ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Νικηφόρος Παπανδρέου
«Το θέατρο είναι μια δραστηριότητα
τραγικά εφήμερη»
Συνέντευξη στη Σοφία Ευτυχιάδου
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόλΙΣ 76
Ο Νικηφόρος Παπανδρέου συνδέθηκε άρρηκτα με τη θεατρική ζωή της χώρας. Γεννιέται την άνοιξη του 1941, στη Μεγαλόπολη, στην Αρκαδία, όγδοο παιδί ενός ταχυδρομικού υπαλλήλου. Στα 10 του χρόνια, η οικογένειά του μετακομίζει στην Αθήνα. Ο νεαρός Νικηφόρος φοιτά στο Β΄ Γυμνάσιο Αρρένων και την εποχή εκείνη ανακαλύπτει και το θέατρο. Το 1957 βλέπει στο θρυλικό υπόγειο του «Ορφέα» την Αυλή των θαυμάτων του Καμπανέλλη και τον Κύκλο με την κιμωλία του Μπρεχτ σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν. Μαγεύεται και αποφασίζει ότι σε αυτό το μαγικό σύμπαν του θεάτρου θέλει να περάσει τη ζωή του.
Ακολουθούν σπουδές Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και αμέσως μετά, το 1965, σπουδές στο Παρίσι, στο Ινστιτούτο Θεατρικών Σπουδών της Σορβόννης, όπου αργότερα θα ανακηρυχθεί διδάκτορας της Θεατρολογίας. Στο Παρίσι τον βρίσκει η Δικτατορία και μένει τελικά 11 χρόνια. Μια τύχη αγαθή, κάπου εκεί το 1976, τον δένει αμετάκλητα με την πόλη της Θεσσαλονίκης. Αλλά ας μας τα πει ο ίδιος πιο αναλυτικά:
Η συνέντευξη
Το όνομά σας συνδέεται άρρηκτα με τη θεατρική ζωή της χώρας με επίκεντρο τη Θεσσαλονίκη. Πότε ξεκινά η σχέση σας με την πόλη; Έρχεστε για πρώτη φορά το 1976 για να αναλάβετε τη Δραματική Σχολή του ΚΘΒΕ ή έχετε έρθει και πιο πριν;
Είχα κάνει ένα ταξίδι-αστραπή στα φοιτητικά μου χρόνια, το 1962, συμμετέχοντας στην προεργασία ενός αφιερώματος στη Θεσσαλονίκη που ετοίμαζε το περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης. Έμεινα μόνο δυο μέρες, δεν θυμάμαι πολλά πράγματα από την πόλη. Μόνο μια έντονη συγκίνηση από τη συνάντηση γνωριμίας με τον Μανόλη Αναγνωστάκη, μύθο της γενιάς μου, στο σπίτι του, όπου είχα την τύχη να γνωρίσω και τη Λούλα Αναγνωστάκη, που θα γινόταν ισόβια φίλη.
