ΙΣΤΟΡΙΑ
Η συνοικία του Ιπποδρομίου (Προδρόμι) κατά τον 16ο αιώνα
Δημογραφική και ονοματολογική ανατομία
του ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΧΕΚΙΜΟΓΛΟΥ | τεύχος 83 του ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόΛΙΣ
–
Στον χάρτη της Θεσσαλονίκης που εκπόνησε το οθωμανικό επιτελείο το 1882 φαίνεται ότι ο φαρδύτερος δρόμος της πόλης δεν ήταν η Εγνατία, όπως γράφεται συχνά, αλλά o προκάτοχος της σημερινής πλατείας Ιπποδρομίου· ονομαζόταν Υassi Yol, που σημαίνει ακριβώς φαρδύς, επίπεδος δρόμος (Redhouse: 1210), ο φαρδύτερος δρόμος μιας συνοικίας που περικλειόταν από το γαλεριανό συγκρότημα, την Εγνατία, τα ανατολικά τείχη, τα θαλάσσια τείχη και το φρούριο (κατάλοιπο του οποίου γνωρίσαμε ως Λευκό Πύργο).
Χριστιανοί και μουσουλμάνοι
Τον 15ο και τον 16ο αιώνα η συνοικία του Ιπποδρομίου ήταν η πιο πολυάνθρωπη της πόλης. Τα όριά της ενδέχεται να ήταν ευρύτερα από αυτά που προαναφέρθηκαν. Στα οθωμανικά κατάστιχα της εποχής εκείνης καταγράφονται δύο φορολογικές ομάδες: μία χριστιανική (με την ονομασία Προδρόμι) και μία μουσουλμανική (ονομαζόμενη από το τέμενος που βρισκόταν στο γαλεριανό συγκρότημα, το Ακτσέ Μεστζίντ). Η ξεχωριστή καταγραφή των δύο ομάδων βάσει της θρησκείας και η ιδιαίτερη ονομασία τους έχουν οδηγήσει στην παρανόηση ότι το Ιπποδρόμιο και το Ακτσέ Μεστζίντ ήταν ξεχωριστές συνοικίες. Όμως οι κτηματικοί τίτλοι των αρχών του 20ού αιώνα, που ασφαλώς είχαν βαθιές ρίζες στο παρελθόν, δείχνουν ότι υπήρχαν αυλές με περισσότερους μουσουλμάνους και άλλες με περισσότερους χριστιανούς, αλλά όχι ξεχωριστές γειτονιές, στο Ιπποδρόμιο (Μαντοπούλου-Παναγιωτοπούλου & Χεκίμογλου: 141-165, 238-265) και αλλού (Χεκίμογλου 2020: 40-59). Ως προς την ονομασία, οι μουσουλμάνοι ονόμαζαν τη γειτονιά Ακτσέ Μεστζίντ (από το τέμενός τους) και οι χριστιανοί Ιπποδρόμιο (κατά παραφθορά «Προδρόμι»), όπως ήταν η βυζαντινή ονομασία της περιοχής. Μεταξύ των κατοίκων του Ιπποδρομίου συμπεριλαμβάνονταν και εβραίοι, αλλά δεν διαθέτουμε στοιχεία γι’ αυτούς από τον 16ο αιώνα, διότι ο εβραϊκός πληθυσμός ήταν ταξινομημένος ως επί το πλείστον κατά φορολογικές ομάδες που δεν αντιστοιχούσαν σε συνοικίες (Stojanovski: 61-94). Γνωρίζουμε, όμως, τους χριστιανούς και τους μουσουλμάνους κατοίκους του Ιπποδρομίου.
