ΕΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Το πουλί
Του ΣΤΕΡΓΙΟΥ ΤΣΙΟΥΜΑ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόλΙΣ 62
Περπατάς την Εγνατία οδό με κατεύθυνση από την πλατεία Βαρδαρίου προς την Έκθεση. Συναντάς δρόμους που τέμνουν κάθετα την κεντρική αρτηρία και οδηγούν καρσί στην παραλία, τη θάλασσα. Ίωνος Δραγούμη, Βενιζέλου, το μεγάλο άνοιγμα της πλατείας Αριστοτέλους και σχεδόν αμέσως το δεύτερο μεγάλο άνοιγμα, αυτό της οδού Αγίας Σοφίας. Δέκα λεπτά, ένα τέταρτο το πολύ, με βηματισμό περιπάτου.
Παλιά, η Αγίας Σοφίας ήταν δρόμος διπλής κατεύθυνσης με νησίδα στη μέση. Αρκετές φορές, μόλις έφθανες εκεί, σε άγγιζε κάτι σαν υγρασία και μία αδιόρατη μυρωδιά, που αν και δεν την έβλεπες, τής θάλασσας. Τόχει η τοποθεσία.
Αν στρίψεις στην Αγίας Σοφίας πρoς τα κάτω, στα 124 βήματα θα συναντήσεις την ομώνυμη πλατεία. Δεξιά στην γωνία και στην μεγάλη διασταύρωση με την Ερμού, διπλής κατεύθυνσης κι αυτή, βρισκόταν το ζαχαροπλαστείο του “Αχιλλέα”. Το πρώτο που είχε κανταϊφι με αλεσμένη γέμιση. Ακριβώς απέναντι, πάντα δεξιά κατεβαίνοντας, το περίφημο “ Κόκκινο σπίτι”. Στο ισόγειο λειτουργούσε το καφενείο των καθηγητών, συνταξιούχων ως επί το πλείστον, που μετά έγινε εστιατόριο. “το Κουρδιστό γουρούνι”.
Δίπλα ακριβώς, και στην προέκταση της γωνίας προς τα κάτω ήταν η ¨Χορτοφαγία Βλάστη”. Χώρια από τα ωραία μαγειρευτά λαδερά φαγητά, λίγα τον αριθμό, και τις χορτοσαλάτες με το υπέροχο λάδι, θυμάμαι τον εαυτό μου να αποχωρεί θριαμβευτικά και με μία κρυφή χαρά να κραδαίνω το χάρτινο κουτί που έκρυβε 2 τραγανές τουλούμπες σκεπασμένες μ΄ ενα παχύ στρώμα καϊμάκι, ή, μία στις τόσες, 2 αφράτους μπαμπάδες.
Δίπλα ακριβώς από την «Χορτοφαγία», κατεβαίνοντας προς τα κάτω πάντα, ήταν ένας φούρνος που έψηνε και φαγητά των νοικοκυραίων τις Κυριακές. Είχε το συνήθειο η φουρνάρισσα , όταν δεν τις έφταναν οι δεκάρες, να πατσίζει τα ρέστα με «φλόκες» και μαντζούνια και σπάνια με καραμέλες βουτύρου ΙΟΝ. Με μάλωνε η μάνα, μου ζητούσε τα ρέστα δηλαδή.
Δίπλα ακριβώς, ήταν το βιβλιοπωλείο του Διαμαντόπουλου. Δύο βιτρίνες και μία πόρτα στη μέση. Αααα! εδώ είμαστε! Έκανα τόσο δρόμο για να έρθω ως εδώ.
Μόλις άνοιγες την πόρτα ένας οξύς ήχος από το κουδουνάκι που κρεμόταν ακριβώς στο άνοιγμα της πόρτας, ειδοποιούσε για την άφιξη του πελάτη. Μέσα θυμάμαι απόλυτη ησυχία! Όπως κοντοστεκόμουν για να κλείσω πάλι την πόρτα, μια μυρωδιά από καινούργιο δρύινο βαρέλι με κυρίευε. Καθώς βημάτιζα στο ξύλινο δάπεδο προς το εσωτερικό του καταστήματος, ένοιωθα την μυρωδιά του χαρτιού και αμέσως μετά. η οσμή, λες κι ανέβαζε οκτάβα, γινότανε ξερή και όξινη, από ξυμένο μολύβι. Το καλοκαίρι που όταν μπαίνεις στη θάλασσα νοιώθεις τα ρεύματα στα πόδια και στο σώμα σου: κρύο, χλιαρό, ζεστό, να, έτσι ήτανε.