To 1973 ιδρύεται η Δραματική Σχολή του ΚΘΒΕ. Ξεκινά χωρίς Διευθυντή και το 1976 σας γίνεται πρόταση να την αναλάβετε και, στην πραγματικότητα, να τη σχεδιάσετε. Αυτό είναι και το πρελούδιο για την ίδρυση της Πειραματικής Σκηνής της «Τέχνης»;
Την άνοιξη του 1976, ενώ βρισκόμουν ήδη 11 χρόνια στο Παρίσι και δίδασκα θεατρολογία στο Πανεπιστήμιο της Ναντέρ, βρέθηκα για μερικές μέρες στην Αθήνα. Τυχαία συνάντησα στο βιβλιοπωλείο του Κέδρου, παλιό προδικτατορικό στέκι, τον Γιώργο Σαββίδη, μέλος του ΔΣ του ΚΘΒΕ, ο οποίος με ρώτησε αν θα ήμουν διατεθειμένος να επαναπατριστώ για να αναλάβω τη διεύθυνση της Δραματικής Σχολής. Ήταν η χρυσή εποχή του Κρατικού, με διευθυντή τον Μίνω Βολανάκη και πρόεδρο του ΔΣ τον Νίκο Χουρμουζιάδη. Δίστασα λίγο με την προοπτική να παραιτηθώ από το γαλλικό Πανεπιστήμιο, ν’ αλλάξω ριζικά ζωή. Αλλά γρήγορα σκέφτηκα ότι τώρα είναι η στιγμή, αν δεν θέλω να γεράσω απόδημος. Τι περίεργα παιχνίδια μας παίζει η ζωή… Αν είχα πάει στο βιβλιοπωλείο πέντε λεπτά αργότερα ή νωρίτερα, δεν θα είχα γεράσει στη Θεσσαλονίκη, δεν θα είχα περάσει τρεις δεκαετίες στο Αριστοτέλειο, δεν θα είχε γίνει η Πειραματική Σκηνή, δεν θα είχα συναντήσει την Έφη Σταμούλη, δεν θα είχα σήμερα δύο παιδιά και μια εγγονή, δεν θα είχατε εσείς υπάρξει καλή μου μαθήτρια και δεν θα τα λέγαμε σήμερα…
Λοιπόν, το ίδιο φθινόπωρο ήρθα για λίγο στη Θεσσαλονίκη, για να οργανώσω το πρόγραμμα μαθημάτων και τις εισαγωγικές εξετάσεις. Οριστικά εγκαταστάθηκα στις αρχές του 1977, σε μιαν άγνωστη πόλη, όπου ένιωσα αμέσως σαν στο σπίτι μου. Οι εξαιρετικές σχέσεις, από τις πρώτες μέρες, με τα «παιδιά» της Σχολής μέσα στο συναρπαστικό κλίμα της Μεταπολίτευσης με βοήθησαν να παραμείνω, να μην ξαναφύγω τρέχοντας όταν, πριν καλά-καλά εγκατασταθώ, ένας αδιανόητος υπουργός Πολιτισμού φρόντισε να εκδιώξει την εμπνευσμένη ηγεσία του Θεάτρου. Στο πρόγραμμα των μαθημάτων έδωσα ιδιαίτερο βάρος στα λεγόμενα δευτερεύοντα, ιστορία θεάτρου, δραματολογία, νεοελληνική λογοτεχνία, σκηνογραφία (με τη συμβολή του Δημήτρη Σπάθη και του Νίκου Πολίτη, άρτι επαναπατρισθέντων επίσης), πείθοντας τους μαθητευόμενους ηθοποιούς ότι η σφαιρική παιδεία θα τους επιτρέψει να έχουν άποψη για συγγραφείς και κείμενα, ώστε να μην είναι οι ιδέες προνόμιο του σκηνοθέτη.
Και η Πειραματική;
Από τη Σχολή παραιτήθηκα τρία χρόνια αργότερα, προκειμένου να ιδρύσουμε, με μια ομάδα πρόσφατων αποφοίτων, την Πειραματική Σκηνή της «Τέχνης». Σωστά μιλάτε για «πρελούδιο». Ήταν για όλους μας κάτι σαν πρόκληση, να δοκιμάσουμε πόσο ρεαλιστικά είναι στην πράξη τα ωραία οράματα των μαθημάτων. Δώσαμε την εναρκτήρια παράσταση στις 18 Οκτωβρίου του 1979, με τη γενναιόδωρη φιλοξενία της Ρούλας Πατεράκη, στο πανέμορφο θέατρο «Άδωνις» (μετά έγινε σουπερμάρκετ), με το Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας του Σαίξπηρ. Η τελευταία μας παράσταση, με τη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη, δόθηκε στο θέατρο «Τ» στις 3 Νοεμβρίου του 2019. Ακριβώς σαράντα χρόνια αργότερα!
