ΣΤΟΝ ΑΞΟΝΑ ΤΗΣ ΒΑΣ. ΟΛΓΑΣ
Βίλα Μορντώχ: Μια βίλα με πολλές ιστορίες
Μια από τις ελάχιστα σωζόμενες επαύλεις των αρχών του 20ού αιώνα, απ’ τις πολλές που κοσμούσαν άλλοτε την ανατολική Θεσσαλονίκη, είναι η βίλα Μορντώχ, γνωστή στους περισσότερους από τη σημερινή της χρήση ως κτιρίου που στεγάζει υπηρεσίες του Δήμου Θεσσαλονίκης. Το κτίριο χτίστηκε το 1905, αρχικά για τον Σεϊφουλάχ πασά, τότε υπασπιστή του σουλτάνου αλλά και Νομάρχη Ιωαννίνων, σε σχέδια ενός από τους γνωστότερους αρχιτέκτονες της εποχής, του Έλληνα Ξενοφώντα Παιονίδη. Ο εν λόγω αρχιτέκτονας, μαζί με άλλους γνωστούς αρχιτέκτονες της εποχής, όπως οι Βιταλιάνο Ποζέλι, Πιέρο Αριγκόνι κ.ά., άφησαν έντονο το αποτύπωμά τους με μια σειρά κτιρίων, που κατασκευάσθηκαν είτε για δημόσια είτε ιδιωτική χρήση και κοσμούν έως σήμερα την πόλη.[1]
Στα έργα του Ξενοφώντα Παιονίδη, εκτός της βίλας Μορντώχ, συγκαταλέγονται, μεταξύ άλλων, η Σχολή Τυφλών (οικία Πριστινά), το παλιό Ιταλικό Προξενείο (βίλα Σαλέμ), η Ιωαννίδειος Σχολή, η Κεντρική Αστική Σχολή κ.ά., ενώ ο ίδιος ήταν και επιβλέπων μηχανικός στις εργασίες ανέγερσης του Παπάφειου Ορφανοτροφείου. Άλλωστε, ο Παιονίδης αναλάμβανε τη σχεδίαση και ανοικοδόμηση μιας σειράς κτιρίων-επαύλεων, ανεξαιρέτως για κατοίκους της πόλης, Έλληνες, Τούρκους, εβραίους, ντονμέδες κ.ά., σε μια εποχή όπου η τότε νεοονομασθείσα συνοικία Χαμιδιέ (γνωστή και ως συνοικία των Πύργων ή των Εξοχών) γνώριζε πρωτοφανή οικιστική ανάπτυξη.[2]
Η μεγάλη πυρκαγιά που έπληξε το κέντρο της πόλης το 1890 και μια σειρά οικιστικών παρεμβάσεων, με την ταυτόχρονη διάνοιξη λεωφόρου και τη σύνδεση της περιοχής με το κέντρο με ιππήλατο τράμ, διευκόλυνε την εγκατάσταση νέων κατοίκων στην περιοχή. Έτσι, στην περιοχή εγκαταστάθηκαν ανώτεροι αξιωματούχοι, βιομήχανοι, έμποροι κ.ά., και στην παλαιά, αραιοκατοικημένη περιοχή των Πύργων ή Εξοχών, ανοικοδομήθηκαν πολυτελείς επαύλεις κατά μήκος της Λεωφόρου των Εξοχών (Βασιλίσσης Όλγας), σε μια προσπάθεια των ιδιοκτητών τους να προβάλλουν την κοινωνική και οικονομική τους ευμάρεια.[3]
Όμως, ο αρχικός ιδιοκτήτης της βίλας, Σεϊφουλάχ πασάς, εγκατέλειψε τη Θεσσαλονίκη το 1912, και η σύζυγός του τελικά πούλησε την έπαυλη στους Ισαάκ Ιακώβ Σαλώμ και Μαρκ Ιακώβ Σαλώμ, τον Ιούνιο του 1923. Μετέπειτα η βίλα πωλήθηκε, το 1930, στον Σαμουήλ Μορντώχ, εξ ού και η σημερινή ονομασία ως βίλας Μορντωχ. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, η έπαυλη επιτάχθηκε από τις γερμανικές στρατιωτικές δυνάμεις, που τη χρησιμοποίησαν για σκοπούς διοικητικής μέριμνας, μέχρι την απελευθέρωση της πόλης, οπότε στέγασε για ένα μικρό διάστημα γραφεία του Ε.Α.Μ. Το 1947 η βίλα επιτάχθηκε από την Ελληνική Βασιλική Αεροπορία, που τη παραχώρησε με τη σειρά της για να δημιουργηθεί η παιδόπολη «Αγία Ειρήνη», όπου στεγάσθηκαν ορφανά του εμφυλίου πολέμου, και σε ανάμνηση της περιόδου αυτής της χρήσης υπάρχει σχετική στήλη στον αυλόγυρο της έπαυλης. Μετά, το κτίριο θα χρησιμοποιηθεί από το Γ΄ Σώμα Στρατού, για να στεγαστούν οικογένειες αξιωματικών της Σχολής Πολέμου, ώσπου ένας δικαστικός αγώνας θα ξεκινήσει από τη χήρα του Σαμουήλ Μορντώχ, Nέλλη, η οποία τελικά θα καταφέρει να κερδίσει τη διαμάχη το 1952. Η ιδιοκτήτρια πούλησε το κτίριο στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων έναντι του ποσού των 550.000 (νέων) δραχμών· παρ’ όλα αυτά, μέχρι το 1955, στο κτίριο στεγάστηκαν παράνομα υπηρεσίες του ΝΑΤΟ.[4]
