ΘΕΣΣΑΛΟΝίΚΗΣ ΠΡΟΣΩΠΑ
Η Θεσσαλονίκη του Ν. Γ. Πεντζίκη
του Γιώργου Αναστασιάδη
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόΛΙΣ 25
- Διευθετώντας το σώμα μου, νιώθω να είμαι όχι απλώς ο χάρτης ή το παραστατικό σχήμα της Θεσσαλονίκης, παρά αυτή ταύτη η έκταση που καταλαμβάνει η πόλη πάνω στην επιφάνεια της γης (…). Το δεξί μου χέρι φτάνει ίσαμε την Κασκάρκα σχεδόν, στο μάκρος από τα εργοστάσια, τα σφαγεία, τον κήπο των Πριγκίπων, τον σιδηδρομικό σταθμό από την γεφυρίτσα που’ναι το κλειδί των τραμ και πέρα. Το ζερβί μου το’χω περασμένο πάνω από το κεφάλι, όπως όταν πλαγιάζουμε και βλέπουμε όνειρα, πάνω από τα κάστρα, ανατολικότερα απ’την πύλη των Ασωμάτων και της Παλαιολογίνης, κοντά στο ευάλωτο τους σημείο, ίσαμε πέρα κατεβαίνοντας προς τη Νεάπολη και τους στρατώνες, τα νεκροταφεία του Ζετενλίκ, ίσαμε τον Κουκλουτζά, την Μενεμένη, το Κορδελιό, το Χαρμάνκιοϊ με το προσφυγικό νοσοκομείο και σανατόριο. Οι πολυκατοικίες είναι το πρόσωπο. Στο βουλεβάρτο ίσαμε το λευκό πύργο από το Σιντριβάνι ανοίγει το στόμα μου. Ακούω με τους παλιούς μαχαλάδες που’ναι οι παλιές εκκλησίες, στη μια μεριά ο Αι’ Νικόλας ο Ορφανός, στην άλλη οι Δώδεκα Απόστολοι. Πίσω από το ζερβί μου αυτί στον κρόταφο και στη βάση του ινιακού, όπου χτυπώντας κινδυνεύει η ζωή σου, το κεντρικό νεκροταφείο με τα δέντρα του, τα εβραϊκά μνήματα, τα τούρκικα και οι λάρνακες από τους ελληνιστικούς χρόνους. Πίσω από το δεξί μου αυτί είναι το καφενείο που έχει την πανοραματική άποψη και η μπάρα με τα μπορδέλα (…).
- «…Τώρα (…) ανέβαινε τη λεωφόρο (Εθνικής Αμύνης) προς το Συντριβάνι. Έστριψε αριστερά από την οδό Μανουσογιαννάκη. Ανέβηκε την πρώτη παράλληλο δεξιά όπου η μαθητική κλινική και η στοά των Τεκτόνων πέρασε δίπλα στην εκκλησία του Αγίου Αντωνίου κατά μήκος της οδού ιατρού Μαργαρίτη. Διέσχισε την πλατεία του γνωστού από την πένθιμη μνήμη του στην ιστορία, Ιππόδρομου, για να φτάσει στην οδό Κισσάβου [σημ. επιμ.: Πολωνίας, Πρίγκ. Νικολάου και σήμερα Α. Σβώλου]. (…) Αισθανόταν ξένος μέσα στην ίδια πόλη όπου είχε γεννηθεί και ανατραφεί…».
- «…Ο τρόπος που θα μας επιτρέψει να δούμε τη Θεσσαλονίκη, απαιτεί κατ’αρχήν μια αισθητική πειθαρχία, δηλαδή την αντίληψη κάποιας κοινής συνισταμένης των εσωτερικών παραστάσεων που δημιουργούνται στον καθένα μας, με την εξέλιξη της ζωής του μόνο στα πλαίσια του χώρου της πόλης (…). Από την θάλασσα καθώς ερχόμαστε με πλοίο από ανατολάς ή από βορρά και βορειοδυτικά, απ’όποια μεριά κι αν δείτε τη Θεσσαλονίκη για να εκτιμήσετε τη γραφικότητα της άποψης της, πρέπει πάντα να αφήνετε, δίχως διόλου να σας φανεί αφελής η πρόταση, να συνάψει η όραση σας με τον χαρακτήρα της πόλης ένα γάμο…».
- «…Ζώντας στη Θεσσαλονίκη, ο καθένας μας μπορεί να έχει πολλές εντυπώσεις χαρακτηριστικές του νοήματος που αντιπροσωπεύει μια πόλη. Από αυτή την άποψη τη θεωρώ πραγματικά ζωντανό πανεπιστήμιο. Πιστεύω πως καμιά πόλη στον κόσμο δεν είναι δυνατό να διδάξει όσα αυτή σήμερα. Κάθε πόλη έχει μία ορισμένη μορφή. Η Θεσσαλονίκη δίχως να στερείται ένα μακρόχρονο ιστορικό παρελθόν, όπου καθ’όλη τη διάρκεια του διατήρησε πάντα τα σημάδια της, παρουσιάζεται σαν αστάθμητο γίγνεσθαι. Είναι άσκημη μας λεν και σύγχρονα ομολογούν οι ίδιοι, μπορεί να γίνει πιθανόν η ωραιότερη, παραδείγματος χάριν με την καινούργια παραλιακή οδό που έχει αρχίσει η κατασκευή της. Είναι λένε πόλη που θυμίζει Ανατολή, Ασία κλπ. σχολιάζοντας εντυπώσεις από το άνω τμήμα. Φαίνεται μπορούν να πουν πάλι, όπως το Μανχάταν στον κινηματογράφο με τα νεόκτιστα μέγαρα της προκυμαίας. (…) Πηγαίνοντας κατά τα Σφαγεία όπου ήταν πριν ο «Κήπος των Πριγκίπων» οι αναλογίες με πόλη βιομηχανική είναι τόσο έντονες ώστε να θυμάσαι στίχους του Βέλγου ποιητή Βεράρεν (…). Έχει ουρανό καταγάλανο σαν τα νησιά και οι ομίχλες της θυμίζουν Λονδίνο. Ο όρμος της στο μυχό του Θερμαϊκού όπου αράζουν σκάφη όλων των θαλασσών, θυμίζει συχνότατα τα δειλινά, λίμνες ηπειρωτικές, όπως της Γενεύης. Ρομαντική όταν την βλέπεις ανάμεσα από τα δέντρα του Σέιχ-Σου, εμπνέει τον πιο ασφυκτικό ρεαλισμό η άποψη του συνοικισμών της. Αν επικά σε εμπνεύσει η Εγνατία, με τη θριαμβευτική αψίδα του Γαλέριου, αισθηματικά μιλάς στην Βασιλίσσης Όλγας…».
