FRAGMENTA #85
Μικρό αφιέρωμα στη Θεσσαλονίκη του Χριστόφορου Μηλιώνη
του Γιώργου Κορδομενίδη
του περιοδικού Εντευκτήριο

Έλαβα αυτές τις μέρες το Αφιέρωμα στη Θεσσαλονίκη, πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης αυτόν τον καιρό. Ένα βιβλίο που από μακριά το φωνάζει πως θέλει να είναι μνημειώδες.
Με την εμφάνισή του, βέβαια.
Κατά τα άλλα, λυπήθηκα που δεν με θυμήθηκαν αυτήν την ώρα. Εμένα, που μου είναι αδύνατον να φέρω στον νου μου αυτήν την πόλη χωρίς να βλέπω συνάμα και το είδωλό μου ―λιγνός, ψηλός, με πλούσια ξανθά μαλλιά, όλο σκάλες, που γυάλιζαν στην μπριγιαντίνη―, να κυκλοφορώ στους δρόμους της ή να περπατώ στις γραμμές του τραίνου, ισορροπώντας πάνω στις ράγες: Σιδηροδρομικό Σταθμό, Βαρδάρι, Πλατεία Ελευθερίας, Διοικητήριο, Αριστοτέλους, Δημοτικά Λουτρά, Καπάνι, παλιά πόλη! Και Εγνατία, και Τσιμισκή, και παραλία, και Αγία Σοφία, και «Ηλύσια» και «Διονύσια» και Λευκός Πύργος. Και Σιντριβάνι, και εστιατόριον «Ελβετικόν» αδελφών Γοριδάρη, ταβέρνα «Τα όρνια» και ουζερί του Αγκόπ Μαρουκιάν, καφενείον «Η Πίνδος» στάση Κολόμβου, και του «Αγγελόπουλου» με μπουζούκια ή με κλαρίνα. Και βέβαια Πανεπιστήμιο, «Μούσαις χάρισι θύε» και «Ακμής εστηκυίαν επί ξυρού Ελλάδα πάσαν…».
Και αυτά, βέβαια, αν θέλανε, σώνει και καλά, άσκηση επί χάρτου.
Όμως εγώ θα τους έγραφα πράγματα που δεν τα έχει γράψει κανείς άλλος, όπως διαπιστώνω.
Θα τους έγραφα για την Επτάλοφο και για το προσφυγικό δίπατο σπίτι, όπου έμενα ―στο ισόγειο― πέντε χρόνια, από το 1950 ώς το 1955. Ήταν ένα σπίτι πανομοιότυπο με άλλα δύο, χτισμένα στη σειρά, δίπλα στον χωματόδρομο, βαμμένα στο χακί και τα τρία. Ο χωματόδρομος τα χώριζε από το εργοστάσιο του Βαλιούλη, ένα χαμηλό και άχαρο υφαντουργείο, σαν αποθήκη, με τετράγωνα παράθυρα φραγμένα με συρμάτινα πλέγματα, όπου είχαν κατακαθίσει τούφες από βρόμικα βαμβάκια, έτσι που μόλις διακρίνονταν οι γυμνοί κρεμασμένοι γλόμποι του ηλεκτρικού, αναμμένοι νύχτα-μέρα. Και μέρα-νύχτα ακουγόντουσαν οι ρυθμικοί χτύποι των μηχανών. Παραδίπλα περνούσαν οι γραμμές, κι όταν διάβαινε το τραίνο ―η ταχεία ή κανένα φορτηγό― καλύπτονταν όλα από το βίαιο πέρασμά του κι εκείνη τη θρηνητική του κραυγή. Στο βάθος υψωνόταν ο Μύλος του Μπάλτα με τον πύργο του, χτισμένος με σκούρο τούβλο, κι από κει τα χαράματα έφταναν
οι κρωγμοί των παγονιών.
Το σπίτι βέβαια δεν ήταν δικό μας αλλά του κεκέ του Παύλου, που ερχόταν κάθε τόσο ―«έχουμε επίσκεψη πάλι», έλεγε η αδελφή μου― να ζητήσει «α-α-αύξηση, γιατί είναι το-το-τόσο σπίτι, και-και μου το ζητάνε, και πρέπει κα-κάτι παραπάνω να δώσετε». Τα χρόνια ήταν δίσεχτα, μόλις έναν χρόνο πριν είχε τελειώσει ο πόλεμος, και πίσω από την πόρτα ήταν κολλημένη η κατάσταση της Αστυνομίας με τα μέλη της οικογενείας ― εγώ ήμουν δηλωμένος χωριστά, ως φιλοξενούμενος. Και στους δρόμους γινόντουσαν συχνά μπλόκα και έλεγχος ταυτοτήτων, ιδίως στα λεωφορεία.

