fbpx

logo

ΙΣΤΟΡΙΑ

Πληροφορίες για τη θαλάσσια οχύρωση της Θεσσαλονίκης στην περιοχή της πλατείας Ελευθερίας

 της Έλλης Γεωργιλά | τεύχος 1 του ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόΛΙΣ

ακολουθούν αποσπάσπατα του άρθρου, μπορείτε να διαβάσετε το πλήρες άρθρο ΕΔΩ (σελ 17-34)

Το κτίριο, στο οποίο σήµερα στεγάζεται η Τράπεζα της Ελλάδος και η Εθνική Τράπεζα, στα ΒΔ της πλατείας Ελευθερίας της Θεσσαλονίκης, ανεγέρθηκε στο διάστημα 1928-1955. Κατά τη διάρχεια των εργασιών της ανέγερσης, εντοπίστηκαν στο οικόπεδο ίχνη από την θαλάσσια οχύρωση της πόλης. Στην προσπάθειά τους να λύσουν τα τεχνικά προβλήματα που προέκυψαν στην κατασχευή, οι τεχνικοί που είχαν αναλάβει την εκτέλεση του έργου κατέγραψαν µε αρκετές λεπτομέρειες στα σχέδια και το ημερολόγιο του εργοταξίου τα ευρήματα. Με τον τρόπο αυτό διασώθηκαν στο αρχείο του επιβλέποντος μηχανικού του έργου σηµαντικά στοιχεία, και έτσι μπορούμε να αντλήσουμε αρκετές πληροφορίες σχετικές µε τη θαλάσσια οχύρωση στο τμήμα αυτό της πόλης, οι οποίες παρουσιάζονται εδώ.

 

ΤΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ

Το οικόπεδο στο οποίο ανεγέρθηκε το κτίριο ορίζεται από τις οδούς Τσιμισκή, Ι. Δραγούμη και Μητροπόλεως και έχει διαστάσεις 30Χ57 μέτρα περίπου.

Ως υψόμετρο αναφοράς κατά την εκτέλεση του έργου λήφθηχε το υψόμετρο της γωνίας Τσιμισκή και Ι. Δραγούμη, το οποίο είναι 4.70 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας. Κατά την έναρξη των εργασιών θεμελίωσης πραγματοποιήθηκε εκσκαφή σε βάθος 4.10 μ. από το φυσικό έδαφος, έφτασαν δηλαδή στο επίπεδο της θάλασσας. Το κτίριο θεμελιώθηκε πάνω σε πασσάλους, οι οποίοι έφταναν σε βάθος 15 μ., γιατί είχε διαπιστωθεί ότι το έδαφος δεν είχε επαρκή αντοχή.

Στο αρχείο του επιβλέποντος μηχανικού σώζεται το σχέδιο πασσάλωσης (σχεδιο 2). Είναι σχεδιασμένο υπό κλίμακα 1:50, µε τίτλο “ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ — ΘΕΜΕΛΙΩΣΙΣ ΔΙΑ ΠΑΣΣΑΛΩΝ ΦΡΑΝΚΙ’ και αριθµό 24. Δεν έχει ημερομηνία και έχει μόνο τη σφραγίδα “ἘΡΓΟΛΑΒΙΑ ΥΠ/ΤῸΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ ΕΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ”. Πρόκειται για το σχέδιο που χρησιμοποιήθηκε στο εργοτάξιο, γιατί στα περιθώρια και στο ίδιο το σχέδιο έχει πρόχειρες σημειώσεις και σκαριφήµατα. Στο σχέδιο είναι σχεδιασµένοι οι πάσσαλοι που τοποθετήθηκαν στο οικόπεδο. Ταυτόχρονα σχεδιάζονται οι τοίχοι που αποκαλύφθηκαν µετά την εκσκαφή και δηµιουργούσαν προβλήµατα στην πασσαλέμπηξη.