Αυτό το διάστημα μπορεί να χωριστεί σε τρεις φάσεις: νομαδικός βίος, 1979-1985· «μόνιμη» εγκατάσταση στο θέατρο «Αμαλία», 1986-2012· ξανά νομαδικός βίος, 2012-2019. Φυσικά, η πιο γόνιμη περίοδος είναι τα εικοσιπέντε χρόνια στο «Αμαλία», όπου ο θίασος δούλευε ασταμάτητα, κάνοντας ταυτόχρονα πρόβες και παραστάσεις και εφαρμόζοντας το σύστημα του εναλλασσόμενου ρεπερτορίου, με εντυπωσιακή ανταπόκριση του κοινού. Αλλά το 2012 η κατάργηση των επιχορηγήσεων μας ανάγκασε να αφήσουμε το θέατρο. Ωστόσο, συνεχίσαμε περιπλανώμενοι δυναμικά, χάρη και στην υποστήριξη του Δήμου Θεσσαλονίκης, με πολλές νέες παραγωγές: τρεις στο «Άνετον», τρεις σε μη θεατρικούς χώρους, δύο στο θέατρο «Μελίνα Μερκούρη», τρεις στο Θέατρο «Τ».
Συνολικά, από το 1979 ως το 2019, 130 έργα, στα οποία πήραν μέρος πάνω από 100 ηθοποιοί.
H Πειραματική Σκηνή είναι ένας θίασος που σε επίπεδο ιδρυτικών στόχων συνομιλεί ευθέως με ανησυχίες του επιχορηγούμενου θεάτρου της Γαλλίας. Μιλήστε μας για τις ιδέες που σας ενέπνευσαν.
Είναι αλήθεια ότι έζησα από κοντά την εποποιία του επιχορηγούμενου θεάτρου στη Γαλλία, πριν και μετά τον Μάιο του ’68, με τους διάφορους χαρακτηρισμούς του: «λαϊκό» θέατρο, «δημόσιο» θέατρο, «αποκεντρωμένο» θέατρο, και συμμερίστηκα την ουτοπική επιδίωξή του: «Το θέατρο ανήκει σ’ αυτούς που δεν πάνε στο θέατρο». Αυτή η εμπειρία επηρέασε τη θεατρική μου ιδεολογία, όπως το Ινστιτούτο Θεατρικών Σπουδών της Σορβόνης την εκπαιδευτική. Χρωστώ πολλά σε τρεις ηγετικές μορφές αυτού του θεατρικού κινήματος: έναν «πατριάρχη», τον Ζαν Βιλάρ (διευθυντή του Εθνικού Λαϊκού Θεάτρου και ιδρυτή του Φεστιβάλ της Αβινιόν), που τον γνώρισα μόνο μέσα από τα κείμενά του, έναν αγαπημένο πανεπιστημιακό δάσκαλο, τον Μπερνάρ Ντορτ, που μεταξύ άλλων με βοήθησε να καταλάβω πόσο σύνθετο είναι το μπρεχτικό θέατρο, κι έναν ιδιοφυή σκηνοθέτη, συνεργάτη και στενό φίλο, τον Αντουάν Βιτέζ, από τον οποίον δανείστηκα το σλόγκαν «ελιτίστικο θέατρο για όλους!»
Πώς είναι η πνευματική ζωή στη Θεσσαλονίκη την εποχή της Μεταπολίτευσης;
Πλούσια και ερεθιστική, με σημαντικά σημεία «έξαρσης»: τη Φιλοσοφική Σχολή, με σπουδαίους δασκάλους, το ΚΘΒΕ στην καλή του ώρα με διευθυντή έναν κορυφαίο σκηνοθέτη και διοικητικό συμβούλιο υψηλής πνευματικότητας, την «Τέχνη», Μακεδονική Καλλιτεχνική Εταιρεία, ένα πρωτοποριακό πολιτιστικό σωματείο του οποίου έγινα αμέσως μέλος. Και επίσης σπουδαίους λογοτέχνες – πώς το λέει ο Σαββόπουλος: «Να δω τους ποιητές πρόλαβα εγώ».
