ΔΙΑΒΑΖΟΥΜΕ ΑΡΘΡΑ
Απόδραση
της Αλεξάνδρας Μυλωνά

Εκείνο το πρωί άνοιξε την πόρτα κι έφυγε.
Κατέβηκε το καλντερίμι και τα τσόκαρά της χτυπούσαν στις πέτρες κλακ κλααάκ, κλακ κλααάκ – το έσερνε λίγο το ένα της το πόδι μετά την εγχείρηση στο γόνατο, το αριστερό.
Κοντοστάθηκε στο φαρμακείο της γωνίας που εφημέρευε. Να πάρει ένα φάρμακο για τους πόνους, που το ξέχασε με τη βιασύνη της, μήπως την πιάσουν πάλι και… Όχι. Φτάνει πια τόσα χρόνια να καταπίνει το φαρμάκι τους – μια για το ’να, μια για τ’ άλλο – και χαΐρι να μη βρίσκει. Δηλητήριο σταλάζουνε στα σπλάχνα της κι ας είναι πολύχρωμα και γυαλιστερά σαν καραμέλες, τη ρημάζουν, το ξέρει· ύπουλα τη χαλούν.
«Καλημέρα, κυρά μου, όλα καλά;», τη ρώτησε η φαρμακοποιός που την είδε από μέσα μ’ έναν τόνο ανησυχίας στη φωνή της.
Η κυρά σήκωσε το δεξί της χέρι και τη χαιρέτησε. Δεν γύρισε όμως να τη δει, φοβήθηκε μήπως το βλέμμα της προδώσει την αναστάτωση της ψυχής.
Άρχισε να κατηφορίζει προς τα κάτω, κλακ κλααάκ, κλακ κλααάκ, ήθελε να φτάσει γρήγορα στη θάλασσα.
Στον δρόμο περπατούσε καταμεσής, δεν είχε χρόνο τώρα για πεζοδρόμια, φανάρια και διαβάσεις. Οι οδηγοί – όχι πολλοί ακόμα, μα όλοι τους τόσο βιαστικοί! – της κόρναραν, αλλά εκείνη δεκάρα δεν έδινε. Το μόνο που την ένοιαζε ήταν να προλάβει.
«Έλα, γιαγιά, να σου δείξω φωτογραφίες!». Αυτό της είπε η δεκαπεντάχρονη εγγονή της τις προάλλες εκεί που κάθονταν οι δυο τους στον καναπέ – τη συμπονούσε το κορίτσι για τον περιορισμό, μα τι να κάνει, ο λόγος της ανήλικος ακόμα, δεν έπιανε τόπο.
Δυο έφηβες γελούσαν στο κατάστρωμα ξεσαλωμένες, με τα μαλλιά τους να κυματίζουν στον αέρα.
«Πού είστε εδώ;»
«Στο καραβάκι που κάνει βόλτες στον Θερμαϊκό, γιαγιά. Να πάμε και μαζί καμιά μέρα!», της είπε η Νου – από λύπηση και μόνο, αφού η υπερήλικη γυναίκα δεν έβγαινε πια, εδώ και χρόνια, από το σπίτι τους στην Άνω Πόλη.
Φοβούνταν μη χαθεί, γιατί η γιαγιά δεν θυμόταν πια πολλά πολλά, ξεχνούσε, λέγανε η κόρη κι ο γαμπρός της που της απαγόρευαν την έξοδο. Αν έβγαινε, πώς θα γνώριζε τον δρόμο να γυρίσει πίσω; Και μετά, είχε και τα πόνια της στα πόδια. Πώς θα τα έβγαζε πέρα στην επιστροφή με τις τόσες ανηφόρες της περιοχής; Ποιος θα την κουβαλούσε, ε; Μόνο στην πίσω αυλή τής επέτρεπαν να βγει κι αυτό με πατερίτσες – μην τυχόν και πέσει και τότε ποιος θα έτρεχε στα νοσοκομεία, ε, ποιος; Οι φίλες της, που ήταν κι αυτές στα ίδια χάλια ή και χειρότερα ή και μες στο χώμα ήδη; Έτσι λέγανε, αυτοί που λύνανε και δένανε τώρα πια στο σπιτικό της κυράς, που το πήρανε στην ανημπόρια της δικό τους. Και έτσι κάνανε. Τι θέλει, άλλωστε, μια γρια; Ένα χαμομήλι, τα χάπια της κι ένα τούρκικο στην τηλεόραση να παίζει. Κι αυτή δεμένη με το λουρί να το παρακολουθεί – σίγουρα πράγματα.
Έτσι, νόμιζαν.
Λάθος.
Η κυρά Νούλα μπορεί να μην ήξερε να πει τι φαγητό είχανε χτες, όμως τη θάλασσα τη θυμόταν με το κορμί της· το γαλάζιο χρώμα της, το νοτισμένο της αεράκι, εκείνη τη μυρωδιά του ιωδίου… Θυμόταν τότε που πήγαιναν, νιούτσικες, με τη συμμαθήτριά της την Κλειούλα για μπάνιο στον Μπαξέ και βουτούσαν στα νερά. Ένιωθε και το ένιωθε ακόμα πως ο άνθρωπος εκεί μόνο ζει, όχι μέσα σε τέσσερις τοίχους, κι ας είναι με τους πιο κοντινούς, εκεί μόνο ανασαίνει.
Γι’ αυτό το ’σκασε ένα πρωί του φετινού Ιούνη από τη φυλακή της, κρατώντας παραμάσχαλα το πορτοφόλι με ό,τι απέμεινε από τη σύνταξή της και πήρε να κατηφορίζει, κλακ κλααάκ, κλακ κλααάκ, να κατεβαίνει προς την παραλία. Ήθελε να προλάβει να χαρεί μια τελευταία βόλτα με το πλεούμενο στη θάλασσα πριν τη βρουν και την αλυσοδέσουν πάλι, όπως κάνανε – όλο και πιο συχνά είναι η αλήθεια – μην τυχόν και πέσει απ’ το κρεβάτι. Μια βόλτα με το καραβάκι ορέχτηκε που το λέγαν… το λέγαν… πώς είχε πει το κορίτσι πως το…
Μα, ναι! «Κλειώ» το ’λεγαν, σαν τη φίλη της.
Κι αυτή, Θαλασσινή.
«Α, ρε γιαγιά, πολύ σε πάω!», της ψιθύρισε η εγγόνα της τρυφερά στ’ αυτί, η εγγόνα που της έριξε το δικό της το μπουφάν στους ώμους μην κρυώσει και της άνοιξε κρυφά την πόρτα μια Κυριακή, όταν οι άλλοι ακόμα κοιμούνταν – ίδιο όνομα, ίδιο τσαγανό, εντέλει. Ύστερα, πήγε στο ψυγείο κι έπιασε μια μπύρα. Μ’ αυτή στο χέρι πήρε να κατηφορίζει επίσης.
(Μια Νου διακριτικά πίσω από μια κυρά Νούλα, μια μικρή να προσέχει μια μεγάλη, κλακ κλααάκ, κλακ κλααάκ – πώς αλλιώς;)
«Γιαγιά, στην υγειά σου!».