ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Το λάθος του ιμπρεσάριου
του Γιώργου Σκαμπαρδώνη
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόλΙΣ 69
Ο φημισμένος ιμπρεσάριος Κωνσταντίνος Τσίμπας, που διέπρεψε κατά τον Μεσοπόλεμο στη Θεσσαλονίκη, είναι αυτός που ανακάλυψε το λαμπρό ταλέντο της Σοφίας Βέμπο και την κάλεσε να πρωτοτραγουδήσει στο κέντρο «Αστόρια» (αργότερα «Τόττης») της παραλιακής, το φθινόπωρο του 1933. Πού να φανταστεί ο ιμπρεσάριος, ο οποίος αργότερα, επί Κατοχής, γίνεται ένας από τους πιο μοχθηρούς πράκτορες των Ναζί, ότι η Βέμπο θα εξελιχθεί σε εντελώς αντίθετη κατεύθυνση και θα γίνει η τραγουδίστρια της Νίκης.
Κατά το 1933 συμβαίνουν πολλά μοιραία για τον κόσμο – καταρχήν ο Χίτλερ γίνεται Καγκελάριος. Στην Ιταλία κυριαρχεί ο Μουσολίνι και στην Ελλάδα δοξάζεται (ως συνήθως) ο διχασμός – η Θεσσαλονίκη βρίσκεται κι αυτή σε αναστάτωση. Δυο χρόνια πριν, το 1931, έγινε επίθεση των εθνικιστών (ΕΕΕ) στον εβραϊκό συνοικισμό Κάμπελ και το 1932 η σχετική δίκη των πρωταιτίων στη Βέροια. Οι σχέσεις των δύο κοινοτήτων στην πόλη, Χριστιανών και Εβραίων, δεν είναι και οι καλύτερες. Η εποχή ευνοεί τη δημιουργία εθνικιστικών κινημάτων και παντού οργιάζουν οι πράκτορες κάθε είδους.
Αλλά η πνευματική και πολιτιστική ζωή στη Θεσσαλονίκη είναι αρκετά ζωντανή – βγαίνουνε αρκετές εφημερίδες και λειτουργούν πολλά θέατρα. Εξ Αθηνών καταφθάνει η Μαρίκα Κοτοπούλη με τους Λογοθετίδη, Μυράτ και άλλους στο Θέατρο του Λευκού Πύργου και παίζουν Μαρία Στιούαρτ, την Ιερή Φλόγα, το Επάγγελμα της κυρία Γουόρεν, το Παρντόν Μαντάμ. Τον Αύγουστο έρχεται ο διευθυντής του Εθνικού Ωδείου Αθηνών Μανώλης Καλομοίρης με εκλεκτό επιτελείο και ανεβάζουν Τόσκα, Ριγκολέτο, Τραβιάτα και Μαντάμ Μπατερφλάι. Τον Σεπτέμβριο το «Ελεύθερο Θέατρο» Θεσσαλονίκης με τον Τίτο Βανδή, τον Παντελή Ολύμπιο, τον Ζουλ Καστοριάδη (αδερφό του μαρξιστή φιλοσόφου) ανεβάζει τη Νερατζούλα του Παναΐτ Ιστράτι, το Ξανθές-μελαχρινές του Τσοκόπουλου και άλλα. Στην περίοδο της ΔΕΘ καταπλέει ο Αττίκ και ύστερα το συγκρότημα του Εθνικού Θεάτρου Αθηνών με τους Αιμίλιο Βεάκη, Αλέξη Μινωτή, Ελένη Παπαδάκη κ.ά. Παίζουν κλασικά έργα και τον Οιδίποδα Τύραννο προς τιμήν του Παναγή Τσαλδάρη που επιστρέφει από την Άγκυρα, όπου υπέγραψε ελληνοτουρκική συμφωνία.
Στη Θεσσαλονίκη υπάρχει κι ενδιαφέρουσα μουσική κίνηση αυτή την περίοδο: υπάρχουν συγκροτήματα τζαζ και ελαφρού τραγουδιού ήδη από το 1920 – στον Κήπο του Λευκού Πύργου εμφανίζεται ο πιανίστας Κουάρτο Ποζέλι με την έφηβη σχεδόν κόρη του, από την οποία γοητεύεται ο Αττίκ σε μια επίσκεψή του στην πόλη, και την παίρνει μαζί του στην Αθήνα. Ο Αττίκ, σφοδρά ερωτευμένος, γράφει γι’ αυτήν το τραγούδι «Παπαρούνα» – πρόκειται για τη μετέπειτα πολύ γνωστή τραγουδίστρια Λουίζα Ποζέλι, που αρχίζει να εμφανίζεται στη «Μάντρα» και στη συνέχεια θα ερμηνεύσει και τραγούδια των Θεόφραστου Σακελλαρίδη, Κώστα Γιαννίδη, Θέμη Νάλτσα και του πατέρα της. Στη Θεσσαλονίκη ζει επίσης ο συνθέτης Φώτης Ζερβόπουλος, ή Ζερβό, και ο Θέμης Νάλτσας, ο οποίος έγραψε μουσική για πολλά θεατρικά και το πασίγνωστο τραγούδι «Είναι μεσάνυχτα όλη η φύσις ησυχάζει», μεγάλη επιτυχία στην Ελλάδα και στην Ευρώπη.
