KAΣΤΟΡΙΑ-ΑΦΙΕΡΩΜΑ
Ο Λεωνίδας Παπάζογλου
και η τέχνη του φωτογραφικού πορτρέτου
Του Ηρακλή Παπαϊωάννου
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόλΙΣ 80
Ο Λεωνίδας Παπάζογλου αποτελεί, χάρη στην υψηλή ποιότητα του έργου του, σπάνιο δείγμα ανεπίσημης φωτογραφίας (vernacular photography), ειδικά της περιφέρειας, που διεκδίκησε θέση στην επίσημη φωτογραφική ιστορία της χώρας. Το σπίτι του, η αυλή του οποίου λειτούργησε ως υπαίθριο στούντιο, σώζεται ακόμη στην Καστοριά. Η αναπαλαίωσή του και η φιλοξενία μόνιμης έκθεσης έργων του σημαντικού φωτογράφου θα συνιστούσε τη μεγαλύτερη καλλιτεχνική δικαίωση και μια πολιτισμική πρωτοβουλία υπερτοπικής σημασίας.
Λίγες φορές στη ζωή ενός μουσείου έρχεται κανείς αντιμέτωπος με πραγματικές ανακαλύψεις. Στην περίπτωση του MOMus- ΜΦΘ, μια τέτοια σημειώθηκε πριν από είκοσι περίπου χρόνια, όταν ο αείμνηστος Γιώργος Γκολομπίας έφερε το Μουσείο σε επαφή με το έργο του Λεωνίδα Παπάζογλου (1872-1918). Οξυδερκής συλλέκτης και σχολαστικός μελετητής της ιστορίας του τόπου του, της Καστοριάς, μέσα από εικαστικές αναπαραστάσεις (χάρτες, φωτογραφία, χαρακτικά), ο Γκολομπίας κατάφερε να σώσει από την οριστική αφάνεια μια εξαιρετική, άγνωστη περίπτωση φωτογράφου. Η καταλυτική επαφή του Μουσείου με το πρωτογενές υλικό οδήγησε σε μια έκθεση και έκδοση το 2004, που στέφθηκαν από ιδιαίτερη επιτυχία.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Γκολομπία, ο Λεωνίδας Παπάζογλου γεννήθηκε στην Καστοριά και μαθήτευσε επί σειρά ετών σε φωτογραφικό στούντιο στην Κωνσταντινούπολη, μαζί με τον κατά δύο χρόνια νεότερο αδελφό του, τον Παντελή. Με την επιστροφή του το 1898-1899 κάλυψε, μαζί με τον αδελφό του, τις ανάγκες της πόλης και των γύρω επαρχιών ως πλανόδιος φωτογράφος, φτάνοντας στη Σιάτιστα και τα Γρεβενά, μέχρι τον πρόωρο θάνατό του από ισπανική γρίπη το 1918. Είναι γνωστό ακόμη ότι συνεργάστηκε με τον Γαλλικό Στρατό στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (1916-1918) και φαίνεται πως η δραστηριότητά του ήταν επιτυχημένη και σε οικονομικούς όρους.1
Η συντριπτική πλειονότητα των σωζόμενων φωτογραφιών είναι γυάλινες πλάκες 13×18 εκ. Όπως σημειώνει ο Κωστής Αντωνιάδης, πρόκειται για «ομαδικά και ατομικά πορτρέτα, κατοίκων, στρατιωτικών και ενόπλων, αλλά και κοινωνικών εκδηλώσεων, γεγονότων και καθημερινών σκηνών: ένας κλειστός κόσμος στον οποίο αρχόντισσες της Καστοριάς, Βλάχοι της Κλεισούρας, κομιτατζήδες, μακεδονομάχοι, τσολιάδες, ληστές, οργανοπαίκτες, οικογενειάρχες, ιερείς, μουφτήδες και ραβίνοι, Έλληνες, Τούρκοι, Βούλγαροι, Εβραίοι, βίωναν όμοια την τελετή της απαθανάτισής τους».