Η μακροχρόνια συνοίκηση διαφορετικών θρησκευτικών ομάδων δεν σημαίνει ότι οι κάτοικοι της περιοχής δεν παρουσίαζαν διαφορές που συνδέονταν με το θρήσκευμα. Στα διαθέσιμα οθωμανικά κατάστιχα τις διαφορές τις διακρίνουμε στα επαγγέλματα και στην παλαιότητα των κατοίκων. Κυρίως, όμως, τις διακρίνουμε στα στοιχεία που αφορούν τον εξισλαμισμό. Υπήρχαν σοβαροί λόγοι αλλαξοπιστίας, οικονομικοί και κοινωνικοί, για χριστιανούς και εβραίους, αλλά πολλές φορές η συγκυρία και οι προσωπικές σχέσεις έπαιζαν ιδιαίτερο ρόλο. Γνωρίζουμε ότι η ανάκληση του εξισλαμισμού απαγορευόταν αυστηρά (στην απαγόρευση αυτή στηρίζονται οι περισ σότερες ιστορίες νεομαρτύρων). Σε ό,τι αφορά στο Προδρόμι, εξισλαμισμοί εντοπίζονται στα ακόλουθα δημογραφικά δεδομένα της περιόδου 1500-1568 (Cvetkova: 384-385· Stojanovski: 30-31 και 58-59· Δημητριάδης 1979: 350-355):
Ο αριθμός των εξισλαμισμένων πρώτης γενιάς στα 1568 αντιστοιχούσε περίπου στο 10% των χριστιανών της περιοχής, ενώ στα 1500 μόνον σε 5%. Στο ίδιο χρονικό διάστημα, ο χριστιανικός πληθυσμός μειώθηκε κατά 37%. Ο ρυθμός εξισλαμισμού αυξήθηκε ταυτόχρονα με τη μείωση του χριστιανικού πληθυσμού. Ως φαινόμενο η αλλαξοπιστία ήταν συνεχής, γεγονός που δείχνει ότι για ένα μέρος των χριστιανών (όπως και των εβραίων) το ενδεχόμενο να ασπαστούν το Ισλάμ παρέμενε πάντοτε ανοιχτό. Αλλά ούτε και ο μουσουλμανικός πληθυσμός του Ιπποδρομίου αυξήθηκε. Στην πραγματικότητα μειώθηκε κατά 12%, εξέλιξη που μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι η αναλογία των εξισλαμισμένων και των απογόνων τους στον μουσουλμανικό πληθυσμό ήταν μεγαλύτερη από όσο φαίνεται με την πρώτη ματιά. Οι εξισλαμισμένοι πρώτης γενιάς της συνοικίας αυξήθηκαν ως ποσοστό του μουσουλμανικού πληθυσμού από 13% σε 18%. Στο σύνολο της πόλης τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν 12,5% και 32% αντίστοιχα (Κοτζαγεώργης 2019: 248 και 250· Χεκίμογλου 2006: 134-139). Άρα το φαινόμενο του εξισλαμισμού στο Ιπποδρόμιο είχε μικρότερη ένταση από ό,τι σε άλλες συνοικίες. Ήταν, όμως, συνεχές. Έστω ότι το ποσοστό εξισλαμισμένων πρώτης γενιάς αυξήθηκε ισόρροπα μέσα στην εβδομηκονταετία και ότι οι λοιποί δημογραφικοί παράγοντες παρέμειναν σταθεροί. Τότε, στο τέλος της περιόδου 1500-1568 η κατάσταση επί 100 μουσουλμάνων θα ήταν η εξής:
Ο τρόπος υπολογισμού είναι απλοϊκός, αλλά εδώ μας ενδιαφέρουν οι γενικές γραμμές και όχι η στατιστική ακρίβεια. Η ουσία είναι ότι η πλειονότητα των μουσουλμάνων της συνοικίας μέσα σε μερικές γενιές θα ήταν εξισλαμισμένοι και απόγονοι εξισλαμισμένων. Άραγε, η παράδοση της παλαιάς θρησκείας θα παρέμενε ζωντανή και για πόσο χρονικό διάστημα; Πόσο θα διατηρούνταν οι σχέσεις με συγγενείς που δεν είχαν αλλαξοπιστήσει; Δυστυχώς, μόνον υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε για το πώς χριστιανοί και εξισλαμισμένοι μοιράζονταν αυτήν την παράδοση και πότε η αποκοπή από αυτήν γινόταν οριστική.