Αυτή την εποχή η Σοφία Βέμπο λέγεται ακόμα Μπέμπου, και είναι είκοσι τριών χρονών – έχει γεννηθεί το 1910 στην Καλλίπολη της Ανατολικής Θράκης. Ο πατέρας της είναι από την Τσαρίτσανη και πήγε στην Καλλίπολη να δουλέψει ως καπνεργάτης. Δύο χρόνια αργότερα, μετακομίζουν οικογενειακώς στην Κωνσταντινούπολη, όπου γεννιούνται και τα τρία αδέρφια της Σοφίας. Το 1914, με την ανταλλαγή των πληθυσμών η οικογένεια Μπέμπου μεταφέρεται και εγκαθίσταται στον Βόλο, όπου η Σοφία, όταν γίνεται έφηβη, αρχίζει και εργάζεται στο κατάστημα «Φλωρία», αλλά ταυτόχρονα αγοράζει μια κιθάρα, αρχίζει να μαθαίνει, να παίζει ερασιτεχνικά και να τραγουδάει.
Το 1933, λοιπόν, ξεκινάει από τον Βόλο να ’ρθει στη Θεσσαλονίκη για να δει τον αδερφό της Τζώρτζη, ο οποίος σπούδαζε εδώ. Μέσα στο πλοίο «Α/Π ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑ», όπου βρίσκεται, βγάζει η Σοφία την κιθάρα και αρχίζει να παίζει και να τραγουδάει μόνη της. Σε λίγο έχουν μαζευτεί γύρω της πολλοί επιβάτες, μαγεμένοι από τη φωνή της και την απολαμβάνουνε με ενθουσιασμό. Μεταξύ αυτών είναι και κάποιος κομψός κύριος, καλοντυμένος, κοσμοπολίτης, όπως φαινόταν, ο οποίος ήταν τότε πολύ πετυχημένος ιμπρεσάριος στα κέντρα διασκέδασης της Θεσσαλονίκης, που είναι ουκ ολίγα και δουλεύουνε καλά, μέσα στην αμεριμνησία του Μεσοπολέμου.
Ο κύριος αυτός, ο Κωνσταντίνος Τσίμπας, είναι Κεφαλλονίτης και μέγας τυχοδιώκτης. Έχει υπηρετήσει το 1918 στον βρετανικό στρατό, έχει γυρίσει αρκετές φορές την Ευρώπη, μιλάει τρεις γλώσσες (Αγγλικά, Γαλλικά, Γερμανικά) και έχει τη φήμη κοσμικού – ήδη από το 1923 είχε πλαστογραφήσει ένα πιστοποιητικό ανώτερου αξιωματικού του Ναυτικού και κυκλοφορούσε με αυτό. Στη Θεσσαλονίκη μάλλον δεν ήρθε τυχαία να κάνει τον ιμπρεσάριο, διότι είναι ήδη από πριν ιδεολόγος ναζιστής και στην πόλη μας υπάρχει τότε δίκτυο γερμανών πρακτόρων που διασυνδέεται με την Αθήνα, τη Λέσβο, τη Ρόδο και τη Μέση Ανατολή. Πλησιάζει, λοιπόν, ο ιμπρεσάριος την Έφη (Σοφία) Μπέμπου μέσα στο πλοίο, την ακούει και γοητεύεται απ’ τη φωνή της. Ως, υποτίθεται, ειδικός καταλαβαίνει πως έχει να κάνει με μεγάλο αστέρι που όμως, ως τότε, δεν έχει τραγουδήσει ποτέ επαγγελματικά, σε κέντρο ή αλλού. Την πλησιάζει ευγενικά, την επαινεί δεόντως, και μετά της κάνει την πρόταση να τραγουδήσει στο κοσμικό κέντρο «Αστόρια» της Θεσσαλονίκης. Η Μπέμπου, που προφανώς την έτρωγε το σαράκι της μουσικής από μικρή, δέχεται κάπως αμήχανα την πρόταση – είναι η πρώτη φορά που θα εμφανιστεί επίσημα στο κοινό.