Θα τους έγραφα για τη Σούλα. Η πόρτα της ήταν αντίκρυ στη δική μας, μια στενή αυλή μας χώριζε, με ξύλινα κάγκελα. Θα ήταν γύρω στα δεκαοχτώ-δεκαεννιά και δούλευε στο υφαντουργείο του Βαλιούλη. Καμιά φορά, τα βράδια του χειμώνα, όταν ο γαμπρός μου και η αδελφή μου είχαν πάει στο σινεμά και τα μικρά κοιμόντουσαν, ερχόταν και κάθονταν μαζί μου, δίπλα στη σόμπα, κι αναψοκοκκίνιζαν τα μάγουλά της απ’ τη ζέστη. Μου ’λεγε πως έβγαινε τα σαββατόβραδα «μ’ ένα παιδί», «συνάδελφό» της, ραντεβού στις γραμμές του τραίνου και μου ’δειχνε πώς φιλιόντουσαν ― «τίποτε παραπάνω! Δεν σφάξανε!», έλεγε. Αυτός στεκόταν πίσω από την πλάτη της και έζωνε τα χέρια πίσω από τη μέση της, κι αυτή γύριζε το κορμί της μισή στροφή κι έπλεκε τα χέρια της γύρω από τον σβέρκο του, κι αυτός έσκυβε πάνω στο πρόσωπό της «και σμίγανε τα χείλη» τους ― «όπως στο σινεμά. Να, έτσι», μου ’λεγε. Είχαν έρθει απ’ το Σαρμουσακλί ―κοντά στα Σέρρας― με τ’ αντάρτικα.
Θα τους έλεγα για τον αδελφό της, τον Χαρίτο, που δούλευε κι εκείνος κάπου σε μηχανουργείο και το βράδυ πήγαινε σε τεχνική σχολή, και για την αδελφή της τη μικρή, την Κούλα, που δούλευε σε κομμωτήριο, και για τη μάνα της, που κι εκείνη δούλευε, καθαρίστρια νομίζω, και για τον πατέρα της, τον κυρ-Γιάννη, που μονάχα εκείνος δεν δούλευε, γιατί «έπασχε», λένε.
Θα τους έλεγα για τη Μαριάνθη τη Χοντρή, που έμενε με τη μάνα της ― μια πανέμορφη λεβεντοχήρα, έξυπνη γυναίκα, που δούλευε σ’ ένα εργοστάσιο στη Μενεμένη κι όλο για τον Διευθυντή μιλούσε― και με τη θεια της τη γεροντοκόρη, που τους έκανε μαύρη τη ζωή, επειδή τις ζήλευε και τις δυο. Πατέρας δεν υπήρχε, κι ούτε μιλούσαν ποτέ γι’ αυτόν. Ήταν απ’ τη Γευγελή και μεταξύ τους μιλούσαν «σλαβομακεδόνικα», καμιά φορά και μπροστά μας, και μια φορά η αδελφή μου τής έκανε παρατήρηση της μάνας της, «άκου να σου πω, κυρ-Αγγελική, στο σπίτι σας μπορείτε να μιλάτε όπως θέλετε, αλλά μπροστά στον άλλον… Είναι σαν να τον σχολιάζετε… Και τι “σλαβομακεδόνικα” είναι αυτά, τι γλώσσα είναι αυτή…»
Με τη Μαριάνθη ήταν «τρελά ερωτευμένος» ο Γούσιας, φοιτητής της Θεολογίας, από την Καρδίτσα, και της έστελνε κάθε μέρα ραβασάκια. Δηλαδή της τα έδινε ο ίδιος στο χέρι, τη σταματούσε στον δρόμο κι αμέσως έφευγε χωρίς να περιμένει απάντηση, κι εκείνη ερχόταν κατευθείαν στο σπίτι μου και με τα διάβαζε σκασμένη στα γέλια, επειδή σε κάθε γράμμα την αποκαλούσε «νεφέλεα» και δεν
ήξερε τι θα πει ― «Εσύ το ξέρεις; Που πας και για φιλόλογος;», με ρωτούσε. Αλλά κι εγώ δεν το ήξερα και υπέθετα πως ήθελε να πει «κάτι φευγαλέο κι άπιαστο, σαν νεφέλη», της έλεγα, και η Μαριάνθη η Χοντρή γελούσε με τα πανέμορφα μάτια της και δάγκωνε τα γραμμένα της χείλη. «Νεφέλη, εγώ! Άπιαστη, εγώ!», απορούσε.