Στα διεισδυτικά πορτρέτα του, τραβηγμένα σε υπαίθριους χώρους, ο Παπάζογλου χρησιμοποιούσε ένα φορητό ζωγραφισμένο φόντο που εικόνιζε ένα ευρωπαϊκού ύφους και ακαδημαϊκής τεχνοτροπίας τοπίο. Η επιλογή του επιμελητή της έκθεσης Κωστή Αντωνιάδη να ψηφιοποιηθεί και να εκτυπωθεί ολόκληρη η πλάκα φανέρωσε στον σύγχρονο θεατή μια εικόνα που ο παραγγελιοδόχος της εποχής δεν αντίκρισε ποτέ. Πέρα από τα όρια του φόντου διακρίνεται συχνά το πλακόστρωτο καλντερίμι, καθώς και στοιχεία του περιβάλλοντος χώρου, αναδεικνύοντας τις ραφές ανάμεσα στον εντός και εκτός πορτρέτου κόσμο, την εσωτερική κατασκευή της φωτογραφίας. Το εκλεπτυσμένο τοπίο του φόντου διακόπτει εδώ την έκταση του βλέμματος στο φυσικό, γηγενές τοπίο, λειτουργώντας ως ακούσια μεταφορά για τις εισαγόμενες (αισθητικές ή άλλες) αξίες που έρχονται να καλύψουν και να αντικαταστήσουν τις εγχώριες. Το ίδιο το φόντο συνιστά δάνειο από το μητροπολιτικό στούντιο πορτρέτων του 19ου αιώνα, που επέτρεπε στη φωτογραφία να αξιώνει έμμεσα κάτι από το κύρος ενός πίνακα και ταυτόχρονα στον αστό του 19ου αιώνα να διατηρεί μια φαντασιακή σχέση με τη γη από όπου προερχόταν. Η διάχυση της πρακτικής αυτής στις περιφέρειες της περιφέρειας συνιστά ένα τεκμήριο του τρόπου με τον οποίο υιοθετεί κανείς αλλότριες νόρμες, όταν δεν μπορεί να συστήσει τις δικές του.
Οι πόζες είναι ιδιαίτερα προσεγμένες, με λεπτότητα ακόμη και σε μικρές χειρονο- μίες, όπως ο τρόπος που συχνά ενώνονται τα δάχτυλα, αποφεύγοντας την άχαρη επανάληψη και τη συμβατικότητα των πλανόδιων φωτογράφων της περιόδου, ακόμη και των πόλεων. Η κομψότητα των εικόνων του Παπάζογλου μοιάζει με απόπειρα να διακρίνει χαρακτήρες πίσω από κάθε φυσιογνωμία, προκρίνοντας τη νεωτερική έννοια της ατομικότητας. Όμοια, παρουσιάζει ανάγλυφα την εθνοτική και θρησκευτική διαστρωμάτωση της περιοχής στην ταραγμένη περίοδο που έλαβε χώρα ο Μακεδονικός Αγώνας, οι Βαλκανικοί πόλεμοι, ο Πρώτος Μεγάλος Πόλεμος. Παράλληλα, προσφέρει πολύτιμες πληροφορίες για τις παραδοσιακές ενδυμασίες των επιμέρους κοινοτήτων και τη διείσδυση των σύγχρονων ευρωπαϊκών τρόπων μέσα από την επίδραση των οδών του εμπορίου.
Ο Παπάζογλου δεν αρκούνταν στις περίτεχνες λήψεις. Έκανε επιδέξιο ρετούς με κόκκινο κραγιόν από την πλευρά του γυαλιού, ρυθμίζοντας έτσι επιδέξια την τονικότητα και το κοντράστ της πλάκας, και με μολύβι από την πλευρά της εμουλσιόν για να απομακρύνει ρυτίδες ή ανεπιθύμητα σημάδια στο πρόσωπο. Η κολακευτική εικόνα του εαυτού, που αποστρέφεται τα φυσικά ελαττώματα και τα σημάδια του χρόνου, αποδεικνύεται έτσι αίτημα διαρκέστερο από τον σύγχρονο ναρκισσισμό.