[…] Μπορείτε να διαβάσετε το πλήρες άρθρο ΕΔΩ (σελ 17-34)

Οι εργασίες πασσάλωσης άρχισαν στα τέλη Μαρτίου 1928 από την πλευρά της οδού Τσιμισκή. Ο επιβλέπων σημείωνε µε μελάνι πάνω στο σχέδιο πασσάλωσης την ημερομηνία κατασκευής κάθε πασσάλου. Οι τοίχοι δημιούργησαν μεγάλο πρόβλημα στην κατασκευή. Τα τμήματά τους που προέβαλαν πάνω από το επίπεδο της γενικής εκσκαφής έπρεπε να κατεδαφιστούν, έτσι ώστε να διαμορφωθεί επίπεδη επιφάνεια και να πραγµατοποιηθεί η θεμελίωση. Αλλά και τα τμήματα κάτω από αυτό το επίπεδο προκαλούσαν προβλήματα στην τοποθέτηση των πασσάλων, καθώς η τεχνολογία της εποχής δεν ήταν αρκετά αναπτυγμένη. Η λύση ήταν ή η μετακίνηση των πασσάλων ή η κατεδάφιση των τοίχων.

Όταν συνάντησαν τον τοίχο τον παράλληλο προς την οδό Μητροπόλεως, μετακίνησαν τους πασσάλους. Στο σχέδιο πασσάλωσης, µε κόκκινο μολύβι, διαγράφονται οι πάσσαλοι που αρχικά εἰχε σχεδιαστεί να τοποθετηθούν πάνω στον τοίχο και σημειώνεται η κατασκευή τους σε παράπλευρες θέσεις, σχεδόν σε επαφή µε τον τοίχο, όπου δεν υπήρχαν εμπόδια. Η αναδιάταξη των πασσάλων είχε ως αποτέλεσµα την τροποποίηση της μελέτης επιφανειακής θεμελίωσης. Ωστόσο, οι μηχανικοί προτίμησαν να τροποποιήσουν τη μελέτη, αντί να προσπαθήσουν να κατεδαφίσουν τον δεύτερο τοίχο, επειδή προφανώς έκριναν ότι η προσπάθεια για καθαίρεση του τοίχου θα ήταν δαπανηρότερη και πιο χρονοβόρα. Το γεγονός αυτό είναι σοβαρή ένδειξη ότι ο τοίχος ήταν μαρμάρινος και έφτανε το πολύ ως το επίπεδο γενικής εκσκαφής.

Αυτή η λύση, όµως δεν μπόρεσε να εφαρμοστεί για το τμήμα του τείχους που διέσχιζε το οικόπεδο µε κατεύθυνση από την οδό Μητροπόλεως προς την οδό Τσιμισκή. Αρχικά χρειάστηκε να κατεδαφιστούν τα τμήματα του τείχους ως το επίπεδο γενικής εκσκαφής. Αλλά και στη συνέχεια δεν κατόρθωσαν να τοποθετήσουν πασσάλους, έστω μετακινώντας τους σε παράπλευρες θέσεις. Οι τεχνικοί του έργου, στην προσπάθειά τους να τοποθετήσουν πασσάλους στην πλευρά μεταξύ του τείχους και των γειτονικών οικοπέδων, συναντούσαν εμπόδια σε βαθύτερα στρώματα του εδάφους σε απόσταση μέχρι και 6 μ. από το τείχος. Η εξήγηση είναι ότι το τείχος ήταν επικλινές από την εξωτερική του πλευρά από κάποιο επίπεδο και κάτω και θεμελιωμένο σε µεγάλο βάθος, έτσι ώστε να εχτείνεται σε µεγάλη απόσταση.

