FRAGMENTA #74
Ηλίας Πετρόπουλος
Ο γκράφικερ Γιάννης Σβορώνος
του Γιώργου Κορδομενίδη
Γράφω αυτό το κειμενάκι επειδή ο Γιάννης Σβορώνος υπήρξε, μεταπολεμικά, ο σημαντικότερος γκράφικερ στην Ελλάδα. Δεν νομίζω πως πριν τον πόλεμο είχαμε κάνει τη γνωριμία των γραφικών τεχνών. Ο Σβορώνος, λοιπόν, ήτανε (όχι μόνον ο καλύτερός μας γκράφικερ, αλλά επίσης) ο εισηγητής των γραφικών τεχνών στη χώρα μας. Και, κατά τα φαινόμενα, αυτό το μπουμ έγινε το ’46, όταν ο Σβορώνος ανέλαβε τη γραφική επιμέλεια του περιοδικού Κοχλίας. Πίστευα και πιστεύω πως τα δύο σπουδαιότερα ελληνικά περιοδικά είναι Το Τρίτο Μάτι και ο Κοχλίας. To Tρίτο Μάτι εξακολουθεί να παραμένει ένα μοντέρνο περιοδικό ― κι ας κύλησε μισός αιώνας από την εποχή του. Όμως, το Τρίτο Μάτι δεν είναι όμορφο περιοδικό. Τον Κοχλία τον οφείλουμε στον Γιώργο Κιτσόπουλο, ο οποίος είχε την εξυπνάδα (δηλαδή, τη διαίσθηση) να επιλέξει σαν επιμελητή της έκδοσης τον Σβορώνο, με αποτέλεσμα ένα τυπογραφικό θαύμα.
Δέκα χρόνια αργότερα είδαμε ένα άλλο θαύμα: το περιοδικό Διαγώνιος. Τώρα είναι ο Ντίνος Χριστιανόπουλος που δίνει τη γραφιστική επιμέλεια του περιοδικού στον Κάρολο Τσίζεκ. Από καθαρώς τεχνικής απόψεως, το θαύμα του Κοχλία πραγματοποιήθηκε στο μικρό τυπογραφείο των φαρμακοποιών που βρισκότανε σε μιαν αυλή κάποιου ωραίου σπιτιού της οδού Εγνατίας, δίπλα στο ξενοδοχείο «Αίγλη».
Φυσικά, όλ’ αυτά τα αγνοούν (ή παριστάνουν πως δεν τα ξέρουν) στην Αθήνα, όπου ακούς πολλές μπουρμπουλήθρες για την εκ γεννήσεως αναιμική Αγγλοελληνική Επιθεώρηση, για τον Κεφαλληνό (ο άνθρωπος ήτο χαράκτης και όχι γραφίστας), για τον Τάσσο (που έκανε τα γνωστά απαίσια γραμματόσημα), για το Πάλι (αυτό το εντελώς κακοφτιαγμένο έντυπο), για τον Ζυγό (που, όντως, ήτο ένα αψεγάδιαστο περιοδικό). Μιλάω γι’ αυτήν τη διεφθαρμένη Αθήνα που διαθέτει εκατοντάδες ατάλαντους γραφίστες ή (το χειρότερο) που επιτρέπει στους μεγάλους της ζωγράφους να υποδύονται αναιδέστατα και τους μεγάλους γραφίστες. Και είναι η ίδια αυτή Αθήνα που αγνοούσε τον Σβορώνο, καθώς ακριβώς σήμερα αγνοεί τον Ανακρέοντα Καναβάκη, τουτέστιν τον αξιότερο σύγχρονο Έλληνα γραφίστα.
Ο Σβορώνος αποκαλούσε τον εαυτό του γκράφικερ, και όχι γραφίστα. Η επιλογή της λέξης δείχνει και τον γραφίστικο προσανατολισμό του: Γερμανία. Είχα τη μεγάλη τύχη να κουβεντιάζω συχνά με τον Σβορώνο, είτε στο θεοσκότεινο ατελιέ του (εκεί στο λιθογραφείο του Κότα, ψηλά στην οδό Λαγκαδά, απέναντι στο νεκροταφείο της Αγίας Παρασκευής), είτε στο γραφείο του της οδού Μέρλιν. Ήταν πάντα φτυστός ο εαυτός του: κομψός, βαθύτατος γνώστης της τεχνικής, ελαφρώς είρων, ευχάριστος, χαμογελαστός, γοητευτικός, μ’ ένα ποτήρι ουίσκι στο χέρι.