H «Τέχνη» αγκαλιάζει τη δημιουργία της Πειραματικής Σκηνής. Πόσο καθοριστική είναι αυτή η στήριξη για τη συνέχεια του θιάσου;
Το γεγονός ότι η «Τέχνη» ενσωμάτωσε χωρίς δισταγμό μια θεατρική κίνηση άπειρων νέων υπήρξε καθοριστικό για την επιβίωση του θιάσου. Όχι για οικονομικούς λόγους: είχαμε την τύχη να ξεκινήσουμε όταν άρχισε να διευρύνεται ο σπουδαίος θεσμός των επιχορηγήσεων του Υπουργείου Πολιτισμού προς το ελεύθερο θέατρο, στον οποίο οφείλεται η εντυπωσιακή άνθηση της ελληνικής σκηνής επί τρεις δεκαετίες. Αλλά ήταν καθοριστικό σε επίπεδο κύρους, αξιοπιστίας απέναντι στο κοινό της πόλης. H «Τέχνη» είχε άλλωστε παρελθόν σε τολμηρά θεατρικά ανοίγματα, αφού σε δύσκολες εποχές, στα χρόνια της Δικτατορίας, είχε επίσης υιοθετήσει το ιστορικό Θεατρικό Εργαστήρι, ενώ παλιότερα είχε πρωταγωνιστήσει στις προσπάθειες για την ίδρυση Κρατικού Θεάτρου στη Θεσσαλονίκη.
Είναι φανερό ότι είναι αδύνατο να χωρέσουμε σε μια συνέντευξη την πορεία 40 ετών ενός θιάσου. Ποιες είναι οι σημαντικότερες κατακτήσεις του;
Σ’ αυτά τα σαράντα χρόνια υπήρξαν κάποιες σταθερές για τις οποίες μπορούμε πιστεύω να είμαστε περήφανοι. Θα τις απαριθμήσω τηλεγραφικά:
-Η πολιτική ρεπερτορίου υψηλής ποιότητας, όπου συνυπάρχουν κλασικοί και σύγχρονοι συγγραφείς, Έλληνες και ξένοι (πολλοί παρουσιάζονται για πρώτη φορά στην Ελλάδα), και μάλιστα σε εναλλασσόμενο ρεπερτόριο με τουλάχιστον τρία διαφορετικά έργα μέσα στην ίδια εβδομάδα.
-Η ανάδειξη νέων ηθοποιών, σκηνοθετών, σκηνογράφων, συγγραφέων της Θεσσαλονίκης, λειτουργώντας σαν ανάχωμα στη διαρροή των καλλιτεχνικών δυνάμεων της πόλης προς την πρωτεύουσα.
-Η προσπάθεια για τη διάδοση της θεατρικής παιδείας, για την καλλιέργεια των θεατών, για την αύξηση του απαιτητικού κοινού, με σύνθημα έναν αφορισμό του Μπρεχτ: «Δημοκρατία είναι η διεύρυνση του στενού κύκλου των μυημένων». Εδώ πρέπει ίσως να αναφερθεί και η έκδοση του θεατρολογικού περιοδικού Θεατρικά Τετράδια (57 τεύχη).
-Η πεποίθηση ότι το θέατρο για παιδιά είναι καλλιτεχνικά μια πολύ σοβαρή υπόθεση.
-Η συμβολή στην αποκέντρωση με παραστάσεις σε επαρχιακές πόλεις και κωμοπόλεις.
-Ταυτόχρονα οι προσπάθειες για εξωστρέφεια και διεθνή παρουσία, μέσα από τη συμμετοχή στο δίκτυο European Theatre Convention, την παρουσίαση παραστάσεων σε φεστιβάλ του εξωτερικού, τη διοργάνωση ενός διεθνούς θεατρικού φεστιβάλ στη Θεσσαλονίκη (Θεατρική Άνοιξη, 1994-2006).
-Τελευταίο, αλλά όχι έσχατο: η πρόκληση (ήδη από τη Σχολή) να ζήσουμε το θέατρο, τέχνη εξ ορισμού ανταγωνιστική, μέσα σε συνθήκες φιλίας, ισοτιμίας και αλληλεγγύης.
Δεν ξέρω αν όλα αυτά σας φαίνονται αυτονόητα. Το ελπίζω. Δεν ήταν πάντως.