Η κατεδάφιση του τείχους άρχισε τον Οκτώβριο του 1928. Από το ημερολόγιο της κατεδάφισης, που τηρήθηκε από τον εργοδηγό, προκύπτει ότι οι εργασίες διάρχεσαν από τις 29 Οκτωβρίου 1928 ὡς τις 15 Μαρτίου 1929 και χωρίστηκαν σε δύο σκέλη: α) Την κατεδάφιση της τοιχοποιίας που πρόβαλλε πάνω από το επίπεδο γενικής εκσκαφἠς και πραγματοποιήθηκε ταυτόχρονα σε τρία διαφορετικά σηµεία. Οι εργασίες αυτές ολοκληρώθηχαν για το τμήμα του τείχους προς την οδό Μητροπόλεως και την οδό Τσιμισκή στις 26 Νοεμβρίου, ενώ στο κέντρο του οικοπέδου στις 10 Δεκεμβρίου 1928. β) Την κατεδάφιση των θεμελίων κάτω από το επίπεδο γενικής εκσκαφής στις θέσεις έμπηξης των πασσάλων. Οι εργασίες αυτές άρχισαν στις 25 Νοεμβρίου 1928. Στις 11 Δεκεμβρίου, επειδή διαπιστώθηκε ότι το βάθος στο οποίο έφταναν οι τοίχοι ήταν πολύ σημαντικό και ήθελαν να εντοπίσουν τι ακριβώς συνέβαινε, αρχίζει µια “δοκιμαστική γεώτρησις προς παρατήρησιν”, η οποία διαρκεί ως τις 22 Ιανουαρίου του 1929. Στο ημερολόγιο ωστόσο δεν καταγράφονται τα συμπεράσματα των παρατηρήσεων.

Ανάμεσα στις άλλες καταγραφές του εργοδηγού, ενδεικτικές του γεγονότος ότι τα θεμέλια των τοίχων ήταν κεκλιµένα είναι οι εξής, µε ημερομηνίες 22, 27 και 38 Δεχεμβρίου 1928: “Ῥιζόκομμα κεκλιμένων τοίχων εις θέσιν δύο πασσάλων””. Δεν ορίζεται µε µεγαλύτερη ακρίβεια ποια είναι αυτή η θέση.

Επικλινές εικονίζεται το τείχος στην περιοχή αυτή και σε γκραβούρες του 19ου αιώνα.

Το βάθος στο οποίο έφτανε η θεμελίωση του τείχους δε σημειώνεται σε χανένα ντοκουμέντο του αρχείου και ίσως σε ορισµένα σηµεία να µην εντοπίστηκε καν από τους τεχνικούς. Πάντως σε κάποιες θέσεις πασσάλων παραιτήθηκαν από την προσπάθεια να φτάσουν ως το θεμέλιο και να το καταστρέψουν και προτίµησαν να τοποθετήσουν τον πάσσαλο σε μικρότερο βάθος, που όµως έκριναν ότι ήταν αρκετό για να µη θίγεται η ασφάλεια της κατασκευής. Οι πάσσαλοι αυτοί σημειώνονται µε µπλε μολύβι πάνω στο σχέδιο πασσάλωσης µε την ένδειξη “ανυφώθη”.

Πληροφορίες για τη δοµή των τοίχων δε µας προσφέρει το αρχείο παρά μόνον έμμεσα. Για την κατεδάφισή του χρησιμοποιήθηχαν ανειδίκευτοι εργάτες χαι σε κάποιες περιπτώσεις µαρµαράδες. Διασώθηκαν δύο φωτογραφίες του εργοταξίου που απεικονίζουν το τείχος που διέσχιζε το οικόπεδο από την οδό Μητροπόλεως προς την οδό Τσιμισκή. Η πρώτη, του αρχείου Α. Ζάχου, που ανήκει στην 9η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, δημοσιεύτηκε από τον Χ. Μπακιρτζή” (εικ. 1), ενώ η δεύτερη εντοπίστηκε κατά τη διάρκεια της έρευνας για την προετοιμασία της έκθεσης “Το κτίριο της ΕΤΕ; στην πλατεία Ελευθερίας”, στο φωτογραφικό αρχείο του επιβλέποντος μηχανικού του έργου. 1]. Ισηγόνη (εικ. 2). Όπως επισημαίνει και ο Χ. Μπακιρτζής!Ὁ, το κατώτερο τµήµα του τείχους είναι κτισμένο µε δόμους μαρμάρινων αρχιτεκτονικών µελών σε δεύτερη χρήση.

 

[…] Μπορείτε να διαβάσετε το πλήρες άρθρο ΕΔΩ (σελ 17-34)

 

ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΣΚΑΛΑ

Κατασκευασμένο από τον Μ. Κωνσταντίνο, το λιμάνι της Θεσσαλονίκης βρισκόταν σύμφωνα µε τους περισσότερους ερευνητές στο ΝΔ άκρο της πόλης.

