ΔΙΑΒΑΖΟΥΜΕ ΑΡΘΡΑ
Ένα άδοξο τέλος
Το παλιό πλυντήριο στην οδό Λαχανά 13
του Ντίνου Παπασπύρου

Όποτε περνούσα τα τελευταία χρόνια από την οδό Παπάφη, κατηφόριζα πάντοτε προς το σπίτι μας από την οδό Λαχανά. Ο λόγος, να δω έστω και ρημαγμένο το παλιό πλυντήριο στον αριθμό 13, να κόψω την άνοιξη κάνα δυο τσαμπιά γλυτσίνες και το καλοκαίρι να τσιμπολογήσω δυο-τρία σύκα από τις πανώριες συκιές που κρέμονταν έξω από τα κάγκελα της περίφραξης, όπως κάναμε πιτσιρικάδες. Η Λαχανά ήταν ο μόνος ασφαλτοστρωμένος δρόμος της γειτονιάς, από Παπάφη μέχρι Περδίκα. Χαράς ευαγγέλια για την τσακαλοπαρέα που αλώνιζε ολημερίς τη Λαχανά με πατίνια, ποδήλατα και φωνές, προς μεγάλη αγανάκτηση των περιοίκων που δεν μπορούσαν να ησυχάσουν και κάθε τόσο μας κυνηγούσαν. Άσυλο βρίσκαμε μέσα στην αυλή του πλυντηρίου, όπως σήμερα οι γνωστοί άγνωστοι στο πανεπιστήμιο, καθώς μέλος της παρέας ήταν και ο Γιαννάκης, της οικογένειας του πλυντηρίου, που του είχαμε κολλήσει το παρατσούκλι «Πλυντήριο». Την περασμένη εβδομάδα έκανα το ίδιο δρομολόγιο και μόλις έφθασα στο Πλυντήριο είδα ότι δεν υπήρχε πια το ρημαγμένο κτίσμα. Έβγαλα τη φωτογραφική μηχανή και με θλίψη αποτύπωσα τη νέα θλιβερή κατάσταση.

Έχω την τύχη να συγκατοικώ στην ίδια πολυκατοικία με την τελευταία γόνο της οικογένειας του πλυντηρίου, την κυρία Πίτσα Χατζηδήμου, παιδική φίλη, τέσσερα χρόνια μεγαλύτερή μου, που με αποκαλεί αδελφό. Πήγα για να μάθω περισσότερα για την ιστορία του πλυντηρίου και να συμπληρώσω τις δικές μου μνήμες. Μόλις άκουσε ότι το γκρέμισαν έβαλε τα κλάματα, μετά άρχισε να εξιστορεί πράγματα που δεν ήξερα. Ένας επιχειρηματίας από την Άμφισσα ονόματι Γιάννης Αργυρίου, που έμενε Θεσσαλονίκη, είδε μια φωτογραφία της θείας της, της Κατίνας, την ερωτεύτηκε και ήθελε να την παντρευτεί. Οι τέσσερις αδελφές, Κατίνα, Ευανθία, Λουκία και Άνδρο, η μητέρα της Πίτσας, έμεναν με τους γονείς τους στο Φανάρι της Κωνσταντινούπολης και το επίθετό τους ήταν Φενερλή. Οι γονείς τους δεν άφησαν την Κατίνα να έρθει μόνη στη Θεσσαλονίκη, και το 1924 πήραν το πλοίο «Αρχιπέλαγος» και ήρθαν όλοι μαζί με την προοπτική να ξαναγυρίσουν, πράγμα όμως που δεν έγινε και εγκαταστάθηκαν οριστικά στη Θεσσαλονίκη. Η Κατίνα παντρεύτηκε τον Αργυρίου, όπως και οι άλλες αδελφές άλλους Σαλονικιούς. Στα μέσα του ’20 ο Αργυρίου αγόρασε το οικόπεδο στη Λαχανά 13 και άρχισε να χτίζει ένα διώροφο, τον επάνω όροφο για κατοικία και το ισόγειο για επαγγελματικό πλυντήριο, «εργοστάσιο» το έλεγε.
Εδώ παραθέτω τα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά του οικοδομήματος, όπως τα περιγράφει ο φίλος Νίκος Καραγιάννης σε παλαιότερο σημείωμά του, «Κτίριο σε κίνδυνο, Λαχανά 13 Θεσσαλονίκη»:
«Κατασκευασμένο με εμφανείς επιρροές της αρχιτεκτονικής του Μεσοπολέμου, το κτήριο αποπνέει την αίγλη και το κύρος των πρώτων ιδιοκτητών. Το κατασκευαστικό του σύστημα είναι χαρακτηριστικό δείγμα της εποχής και τα επιμέρους μορφολογικά του στοιχεία μεταφέρουν την αισθητική του Αρτ Ντεκό στον πυκνοδομημένο από άχαρες πολυκατοικίες, σημερινό ιστό της περιοχής. Εισαγόμενα τσιμεντοπλακίδια από την Ιταλία, περίτεχνα μεταλλικά στοιχεία και ανάγλυφα γύψινα διακοσμητικά συνθέτουν μαζί με άλλα υλικά το πολυτελές οικιακό περιβάλλον. Πέραν όμως από το ίδιο το κτήριο, ο κήπος του κατείχε επίσης ιδιαίτερη θέση στη συνείδηση των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής, τόσο για το μεγάλο του μέγεθος, όσο και για τη φροντίδα της φύτευσής του».
Η Πίτσα συνέχισε τη διήγησή της. Τότε στη Θεσσαλονίκη υπήρχε ένα μόνο επαγγελματικό πλυντήριο, εκτός πόλεως, ιδιοκτησίας Εβραίου. Ο Αργυρίου εξόπλισε το πλυντήριο με σύγχρονα μηχανήματα, όλα εισαγωγής, οκτώ μεγάλους κάδους πλυντηρίου, κλιβάνους, στεγνωτήρια και σιδερωτήρια. Επίσης, για τις ανάγκες λειτουργίας του είχε μία δεξαμενή μαζούτ και μία νερού. Στο πλυντήριο εργάζονταν όλες οι αδελφές, τα παιδιά τους και πολλοί εργάτες. Ο Αργυρίου χτυπούσε στους διαγωνισμούς και έπαιρνε όλες τις μεγάλες δουλειές: Γ΄ Σ.Σ., 424 Στρατιωτικό Νοσοκομείο, Ξενοδοχεία, Εστιατόρια, όπως το πολύ γνωστό «Στρατής». Το άλλο πλυντήριο, του Εβραίου, αναγκάστηκε να κλείσει, αφού έχασε όλους τους μεγάλους πελάτες από τη δραστηριότητα του Αργυρίου.