Θα έλεγα και για τον Γούσια, που είδε κι απόειδε, το πήρε τελικά απόφαση πως η Μαριάνθη η χοντρή ήταν πραγματικά «νεφέλεα» κι αρραβωνιάστηκε τη Νίτσα της Καραμαλούς, της σπιτονοικοκυράς του, που είχε κι εκείνη σπίτι προσφυγικό, δικό της, μονοκατοικία, με μια αυλή γεμάτη γαλοπούλες και όρνιθες ― και μια πιθαμή πράσινη λάσπη, από τις κουτσουλιές. Κι η Καραμαλού, η πεθερά του, του είχε αγοράσει δίκαννο. Καμιά φορά, τις Κυριακές, πηγαίναμε μαζί για κυνήγι, με ένα όπλο. Παίρναμε πρωί πρωί το λεωφορείο από τη Μοναστηρίου, κοντά στον Σταθμό, και κατεβαίναμε στον Γαλλικό, πιο πέρα από τον Άγιο Αθανάσιο. Τριγυρνούσαμε στα παγωμένα χωράφια, μες στις ομίχλες, και ντουφεκούσαμε τις τσίχλες που καθόντουσαν στις στεγνές βαμβακιές. Τσίχλες, σιταρήθρες, κάνα κοτσύφι και σπουργίτια ― όλο και κάτι φέρναμε το βράδυ, για να τα φτιάξει κοκκινιστό η αδελφή μου και να πιούμε ούζο με τον γαμπρό μου.

Συνήθως όμως τις Κυριακές, τ’ απογεύματα, μαζευόμασταν στο ανοιχτό σταυροδρόμι και παίζαμε ξυλίκι, που μερικοί το λέγανε τσιλίκι, κι εγώ ξεχνιόμουνα και το έλεγα χάσο, στα ηπειρώτικα, και με κοροϊδεύανε: η Σούλα, η Μαριάνθη η Χοντρή, εγώ, η Εροδίτη, ο Χαρίτος, ο Στράτος ο Διονυσίου, που ερχόταν από την Τούμπα σε μια θεια του που έμενε στη γειτονιά μας, στον δρόμο της Ζωοδόχου. Ήταν γύρω στα δεκάξι του, τραγουδούσε καλά από τότε, κι αργότερα έγινε πολύ δημοφιλής με τα ρεμπέτικα. Όποιος έχανε θα έβαζε τα εισιτήρια για το σινεμά. Υποτίθεται.
Θα τους έλεγα για τον Πατζίφη, τον γιο της Νέσαινας, ένα αλητάκι γύρω στα δεκατέσσερα, που τα είχε με την Καλλιόπη της Γκόλαινας ― φτώχεια και των γονέων και οι δυο. Η Καλλιόπη ζήλευε και του ’κανε μούτρα, και τότε αυτός την έδερνε, κι εκείνη έκλαιγε, και ο Πατζίφης τότε της τραγουδούσε:
Τι όμορφη που είσαι όταν κλαις
το δάκρυ σαν διαμάντι αργοκυλάει
αγάπη μου, τι όμορφα που κλαις
κι αυτή σκούπιζε τα μάτια της και ρουφούσε τη μύτη.

Συχνά τις νύχτες, τα μεσάνυχτα, όταν γυρνούσα στο σπίτι με το τελευταίο λεωφορείο, που μ’ άφηνε Βασιλέως Γεωργίου κι ύστερα έκοβα μέσα από τα σιωπηλά στενά, τον έβρισκα ακουμπισμένο στην κολώνα του ηλεκτρικού να σιγοτραγουδάει ολομόναχος στο φεγγάρι.
― «Παντζίφη, άντε τώρα να κοιμηθείς!»
― «Με τα μωρά, κύριε Φόρη;», απαντούσε κι
έλαμπε τότε πιο πολύ η καύτρα του τσιγάρου
του.
Αργότερα, όταν πια είχα φύγει από τη Θεσσαλονίκη, έμαθα από την αδελφή μου ― εκείνη δεν είχε κατέβει ακόμη στην Αθήνα― πως μάζευε κάλυκες και μπακίρια, για να τα πουλήσει, στο ρέμα του Κουκλουτζά, και μια οβίδα, λέει, ή χειροβομβίδα, που τη χτυπούσε για να την ανοίξει, έσκασε και τον έκανε κομμάτια. Κάτω από τη γέφυρα. Τον μάζεψαν σ’ ένα αντίσκηνο.
