ΙΣΤΟΡΙΑ
SALONIKA FIRE
του Γιώργου Σκαμπαρδώνη, συγγραφέα
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόλΙΣ 59
Παλιότερα, που έβγαζα πιο πολλά χρήματα, αγόραζα παλιά, σπάνια βιβλία, έγγραφα και λευκώματα ― ένα σπορ ακριβό που σήμερα δεν μπορώ να καλλιεργήσω. Ανάμεσα στα άλλα, μου έμεινε ένα έξοχο, αυθεντικό άλμπουμ με φωτογραφίες τραβηγμένες από την εγγλέζικη αεροπορία που ναυλοχούσε στο Σέδες, κατά τις ημέρες 18-19 Αυγούστου 1917. Μέρες της μεγάλης πυρκαγιάς που καίει ακόμα, με την έννοια ότι οι συνέπειές της στην αλλαγή της ρυμοτομίας και της εμφάνισης της πόλης είναι ακόμα ορατές.
Το άλμπουμ έχει τίτλο Salonika Fire και γράφει από κάτω, στη βάση του εξωφύλλου, «Photοgraphed by Royal Flying Corps and Survey Company». Είναι παραλληλόγραμμο λεύκωμα, επίμηκες κατά πλάτος, με καφέ χαρτονένια εξώφυλλα, και περιέχει είκοσι τέσσερις πρωτότυπες, αυθεντικές φωτογραφίες μαγνησίου, σε άριστη ακόμα κατάσταση. Πρόκειται κυρίως για αεροφωτογραφίες αλλά και εικόνες και σκηνές κοντινές, τραβηγμένες εκ του συστάδην. Η τραγωδία που έπληξε την πόλη είναι ανάγλυφα φανερή σ’ αυτές τις έξοχες φωτογραφίες, αλλά και έτερα στοιχεία, όπως το ότι είναι ορατά, στα 1917, πάνω από έξι-εφτά τζαμιά διάσπαρτα στην πόλη, που ακόμα τότε δεν είχαν εξαφανιστεί, το ύφος των κτιρίων (όσων διασώθηκαν) μετά τη φωτιά, οι ποικιλοεθνείς πυροπαθείς, οι ενδυμασίες τους, οι ξένοι και οι στολές τους ― καθότι είναι τότε εδώ ακόμα η πολύσπερμη Ανατολική Στρατιά με τους πάνω από 300.000 στρατιώτες της.
Αν, σύμφωνα με τις μαρτυρίες, η πυρκαγιά ξέσπασε στις 5 Αυγούστου του 1917 και κράτησε περίπου 36 ώρες, πώς γίνεται και σε αυτές τις φωτογραφίες που έχουν ένδειξη 18 και 19 Αυγούστου, να φαίνεται πως η πόλη καίγεται ακόμα – τουλάχιστον σε ορισμένα σημεία; Κάπου έχει γίνει λάθος με τις ημερομηνίες, ή πράγματι η καταστροφή κράτησε αρκετές μέρες, με αναζωπυρώσεις, σβησίματα και επανεκρήξεις της φωτιάς, καίγοντας διεξοδικά τεράστια έκταση της πόλης, που μετά ονομάστηκε πυρίκαυστος ζώνη.
Το μέγεθος της τραγωδίας είναι συνολικά και οδυνηρά φανερό σ’ αυτές τις αεροφωτογραφίες της Εγγλέζικης Βασιλικής Αεροπορίας. Αλλά, εκ των υστέρων βλέποντάς τες, δεν μπορείς να μην σκεφτείς τον στίχο του Σεφέρη που λέει «Ποιος πάει για το καλύτερο μόνο ο Θεός το ξέρει». Γιατί, κάνοντας τη σύγκριση με το πώς ξαναφτιάχτηκε μετά η πόλη, καταλαβαίνεις ότι η καταστροφή έφερε και την αναδημιουργία, εφόσον η μετά την πυρκαγιά Θεσσαλονίκη είναι ασύγκριτα πιο όμορφη και πιο μοντέρνα πόλη, κι αυτό χάρις κυρίως στον αρχιτέκτονα-πολεοδόμο Εμπράρ, που είχαμε την ευλογία να βρίσκεται τότε στη Θεσσαλονίκη, επικεφαλής της Γαλλικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Υπάρχουν λοιπόν τα γεγονότα, υπάρχει η Ιστορία, αλλά υπάρχει και η τύχη: αν δεν ήταν εδώ οι Γάλλοι ―κι επομένως και ο Εμπράρ― και ανελάμβανε κάποιος άλλος τον σχεδιασμό της νέας πόλης, τώρα θα υπήρχε μια άλλη Θεσσαλονίκη, της οποίας τη μορφή δεν μπορούμε καν να φανταστούμε, όχι μόνο ρυμοτομικά, αλλά και όσον αφορά τα βασικά κτίρια και τον ρυθμό τους. Ο Εμπράρ επέλεξε τον εκλεκτικισμό σε συνδυασμό με το βυζαντινό αίσθημα, κάποιος άλλος θα διάλεγε διαφορετική αντίληψη, παραδοσιακή-μακεδονική, νεοκλασική ή όποια άλλη. Θα είχαμε μιαν άλλη πόλη και μιαν άλλη μνήμη.
Και αν, εντέλει, εφαρμοζόταν εξ ολοκλήρου το σχέδιο Εμπράρ, και δεν υπονομευόταν σε σημαντικό βαθμό από συμφέροντα και τη γνωστή ελληνική κακοδαιμονία, πάλι θα είχαμε μιαν άλλη εικόνα της πόλης ― μάλλον ασύγκριτα καλύτερη.
Ωστόσο, οι μηχανισμοί ματαίωσης που υπήρχαν τότε στην πόλη συνεχίζουνε να αναγεννώνται αενάως: και τώρα, όποιο καινούργιο έργο πάει να γίνει, αμέσως αναφύονται συμφέροντα, εμμονές, πολιτικές, ομάδες και διαφωνίες, και τις περισσότερες φορές το ματαιώνουν,ή το κολοβώνουν – όπως έγινε και με το σχέδιο Εμπράρ. Κι όσο για τον Γάλλο πολεοδόμο; Τον τιμήσαμε δεόντως, δίνοντας το όνομά του σε ένα πενιχρό παραδρόμι τριάντα μέτρων, κάπου μέσα εκεί στον τέως Φραγκομαχαλά, μεταξύ Διαμαντή Ολυμπίου και Βεροίας, λες κι ο Εμπράρ ήταν απλώς κάποιος διακεκριμένος ενωμοτάρχης της δεκαετίας του ’20!