξι πρόκριτοι ξέσχισαν τα έγγραφα του Χασάν και έκαψαν το σπίτι του. Με διαταγή του σουλτάνου συνελήφθησαν και εγκλείσθηκαν στο φρούριο της Θεσσαλονίκης, μέχρι να πληρώσουν. Η πράξη τους δεν αντιμετωπίστηκε ως έγκλημα κατά του κράτους, αλλά ως αστικό αδίκημα σε βάρος του μισθωτή του κεφαλικού φόρου. Το 1704 οι κάτοικοι του Γραδεμπορίου διαμαρτυρήθηκαν με υπόμνημά τους, διότι οι μισθωτές του φόρου δεν αναγνώριζαν την φορολογική απαλλαγή τους την οποία είχαν κερδίσει επειδή ασχολούνταν με τον καθαρισμό του υδροσωλήνων του πυριτιδοποιείου. Ίσως γι’ αυτόν τον λόγο είχαν ξεσηκωθεί και στο Αϊβάτ.
Το 1715 ο μισθωτής του κεφαλικού φόρου των χωριών του Κάρανταγ κατήγγειλε ότι οι ορθόδοξοι ιερείς παρότρυναν τους χριστιανούς να μην πληρώσουν τον κεφαλικό φόρο. Οι αντιδράσεις γενικεύτηκαν και κλιμακώθηκαν σε μεγάλη έκταση, από την Κουλακιά (σημερινή Χαλάστρα) μέχρι τον Χορτιάτη. Ανάλογη κατάσταση δημιουργήθηκε και το 1722, όταν χωριά που υπάγονταν στους αυτοκρατορικούς στάβλους (Μιραχούρ) όπως το Γενί Κιοΐ, αλλά και άλλα που δεν υπάγονταν, όπως το Αϊβάτ, καταγγέλθηκαν για απείθεια από τον «Μπας Μιραχούρ», δηλαδή τον διευθυντή των αυτοκρατορικών στάβλων.
Το τέλος

Υπολογίζω ότι στα τέλη του 18ου αιώνα οι καμηλοτρόφοι του Νταούντ Μπαλί ήταν περίπου εβδομήντα, που σημαίνει ότι όλο το χωριό έκανε αγγαρεία, διότι δεν έφτανε μόνον να τρέφονται οι καμήλες. Έπρεπε να συντηρούνται και οι καμηλοτρόφοι. Ήταν μια μορφή βαριάς φορολογίας, όχι σε χρήμα, αλλά σε είδος. Ωστόσο αυτή η αγγαρεία διατηρούσε ζωντανό το χωριό, όσο δεν φορτωνόταν με έκτακτους φόρους. Αυτό φάνηκε στη διάρκεια του 18ου αιώνα, όσο η αγγαρεία έδινε τη θέση της σε χρηματικούς φόρους. Οι τοπικοί αξιωματούχοι δεν απαιτούσαν πλέον ζώα, αλλά χρήματα για να αγοράσουν ζώα από άλλες περιοχές. Προφανώς, η μεσολάβηση του χρήματος έδινε στους αξιωματούχους τη δυνατότητα κερδοσκοπίας. Επιπλέον, είχαν τη δυνατότητα να επιβάλουν τη φορολογία όχι μόνον στα συγκεκριμένα χωριά, αλλά και στους κατοίκους της Θεσσαλονίκης. Έτσι η καμηλοτροφία του Νταούντ Μπαλί και η ιπποτροφία του Γενί Κιοϊ ατόνησαν και μαζί τους και αυτά τα χωριά.

Ανάλογη ήταν και η πορεία του πυριτιδοποιείου. Τον Οκτώβριο του 1770 ένα τμήμα του ανατινάχτηκε. Από την έκρηξη σκοτώθηκαν 30 «Τούρκοι και Έλληνες» που εργάζονταν εκεί. Οι ζημίες αποκαταστάθηκαν σύντομα και μέχρι το 1793 η παραγωγή είχε αυξηθεί. Όμως, η κατασκευή νέου και τεχνολογικά πιο σύγχρονου πυριτιδοποιείου κοντά στην Κωνσταντινούπολη απαξίωσε το πυριτιδοποιείο της Θεσσαλονίκης και μείωσε τη στρατιωτική σημασία των λόφων του Ωραιοκάστρου. Το «Σελανίκ μπαρουτχανεσί» δε λειτουργούσε πλέον το 1821, αν κρίνουμε από το γεγονός ότι ο τοπικός Οθωμανός διοικητής παρήγγειλε πυρίτιδα στην Κωνσταντινούπολη, προκειμένου να καταστείλει την ελληνική επανάσταση στη Μακεδονία.
Επίλογος

Έκτοτε αλλεπάλληλες εισροές νέων κατοίκων κατέφθασαν στο Νταούτ Μπαλί, από τα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι τις μέρες μας. Βλάχοι και Καυκάσιοι, κι ύστερα Πόντιοι πολλών προελεύσεων αναμίχθηκαν με τους βουλγαρόφωνους ντόπιους. Κάθε καινούργιο ρεύμα σκέπαζε με τις παραδόσεις του τα παλιότερα, ή τουλάχιστον έτσι φαινόταν, γιατί πάντοτε μένουν γραπτές πηγές. Αλλά όπως ακριβώς η παράδοση της γουνοποιίας της Θεσσαλονίκης χάθηκε εντελώς από την τοπική μνήμη, έτσι και η παράδοση της καμηλοτροφίας έσβησε από το Ωραιόκαστρο.
Αρχικώς επανήλθε η γεωργική και κτηνοτροφική δραστηριότητα –από τους ντόπιους και τους βλάχους αντίστοιχα–, έπειτα εγκαταστάθηκαν οι πρόσφυγες από τον Πόντο και, στη συνέχεια (κι επειδή η γη ήταν άγονη και το νερό ανεπαρκές), σιγά-σιγά επικράτησαν πρώτα η τουριστική και τέλος η οικιστική χρήση του χώρου. Τα τελευταία χρόνια, με τα νέα πολεοδομικά σχέδια και την αντιπαροχή, τα παλιά λιβάδια και χωράφια έγιναν οικόπεδα, ενώ οι μόλις εξοικονομούμενοι αγρότες έγιναν εύποροι αστοί. Εκεί, στους λόφους του Κάρανταγ που κάποτε έβοσκαν εκλεκτές καμήλες, προορισμένες για μάχες και πολιορκίες, υψώνεται τώρα αγέρωχο το βασίλειο της μεζονέτας.