Σε µια ευρύτερη διαµόρφωση του ρωμαϊκού λιμανιού θεωρεί ο Χ. Μπακιρτζής ότι ανήκε ο µαρμάρινος τοίχος, που εντοπίστηκε μέσα στη στοά Χιρς (Τόττη), παράλληλα µε την οδό Μητροπόλεως και σε απόσταση 34 μ. απ’ αυτήν”! (σχ. 8). Ο τοίχος είχε µικρή απόκλιση προς τα ΒΔ και σύμφωνα µε τον Μπακιρτζή δεν ήταν τείχος αλλά προβλήτα λιμένα, αφού διατηρούσε ακόµη τους σιδερένιους κρίκους όπου έδεναν τα καράβια.

Το αρχείο ανέγερσης δείχνει τη συνέχεια και το τέλος του τοίχου αυτού προς την κατεύθυνση του λιμανιού. Πράγματι, ο τοίχος που διέσχιζε το οικόπεδο σε όλο του το πλάτος παράλληλα µε την οδό Μητροπόλεως σε απόσταση περίπου 27 μ. πρέπει να αποτελεί συνέχεια αυτού που εντοπίστηκε στη στοά Χιρς. Η άποψη του Χ. Μπακιρτζή ότι επρόκειτο για προβλήτα φαίνεται να επιβεβαιώνεται, εχτός από τα εδαφοτεχνικά δεδοµένα που προαναφέρθηκαν, και από τη μορφή του στο οικόπεδο της Εθνικῆς, µε τις κατακόρυφες παρειές και τη διαμόρφωση ενός προβόλου µε κλίμακα προς το μέρος όπου κάποτε ήταν η θάλασσα. Έχουμε έτσι την εικόνα µιας προκυμαίας, προφανώς προγενέστερης από τα παραθαλάσσια τείχη της οδού Προξ. Κορομηλά, από την περιοχή της πλατείας Αριστοτέλους ως την οδό Κατούνη περίπου.

Σύμφωνα µε τον Χ. Μπακιρτζή, το παλαιοχριστιανικό παραθαλάσσιο τείχος της πόλης ήταν κτισμένο κατά μήκος της οδού Μητροπόλεως, ενώ το τμήμα της παραλίας ανατολικά του λιμανιού του Μ. Κων/νου από την σηµερινή οδό Κατούνη ως τη στοά Χιρς ήταν στις αρχές του 7ου αι. ατείχιστο. Θεωρεί δηλαδή ότι το παραθαλάσσιο τείχος της οδού Μητροπόλεως δε συνέχιζε ως την οδό Κατούνη, εχεί που θα ήταν η φυσική απόληξή του.

Τα µέχρι σήµερα δεδοµένα δε φαίνονται να διαφεύδουν την άποφή του. Πράγματι, στο οικόπεδο που βρίσκεται στη γωνία των οδών Μητροπόλεως και Κατούνη 8, απέναντι από το οικόπεδο της Εθνικής Τράπεζας, αναφέρονται µόνο τοίχοι µε κατεύθυνση προς ΒΑ, κάθετα δηλαδή προς την Μητροπόλεως, ενώ δεν γίνεται καμιά μνεία για τείχος παράλληλο προς την οδό Μητροπόλεως που θα έπρεπε κανονικά να απέληγε εκεί. Ούτε στο οικόπεδο της ΕΤΕ βρέθηκαν ίχνη τοίχων κοντά στην οδό Μητροπόλεως.

Είναι λοιπόν πιθανό, και ενώ είχε ήδη σχηµατισθεί η χερσόνησος από το ρέμα, ως την εποχή που κατασκευάστηκε το παραθαλάσσιο τείχος της οδού Προξ. Κορομηλά να διασωζόταν και να λειτουργούσε η προκυµαία που αναφέρθηκε προηγουμένως. Η προκυµαία αυτή βρισκόταν στα ανατολικά του κυρίως λιμανιού και χωριζόταν απ’ αυτό από τη χερσόνησο που σχημάτιζε το ρέμα το οποίο εξέβαλλε στα ανατολικά όρια του. Επρόχειτο λοιπόν για μία Σκάλα, σύμφωνα µε τον ορισμό της H. Ahrweiler, η οποία δέχεται ότι ο όρος Σκάλα στα βυζαντινά κείµενα σημαίνει προκυμαία, αποβάθρα που βρίσκεται κοντά στο κυρίως λιμάνι, αλλά χωρίζεται απ’ αυτό µε έναν τοίχο.