Θα έλεγα και για τα σπαρμένα χωράφια, ανάμεσα Μενεμένη και Κουκλουτζά, όπου πήγαινα την άνοιξη, ξάπλωνα στο χορτάρι, στους όχτους, και διάβαζα τις Σημειώσεις του Γιερού για τον Κίρκεγκαρντ και του Σπετσιέρη για τις «ηθικές αξίες», αλλά τις πιο πολλές φορές χάζευα κάτι ζωάκια με στρογγυλό κεφάλι, μικρούς σκίουρους, που βγαίνανε από τις τρύπες τους στο χώμα, στεκόντουσαν όρθιοι και κοίταζαν γύρω με τρόπο κωμικό.
Ρώτησα έναν γεωργό που έτυχε να περνάει και μου είπε πως τα λέγανε λαγόγερους ― στην πατρίδα μου δεν είχαμε.
Θα τους έλεγα ακόμη πως αργότερα, όταν έμενα στην Αθήνα, ήρθε η Μαριάνθη η Χοντρή και με βρήκε ― παντρεμένη πια και με δυο παιδιά, αγόρια. Τη ρώτησα πού ήθελε να την πάω και μου είπε: «Ξέρεις τι θέλω; ― αλλά μη με κοροϊδέψεις! Θέλω να με ανεβάσεις στο τρόλεϊ και να με πας βόλτα σε όλη την Αθήνα!». Την πήρα λοιπόν και την πήγα βόλτα με το τρόλεϊ σε όλες τις γραμμές, από την αφετηρία τους ώς το τέρμα. Κι όταν τέλειωσαν οι διαδρομές, μ’ αγκάλιασε και με φίλησε.
«Τώρα», μου είπε, «δεν με νοιάζει να πεθάνω!». Λίγα χρόνια αργότερα, έμαθα πως πέθανε από καρκίνο του μαστού. Και πως ο γιος της ζωγραφίζει εικόνες ― όλο Παναγίες.
Θα τους έλεγα επίσης πως ύστερα από πολλά χρόνια, είκοσι περίπου, πήγα με την Τατιάνα, τη γυναίκα μου, στην Επτάλοφο, και δυσκολεύτηκα αλλά κατάφερα τελικά να βρω τη γειτονιά μας και το σπίτι του Παύλου, όπου έμενα. Ήταν το ίδιο, όπως και τα άλλα δύο. Στο σπίτι της Σούλας, ακουμπισμένη στο περβάζι του παραθυριού, στεκόταν μια μαυροφόρα γριά, και είπα πως θα είναι η μάνα της ― γέρασε, είπα με τον νου μου, θα πέθανε κι ο κυρ-Γιάννης και γι’ αυτό φοράει μαύρα. Αλλά, όταν βγήκαμε από το αυτοκίνητο και στάθηκα μπροστά της αμήχανος, «Αχ, ο Φόρης» είπε κι έβαλε τα κλάματα. Ήταν η Σούλα. Είχε παντρευτεί κι είχε χηρέψει ― «έμεινα, Φόρη μου, με τρία παιδιά!», είπε. Ο Χαρίτος έλειπε στην Αυστραλία, έμεινε εκεί κι έκανε δική του οικογένεια. Η μικρή της αδελφή, η Κούλα, είχε σκοτωθεί σε αεροπορικό δυστύχημα, ταξίδευε στην Αυστραλία, για να κάνει κι εκείνη τον γάμο της εκεί ― «Αχ, Φόρη μου, πώς τα φέρνει έτσι η ζωή;». Κι αγκάλιαζε και φιλούσε τη γυναίκα μου.
Και θα τους έλεγα τέλος πως πέρυσι που ήρθα πάλι με την Τατιάνα στη Θεσσαλονίκη, μας πήρε ένα βράδυ η Φανή, να μας πάει στα ουζερί, στον Μύλο του Μπάλτα ― πες πως θα ήταν ο Τόλης. Ύστερα μπήκαμε στο αυτοκίνητο, κι είπα να τους πάω κι εγώ στην παλιά γειτονιά μου, στην Επτάλοφο, αλλά στάθηκε αδύνατο να την εντοπίσω ακριβώς, μονάχα στο περίπου, με βάση την εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής, που τη βρήκα ρωτώντας, και με τις γραμμές του τραίνου.
