ΟΣΑ ΔΕΝ ΛΕΕΙ Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ
Τι είναι η λογοτεχνία
και γιατί γράφουμε
του Μανόλη Ξεξάκη | τεύχος 67 του ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόΛΙΣ
Της έδωσα να διαβάσει όσα έγραψα. Τα πέρασε
προσεκτικά δυο φορές, και μετά ρώτησε:
– Μα γιατί, ενώ έφτιαξες ένα τόσο κομψό κι
ευπρεπές γλωσσικά κείμενο, λες ότι φάγαμε
«γ’ρουν’ μι δαμάσκινα κι πατάτ’ς»; Γιατί δεν λες
«χοιρινό με φρούτα»;
– Διότι, Ελένη, της απάντησα, αν δεν μας γοήτευαν ορισμένες λέξεις κι η εκφορά τους από κλειστές πληθυσμιακές ομάδες, δεν θα γράφαμε τίποτα. «Ροδοστεφάνωτα / ασπροεντυμένα / τα
κατεβάσανε / αγκαλιασμένα / μέσα στην ύστερη
/ αλησμονιά», γράφει ο Σολωμός για δυο νεκρά
παιδάκια, αν το θυμάμαι καλά. Δεν καταλαβαίνεις
πόσο αγαπούσε τις λέξεις;
Κούνησε το κεφάλι της, κι εγώ πρόσθεσα
ακόμη μια αβεβαιότητα στην ποικιλία των χαρακτήρων, ενώ είχα στο μυαλό τα γλυπτά κεφάλια
του Φραντς Μέσερσμιντ με τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά των διαφόρων τύπων ανθρώπου που
είδαμε κάποτε στο Κάτω Μπελβεντέρε της Βιέννης.
Όταν, αργότερα, έπλυνα τα δόντια μου, κατάλαβα ότι μετά από τόσα βιβλία και χρόνια,
έδωσα επιτέλους έστω μία πειστική απάντηση
στον εαυτό μου: ναι, γράφουμε λογοτεχνία επειδή
είμαστε μαγεμένοι από λέξεις και ιδιόλεκτα.
Τις λέξεις ακολουθούμε, κι από αυτές ζητούμε
να δώσουν νόημα στις σκέψεις μας. Από αυτές κι
από τα χαμόγελα ζητούμε να γίνουν λάσπη που
θα χτίσει τη μοίρα μας.
Ορισμένοι, βέβαια, είμαστε μαγεμένοι κι από
τους αριθμούς, από τις πλατωνικές ιδέες που ρυθμίζουν τις μεταβολές των ουσιών στο Σύμπαν.
Και το σπουδαίο: οι αριθμοί, αυτές οι ιδέες,
φαίνεται ότι ρυθμίζουν και τις μεταβολές άλλων
ιδεών, όπως π.χ. του χρόνου. Μην το πετάξετε,
σηκώνει κουβέντα. «Παιδάκι είναι που παίζει με
τους βώλους του», λέει σε ελεύθερη μετάφραση
ο Ηράκλειτος για τον χρόνο.