Στην κατοχή (1941) το πλυντήριο επιτάχθηκε από τους Γερμανούς για να καλύπτει τις ανάγκες των κατοχικών στρατευμάτων. Το θετικό που θυμάται είναι ότι τρεις μέρες πριν εγκαταλείψουν οι Γερμανοί τη Θεσσαλονίκη, και φυσικά το πλυντήριο, 27.10.1944, τους ειδοποίησαν να γυρίσουν στο κτίσμα επειδή φοβούνταν ότι μόλις το άφηναν θα λεηλατούνταν, όπως έγινε και με άλλα κτίρια που εγκατέλειψαν οι Γερμανοί φεύγοντας.
Το 1953 πεθαίνει ξαφνικά η γυναίκα του Αργυρίου, η Κατίνα, που ήταν και νουνά της Πίτσας. Το πλυντήριο συνέχισε να λειτουργεί, «σε σας θα το αφήσω», έλεγε στην οικογένεια ο Αργυρίου, όμως διαθήκη δεν είχε κάνει, «έχουμε καιρό», επέμενε. Όμως το 1955 πεθαίνει και αυτός ξαφνικά, ειδοποιήθηκαν 18 ανίψια του, κληρονόμοι, που έμεναν στην Άμφισσα, ήρθαν στην κηδεία και ανέλαβαν αυτά το πλυντήριο. Όμως, δεν μπόρεσαν να το διαχειριστούν και έκλεισε τότε οριστικά. Τα μηχανήματά του εκποιήθηκαν, άγνωστο πότε και από ποιους.
Συνεχίζω εγώ: στα μέσα της δεκαετίας του 1990, το ακίνητο δεσμεύεται από τον Δήμο και τελικά απαλλοτριώνεται. Λέγεται ότι προορίζεται για ανέγερση νηπιαγωγείου. Μακάρι, ας γεμίσει με χαρούμενες παιδικές φωνές ο χώρος πάλι, όπως οι δικές μας, όταν ήμασταν πιτσιρικάδες και κλεινόμασταν στην αυλή του πλυντηρίου για άσυλο.

Θερμές ευχαριστίες στην Πίτσα Χατζηδήμου για τις πληροφορίες και το φωτογραφικό υλικό από τη ζωή της στο πλυντήριο (εικονίζεται με τη νουνά και θεία της Κατίνα και τον Γιάννη Αργυρίου, με τη φίλη της Σοφία στο μπαλκόνι του πλυντηρίου). Επίσης στον φίλο Νίκο Καραγιάννη, αρχιτέκτονα, για τις πληροφορίες για την αρχιτεκτονική δομή του κτίσματος, καθώς και για τη φωτογραφία από το εξωτερικό μέρος του.