Όταν πρωτογνώρισα τον Σβορώνο, ήτο ακόμη ένας αληθινός λιθογράφος. Δηλαδή, δούλευε πάνω στην πέτρα. Με τον καιρό, η νέα τεχνική τον έσπρωξε στη φωτογραφία. Ο Σβορώνος, περνώντας στη φωτοτεχνική, κράτησε όλη την παλιά του καλή ποιότητα, όπως αυτή εκφραζόταν στα βιβλία που φιλοτέχνησε την εποχή του ανταρτοπολέμου― λογουχάρη, το γραμμικό εξώφυλλο της Πραγματογνωμοσύνης του Πεντζίκη και την άκρως καλλιτεχνική εκτύπωση των Φύλλων ύπνου του Βαρβιτσιώτη. Ο Σβορώνος (εν αντιθέσει με τα σημερινά ξόανα) απέδιδε πρωταρχική σημασία στην τεχνική. Κάποια μέρα τον είδα να ρετουσάρει μια μακέτα, αφήνοντας άδειο τον χώρο για τον τίτλο. Κι όταν τον ρώτησα γιατί δεν φτιάχνει και τα γράμματα, γύρισε (ξαφνιασμένος από τη βλακεία μου) και μου είπε: «Ηλία μου, σ’ όλη την υφήλιο υπάρχουν μόνο δυο-τρεις άνθρωποι που γράφουν γράμματα!» Δέχτηκα το ευεργετικό χαστούκι και, σε λίγες μέρες, ρώτησα τον Τσίζεκ τι γνώμη είχε επ’ αυτού, οπότε ο Τσίζεκ μού κοπάνησε στο κεφάλι τον ογκώδη τόμο του κορυφαίου Τσεχοσλοβάκου σχεδιαστή τυπογραφικών στοιχείων, και, συγχρόνως, μου έκανε ένα αξέχαστο μάθημα για την ιστορία της χάραξης των γραμμάτων.
Η πραγματικώς μεγίστη πολιτιστική σημασία των γραφικών τεχνών είναι απροσδιόριστη. Δυστυχώς, η σημασία των γραφικών τεχνών δεν ταυτίζεται με την αισθητική τους αξία. Στην Ελλάδα της λοβιτούρας, τσακίζουν τους γραφίστες με δύο μεθόδους. Η πρώτη μέθοδος είναι η μίτζα, και η δεύτερη μέθοδος είναι η εκτόπισή τους από τους φωτογράφους. Έτσι, οι καλοί μας γραφίστες έμειναν δίχως δουλειά. Δεχόμαστε έναν συνεχή βομβαρδισμό από τις τοιχοκολλημένες αφίσες, από τα εξώφυλλα των βιβλίων και των δίσκων, από τα γραμματόσημα και τα χαρτονομίσματα, από τις επιγραφές, από τα κάθε λογής αμπαλάζ, από τα σήματα και τα μονογράμματα. Οι γραφικές τέχνες μορφώνουν τον λαό μας. Ο γραφίστας έχει τους ίδιους τίτλους τιμής με τους ζωγράφους. Οι καλοί γραφίστες είναι πιο σπάνιοι από τους καλούς ζωγράφους. Ο Σβορώνος ήτο ο πρίγκιπας των γραφικών μας τεχνών.
Τη δεκαετία 1955-1965 οι αφίσες του Σβορώνου κυριαρχούσαν σ’ όλη τη χώρα. Είδα αρκετές απ’ αυτές τις πρωτοποριακές αφίσες δημοσιευμένες σε μεγάλα διεθνή περιοδικά. Οι Νεοέλληνες ανταμείψανε τον Σβορώνο διά της μεγάλης σιγής. Πέρσι, ο Καναβάκης ζήτησε από τις αρμόδιες αρχές τη σχετική ονοματοθεσία μιας οδού της Αθήνας, ούτως ώστε να τιμηθεί η μνήμη του Σβορώνου. Πολλοί εκάγχασαν. Αγνοώ αν στη Θεσσαλονίκη υφίσταται ήδη αυτή η «Οδός Γιάννη Σβορώνου», μα θα έπρεπε να μετονομάσουν έτσι την οδό Ανθέων, όπου (στον αριθμό 25) κατοικούσε ο μακαρίτης. Γιατί ο Σβορώνος, αν και δεν ήτο Σαλονικιός, έδρασε κυρίως στη Θεσσαλονίκη.
Αποφεύγω να αφηγηθώ εδώ ανέκδοτα από τη ζωή του Σβορώνου, για να μη μεταβάλω αυτό το κειμενάκι σε γλυκερή νεκρολογία. Σαν συγγραφέας και σαν Ρωμιός, αισθάνομαι για τον Σβορώνο μιαν απέραντη ευγνωμοσύνη. Ο Σβορώνος μού δίδαξε πολλά.
