ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ
Περί δημοσίου χώρου και τέχνης
της Δρ. Δωροθέας Κοντελετζίδου, Ιστορικού-θεωρητικού τέχνης
τεύχος 54 του ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόΛΙΣ
–
Ο δημόσιος χώρος, αν και καθυστερημένα, έχει γίνει πολλάκις αντικείμενο συζητήσεων, διαμάχης αλλά και ‘επένδυσης’. Ουσιαστικά όμως αυτό που κυριαρχεί στο δημόσιο λόγο όσο αφορά στη αντιμετώπισή του σε σχέση με τα δημόσια εικαστικά έργα-εγκαταστάσεις δεν είναι το εικαστικό αντικείμενο που εκτίθεται, που τοποθετείται στο δημόσιο χώρο αλλά οι βανδαλισμοί που προκύπτουν σ΄ αυτό. Δεν είναι, δηλαδή, μια ουσιαστική συζήτηση περί της χρησιμότητας, της σχέσης του αντικειμένου με τον περιβάλλοντα χώρο, το αστικό και πολεοδομικό περιβάλλον του κοινωνικού δημόσιου χώρου και τον πολίτη αλλά κυρίως μια διαρκής κατανάλωση περί βανδαλισμού και ‘κακοποίησης’ του δημόσιου χώρου. Εξ’ ορισμού αυτή η ‘προσέγγιση’ δείχνει μια αδυναμία να ‘αναγνώσουμε’ το ίδιο το αντικείμενο με εικαστικά κριτήρια, μια αδυναμία να τοποθετηθούμε στην αισθητική ή μη αισθητική του, το ‘υιοθετούμε’ απλά και αβασάνιστα με τρόπο ώστε ακόμα κι’ αυτή η ‘σχέση’ μας να μπορεί να θεωρηθεί εξίσου αδιάφορη, εξίσου ‘μηδενιστική’, εξίσου εφήμερη μ’ αυτή του βανδαλισμού.
Εάν, λοιπόν, προκύπτει ένα ερώτημα είναι πρωτίστως αυτό της χρησιμότητας, της επιλογής και της αποδοχής ή του ‘διαλόγου’ στη συνέχεια από το ευρύ κοινό. Ένα δημόσιο έργο επιλέγεται σε σχέση με τον περιβάλλοντα χώρο; Επιλέγεται για να εξυπηρετήσει πολιτιστικούς σκοπούς; Επιλέγεται βάση συγκεκριμένων διαγωνισμών; κριτηρίων ή επιλέγεται αυθαίρετα από κάποιες αρχές ώστε να εξυπηρετήσει τις ‘ενδοοικογενειακές’ πολιτιστικές-πολιτικές σχέσεις; Συνήθως ισχύει το τελευταίο. Με την ίδια, λοιπόν, αυθαιρεσία που προκύπτει η ‘επιλογή’ ακριβώς με την ίδια, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι προκύπτει κι’ βανδαλισμός-‘βανδαλισμός’. Γιατί μια εγκατάσταση, ένα γλυπτό βανδαλίζεται, πρωτίστως, από την ίδια την επιλογή τού κάθε θεσμικού φορέα, ο οποίος μη καλλιεργώντας το ανήκειν στον πολίτη, τη σχέση αυτή, δηλαδή, που καθορίζει την συμπεριφορά μας στην κοινότητα, λειτουργώντας αποσπασματικά, σπασμωδικά διαιωνίζει την αντίληψη ότι ο δημόσιος χώρος ανήκει στο Δήμο, στην Νομαρχία κι’ όχι στο πολίτη του Δήμου, του Νομού.
Συνηθίζουμε να λέμε και να επαναλαμβάνουμε ότι ο δημόσιος χώρος ‘βανδαλίζεται-κακοποιείται’ πολιτιστικά από τους απαίδευτους και ‘απολίτιστους’ συμπολίτες μας.
Μια αντίστροφη όμως ανάγνωση θα αποδείκνυε ότι ο δημόσιος χώρος ‘βανδαλίζεται’ κυρίως από την ίδια την πολιτεία, από τις εκάστοτε αρχές, η οποία ενώ έχει επιλέξει να εμπλουτίσει πολιτιστικά το καθημερινό πλαίσιο της ζωής μας, με τις πράξεις της αναιρεί την ίδια της την απόφαση.
