ΚΛΕΙΣΤΕΣ ΣΤΡΟΦΕΣ
Καλοκαίρι
Κείμενο και φωτογραφίες του Αρχιτέκτονα – Εικαστικού Στέργιου Τσιούμα, εμπνευσμένο από καλοκαίρια αλλοτινών εποχών.
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόλΙΣ 60
Βαρέθηκα τα μισαδάκια. Μισό φιλί, μισή καλημέρα, μισό μεροκάματο. Καλοκαίρι! Ο θρίαμβος του καιρού. Από την αρχή ακόμα, όση μέρα τόση νύχτα. Πλούσια τα ελέη.
Έρχεσαι φορτσάτος!
― «Μισό λεπτό, να δω τι γίνεται.»
Τα κλειδιά κρεμασμένα με αλυσίδα απ’ το παντελόνι, δεν τα χάνω, δεν τα ξεχνώ.
― Μόνο αν ξεχάσεις το παντελόνι σου!
Χτυπάει το τηλέφωνο. Ακατάλληλη η ώρα, αλλά αταβιστικά απαντώ.
― «Ονομάζομαι Ρίτσα Σολίτσα και εκπροσωπώ την εταιρία G.A. Bella.»
― Και μένα με λένε Μπάγκς Μπάννυ και τρώω καρότα. Δεν ενδιαφέρομαι!
― «Μα ούτε καν με ακούσατε!» τσιρίζει από την άλλη άκρη της γραμμής.
― Αυτό σημαίνει «δεν ενδιαφέρομαι» απαντώ ήσυχα.
― «Τη δουλειά μας κάνουμε, κύριε!», πιο ήρεμα τώρα αλλά πάλι επιθετικά, με θράσος.
― Ακούστε, αγαπητή μου. Αρχιτέκτονας είμαι. Θέλετε να σας τηλεφωνώ κάθε δύο μέρες και να σας ρωτώ εάν θέλετε να χτίσετε σπίτι;
Ωωααα! Θα σε τιμωρήσω με το καλοκαίρι. Πειραζόμασταν και πηγαίναμε. Ανοιχτά παράθυρα και γέλια. Εγώ, το αίσθημα ―ποιό αίσθημα δηλαδή, ούτως ειπείν, η γυναίκα μου ήτανε― και ένα ζευγάρι φίλων. Γελούσαμε και πηγαίναμε. Μικρό το αυτοκινητάκι. Στην Περαία για ουζάκι είπαμε, τα συμφωνήσαμε. Στη διαδρομή μυρωδιές, ευωδίες του καλοκαιριού. Ζέστη, κουρεμένα στάχυα, χόρτα, κουρασμένα λευκάδια και κομμένα καρπούζια σε αυτοσχέδιους πάγκους. Πριονωτά τεμαχισμένα, κατακόκκινα σε κίτρινο φόντο! Φευγαλέα και ανεπαίσθητα λίγη δυσωδία από κανένα κουφάρι. Στο αμαξάκι, μαζί με τον αέρα που μας ανακάτωνε τα μαλλιά, κυματιστή κι αυτή, η μελωδία από το The pearl fishers του Bizet. «…oh note di carezze…».
Το βραδάκι κοιτούσαμε τα άδεια πιάτα κι είχαμε τεντωμένα τα πόδια μες στην άμμο. Ο μπάτης, που φύσηξε απαλά, δίπλωσε τη γωνία από το ροζ σταμπωτό τραπεζομάντιλο επάνω στο τραπέζι. Σαν χαριτωμένα σταυροπόδι να κάθησε. Στο βάθος, φάτσα-κάρτα η Σαλονίκη.