Ο Παπάζογλου απεικόνισε άμεσα και έμμεσα τη βία της εποχής: ενόπλους διάφορων εθνοτικών ομάδων με την αψάδα στο πρόσωπο, νεκρούς αφημένους στη σήψη καταμεσής του δρόμου. Μαζί συνέλαβε και μια άλλη, λανθάνουσα μορφή έντασης: την απόσταση ανάμεσα στους απλούς χωρικούς και τους καλοβαλμένους αστούς, τη στατική τοπικότητα και τον ευάερο κοσμοπολιτισμό. Αρκετές γυάλινες πλάκες φέρουν εμφανή ίχνη φθοράς: αλλοιώσεις της εμουλσιόν, ραγίσματα, χωρίς να μειώνεται αναγκαστικά η γοητεία της φωτογραφίας ως θραύσματος που επιβίωσε από το μένος των καιρών για να ανοίξει παράθυρο σε έναν κόσμο που έχει ξεθωριάσει. Τα βλέμματα εμφανίζονται να ατενίζουν δεκτικά τον φατον φακό ή να κοιτάζουν απλανώς εκτός κάδρου. Όμοια, οι εικονιζόμενοι άλλοτε ποζάρουν με αυτοπεποίθηση κι άλλοτε επιδεικνύουν εμφανή αμηχανία. Η στάση του σώματος και η έκφραση του βλέμματος φανερώνουν έτσι τον βαθμό εξοικείωσης με την ιδέα του εαυτού τους ως εικόνας μέσα από τον νεωτερισμό της φωτογραφίας.
Οι δυο αδελφοί κάποια στιγμή διαχώρισαν το αρχείο τους. Εκείνο του Παντελή καταστράφηκε σε πυρκαγιά μαζί με το σπίτι του. Το σπίτι του Λεωνίδα στον συνοικισμό Ντολτσό της Καστοριάς, αντίστοιχα, ήταν από τα πρώτα που χτυπήθηκαν κατά τους ιταλικούς βομβαρδισμούς του 1940, οι οποίοι επέφεραν πλήγμα και σε μέρος του αρχείου. Πολλές πλάκες ακόμη ανακυκλώθηκαν, μετά την αφαίρεση της εμουλσιόν, για να καλυφθούν οι ανάγκες εκκλησιών και σπιτιών, όπου ήταν δυνατόν. Ο Γκολομπίας διέσωσε περίπου 2.500 γυάλινες πλάκες. Οι υπόλοιπες, που φέρεται να ήταν σε λιγότερο καλή κατάσταση, είχαν πεταχτεί στη χωματερή του Δήμου Καστοριάς. Καθώς η καταστροφή συντελέστηκε χωρίς πρότερη μελέτη ή καταγραφή, παραμένει άγνωστο αν το υλικό που πετάχτηκε ήταν όμοιας ή διαφορετικής θεματογραφίας, ίδιας ή καλύτερης ποιότητας, ή για ποιες ακριβώς από τις πλάκες φέρει την ευθύνη ο κάθε αδελφός.
Ο Λεωνίδας Παπάζογλου αποτελεί, χάρη στην υψηλή ποιότητα του έργου του, σπάνιο δείγμα ανεπίσημης φωτογραφίας (vernacular photography), ειδικά της περιφέρειας, που διεκδίκησε θέση στην επίσημη φωτογραφική ιστορία της χώρας. Το σπίτι του, η αυλή του οποίου λειτούργησε ως υπαίθριο στούντιο, σώζεται ακόμη στην Καστοριά. Η αναπαλαίωσή του και η φιλοξενία μόνιμης έκθεσης έργων του σημαντικού φωτογράφου θα συνιστούσε τη μεγαλύτερη καλλιτεχνική δικαίωση και μια πολιτισμική πρωτοβουλία υπερτοπικής σημασίας.
* Οι φωτογραφίες ανήκουν στη Συλλογή Γιώργου Γκολομπία.