Εντοπιότητα, ονόματα, επαγγέλματα
Αν και το Προδρόμι δεν ήταν κλειστή κοινωνία, ο ρυθμός ανανέωσης του πληθυσμού με νεοφερμένους ήταν σχετικά περιορισμένος. Το συμπεραίνουμε από δύο μετρήσιμους παράγοντες. Ο πρώτος είναι αν ήταν παλαιοί κάτοικοι, κυρίως αν ο πατέρας τους ήταν γνωστός στον απογραφέα, οπότε δίπλα στο όνομά τους αναγραφόταν το πατρώνυμό τους. Περίπου ένα στα τέσσερα πρόσωπα καταχωρίστηκε όχι με το πατρώνυμο, αλλά με το όνομα και το επάγγελμά του ή κάποιο άλλο χαρακτηριστικό αναγνώρισης, ένδειξη ότι ήταν νέος κάτοικος. Το ποσοστό είναι ίδιο για τους χριστιανούς και για τους μουσουλμάνους. Ο δεύτερος παράγοντας είναι η διαδοχή των βαπτιστικών ονομάτων από γενεά σε γενεά. Τα βαπτιστικά ονόματα κρύβουν την παράδοση κάθε οικογένειας, αφού τα βρέφη παίρνουν το όνομα κάποιου προγόνου ή άλλου συγγενή τους. Όταν μια κοινωνία δέχεται μεγάλο ποσοστό νεοφερμένων, ο αριθμός των (βαπτιστικών) ονομάτων τείνει να αυξάνεται, γιατί οι νεοφερμένοι συνηθίζουν ονόματα που δεν συνήθιζαν οι παλαιοί κάτοικοι και τανάπαλι. Στο Προδρόμι η κατάσταση ήταν η ακόλουθη (Cvetkova: 384-385· Stojanovski: 30-31 και 58-59· Δημητριάδης 1979: 350-355):
Το 1500 οι 245 χριστιανοί έφεραν 62 ονόματα και οι 104 μουσουλμάνοι 43 ονόματα. Το 1568 τα ονόματα σε αμφότερες τις ομάδες είχαν μειωθεί: οι 155 χριστιανοί έφεραν 43 ονόματα και οι 91 μουσουλμάνοι 34 ονόματα. Είχαμε, δηλαδή, μια σταθερή αναλογία περίπου 2,5 ατόμων ανά όνομα στους μουσουλμάνους και μια μείωση της αναλογίας από 4 σε 2,5 άτομα ανά όνομα στους χριστιανούς. Εξαφανίστηκαν ονόματα με μικρή συχνότητα εμφάνισης, όπως Γερβάσιος, Γεράνης, Γεράτος, Δόικος, Κασσαντρινός, Λάζαρος, Λαμπρινός, Λούκας, Μάλκος, Μαρίνος, Νέστωρ, Νικόδημος, Παλαιολόγος, Παναγιώτης, Περπερής, Ράλλης, Σάνος, Στασινός, Σταυρινός, και Συναδινός, καθώς και τα σλαβογενή Μπόικος, Νόβακ, Ραδοσλάβ, Στόικος, Ράικος. Αντίθετα, εμφανίστηκε μικρός αριθμός σλαβογενών και βλαχικών ονομάτων, όπως Κράικος, Λάτκος, Λέκας, Μπόλτος, Στόγιος, Τάσκος, Τοντές, Τράικος, αλλά και βυζαντινών, όπως Λάσκαρης, Μάρκος, Μελαχρινός, Παύλος και Στάθης. Τα δέκα πιο δημοφιλή χριστιανικά ονόματα παρέμειναν τα ίδια στις δύο εξεταζόμενες χρονολογίες, αν και οι προτιμήσεις προς αυτά δεν ήταν σταθερές. Στις στήλες του πίνακα που ακολουθεί αναγράφεται ο αριθμός των ατόμων που έφεραν τα αντίστοιχα ονόματα στις δύο εξεταζόμενες χρονολογίες:
Συνολικά, η συχνότητα των πιο συνηθισμένων ονομάτων υποχώρησε περισσότερο από τη μείωση του πληθυσμού. (Ο πληθυσμός μειώθηκε κατά 37% και η συχνότητα των «συνηθισμένων» ονομάτων κατά 56%.) Δύο στους τρεις χριστιανούς έφεραν το έτος 1500 τα δέκα δημοφιλέστερα ονόματα, ενώ το 1568 λιγότεροι από τους μισούς. Απώλειες είχαν τα τυπικά ονόματα Γεώργιος, Ιωάννης, Θεόδωρος και Ανδρέας, ενώ σχετική σταθερότητα έδειξαν τα ονόματα Μανόλης, Κώστας και Μιχάλης. (Υπενθυμίζω ότι το βόρειο κλίτος της Υπαπαντής είναι αφιερωμένο στον νεομάρτυρα Μιχαήλ από τα Άγραφα, που μαρτύρησε εκεί το 1544.)