Στη Θεσσαλονίκη αναφέρεται µια Εκκλησιαστική Σκάλα, η θέση της οποίας προκάλεσε πολλές συζητήσεις στους ερευνητές. Σύμφωνα µε τον Μ. Χατζηιωάννου “Ήτο λοιπόν ἡ (ἐκκλησιαστική σκάλα) ἐκκλησιαστικός τις λιμήν δι᾽ οὗ ἐπεβιβάζοντο τὰ ἐκκλησιαστικά πράγματα καὶ ὁ κλῆρος… Ὑπῆρχε ἐν Θεσσαλονίκῃ καὶ ἄλλος τις λιμήν μικρότερος βεβαίως καὶ ἰδιαίτερον ἀποτελών μέρος ἤ παράρτημα τοῦ μεγάλου λιμένος…”

Η μόνη μνεία για την Εκκλησιαστική Σκάλα στις βυζαντινές πηγές γίνεται στο πρώτο κεφάλαιο του Β΄ Βιβλίου των Θαυμάτων του Αγίου Δημητρίου που αφηγείται την τρίτη πολιορκία της Θεσσαλονίκης από τους Σλάβους στην δεύτερη δεκαετία του 7ου αιώνα. Οι Θεσσαλονικείς, θέλοντας να αποκρούσουν την επίθεση των Σλάβων από τη θάλασσα, ενίσχυσαν τα αδύνατα σηµεία της θαλάσσιας οχύρωσης. Παράλληλα µε το λιμάνι, το οποίο φρόντισαν να προστατεύσουν µε διπλή σειρά άμυνας, ασχολήθηκαν µε δύο άλλα ατείχιστα σηµεία της παραλίας, που σύμφωνα µε τη διήγηση βρίσκονταν επίσης στην περιοχή του λιμανιού: “… Τάφρον δε τότε πρὸς τῷ πανυμνήτῳ τεμένει τῆς ἀχράντου Θεοτόκου τῷ ὄντι πρὸς τῷ αὐτῷ λιμένι ἐποιήσαντο, ἀτειχίστου τοῦ τοιούτου καθεστῶτος τόπου, ὡς ἅπαντες ἐπίστανται… καὶ ἐν τῷ ἐκεῖσε δὲ µώλῳ, καὶ αὐτῷ ἀτειχίστῳ τότε, διά σανίδων καὶ ξύλων τινῶν ὡς μέχρι στήθους τειχίσαι…”

[…] Μπορείτε να διαβάσετε το πλήρες άρθρο ΕΔΩ (σελ 17-34)

Ἡ συνέχεια της αφήγησης των Θαυμάτων περιγράφει την επίθεση των Σλάβων. Οι Σλάβοι επιτίθενται σε δύο θέσεις που είχαν εντοπίσει από πριν: Οι µεν στον πύργο που βρισκόταν δυτικά της εκκλησιαστικής σκάλας, οι δε στο ατείχιστο µέρος όπου ήταν η παγίδα: “’…οἱ ἐν τῷ πλωίμῳ τῶν βαρβάρων εὔτολμοι, καὶ πρὸς παράταξιν ἀνδρειότεροι, δρόμῳ σὺν ταῖς ναυσί πρὸς τοὺς παρ᾽ αὐτῶν συνεωραθέντας προσήγγισαν τόπους, οἱ μὲν εἰς τὸν πρὸς δύσιν τῆς ἐκκλησιαστικῆς σκάλας πύργον, ἔνθα καὶ παραπύλιον ὑπάρχει. οἱ δὲ πρὸς τὸ ἀτείχιστον μέρος ἔνθα ἢ σούδα καὶ ἡ τῶν κρυπτῶν τῶν τύλων λεγομένων ἡλωτῶν ἐτύγχανε μηχανή…”.

