Πρωτοχρονιά

Η Πολιτιστική Εταιρεία στηρίζει το περιοδικό «Εντευκτήριο», ένα από τα ποιοτικότερα λογοτεχνικά περιοδικά της χώρας.

FRAGMENTA #86

Πρωτοχρονιά

του Νίκου Δαββέτα
του περιοδικού Εντευκτήριο

Tα φώτα όπως πάντα κλείνουν. Είναι η στιγμή που ο χρόνος αλλάζει. Η κλεψύδρα αναποδογυρίζει κι ύστερα από έναν ανεπαίσθητο δισταγμό η άμμος αρχίζει και πάλι να κυλά προς τη γυάλινη στενωπό, εκεί απ’ όπου εκατομμύρια κόκκοι πέρασαν και ξαναπέρασαν για να υπάρξει αυτό που λέμε «επίγεια ζωή». Έξω από τα γυάλινα τοιχώματα παραμονεύει το χάος της ερήμου, οι σκοτεινές τρύπες του Χόκινγκ. Μόλις τα φώτα ξανανάψουν είναι το πιο δύσκολο σημείο του νέου έτους. Όλοι στρέφονται προς το έτερόν τους ήμισυ για το φιλί της αγάπης, όλοι εκτός από σένα που κάθεσαι στη μέση του δωματίου με το ποτήρι της σαμπάνιας στο χέρι και περιμένεις επιτέλους κάποιος ή μάλλον κάποια να ξεκολλήσει από την αγκαλιά του καλού της και να σε φιλήσει. Κάποτε γίνεται κι αυτό, όμως το διάστημα που μεσολαβεί σου φαίνεται αιώνας. Ψάχνεις γωνιά για να κρυφτείς, τοίχο για να καλύψεις τα νώτα σου, αλλά όλοι με τη συμπεριφορά τους σε σπρώχνουν προς το κέντρο, την άδεια πίστα. Μπορείς λοιπόν να χορέψεις μόνος σου, να στροβιλιστείς μέσα στους ήχους της μουσικής, ν’ αφεθείς επιτέλους να σε κατασπαράξουν. Μετά από ένα πρωτοχρονιάτικο πάρτι, το μόνο που θέλεις είναι να ξεράσεις. Να ξεράσεις τα χρόνια σου στο πάτωμα μαζί με όλου του κόσμου το τζιν που κατανάλωσες. Έβαλα στο στόμα το δάχτυλο αλλά τίποτα δεν ανέβαινε από το στομάχι. Σύρθηκα ώς το υπνοδωμάτιο κι έπεσα με τα ρούχα στο κρεβάτι. Απέξω γλυκοχάραζε κι εγώ βυθιζόμουν στον πρώτο ύπνο, όταν αίφνης άκουσα κραυγές από το διπλανό διαμέρισμα κι ύστερα περίεργους θορύβους, σαν κάποιοι να παλεύανε σώμα με σώμα. Στην κατάσταση που ήμουν δεν θα είχα δώσει καμιά σημασία στο γεγονός, αν δεν ήξερα ότι στο γειτονικό σπίτι κατοικεί ολομόναχος ο κύριος Θεοδωρίδης, ταξίαρχος εν αποστρατεία. Κόλλησα το αυτί μου στον τοίχο, μήπως και καταλάβω τι γινότανε, τότε μου ήρθε το πρώτο κύμα εμετού και έτρεξα στην τουαλέτα. Ακολούθησαν άλλα τρία. Κατά τη διάρκεια των διαλειμμάτων αντιλαμβανόμουν πως η πάλη συνεχιζόταν αμείλικτη. Κάποια γυαλικά που σπάζανε τα θεώρησα φυσικό επακόλουθο και δεν έδωσα ιδιαίτερη προσοχή, όμως η φράση «άσε με κάτω, κερατά» που άκουσα από το στόμα του απόστρατου, μ’ εκείνη τη χαρακτηριστική νησιώτικη προφορά του, με τάραξε τόσο που αποφάσισα να επέμβω, έστω και στα χάλια που βρισκόμουν. Πριν όμως βγω στον διάδρομο και του χτυπήσω το κουδούνι, άκουσα ξαφνικά γέλια, πολλά γέλια, γέλια μέχρι δακρύων, και μια υποψία μουσικής που έσβηνε, θαρρείς, πριν ακόμη αρχίσει. Ύστερα η απόλυτη σιωπή. Στάθηκα για λίγο αναποφάσιστος. Το κεφάλι μου πονούσε, το γαστρεντερικό μου σύστημα ήταν σε υπερδιέγερση και τα πόδια μου χωρίς δεύτερη σκέψη με γύρισαν στο κρεβάτι, όπου κοιμήθηκα ώς το απόγευμα.