Ήταν πια κάτι σαν πλατεία στενόμακρη, με εξέδρες και αναψυκτήρια. «Είναι νύχτα», τους είπα, «δεν βλέπω τίποτα» ― όπως μας συμβαίνει πολλές φορές στα όνειρα. Και φύγαμε. Χάσαμε και τον δρόμο και, ενώ νόμιζα πως πήγαινα προς τους Αγίους Πάντες, βρέθηκα στο νεκροταφείο της Αγίας Παρασκευής κι έβγαινα, όπως κατάλαβα, από την πόλη. Σταμάτησα σ’ ένα βενζινάδικο που διανυκτέρευε, με όλα τα κίτρινα φώτα του αναμμένα, και ρώτησα έναν που κρατούσε τη μάνικα κατά πού πάει για το Βαρδάρι και μου είπε: «Εντελώς στην αντίθετη κατεύθυνση!». Όπως στα όνειρα.
Αυτά θα τους έγραφα και άλλα πολλά. Και για το Βαρδάρι, αν επιμένανε, και για τα Λαδάδικα και για το Σέιχ Σου και τον δράκο που πλησίαζε έρποντας, ενώ το φεγγάρι σκαρφάλωνε στα Κάστρα. Αλλά δεν μου το είπανε!
Ο Χριστόφορος Μηλιώνης (1932-2017) γεννήθηκε στο Περιστέρι Πωγωνίου του νομού Ιωαννίνων. Φοίτησε στη Ζωσιμαία Σχολή και σπούδασε φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Υπηρέτησε στη μέση εκπαίδευση, στην Ελλάδα και την Κύπρο, ως καθηγητής, γυμνασιάρχης και σχολικός σύμβουλος. Υπήρξε μέλος της ομάδας εργασίας που συνέταξε τα «Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» Γυμνασίου/Λυκείου, και μέλος των συντακτικών ομάδων των περιοδικών των Ιωαννίνων Ενδοχώρα και Δοκιμασία. Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1954, με διήγημά του, στο περιοδικό Ηπειρωτική Εστία. Ακολούθησαν τα βιβλία διηγημάτων (από τους σημαντικότερους του είδους στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα): Παραφωνία (1961)· Το πουκάμισο του Κένταυρου (1971)· Τα διηγήματα της δοκιμασίας (1978)· Το πουκάμισο του Κένταυρου και τ’ άλλα διηγήματα (1982, συγκεντρωτική έκδοση)· Καλαμάς κι Αχέροντας (1985)· Χειριστής ανελκυστήρος (1993)· Το μικρό είναι όμορφο (1997)· Τα φαντάσματα του Γιορκ (1999)· Μια χαμένη γεύση (1999)· Η φωτογένεια (2002)· Ακροκεραύνια (1976)· Το μοτέλ. Κομμωτής κομητών (2005) και τα μυθιστορήματα: Δυτική συνοικία (1980)· Ο Σιλβέστρος (1987). Έγραψε επίσης φιλολογικές μελέτες, δοκίμια και μετέφρασε κείμενα από τα αρχαία ελληνικά. Αρκετά άρθρα του δημοσιεύτηκαν στη Φιλολογική Καθημερινή και αργότερα στα Νέα. Για το έργο του τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος (1986), με το Βραβείο Διηγήματος του περιοδικού Διαβάζω (2000) και με το Βραβείο Διηγήματος του Ιδρύματος Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών (2005). Ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων, ήταν σύζυγος της καθηγήτριας της Γαλλικής Φιλολογίας Τατιάνας Τσαλίκη-Μηλιώνη. Έφυγε από τη ζωή στην Αθήνα στις 5 Ιανουαρίου 2017, σε ηλικία 84 ετών.
Ο κριτικός Αλέξης Ζήρας έγραψε για το έργο του Χριστόφορου Μηλιώνη: «Κεντρική σημασία σε όλα τα πεζά του έχει η μνήμη, ο απεριόριστος και αεικίνητος χρόνος της αναθύμησης, της αναπόλησης. Όλα συμβαίνουν εκεί, καθώς σχεδόν όλες οι ιστορίες του εκκινούν από προσωπικά βιώματα και αναπτύσσονται έπειτα διασταλτικά μέσω της συγγραφικής φαντασίας, με τη χρησιμοποίηση προσώπων που αφηγούνται για λογαριασμό του. […]»
(πηγή: Εταιρεία Συγγραφέων)
[Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Εντευκτήριο, τχ. 40, 1997]