Στο κείµενο δεν προσδιορίζεται µε σαφήνεια αν οι δύο αυτές θέσεις ήταν γειτονικές.

Η θέση του πύργου, που βρισκόταν δυτικά της εκκλησιαστικής Σκάλας, έχει προκαλέσει πολλές συζητήσεις μεταξύ των ερευνητών. Όπως παρατηρεί ο J.M. Spieser, μάλλον θα πρέπει να απορριφθεί ο ανατολικός Πύργος της θαλάσσιας οχύρωσης, αυτός δηλαδή που υπήρχε στη θέση του σημερινού Λ. Πύργου, γιατί θα ήταν περίεργο ένας τόσο σημαντικός πύργος να αναφέρεται σε σχέση µε ένα τοπωνύμιο στα δυτικά του οποίου βρισκόταν. Όσο για τον Πύργο στην απόληξη του δυτικού τείχους της πόλης προς τη θάλασσα, θα πρέπει επίσης να απορριφθεί γιατί βρισκόταν στα δυτικά του λιμανιού, το οποίο ήταν πολύ καλά οχυρωμένο, και στο κείµενο δε γίνεται μνεία για επίθεση στο ίδιο το λιμάνι.

Αν δεχτούμε ότι το ατείχιστο µέρος μπροστά στην εκκλησία του Αγίου Μηνά ήταν η εκκλησιαστική Σκάλα, τότε το πρόβλημα φαίνεται απλούστερο. Είναι πιθανόν να υπήρχε ένας πύργος στα δυτικά της, ο οποίος έλεγχε αφενός μεν το λιμάνι, αφετέρου τη Σκάλα. Στην περιοχή αυτή, αν και ίσως όχι στο ίδιο ακριβώς σημείο, υπήρχε πύργος τα μεταγενέστερα χρόνια, αυτός που στα τελευταία χρόνια της ζωής του ήταν γνωστός ως Πύργος της αποβάθρας και κατεδαφίστηκε μαζί µε την υπόλοιπη θαλάσσια οχύρωση στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα.

[…] Μπορείτε να διαβάσετε το πλήρες άρθρο ΕΔΩ (σελ 17-34)

 

ΤΟ ΤΖΕΡΕΜΠΟΥΛΟ

Το τείχος που διέσχιζε το οικόπεδο της ΕΤΕ κατά μήκος, ήταν σύμφωνα µε τον Χ. Μπακιρτζή τμήμα του ανατολικού τείχους του λιμανιού του Μ. Κωνσταντίνου και απέληγε νότια στον Πύργο της Αποβάθρας. Ο Γερμανός μηχανικός Struck, σε σχεδιάγραµµά του που δημοσιεύτηκε το 1909, σχεδίασε το τείχος µε τη μορφή που πραγματικά αποκαλύφτηχε αργότερα µέσα στο οικόπεδο της Τράπεζας και τοποθέτησε τον Πύργο της Αποβάθρας ένα τετράγωνο νοτιότερα. Ο Χ. Μπακιρτζής δέχεται την άποψη του Struck και τοποθετεί τον πύργο στο τετράγωνο που σχηματίζουν οι οδοί Κατούνη-Μητροπόλεως-Ι. Δραγούμη και Η. Οπλοποιού.

Το ρέμα που εντοπίστηκε στο οικόπεδο θα πρέπει να περνούσε από την ανατολική πλευρά του τείχους. Τα έγγραφα και τα σχέδια του αρχείου δε δίνουν ενδείξεις για κάποιο τεχνικό έργο στο οικόπεδο σε σχέση µε το ρέμα. Το ίδιο το τείχος όµως, µε το βάθος στο οποίο ήταν θεμελιωμένο, δημιουργούσε ένα διάφραγμα που περιόριζε τη ροή χαι κατηύθυνε τα νερά να χύνονται έξω από το λιμάνι, εμποδίζοντας τις προσχώσεις µέσα σ᾽ αυτό.