Όταν αποφάσισα να βγω από το σπίτι μου είχε νυχτώσει κι έβρεχε. Κοντοστάθηκα μπροστά στην πόρτα του συνταξιούχου και σκέφτηκα πάλι να του χτυπήσω, αλλά η ησυχία που βασίλευε με αποθάρρυνε. Μήπως όλα αυτά τα είχα φανταστεί; Μήπως τα είχα δει στον ύπνο μου υπό την επήρεια του θαυματουργού αλκοόλ; Τίποτα δεν απέκλεια. Η πρώτη μέρα του καινούργιου χρόνου έχει πάντα κάτι από τη γαλήνη που βασιλεύει στο μάτι του κυκλώνα, σου δίνει την ψευδαίσθηση ότι τίποτα δεν κινείται, πως τα πάντα έχουν παγώσει. Κι όμως, έξω από τους ίδιους τοίχους, τα ίδια παράθυρα, τις ίδιες κλειστές πόρτες, η ζωή μάς προσπερνά αδιάφορη. Περιπλανήθηκα στους άδειους δρόμους για αρκετή ώρα. Η μπόρα είχε κοπάσει και μια υπέροχη μυρωδιά πλανιόταν στην ατμόσφαιρα. Ένιωσα τα πνευμόνια μου να γεμίζουν οξυγόνο, τους μυς να ξεμουδιάζουν, τις αρθρώσεις των κάτω άκρων να λιπαίνονται ικανοποιητικά από τη συνεχή κίνηση και το κεφάλι να καθαρίζει από τη θολούρα του ρεβεγιόν. Ήμουν λοιπόν έναν χρόνο μεγαλύτερος αλλά αισθανόμουν το σώμα μου εφηβικό, την καρδιά μου γερή, το μυαλό μου ετοιμοπόλεμο. Επέστρεψα σπίτι μου αποφασισμένος να καθαρίσω την ίδια εκείνη στιγμή το δωμάτιό μου απ’ όλα τα πράγματα που είχε αφήσει φεύγοντας η τελευταία μου συγκάτοικος. Ο λόγος που έξι μήνες μετά τη φυγή της τα κρατούσα ακόμη δεν ήταν ακριβώς συναισθηματικός. Κατά βάθος, περίμενα πως σύντομα θα επιστρέψει, και τότε αυτά τα αντικείμενα θα ήταν η καλύτερη απόδειξη πως όχι μόνο δεν προσπάθησα να τη λησμονήσω αλλά, αντιθέτως, είχα όλη την καλή διάθεση να κρατήσω ζωντανή την παρουσία της γύρω μου. Υπολόγιζα ότι το χτενάκι της μες στο κομοδίνο ή η κίτρινη ζακέτα της στην ντουλάπα με τα κουστούμια μου θα ήταν η ιδανική γέφυρα για τη συμφιλίωσή μας. Το πρωτοχρονιάτικο σοκ με είχε βοηθήσει να απαλλαγώ οριστικά από τις ψευδαισθήσεις, τους υστερόβουλους πειραματισμούς, τις μαύρες σκέψεις που γεννά η αδυσώπητη ροή της άμμου από τη γυάλινη στενωπό στον πάτο της κλεψύδρας.

Όταν όμως άνοιξα την πόρτα του ασανσέρ στον όροφό μου με περίμενε μία δυσάρεστη έκπληξη: στη μέση του διαδρόμου ορθωνόταν ένα καλογυαλισμένο φέρετρο. Έμεινα άναυδος από το μακάβριο θέαμα. Για ένα δευτερόλεπτο μού φάνηκε πως η πτώση ενός και μόνο κόκκου της άμμου είχε προκαλέσει μια μικρή έκρηξη στο σύμπαν. Πριν καλά καλά συνέλθω, άνοιξε η πόρτα του συνταξιούχου γείτονά μου και στο άνοιγμά της εμφανίστηκε η Αλβανίδα που καθάριζε το σπίτι του. Τα μάτια της ήταν κατακόκκινα και η έκφρασή της πρόδιδε πως βρισκόταν σε μεγάλη ταραχή. «Πέθανε στον ύπνο του… ο κύριος Θόδωρος πέθανε», ψιθύρισε και ξέσπασε σε κλάματα. «Μα τι λέτε;», διαμαρτυρήθηκα, «πριν λίγο ακόμη τον άκουγα που καυγάδιζε με κάποιον». Εκείνη τη στιγμή από πίσω της ξεπρόβαλε ένας κουστουμαρισμένος κύριος που μου συστήθηκε ως γιατρός. «Γιατί δεν πιστεύετε, νεαρέ μου; Επειδή είναι ξένη; Ο ασθενής μου κατέληξε στον ύπνο του με τον ερχομό του νέου έτους. Τον πρόδωσε η καρδιά του… Πάντως, μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι δεν κατάλαβε τίποτε. Ξέρετε, συχνά μου έλεγε “εγώ τον θάνατο δεν θα τον αφήσω να με πάρει έτσι… θα παλέψω μαζί του… θ’ αντισταθώ, θα…”. Κι άλλοι τα είπαν αυτά και στο τέλος σβήσανε στο κρεβάτι τους γαλήνια και ειρηνικά. Αλίμονο σ’ αυτούς που μαρτύρησαν όρθιοι, όταν ο κύριος Θόδωρος υπηρετούσε στην ΕΣΑ. Λένε πως στα νιάτα του είχε βαρύ χέρι ο μακαρίτης».