Εκεί πρωτοείδα και το «μαγικό τετράδιο». Έσυρες πλαγιαστά την μύτη του μολυβιού στην λευκή σελίδα και σχηματιζόταν μία τέλεια εικόνα. Γρήγορα το βαρέθηκα όμως γιατί μου φαινότανε εύκολο.
Ήταν το ΄64 και μόλις είχαμε επιστρέψει απ΄ το εξωτερικό. Μας φιλοξένησε η θεία μου, εκεί δίπλα, στην οδό Αγίας Θεοδώρας μέχρι να τελειώσουν οι οικοδομικές εργασίες στο σπίτι μας που χτιζόταν λίγο παραπάνω. Ήμουν 10 χρονών.
Δεν έχανα ευκαιρία και αφορμή να περνώ από την βιτρίνα του Διαμαντόπουλου! Στην αριστερή βιτρίνα που είχε το ψιλολόϊ ας πούμε –στην δεξιά ήταν τα βιβλία- ξεχώριζες ένα πουλί. Όχι τόσο για το μέγεθός του –ίσα-ίσα- ήταν μικρό αναλογικά, όσο για το χρώμα του και προπαντός για την αέναη θα έλεγα κίνησή του! Πρωί, μεσημέρι, βράδυ με τα φώτα, εκεί: Ντίγκ! Ντίγκ! Ντίγκ!
Αυτό που θα λέγαμε πόδια, ήταν δύο κομμάτια στραντζαριστή σε ορθή γωνία λαμαρίνα, ψιλόλιγνα, βαμμένα μαύρα μόνο απ ΄την εξωτερική πλευρά, με μία μικρή τρυπούλα επάνω-επάνω έτσι ώστε να εφαρμόζει ο άξονας του αυγοειδούς σώματος. Στη μύτη που όριζε το πίσω μέρος του σχήματος ήταν κολλημένο ένα ρόζ-φούξια πούπουλο. Στο μπροστινό φαρδύ κατακίτρινο σώμα, εφάρμοζε ένα κατακόρυφο στρογγυλό και μακρύ σωληνάκι-σαν λαιμός ας πούμε- έντονο κίτρινο κι αυτό, που κατέληγε σε ένα κεφάλι που ξάκριζε με ένα κατακόκκινο φαρδύ ράμφος σαν πάπιας. Με τα σημερινά δεδομένα θα έλεγα ότι μοιάζει με αυτά τα πουλιά που ζωγραφίζει ο Αρκάς. Μπροστά του στεκόταν ένα μικρό γυάλινο ποτήρι, της ρετσίνας που λέμε, γεμάτο με νερό.
Το πουλί λοιπόν αυτό ξεκινούσε με μικρές νευρικές ταλαντώσεις περί άξονα, για αρκετά δευτερόλεπτα. Σιγά-σιγά αυτές οι γρήγορες ταλαντώσεις βάραιναν, γινόταν πιο αργές, διέγραφαν μεγαλύτερο κύκλο και έφθαναν μέχρι λίγο πιο πάνω από το χείλος του ποτηριού. Αυτό κρατούσε αρκετά δευτερόλεπτα επίσης και σε κάθε ημικύκλιο έφθανε όλο και πιο κοντά στο να πιει νερό. Στο τέλος, δεν ξέρω με ποια ρύθμιση στεκότανε λες και με υπομονή μπροστά απ΄ το ποτήρι και τελικά βύθιζε το ράμφος στο νερό. Πολλές φορές θυμάμαι να γέρνω το κεφάλι και να σηκώνομαι στις μύτες των ποδιών για να το δω να συμβαίνει! Μετά, σαν χαρούμενο λες, γύριζε στις αρχικές μικρές και νευρικές ταλαντώσεις και άντε πάλι απ΄ την αρχή!
Τι τα θυμήθηκες τώρα όλα αυτά; Πως και τα θυμήθηκες; Και μάλιστα χρησιμοποιείς φορές-φορές και καθ΄ υπόταξη σύνταξη;
Διαβάζω στο «Περί Αρχιτεκτονικής» ότι ο Βιτρούβιος θεωρεί πως τα συγγράμματα εγγράφουν στη συνείδησή μας εικόνες, πράγματα που δεν έχουμε δει, εμπλουτίζοντας ακόμη περισσότερο τις «προϋποθέσεις» της σκέψης μας.
Αυτός πάλι το έμαθε από τον Αριστοτέλη:
«και νοείν ούκ έστιν άνευ φαντάσματος».