Υπάρχουν παραστάσεις μέσα στα χρόνια που θεωρείτε σταθμούς για την πορεία της Πειραματικής;
Οι 130 παραστάσεις που ανέβασε ο θίασος δεν ήταν φυσικά όλες το ίδιο σημαντικές καλλιτεχνικά, ωστόσο μου είναι αδύνατον να φτιάξω έναν κατάλογο με τις «καλύτερες». Για να είμαστε δημοκρατικοί, θα προσπαθήσω απλώς να θυμηθώ παραστάσεις για τις οποίες έδειξε ξεχωριστή προτίμηση το κοινό, αυτές που «έκοψαν» τα πιο πολλά εισιτήρια, γνώρισαν πολλές επαναλήψεις και περιοδείες. Λοιπόν, ακολουθώντας χρονολογική σειρά: Ομήρου Οδύσσεια, Περιμένοντας τον Γκοντό του Μπέκετ, Η βεγγέρα του Καπετανάκη, Εκκλησιάζουσες του Αριστοφάνη, Το παιχνίδι της σφαγής του Ιονέσκο, Νύχτες χαμένων ερώτων του Μισίμα, Κάτω από το Γαλατόδασος του Ντύλαν Τόμας, Περπατώ εις το δάσος της Στέλλας Μιχαηλίδου, Ο κύκλος με την κιμωλία του Μπρεχτ, Στη χώρα Ίψεν του Καμπανέλλη, Χορεύοντας στη Λούνασα του Φρίελ, Με δύναμη από την Κηφισιά των Κεχαΐδη-Χαβιαρά, Το σώσε του Φρέιν, Εργαζόμενα κορίτσια του Μακ Γκίνες, Απόψε τρώμε στης Ιοκάστης του Άκη Δήμου, Οι έμποροι του Πομμερά, Το έξυπνο πουλί του Φεντώ, Ο βυσσινόκηπος του Τσέχοφ. Σταματώ εδώ με πολλές τύψεις, γιατί υπάρχουν άλλες παραστάσεις, για κάποιο λόγο πολύτιμες στη μνήμη μου, που λείπουν από αυτόν τον κατάλογο. Και τι νόημα έχουν άλλωστε οι τίτλοι των έργων χωρίς τα ονόματα των ηθοποιών, σκηνοθετών, σκηνογράφων, μουσικών που τους έδωσαν ζωή; Τελικά, σκέφτομαι ότι η σημαντικότερή μας παράσταση είναι η συνολική διαδρομή μας, με τους καλλιτέχνες που την έκαναν δυνατή και τους θεατές που τη μοιράστηκαν.
Αφού μιλάτε για συνεργάτες, ίσως θα μπορούσατε εδώ να μας θυμίσετε μερικά ονόματα.
Πώς να το κάνω για τους ηθοποιούς, είναι πάνω από 100! Θα αναφέρω μόνο, τιμής ένεκεν, αυτούς που έπαιζαν στην εναρκτήρια παράσταση τον Οκτώβριο του 1979, στο Όνειρο που έγινε πραγματικότητα: Χρήστος Αρνομάλλης, Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Λένα Κουρούδη, Βαρβάρα Μαυρομάτη, Νίκος Σεργιανόπουλος, Έφη Σταμούλη, Κωστής Σφυρικίδης, Σωκράτης Τερζόπουλος, Γιάννα Τσόκου. Οι καλλιτεχνικοί συντελεστές είναι βέβαια πολύ λιγότεροι, σε μεγάλο βαθμό σταθεροί, επειδή μέσα από σταθερούς συνεργάτες διαμορφώνεται κοινή γλώσσα. Οι σκηνοθέτες με τις περισσότερες συνεργασίες ήταν ο Νίκος Χουρμουζιάδης, ο Νίκος Αρμάος, η Έρση Βασιλικιώτη, ο Πέτρος Ζηβανός, ο Νίκος Χατζηπαπάς, η Γλυκερία Καλαϊτζή, ο Γιάννης Μόσχος, η Χριστίνα Χατζηβασιλείου. Στη σκηνογραφία οι συχνότερες συνεργασίες ήταν της Ιωάννας Μανωλεδάκη και του Απόστολου Βέττα (πριν πάρουν τη σκυτάλη οι νέες δυνάμεις του Τμήματος Θεάτρου), στη μουσική εναλλάσσονταν ο Ηρακλής Πασχαλίδης και ο Κώστας Βόμβολος. Χωρίς να ξεχνώ τους φωτισμούς και τον Στράτο Κουτράκη, τα τεχνικά και τον Βασίλη Τζαφέρη, τα οργανωτικά και τη Νατάσα Παπαδημητρίου.