Ο Νίκος Δαββέτας (Αθήνα 1960), συγγραφέας και κριτικός, εµφανίστηκε στα γράµµατα το 1981 από τις σελίδες του περιοδικού Διαγώνιος του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Εχει µέχρι σήµερα εκδώσει δεκατέσσερα βιβλία (επτά ποιητικά, επτά πεζογραφικά). To μυθιστόρημά του Άντρες χωρίς άντρες τιµήθηκε το 2022 µε το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήµατος και µε το Βραβείο Ελληνικού Μυθιστορήµατος Athens Prize for Literature. Τέσσερα µυθιστορήµατά του – Το θήραµα, Λευκή πετσέτα στο ρινγκ, Η Εβραία νύφη, Ο ζωγράφος του Μπελογιάννη (Εκδόσεις Πατάκη, 2022, νέα, αναθεωρημένη έκδοση)– συµπεριλήφθηκαν στις βραχείες λίστες των κρατικών βραβείων· Η Εβραία νύφη τιµήθηκε το 2010 µε το βραβείο µυθιστορήµατος της Ακαδηµίας Αθηνών και επανακυκλοφόρησε σε νέα, αναθεωρηµένη έκδοση το 2019 από τις Εκδόσεις Πατάκη. Εργα του έχουν µεταφραστεί στις κυριότερες ευρωπαϊκές γλώσσες.

«Ποίηση στοχαστική, η ποίηση του Δαββέτα διακρίνεται για τη γόνιμη μεταφορική της λειτουργία. Με τη χρήση του υπαινιγμού, ο ποιητής επιχειρεί να προσεγγίσει το καίριο και ουσιώδες. Η διαρκής αναγωγή της εμπειρίας στο φανταστικό αναδεικνύει με εφευρετικότητα μια προσωπική μυθολογία του θανάτου.

» Στην πεζογραφία του, ο Δαββέτας εξετάζει την πολυπλοκότητα του ερωτικού βιώματος αλλά και, παράλληλα, τη θέση του ατόμου στο ιστορικό γίγνεσθαι», γράφει, μεταξύ άλλων, ο Αλέξης Ζήρας στο Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (Πατάκης, 2007).

«Ο Δαββέτας ως πεζογράφος, συνεχίζει την πορεία που χάραξαν οι μεταπολεμικοί ρεαλιστές πεζογράφοι. Είναι ίσως ο συνεπέστερος μαθητής του εξαίρετου μυθιστοριογράφου και κριτικού Αλέξανδρου Κοτζιά (1926-1992), με τον οποίο έχει κάποιες εκλεκτικές συγγένειες. [Είναι] προικισμένος με την ικανότητα να παρατηρεί και να καταγράφει αρνητικά φαινόμενα και συμπεριφορές του κοινωνικού περίγυρου, να αναδεικνύει τύπους περιθωριακούς και τυχάρπαστους, καθώς και τα παράσιτα της εκάστοτε πολιτικής εξουσίας […]. Τέτοιοι αρνητικοί τύποι είναι οι σπεκουλαδόροι, οι δωσίλογοι, οι καταχραστές ξένων περιουσιών, οι τζογαδόροι κ.ά. Και από αυτή την άποψη είναι πολύ κοντά στις θέσεις που υποστήριξε στα κριτικοθεωρητικά του κείμενα και ανέδειξε στα λογοτεχνικά του έργα ο Κοτζιάς. Με την εξής όμως διαφορά: ο Κοτζιάς εξέφρασε μέσα στο έργο του την εποχή του και τα παθήματα της γενιάς του, ενώ ο Δαββέτας καταπιάνεται με την αναδίφηση του παρελθόντος υπό το πρίσμα της δικής του γενιάς», παρατηρεί ο Γ. Δ. Παγανός (Εντευκτήριο, τχ. 89, 2010).

Γιώργος Κορδομενίδης