Κατόπιν, το ΙΚΑ θα χρησιμοποιήσει τους χώρους της έπαυλης για να στεγάσει ακτινολογικά εργαστήρια αλλά και πολυϊατρείο, ενώ στους σκοπούς του ήταν στο οικόπεδο να ανεγερθεί πολυκατοικία, οπότε δημιουργήθηκε θέμα διατήρησης ή όχι αυτής της όμορφης έπαυλης. Έτσι, θα ξεσπάσει διαμάχη ανάμεσα στον Δήμο Θεσσαλονίκης, στο Ι.Κ.Α. και στο τότε Υπουργείο Προεδρίας (σημερινό Πολιτισμού), ως προς το κατά το πόσο το κτίριο χαρακτηρίζεται ως διατηρητέο. Το Υπουργείο, με το έγγραφό του 26520/10-12-1970, θα το αποχαρακτηρίσει, με αποτέλεσμα δύο χρόνια αργότερα το Ι.Κ.Α. να ξεκινήσει τις εργασίες κατεδάφισης του κτιρίου, όμως με την επέμβαση των υπηρεσιών της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης αυτές θα σταματήσουν την τελευταία στιγμή. Θα ακολουθήσει περίοδος όπου το κτίριο θα εγκαταλειφθεί και θα αποτελέσει έρμαιο των διαφόρων επιδρομέων. Ώσπου, στις 12 Ιουνίου του 1976, κρίθηκε και επισήμως διατηρητέο,[5] και από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 θα στεγάσει υπηρεσίες του Δήμου Θεσσαλονίκης αλλά και τη Δημοτική Πινακοθήκη, έως ότου αυτή μεταφέρθηκε σε καινούργιες εγκαταστάσεις.
Η βίλα Μορντώχ αποτελεί ένα από τα τελευταία διασωθέντα κτίρια εκλεκτικιστικής αρχιτεκτονικής στη Θεσσαλονίκη, καθώς ο συγκεκριμένος ρυθμός είχε υιοθετηθεί σε πάμπολλα κτίρια της εποχής. Είναι διώροφο κεραμοσκεπές κτίσμα με ημιυπόγειο, με τον χαρακτηριστικό πύργο σε μια από τις γωνίες του, και η είσοδος στο κτίριο γίνεται εφικτή από μεγάλους εξώστες μπροστά από τις εισόδους που υπάρχουν. Στα χαρακτηριστικά της βίλας συναντώνται επιδράσεις στοιχείων νεοκλασικών, αναγεννησιακών, μπαρόκ, τουρκο-μπαροκ, art-nouveaux. Στο εσωτερικό του, οι οροφές των δωματίων είναι διακοσμημένες με τοιχογραφίες, μία από τις οποίες αποκαλύπτει την ημερομηνία κατασκευής, με την υπογραφή του καλλιτέχνη: Νουρεντίν 1905.[6]
Εντέλει, η ύπαρξή της στη διασταύρωση των σημερινών οδών Βασιλίσσης Όλγας-25ης Μαρτίου αποτελεί μια ζωντανή ανάμνηση της παλιάς Θεσσαλονίκης και των διαφορετικών ανθρώπινων ιστοριών που εκτυλίχθηκαν στον ένα και πλέον αιώνα ζωής της, αλλά και αντικείμενο περισυλλογής ως προς το πώς θα μπορούσαν να είχαν διασωθεί και άλλα κτίρια της κατά πολλούς ονειρικής Λεωφόρου των Εξοχών.
Πηγές:
– Μαντοπούλου Θάλεια(1977), Ο αρχιτέκτονας Ξενοφών Παιονίδης. Ερευνητικό θέμα στην έδρα Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής Α.Π.Θ.,
– Μαντοπούλου Θάλεια(1977), Αρχοντικό Ι.Κ.Α. Αποτύπωση – γραφική αποκατάσταση – νέα χρήση. Διπλωματική εργασία, Αρχιτεκτονική Α.Π.Θ.
– Χαριτίδου-Μαυρουδή Εύη (1985-1986), Νεώτερα Μνημεία της Θεσσαλονίκης, Υπουργείο Πολιτισμού / Υπουργείο Βορείου Ελλάδος / Θεσσαλονίκη 2.300, Θεσσαλονίκη
[1] Μαντοπούλου Θάλεια (1977), Αρχοντικό Ι.Κ.Α. Αποτύπωση – γραφική αποκατάσταση – νέα χρήση, διπλωματική εργασία, Αρχιτεκτονική Α.Π.Θ.
[2] Μαντοπούλου Θάλεια (1977), Ο αρχιτέκτονας Ξενοφών Παιονίδης. Ερευνητικό θέμα στην έδρα Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής Α.Π.Θ., σ. 9-10.
[3] Μαντοπούλου Θάλεια (1977), ό.π.
[4] Μαντοπούλου Θάλεια (1977), όπου σημ. 1 παραπάνω, σ. 17-18.
[5] Μαντοπούλου Θάλεια, ό.π., σ. 18.
[6] Χαριτίδου-Μαυρουδή Εύη (1985-1986), Νεώτερα Μνημεία της Θεσσαλονίκης, Υπουργείο Πολιτισμού / Υπουργείο Βορείου Ελλάδος / Θεσσαλονίκη 2.300, Θεσσαλονίκη, σ. 242-243.