ΒΟΛΤΕΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ
Στην πλατεία
Ναυαρίνου,
το πλατάνι είδε
Του ΣΑΚΗ ΣΕΡΕΦΑ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόλΙΣ 73
Την πλατεία Ναυαρίνου την πρωτογνώρισα με την πλάτη μου. Στη δεκαετία του εξήντα οι μόνες επισκέψεις μου σε αυτήν ήταν νυχτερινές. Οικογενειακά γεύματα παρέα με φίλους των γονιών και τα τέκνα τους, συνήθως ανορεκτικά. Ταβέρνα «Λιόπεσι». Μυθικά μοσχαρίσια μπιφτεκάκια, αλλά καθόλου τηγανητές πατάτες, δηλαδή ένα δράμα. Ναι, όσο απίστευτο κι αν ακούγεται, την εποχή που η φριτέζα δεν υπήρχε ούτε καν ως λέξη, η τηγανητή πατάτα στις ταβέρνες ήταν σπάνια γκουρμεδιά. Στο τραπέζι, η καρέκλα μου ήταν πάντα γυρισμένη με την πλάτη προς την πλατεία. Οπότε, αγνοούσα πως δεν υπήρχε ακόμη πλατεία. Στον χώρο όπου βρίσκονται σήμερα τα κατάλοιπα του αυτοκρατορικού παλατιού και η παιδική χαρά, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του εβδομήντα υπήρχαν προσφυγικά φτωχόσπιτα, με σκάφες και απλωμένες μπουγάδες στην αυλή. Αν γύρναγα την καρέκλα μου ανάποδα, θα τα έβλεπα. Στα χώματα από κάτω τους έβοσκαν σκότος τα ψηφιδωτά του συγκροτήματος και η μεγαλειώδης αίθουσα του Οκταγώνου. Αν έσκαβα, θα τα έβρισκα. Και πάνω από το Οκτάγωνο βρισκόταν το Ακτσέ Μετζήτ, το Λευκό Τέμενος, με τον κομψό μιναρέ του. Αν είχα γεννηθεί πενήντα χρόνια νωρίτερα, θα το είχα δει κι αυτό. Κι ίσως θα άκουγα και τα μουγκανητά από τις αγελάδες. Ποιες αγελάδες; Αυτές που οι Τούρκοι έτρεφαν στις μεγάλες εσωτερικές αυλές των σπιτιών τους εκεί και τροφοδοτούσαν με το γάλα τους τα φημισμένα αρβανίτικα ζαχαροπλαστεία και τα σπίτια της γειτονιάς. Όμως δεν γύρισα ποτέ την καρέκλα μου και τίποτε από όλα αυτά δεν είδα τότε.
Ώσπου ξημέρωσε η δεκαετία του ογδόντα. Η πλατεία σενιαρίστηκε, τα καταχωμένα ερείπια είδαν το φως το αληθινό, το εξελιγμένο «Λιόπεσι» σερβίριζε πια την τηγανητή πατάτα με τη σέσουλα και η βρύση αναδείχτηκε, σε μια νεωτερική βερσιόν της, μέσα από τα παλιά γκρεμίδια. Ποια βρύση; Μα αυτή που τρέχει κάτω από το πλατάνι. Τραβήξτε μια ευθεία πάνω στον χάρτη από το πλατάνι μπρος στο Τούρκικο Προξενείο μέχρι το πλατάνι της πλατείας Ναυαρίνου και θα εννοήσετε την πορεία του ρέματος, ένα από τα πολλά, που κατέβαινε παλιά από τη σημερινή οδό Απ. Παύλου μέχρι τη θάλασσα, ποτίζοντας τις ρίζες αυτών των υδρόφιλων δέντρων. Από αυτό βυζαίνει το νερό του το πλατάνι, ενώ η βρύση μαστευόταν από το υδραγωγείο του Χορτιάτη. Πρωί πρωί, για να μη τις πάρει κάνα αντρικό μάτι, πηγαίναν και γεμίζαν τα γκιούμια τους οι Τουρκάλες με τους φερετζέδες. Τις υπόλοιπες ώρες, οι Ελληνίδες κι οι Εβραιοπούλες της γειτονιάς.
Η βρύση ρημάχτηκε στα μέσα της δεκαετίας του πενήντα. Το πλατάνι αντέχει ακόμα. Του έμπηξαν ειδικά τρυπανίδια. Και βρήκαν πως η ηλικία του είναι τριών αιώνων και κάτι. Δηλαδή, όταν αυτό άπλωνε τις πρώτες ρίζες του εδώ, χίλια διακόσια χιλιόμετρα βορειότερα, στη Λειψία, ο Μπαχ σκυμμένος στο πιάνο του συνέθετε τα Κατά Ματθαίον Πάθη.
Τα πάθη της πόλης που έζησε και είδε το πλατάνι από τότε είναι πάμπολλα. Σφαγές, πυρκαγιές, πόλεμοι, σεισμοί. Όλα τα είδε, όλα τα απορρόφησε, όλα τα βλέπει ακόμα.
Σε τριακόσια χρόνια από σήμερα, το ίδιο θα λένε και για τον Νικολάκη. Ποιον Νικολάκη; Το γλυπτό με τον πιτσιρικά που ουρεί στο απέναντι σιντριβάνι. Είναι του γλύπτη Νικόλα Παυλόπουλου. Υπάρχει το δίδυμο αδελφάκι του στα Τρίκαλα, κι εκεί το αποκαλούν Νικολάκη.
Υπομονή, Νικολάκη, θα μεγαλώσεις και θα παλιώσεις κι εσύ.