Περιμένω την επόμενη ερώτηση και κάτι με κρατάει. Στάθηκα, για λόγους ιστορικούς, στους ηθοποιούς του ξεκινήματος και δεν σας μίλησα για τους δρομείς μεγάλων αποστάσεων που ακολούθησαν, τους στυλοβάτες πολλών, πολλών χρόνων. Κι αυτός ο κατάλογος είναι μεγάλος, αλλά πώς να μην αναφέρω, για λογαριασμό όλων τους διαρκέστερους: τη Μένη Κυριάκογλου και τον Δημήτρη Ναζίρη, την Ελένη Δημοπούλου και τον Νίκο Λύτρα, τη Στέλλα Μιχαηλίδου και τον Νίκο Κουμαριά, τον Στάθη Μαυρόπουλο…
Ο κάθε θίασος του ελεύθερου επιχορηγούμενου θεάτρου στην Ελλάδα από τη δεκαετία του 1980 έως και το 2010 περίπου είχε και τη δική του ταυτότητα. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της Πειραματικής που διαμόρφωσαν την ιδιαίτερη ταυτότητά της;
Νομίζω ότι τα βασικά χαρακτηριστικά τα ανέφερα ήδη, μιλώντας για αυτό που αποκαλέσατε «κατακτήσεις». Αν πρέπει να συνοψίσω την «ταυτότητα», θα έλεγα πως ήταν η προσπάθεια να προσεγγιστεί το ευρύ κοινό με θέατρο υψηλών απαιτήσεων, κάτι σαν: λαϊκές παραστάσεις ερευνητικού θεάτρου – ακούγεται σαν αστείο; Να αποδειχτεί τελοσπάντων ότι αυτός ο συνδυασμός δεν είναι ουτοπικός. Μη με ρωτήσατε αν το πετύχαμε, αρκεστείτε στο ότι το επιδιώξαμε.
Περπατώντας στην πόλη, ποια θα ήταν κάποια τοπόσημα μνήμης για την ιστορία της Πειραματικής Σκηνής;
Εκτός από το θέατρο «Αμαλία», όπου περάσαμε 25 πυκνά αξέχαστα χρόνια, θα αναφέρω, για τις αναμνήσεις από τα πρώτα άστεγα χρόνια, το «Αυλαία» και τη ΔΕΘ (αίθουσα «Αιμίλιος Ριάδης»). Τα τελευταία άστεγα χρόνια φέρνουν μνήμες από τρεις θεατρικές αίθουσες: το «Άνετον» του Δήμου Θεσσαλονίκης, το «Μελίνα Μερκούρη» του Δήμου Καλαμαριάς, το «Τ», διαμαντάκι της οδού Φλέμινγκ. Θα σταθώ και σε δύο μη θεατρικούς χώρους που αποτέλεσαν, αμέσως μετά την απώλεια του «Αμαλία», ιδανική τοποθεσία για site specific παραστάσεις υψηλού συγκινησιακού φορτίου: την αποβάθρα του παλιού σιδηροδρομικού σταθμού, όπου παίξαμε τη Χρυσή πόλη, ένα έργο για τη μοίρα των Εβραίων της Θεσσαλονίκης (σε συνεργασία με την ομάδα «Παπαλάνγκι») και, βέβαια, τη Βίλα Καπαντζή, όπου, με τη φιλοξενία του ΜΙΕΤ, ανεβάσαμε, ή μάλλον ζήσαμε, έναν σπαραχτικό Βυσσινόκηπο. Θα προσθέσω και την ταβέρνα του «Γιώργου», στα περίχωρα του «Αμαλία».