Στα μουσουλμανικά ονόματα οι αλλαγές είναι θεαματικές σε σύγκριση με τα χριστιανικά. Τα «ισχυρότερα» ονόματα διατήρησαν υψηλή συχνότητα. Το συνηθισμένο όνομα Ahmed υποχώρησε, ενώ περισσότερο δημοφιλή έγιναν τα ονόματα Mehmed, Mustafa, Hasan και Husein. Επίσης εμφανίστηκε το όνομα Ilyas, που συχνά έπαιρναν προσήλυτοι.
Η στατιστική των αρσενικών ονομάτων δίνει μια απάντηση στο ερώτημα πόσο κλειστή είναι μια κοινωνία. Σε μια εντελώς κλειστή κοινωνία δεν θα εισέρχονταν νέα ονόματα, ενώ ο αριθμός των υφισταμένων θα έτεινε να λιγοστεύει (λόγω ατεκνίας ή θηλυγονίας). Για παράδειγμα, όπως προαναφέρθηκε, περί το έτος 1500 τα δύο τρίτα των χριστιανών του Ιπποδρομίου έφεραν δέκα ονόματα, ενώ το υπόλοιπο ένα τρίτο μοιραζόταν 52 ονόματα. Αυτήν την ανισότητα στη διασπορά των ονομάτων μπορούμε να τη μετρήσουμε στατιστικά. Το αποτέλεσμα της απλούστερης δυνατής μέτρησης (Συντελεστής Gini) δίνει αποτέλεσμα από 0 έως 1. Αν κάθε κάτοικος είχε διαφορετικό όνομα, το αποτέλεσμα θα ήταν μηδέν. Αν όλοι έφεραν το ίδιο όνομα, το αποτέλεσμα θα ήταν 1. Στην περίπτωση του Ιπποδρομίου, στο χρονικό διάστημα 1500-1568 ο δείκτης περιορίστηκε σημαντικά μεταξύ των χριστιανών (από 0,59 σε 0,45), ενώ ενισχύθηκε οριακά μεταξύ τωνμουσουλμάνων, έτσι ώστε αμφότερες οι ομάδες να έχουν τον ίδιο δείκτη (0,45) στα 1568. Αυτή η μεταβολή δείχνει ότι η χριστιανική ομάδα υπέστη πολύ βαθύτερες αλλαγές από όσο δείχνει η αναλογία των νέων κατοίκων (25%), η οποία αποτελεί απλώς ένδειξη για το τι συνέβαινε στη συγκεκριμένη εποχή, ενώ οι αλλαγές των ονομάτων αφορούν μεγαλύτερο χρονικό βάθος. Δεν μπορούμε, όμως, χωρίς άλλα στοιχεία να αντιληφθούμε ποιος ήταν ο σημαντικότερος παράγοντας της μεταβολής: μόνον η εισροή νέων χριστιανών κατοίκων ή και η διαρροή λόγω εξισλαμισμού.
Ο επαγγελματικός διαφορισμός μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων του Ιπποδρομίου τον 16ο αιώνα είναι σαφής. Οι περισσότεροι χριστιανοί με καταγεγραμμένο επάγγελμα ήταν μάγειροι (ίσως στα καπηλειά που λειτουργούσαν κοντά στις πύλες) και παπουτσήδες, ενώ οι μουσουλμάνοι ήταν υφαντές και ράφτες. Γνωρίζουμε ότι τον 18ο αιώνα υπήρχε ένα μεγάλο βιοτεχνικό κέντρο στην περιοχή του Ιπποδρομίου, με κύρια δραστηριότητα την παραγωγή πολυτελών βαμβακερών λουτρικών (Χεκίμογλου 1996: 86-117). Φαίνεται, λοιπόν, ότι οι βάσεις του είχαν ήδη τεθεί από τον 16ο αιώνα. Άλλωστε, μικρό αριθμό υφαντών συναντούμε ήδη στη μουσουλμανική ομάδα που καταγράφτηκε το 1500. Γενικά, το επάγγελμα των υφαντών ήταν καλύτερα προστατευμένομέσα στο συντεχνιακό πλαίσιο και τολμώ να υποθέσω ότι ο εξισλαμισμός ήταν όχι μόνον ένας τρόπος αποφυγής του μισού κεφαλικού φόρου, αλλά και ένα εισιτήριο εισόδου στην
κλωστοϋφαντουργία.