- «…Όλα αρχινούν στη Θεσσαλονίκη, θέλουν να’ναι, να γίνουν κάτι και τίποτα δε συνεχίζει όπως άρχισε. Τα πάντα διακόπτονται ή παραλλάζουν. Οι κλασικίζουσες τάσεις προς τ’αρχαίο, οι επίμονες αναμνήσεις της σκλαβιάς, οι αριβιστικές επιδράσεις της εσπερίας. Ένα σπίτι ψηλό και ένας άκτιστος χώρος κενός, γεμάτος χαλάσματα και σκουπίδια. Ερείπια που δεν σ’επιστρέφουν στο παρελθόν, αλλά συνυπάρχουν στο ίδιο πλάνο με τα ζωντανά κτίρια. Σε διαφορετικά επίπεδα ο χρόνος χρησιμοποιεί ένα και το αυτό ακίνητο που αν δεν είναι βέβαιο πως αρχικά ήταν ναός, ακολούθως έγινε τζαμί, καφενείο, φαρμακείο, τηλεφωνικό κέντρο, αποθήκη καπνών, εστιατόριο, γραφείο, καμπαρέ και κινηματογράφος (: «Αλκαζάρ»)…».
- Στη Θεσσαλονίκη τίποτα σχεδόν απ’όσα βλέπεις δεν μπορείς να τ’απομονώσεις. Δημιουργείται μια πυκνή συμβίωση των αντικειμένων που υψώνει διαδοχικές, πύρινες γλώσσες εξάρσεως, μέσα στον ορίζοντα του πνεύματος και της κατανοήσεως (…). Είναι γνωστό με πόσο ολιγότερο ύπνο, ξυπνάει κανείς ανάλαφρος στην Αθήνα, ενώ αν επιχειρήσεις το ίδιο, να κοιμηθείς αργά και να σηκωθείς νωρίς στη Θεσσαλονίκη δεν γλυτώνεις τον πονοκέφαλο. Ζήτημα ατμοσφαιρικής πιέσεως. Τα σύννεφα των υδρατμών, ιδίως κατά τα τέλη του φθινοπώρου και του χειμώνα, κατακαλύπτουν συχνά τη Θεσσαλονίκη, σωριαζόμενα απάνω της σα να’ναι η θέση που κατέχουν τα σπίτια της, στον μυχό του Θερμαϊκού μια λίμνη (…).
- «…Η καλύτερη θέση και ώρα για να δούμε ένα πράγμα στη Θεσσαλονίκη είναι εκείνη που επιτρέπει στις ατμοσφαιρικές συνθήκες να το μετατρέψουν σε μια κηλίδα χρώματος, σε μια ποιότητα συναισθήματος όλο έξαρση. (…) Ας πάρουμε ένα συγκεκριμένο παράδειγμα: τη Λαχαναγορά. Ξέρετε τη θέση της, κοντά στο παράρτημα Διοικητηρίου των εργοστασίων του ηλεκτροφωτισμού. Το ενδιαφέρον μας για την πλευρά εκείνη της Θεσσαλονίκης μεγαλώνει αν θυμηθούμε ότι αποτελούσε, όπως απεκάλυψαν οι αρχαιολογικές έρευνες, το κέντρο της πόλης καθ’όλη την Ελληνιστική περίοδο. (…) Επί Τουρκοκρατίας, όταν στην κοινή αντίληψη όλα τα αρχαία μάρμαρα θεωρούνταν στοιχειωμένα, αναφέρεται ότι ένας Χότζας έδεσε με μαγική κλωστή τα φίδια που’χαν κατακλύσει την πόλη, γύρω από το μάρμαρο «Γιλάν-Μερμέρ» που διατηρείται εισέτι, έξω από το εργοστάσιο, στην ίδια περιοχή της Θεσσαλονικης. Η παράδοση τούτη δεν είναι τάχα μία ένδειξη, ότι το υποσυνείδητο της μάζας του πληθυσμού, νιώθει πως κάτι εδώ επιζεί σαν ψυχή από την αρχαιότητα; (…) Στο βάθος του χώρου της Λαχαναγοράς ανεβαίνει μια σιδερένια σκάλα που δεν μπορείς να καταλάβεις που οδηγεί.αλλού, αν όχι στο κενό και το άπειρο. (…) Πέστε μου αν δεν έχω δίκιο να πιστεύω ότι εκείνη η πλευρά της Θεσσαλονίκης, διατηρεί ακόμα την αρχαία της ψυχή…» .