Μια από τις παραμέτρους ‘κακοποίησης’ αλλά και αναίρεσης είναι ότι η ανάπτυξη του πολεοδομικού αστικού ιστού δεν λαμβάνει υπόψη του την χωροταξική τοποθέτηση γλυπτών, εγκαταστάσεων, παρεμβάσεων στο δημόσιο περιβάλλον ώστε να λειτουργούν εν αρμονία αλλά και να συνδιαλέγονται με τον πολίτη με φυσικό τρόπο. Η πολεοδομική ‘ανάπτυξη’ είναι φυσικό, λοιπόν, να διαιωνίζει την απόρριψη, να ‘απορρίπτει’ οτιδήποτε δεν αποτελεί ‘φυσική’ της προέκταση, οτιδήποτε δεν παρεμβαίνει στον αστικό ιστό με στόχο να ‘συναντήσει’, να βελτιώσει, να ‘αναζητήσει’ τους κατοίκους στους κατά τόπους χώρους διαβίωσης. Στο πλαίσιο αυτό παρατηρούμε ότι οι εικαστικές-γλυπτικές παρεμβάσεις, που συνήθως είναι δωρεές των εξίσου φιλόδοξων καλλιτεχνών, λειτουργούν αποσπασματικά με αποτέλεσμα, συνήθως, να ακυρώνεται ή το έργο ή ο δημόσιος χώρος που το φιλοξενεί.
Η παντελής απουσία μελέτης για την τοποθέτηση του γλυπτού- εγκατάστασης, ή των υλικών που χρησιμοποιούνται για να καταστεί ο αστικός χώρος, η χρήση του από το κοινό λειτουργικός αλλά και η προβολή-ανάδειξη του έργου με κατάλληλο τρόπο, συμβάλλει στο να προκαλείται κι’ ο αντίστοιχος σεβασμός-μύηση τόσο στον πολίτη όσο και στο έργο.
Κραυγαλέο παράδειγμα στη Θεσσαλονίκη αποτελεί το γλυπτό του Κώστα Βαρώτσου, Ορίζοντας, μπροστά στην είσοδο της ΔΕΘ αλλά και του Γιώργου Ζογγολόπουλου, Τρείς κύκλοι, στη Νέα Παραλία. Το μεν πρώτο κυριολεκτικά ‘πεταγμένο’ ακυρώνει την οποιαδήποτε συνομιλία με τον ορίζοντα της πόλης, αναιρώντας μ’ αυτόν τον τρόπο το ίδιο το έργο αφού ‘αναδεικνύεται’ σ’ ένα γυάλινο όγκο, αισθητικά μη λειτουργικό. Στο δε δεύτερο, η ευθύνη είναι μεγαλύτερη διότι, ουσιαστικά, το γλυπτό δεν υφίσταται αφού δεν έχει συναρμολογηθεί ώστε να λειτουργεί. Η τοποθέτηση ‘των υλικών’ στο χώρο της αναπλασμένης παραλίας δε λειτουργεί παρά ως μια άναρχη τοποθέτηση ‘κάποιων’ υλικών, κάποιου δυνητικού έργου. Η εγκαταλελειμμένη δε εγκατάσταση του Κ. Τσόκλη, στον προαύλιο χώρο του Αρχαιολογικού Μουσείου, αποτελεί λαμπρό παράδειγμα ακύρωσης αλλά και μη σεβασμού του έργου.
Και αναρωτιέμαι, ποιος είναι ο βάνδαλος; Ο ‘απαίδευτος’ πολίτης ή ο ίδιος ο φορέας; Ο οποίος, τοποθετεί γλυπτά ή εγκαταστάσεις που παρεμβαίνουν στην ίδια την αρχιτεκτονική αλλά και συγχρόνως τα αντιμετωπίζει ως δυνητικά σκουπίδια.
Ας μην μας εκπλήσσουν, λοιπόν, τα συχνά φαινόμενα των γκράφιτι που, επιπροσθέτως, ‘διακοσμούν’ τα δημόσια γλυπτά-εγκαταστάσεις –ενίοτε μπορεί να λειτουργούν και ως τμήμα ενός δημόσιου έργου- γιατί παρά τις όποιες εθελοντικές ομάδες καθαρισμού θα συνεχίσουν να αυξάνονται όσο δε λαμβάνεται υπόψη ότι η τέχνη όταν ‘καλείται’ στην πόλη απευθύνεται, συνήθως, σ’ ένα κοινό που δε διαβαίνει ποτέ την πόρτα ενός μουσείου. Όταν λοιπόν αυτό το κοινό καλείται να ‘συμμετέχει’ στο, ήδη, μη εναρμονισμένο περιβάλλον, σ’ ένα αστικό ‘σώμα’ που νοσεί οφείλουμε πρωτίστως την ίαση, οφείλουμε να καλλιεργούμε ένα δυνητικό κοινό όχι με έργα ‘πιρουέτες’, που ‘ξεφυτρώνουν’ τυχαία αλλά μέσα από έργα που πρωτίστως σέβονται το ίδιο το κοινό και το περιβάλλον και καλλιεργούν το ανήκειν και το εμπεριέχειν.