Την εποχή αυτή, λειτουργεί το κέντρο διασκέδασης «Αστόρια» στην παραλιακή λεωφόρο Νίκης γωνία με Αγίας Σοφίας, αλλά υπάρχει παραπάνω, Τσιμισκή και Αγίας Σοφίας, το περίφημο ξενοδοχείο «Αστόρια» (με καφενείο στο ισόγειο) στο οποίο λίγα χρόνια αργότερα (1948) θα διαμείνει ο δημοσιογράφος Τζορτζ Πολκ, της πολύκροτης υπόθεσης. Το παραλιακό «Αστόρια» είναι το κατοπινό «Πτι Παλαί», μετά «Τόττης» και τώρα «Garçon» – για κάποια χρόνια δίπλα ακριβώς θα λειτουργήσει και ο κινηματογράφος «Αμιράλ». Η πρώτη, λοιπόν, καλλιτεχνική εμφάνιση της Βέμπο, κατοπινής τραγουδίστριας της Νίκης, θα γίνει στο παραλιακό «Αστόρια» το 1933. Από εκεί ξεκινάει την καριέρα της και εκεί θα την κλείσει τιμητικά τον Σεπτέμβριο του 1968, με πρες κόμφερανς, ύστερα από την έσχατη συναυλία της στο «Παλαί ντε Σπορ» – η Βέμπο πέθανε δέκα χρόνια αργότερα.
Ο Κωνσταντίνος Τσίμπας λίγο μετά το 1933 μετακομίζει στην Αθήνα, στην οδό Σόλωνος 108, εργάζεται ως ανταποκριτής ξένων εφημερίδων και παντρεύεται την ηθοποιό Αγγελική Κοτσάλη – στο Youtube υπάρχει ένα εξαιρετικό ντοκουμέντο: η Αγγελική Κοτσάλη ερμηνεύει την Ηλέκτρα του Ευριπίδη το 1930, στο Ηρώδειο, σε μετάφραση Ιωάννη Πολέμη.
Ο Τσίμπας προσεγγίζει τη γερμανική πρεσβεία και κατ’ εντολή της εμφανίζεται ως αγγλόφιλος. Με την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα τον Απρίλιο του 1941, εντάσσεται επίσημα στη Γερμανική Μυστική Στρατιωτική Αστυνομία (GFP) και αναλαμβάνει προϊστάμενος ενός τμήματος που κυνηγάει εγγλέζους αξιωματικούς και πράκτορες που παρέμειναν στην Ελλάδα. Γράφτηκε πως ήταν τόσο μοχθηρός και πανούργος που οργάνωσε δική του ομάδα με ιστιοφόρα τα οποία δήθεν θα μετέφεραν αντιστασιακούς ή Άγγλους στη Μέση Ανατολή με στόχο να τους προσεγγίζει και να τους συλλαμβάνει. Τον Σεπτέμβριο του 1944, ένα μήνα πριν φύγουν οι Γερμανοί, διαφεύγει με τη γυναίκα του στη Γερμανία και εγκαθίσταται στη Βαϊμάρη και μετά στο Βερολίνο – η Κοτσάλη αρχίζει να εργάζεται εκεί σε κάποιο ραδιόφωνο. Το 1945 τον συλλαμβάνουν οι Αμερικανοί, τον κρατούν ως το 1946, οπότε μεταφέρεται στην Ελλάδα, δικάζεται και καταδικάζεται τρις εις θάνατον. Εγκλείεται στις φυλακές Καλλιθέας – η ποινή του δεν εκτελείται και αποφυλακίζεται το 1950. Ως το τέλος παραμένει γερμανόφιλος, όπως φαίνεται και από επιστολή που έστειλε το 1949 στον πρόεδρο της Επιτροπής για τα δικαιώματα του Πολίτου.
Η Έφη (Σοφία) Μπέμπου γνωρίζει επιτυχία στο «Αστόρια» της Θεσσαλονίκης και τάχιστα της γίνεται πρόταση από την Αθήνα να τραγουδήσει στο «Θέατρο Κεντρικόν» με τον θίασο Σαμαρτζή- Μηλιάδη. Και ξεκινάει πια η θριαμβευτική της πορεία στο θέατρο και στο τραγούδι. Όλοι γράφουν στίχους και τραγούδια γι’ αυτήν: Κώστας Γιαννίδης, Σπάρτακος, Θεόφραστος Σακελλαρίδης, Χαιρόπουλος, Κώστας Γιαννίδης, Σουγιούλ – σε στίχους Αλέκου Σακελλάριου. Ο Πολ Νορ από Έφη Μπέμπου τη βαφτίζει καλλιτεχνικά σε Σοφία Βέμπο. Με την εισβολή των Ιταλών τον Οκτώβριο του 1940, η Σοφία Βέμπο ερμηνεύει τα σπουδαιότερα εθνικά τραγούδια της εποχής, εμψυχώνοντας τους φαντάρους και όλο τον ελληνικό λαό και αναδεικνύεται σε Τραγουδίστρια της Νίκης. Έτσι ο Κωνσταντίνος Τσίμπας, πράκτορας των Γερμανών και δωσίλογος, ευεργετεί χωρίς να το θέλει τη χώρα του ανακαλύπτοντας μέσα σε μια απολύτως τυχαία συγκυρία τη Βέμπο, καλλιτέχνιδα που θα προσφέρει ύψιστες υπηρεσίες στον αγώνα κατά του Άξονα. Να, άλλη μία τραγική ειρωνεία της Ιστορίας.