Επίλογος
Η περιοχή του Ιπποδρομίου εξετάστηκε ως ενδεικτική περίπτωση των μεταβολών που εμφάνισε η Θεσσαλονίκη κατά τον 16ο αιώνα. Η γενική εικόνα περιλαμβάνει τον βαθμιαίο εξισλαμισμό του χριστιανικού πληθυσμού και την επαγγελματική διαφοροποίηση χριστιανών-μουσουλμάνων. Είναι ανοιχτό το θέμα στη διεθνή βιβλιογραφία σχετικά με την ανακοπή του ρυθμού εξισλαμισμού από τον 17ο αιώνα και μετά. Πάντως, χάρη στη συνεχή εισροή νέων κατοίκων ένας ισχυρός χριστιανικός πυρήνας διατηρήθηκε στην περιοχή κατά τον 16ο αιώνα. Την ιστορία αυτού του πυρήνα μπορούμε να παρακολουθήσουμε εξετάζοντας ναούς και μοναστηριακά μετόχια της περιοχής, στην ιστορία και την τοπογραφία των οποίων θα αναφερθούμε σε επόμενο τεύχος. Αργόσυρτα προχωρά η έρευνα, με μικρές συμβολές πολλών ανθρώπων.
Περνούν τα χρόνια, τελειώνουν οι ζωές, οι ερευνητές διαδέχονται ο ένας τον άλλον, και ακόμη ψηλαφούμε τα ίδια πράγματα. Άλλοτε βρισκόμαστε πιο κοντά άλλοτε πιο μακριά τους. Όποιος νομίζει ότι η «Ιστορία είναι γραμμένη» κάνει εγκληματικό λάθος. Γράφεται και σβήνεται συνέχεια, μέσα από τις ζωές των ερευνητών.
Βιβλιογραφία
Cvetkova Bistra A., 1972, «Fragment de registre détaille des habitants de Salonique, datant du debut du XVIe s.», Izvori za Bulgarskata Istorija, 16: Turski Izvoru za Bulgarskata Istorija, III, Sofijia, 375-411.
Redhouse J.W., 1856, An English and Turkish Dictionary, London.
Stojanovski Αleksandar, 2002, Turski Dokumenti za Istorijata na Makedonskiot Narod: Opširen popisen Defter za Solunskiot Sandjak od 1568/69 godina, Tom IX, Kniga 1, Skopje.
Δημητριάδης Βασίλης, 1979, «Ο Kanurmâme και οι χριστιανοί κάτοικοι της Θεσσαλονίκης γύρω στα 1525», Μακεδονικά 19, 328-395.
Δημητριάδης Βασίλης, 1983, Τοπογραφία της Θεσσαλονίκης κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας, 1439-1912, Θεσσαλονίκη.
Κοτζαγεώργης Φαίδων, 2019, Πρώιμη οθωμανική πόλη: 7 περιπτώσεις από τον νοτιοβαλκανικό χώρο, Αθήνα.
Μαντοπούλου-Παναγιωτοπούλου Θάλεια & Ευάγγελος Χεκίμογλου, 2004, Κτηματολογικές Πηγές. Θεσσαλονίκη -Τέλη 19ου, αρχές 20ού αιώνα.
Τόμος Β2 στη σειρά «Ιστορία της Επιχειρηματικότητας στη Θεσσαλονίκη», Θεσσαλονίκη.
Χεκίμογλου Ευάγγελος & Εζρά Ντανατζίογλου, 1998, Η Θεσσαλονίκη πριν από εκατό χρόνια. Το μετέωρο βήμα προς τη Δύση, Θεσσαλονίκη.
Χεκίμογλου Ευάγγελος, 1996, Θεσσαλονίκη: Τουρκοκρατία και Μεσοπόλεμος, Θεσσαλονίκη.
Χεκίμογλου Ευάγγελος, 2006, «Τα “φαντάσματα” των γιων του Αμπντουλλάχ: Εξισλαμισμοί στη Θεσσαλονίκη κατά τον 15ο αιώνα», Θεσσαλονικέων Πόλις 19, 134-139.
Χεκίμογλου Ευάγγελος, 2020, «Οι παλιοί κάτοικοι της “μνημειακής πλατείας”», Η Στρατιά της Ανατολής στη Θεσσαλονίκης, 1915-1918. Η πόλη και οι αναπαραστάσεις της (επιμέλεια Ηρώ Κοτσαρίδου, Ιωάννης Μότσιανος), Θεσσαλονίκη, 40-59.