Αυτά τα κάτω απ’ το τραπέζι και τα σ’ αγαπάω επειγόντως κούφια λόγια είναι. Η διάστικτη σκιά απ’ την κληματαριά και το ψάθινο καπέλο σαν ξωτικό σε φανερώνει. Κάνεις παιχνίδι από απέναντι. Είμαι με την ίδια γυναίκα 40 χρόνια. Τι παραπάνω μπορείς να μου χαρίσεις; Και όπως γράφουν στα διηγήματα. «… από το βάθος ο ήχος του τζουκ-μποξ έφερνε στα αυτιά μας» τους στίχους και τη μελωδία απ’ το τραγούδι του Παπαϊωάνου «…πριν το χάραμα μονάχος εξεπόρτισα, αχ να ξανάβρω τα δυο σου χείλη που ποτέ δεν χόρτασα…»
Όταν οι άλλοι έφευγαν, εγώ γύριζα. Τέτοιος ανάποδος ήμουν πάντα. Δευτέρα έφευγα, Παρασκευή πίσω στην πόλη. Λαχταρούσα να περπατήσω στην ερημιά της, να σεργιανίσω, να σκεφτώ και να φωτογραφίσω. Και το βραδάκι να ’ρθω να σε βρω. Ιδρωμένα, τσαλακωμένα σεντόνια. Γλυστράς μέσα απ’ τα χέρια μου μα μ’ ένα χτύπημα της ουράς σαν δελφίνι επιστρέφεις, κρατώντας μία γαρδένια. Μαυρίζει στις άκρες ο ανθός απ’ τα γουργουρητά και τα γελάκια.
Ο Λιγαπόλας. Μία πεντάρα, δύο δεκάρες, κανένα εικοσάλεπτο για να συμπληρωθεί μιάμιση δραχμή. Τόσο κόστιζε η πλαστική μπάλα που αγοράζαμε απ’ το ημιυπόγειο κατάστημα στην οδό Σχολείων.
«ΨΙΛΙΚΑ, ο λίγα απ’ όλα». Μόλις αποκτούσαμε το φωσφωριζέ αντικείμενο της συλλογικής μας προσφοράς, με μία ματιά είχαμε κάνει κιόλας ομάδες. Σπεύδαμε στην πλατεία Δικαστηρίων.
― «Μικρές εστίες, μικρές εστίες!»
Η πλατεία Δικαστηρίων ήταν τότε μία χωμάτινη αλάνα όπου πάρκαραν, το ένα δίπλα στο άλλο, φορτηγά και λεωφορεία. Αυτό βόλευε και τα ζευγαράκια που καταφεύγανε στο στενό διάστημα ανάμεσα στα θηριώδη οχήματα για τις περιπτύξεις τους, προστατευμένα από τα αδιάκριτα βλέμματα. Στον ορθογώνιο χώρο που άφηναν τα μηχανήματα για τις μανούβρες τους, ορίζαμε νοητά το γήπεδο και με δύο πέτρες ορίζαμε τις εστίες. Σπάνιες και λίγες ήταν οι φορές που αμφισβητούσαμε ότι η μπάλα έβγαινε έξω, και μάλιστα αυτόν που ωρυόταν και φώναζε ότι έχει δίκιο τον φωνάζαμε για μία εβδομάδα ζαβολιάρη. Όταν καμιά φορά η μπάλα ξεύφευγε και τραμπαλιζόταν στο μεταλλικό κενό, αυτός που έσπευδε να τη μαζέψει επέστρεφε με κόκκινα αυτιά και κόκκινα μάγουλα, και ψιθυριστά, με δέος, έλεγε:
― «Ρεε συυυ! Φιλιούνται!»
Πλατεία Δικαστηρίων. Γιατί την είπαν έτσι; Στις αρχές του ’60, είχε αποφασιστεί να θεμελιωθούν εκεί τα νέα δικαστήρια. Κατά την εκσκαφή όμως βρήκαν εκεί τα αρχαία, και έτσι έφυγαν και τα πήγαν εκεί που είναι σήμερα, πίσω απ’ το Βαρδάρι. Στην αρχή, εκεί μπροστά στ’ αρχαία, είχε γίνει η αφετηρία των πούλμαν και των αστικών συγκοινωνιών. Έφυγαν κι αυτά, και σήμερα το μέρος το λέμε «η πλατεία πίσω από τον Βενιζέλο». Από τότε μας δικάζουνε τ’ αρχαία.
Σαν τη Γυναίκα που κλαίει του Picasso. Εμείς σημαιοστολισμένοι πανηγυρίζαμε. Τορπιλίστηκε η Ελληνίς.
«Εγώ στη θέση της Παρθένου θα ’βαζα κληματόφυλλα!
Και μιαν ιδέα ελαίας» γράφει ο Ελύτης στο Εκ του πλησίον.
Αλλά να! Χαριτωμένα, νωχελικά και ναζιάρικα πλησιάζει το φθινόπωρο.
Το βεγγαλικό φθινόπωρο!