Ο Ι. Καμενιάτης, στο χρονικό του στο οποίο περιγράφει την κατάληψη της Θεσσαλονίκης από Σαρακηνούς τον 10ο αι., κάνει αναφορά στο λιμάνι και αναφέρεται σε ένα τείχος που υπήρχε εκεί και το οποίο εξυπηρετούσε διπλή λειτουργία: Ὅν (τον λιμένα) ἐκ τῆς λοιπῆς θαλάσσης ὁ τεχνίτης ἀπέτεμε’ μέσον γάρ ἀπείρξας διά τινος τείχους τὴν τῶν ὑδάτων ἐπίρροιαν, συναπεῖρξεν ἐκ τοῦ πρὸς θάλασσαν καὶ τῶν πνευμάτων τὸν κλύδωνα”. Με την κατασκευή του, δηλαδή, το τείχος προστάτευε το λιμάνι από την επίδραση των νερών και ταυτόχρονα από τη θαλασσοταραχή.

Η θέση του βυζαντινού λιμανιού ήταν τέτοια, που κίνδυνος από θαλασσοταραχή υπήρχε όταν φυσούσαν νότιοι και νοτιοανατολικοί άνεμοι. Τότε δημιουργούνται κύματα στο Θερμαϊκό και όχι όταν φυσούν βόρειοι ή δυτικοί άνεμοι. Όπως συνεχίζει στο κείµενό του ο Καμενιάτης “Ἡ θάλασσα γὰρ τῷ βυθῷ φυσωµένη καὶ τήν ἐκδρομήν πρὸς τὸ χέρσον ἐρευγομένη, τῷ διαφράγματι τοῦ τῆδε τείχους κωλυομένη, μὴ ἔχουσα τίνι τὴν ἀπειλήν ἐπαφήσει, χωρεῖ τοῖς ἐφ᾽ ἑκάτερα τοῦ τείχους μέρεσι”. Η περιγραφή µάς οδηγεί να φαντασθούμε ένα τείχος που όχι απλώς εμποδίζει τα κύματα, αλλά προβάλλει προς το νότο και η θάλασσα προχωρεί από τις δύο πλευρές του. Επίσης, όταν ο Καμενιάτης αναφέρεται σε επήρεια νερών, μάλλον εννοεί τον κίνδυνο δημιουργίας προσχώσεων. Ο κίνδυνος αυτός θα ήταν πιθανότερο να προέρχεται από ένα ρέμα που εξέβαλε κοντά στο λιμάνι, παρά σε κίνδυνο προσχώσεων από τους μεγάλους ποταμούς της πεδιάδας του Αξιού, που εξέβαλαν πολύ δυτικότερα. Η περιγραφή της λειτουργίας του τείχους, όπως δίνεται από τον Καμενιάτη, θα μπορούσε να ανταποκρίνεται στη λειτουργία του ανατολικού τείχους του λιμανιού, αν αυτό πρόβαλλε κατά κάποιο τρόπο προς τα νότια και µετά τον πύργο της Αποβάθρας.

[…] Μπορείτε να διαβάσετε το πλήρες άρθρο ΕΔΩ (σελ 17-34)

Μηχανικοί προβολής, οι αφανείς ήρωες του κινηματογράφου

της Λίνας Μυλωνάκη | τεύχος 44 του ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόΛΙΣ

Μηχανικοί προβολής, οι αφανείς ήρωες του κινηματογράφου

της Λίνας Μυλωνάκη | τεύχος 44 του ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόΛΙΣ

 ΑΘΡΗΣΚΕIΑ του Κάρολου Τσίζεκ

του Γιώργου Κορδομενίδη | Από το αρχείο του περιοδικού ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ


ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΩΝ ΠΟΛΙΣ

Ιστορία, Γράμματα, Τέχνες, Ιδέες. Η «συνείδηση της πόλης»


MATAROA PROJECT

πλατφόρμα για τους καλλιτέχνες και τον σύγχρονο πολιτισμό στην Ελλάδα


ΑΛΛΕΣ ΔΡΑΣΕΙΣ

πρωτοβουλίες για τη δημόσια και πολιτιστική ζωή της Θεσσαλονίκης