Παρίσι, 30.4.1988
[Ο Σβορώνος γεννήθηκε στη Δράμα το 1919. Εγκαταστάθηκε μικρός στη Θεσσαλονίκη. Το 1963 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου και πέθανε στις 8.1.1987]
Η «περίπτωση» Ηλίας Πετρόπουλος
του Γιώργου Κορδομενίδη
To κείμενο του Πετρόπουλου «Ο γκράφικερ Γιάννης Σβορώνος» δημοσιεύτηκε στις «Σελίδες για τον Γιάννη Σβορώνο» στο Εντευκτήριο, τχ. 4, Σεπτέμβριος 1988. Στο ίδιο αφιέρωμα έγραφαν για τον πρωτοπόρο γραφίστα οι Κάτια Κιλεσοπούλου, Γιώργος Κιτσόπουλος, Κάρολος Τσίζεκ, Τάκης Βαρβιτσιώτης, Ανακρέων Καναβάκης, Ντίνος Χριστιανόπουλος, Μανόλης Ανδρόνικος, Γιάννης Ζήκας.
Εξασφάλισα τη συνεργασία του Η.Π. με το Εντευκτήριο χρησιμοποιώντας, όταν του τηλεφώνησα στο Παρίσι, δύο ονόματα: πρώτο, του αδελφού του, Τάσου Πετρόπουλου, που τον γνώρισα (στα τέλη της δεκαετίας του ’70) ως θεατρικό επιχειρηματία που εκμεταλλευόταν το «Στρατιωτικό θέατρο» στον χώρο του πρώην στρατοπέδου Τσιρογιάννη (εκεί όπου χτίστηκε το τωρινό δημαρχείο)·δεύτερο, του ποιητή και πεζογράφου Μανόλη Ξεξάκη, ο οποίος συνδεόταν με στενή φιλία μαζί του όσο εκείνος ζούσε στη Θεσσαλονίκη και συνέχισε να διατηρεί επαφή μαζί του όταν ο Πετρόπουλος εγκαταστάθηκε στο Παρίσι (1975), μάλιστα αρκετές φορές του εξασφάλισε φωτογραφίες από τη Θεσσαλονίκη που τις χρειαζόταν για τα βιβλία του.
Ο Η.Π. συνεργάστηκε ήδη με το τχ. 1 του Εντευκτηρίου, δημοσιεύοντας το πολύ ενδιαφέρον άρθρο του «Φάρσες της φυλακής» (με δική του εικονογράφηση), στο πλαίσιο του αφιερώματος «Σελίδες για τη φυλακή». Σε επόμενα τεύχη του περιοδικού δημοσίευσε κείμενα για καρέκλες και σκαμνιά, για τον Δον Ζουάν ή Ντομ Χουάν, για το ολοκαύτωμα των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, για την παλιά Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, για τις τελευταίες φωτογραφίες του Νίκου Καββαδία…
Γεννημένος στην Αθήνα το 1928, ο Η.Π. διασταυρώθηκε με μορφές και συμβάντα που έγραψαν ιστορία στη μεταπολεμική Ελλάδα και διαμόρφωσαν στάσεις ζωής. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (αλλά δεν εργάστηκε ποτέ ως νομικός) και τουρκολογία στην École des Hautes Études στο Παρίσι. Προσελήφθη στον Δήμο Θεσσαλονίκης, αλλά απολύθηκε ως κομμουνιστής. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος στις εφημερίδες Θεσσαλονίκη και Μεσημβρινή. Στον δεύτερο χρόνο της στρατιωτικής δικτατορίας εξέδωσε, δίχως την έγκριση της λογοκρισίας, το εμβληματικό του έργο Ρεμπέτικα. Τα ιδιότυπα μελετήματά του Τα καλιαρντά, Το εγχειρίδιον του καλού κλέφτη, Το μπουρδέλο, Ο τούρκικος καφές εν Ελλάδι, Υπόκοσμος και Καραγκιόζης, Ιστορία της καπότας κ.ά. τον έκαναν δημοφιλή σε ένα ευρύτερο κοινό. Εκτός από τα περίπου 70 βιβλία του, δημοσίευσε πληθώρα άρθρων σε εφημερίδες και περιοδικά, καθώς και πολλούς λιβέλους κατά συγγραφέων, καλλιτεχνών αλλά και πολιτικών, εξαιτίας των οποίων μισήθηκε από πολλούς διανοουμένους (η τελευταία λέξη μπορεί να διαβαστεί και εντός εισαγωγικών). Πέθανε στο Παρίσι στις 13 Σεπτεμβρίου 2003. Σε ένα από τα τελευταία ποιήματά του έγραφε: «Και είπα στη γυναίκα μου:/ Όταν ψοφήσω εδώ στο Παρίσι/ να κάψεις το κουφάρι μου στο κρεματόριο/
και να ρίξεις τις στάχτες μου στον υπόνομο». Έτσι ακριβώς έγινε.