Υπάρχουν σημαντικοί συνεργάτες για την ιστορία της Πειραματικής Σκηνής που δεν είναι πια εν ζωή. Αναφέρομαι στον Χρήστο Αρνομάλλη, στον Νίκο Χουρμουζιάδη, τη Μένη Κυριάκογλου. Θέλετε να μας πείτε δυο λόγια για το τι έφεραν στη ζωή του θιάσου αυτοί οι άνθρωποι;
Μιλάτε για συνοδοιπόρους που μοιράστηκαν τη ζωή του θιάσου από την αρχή της ως το τέλος της δικής τους ζωής. Τι έφεραν; Τις ιδέες τους, το ταλέντο τους, τη συνέπειά τους, και το πιο τίμιο: τη μορφή τους. Καθώς σκέφτομαι το δύσκολο ξεκίνημα, αισθάνομαι την ανάγκη να προσθέσω στον κατάλογο των απόντων τον Νίκο Σεργιανόπουλο, και βέβαια τον σκηνοθέτη της εναρκτήριας παράστασης, τον Κόλιν Χάρις.
Εκτός από την Πειραματική Σκηνή, το όνομά σας έχει συνδεθεί και με τη δημιουργία του Τμήματος Θεάτρου στη Σχολή Καλών Τεχνών του ΑΠΘ, που λειτουργεί από το 1992. Ποια είναι η σημαντικότερη συνεισφορά αυτού του Τμήματος στο ελληνικό θεατρικό τοπίο;
Επειδή η πανεπιστημιακή συγκυρία το έφερε να αναλάβω κάποτε τον συντονισμό του σχεδιασμού του νεοσύστατου Τμήματος, που από την πρώτη στιγμή αποφασίσαμε να έχει ως κεντρικό άξονα την ισότιμη συνύπαρξη και συνεργασία θεωρίας και πρακτικής, επιστήμης και τέχνης του θεάτρου, δεν είμαι αυτός που πρέπει να αποτιμήσει τα αποτελέσματα αυτής της προσπάθειας. Θα πω μόνο, χωρίς ψεύτικη μετριοφροσύνη, πόση είναι η χαρά μου όταν στις θεατρικές μου περιδιαβάσεις «πέφτω» διαρκώς πάνω σε αποφοίτους αυτού του Τμήματος, ηθοποιούς, σκηνοθέτες, σκηνογράφους, φωτιστές, θεατρολόγους, θεατροπαιδαγωγούς, μεταφραστές, κριτικούς, καλή ώρα σαν κι εσάς που με ρωτάτε.
Από τη Δραματική Σχολή του ΚΘΒΕ μέχρι την Πειραματική Σκηνή της «Τέχνης» και το Τμήμα Θεάτρου του ΑΠΘ έχετε φανταστεί και σχεδιάσει δομές και οργανισμούς που δεν προϋπήρχαν. Τι σας γοητεύει σε αυτή τη διαδικασία;
Νομίζω ό,τι γοητεύει όλους τους θνητούς: να αφήσει ένα αποτύπωμα το πέρασμά τους από τον μάταιο τούτο κόσμο.
Ποιες είναι οι μεγαλύτερες θεατρικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η θεατρική Θεσσαλονίκη σήμερα;
Η μεγαλύτερη πρόκληση για τη θεατρική Θεσσαλονίκη είναι να υπάρξει ανήσυχη και πολυφωνική θεατρική ζωή μετά την ερήμωση της πανδημίας. Η παρουσία του ΚΘΒΕ είναι καθοριστική για την πολιτιστική θερμοκρασία της πόλης, χωρίς αυτήν δεν θα μιλούσαμε για θεατρική Θεσσαλονίκη. Δεν είναι όμως αρκετή. Ποτέ δεν ήταν. Είναι αναγκαία η καλλιτεχνική πολυφωνία. Αλλά για να υπάρξει άνθηση των θεατρικών ομάδων θα χρειαστεί υποστήριξη από την Πολιτεία, από την τοπική αυτοδιοίκηση, και βέβαια από το κοινό της πόλης.
Αναφέρατε ότι με τη Φόνισσα έκλεισε ο κύκλος της Πειραματικής Σκηνής. Ωστόσο, έχω την αίσθηση ότι η ζωή της συνεχίζεται μέσα από τα καλλιτεχνικά και εκπαιδευτικά εγχειρήματα ηθοποιών και καλλιτεχνικών συνεργατών που «μεγάλωσαν» στους κόλπους της. Το πιστεύετε αυτό;
Το θέατρο είναι μια δραστηριότητα τραγικά εφήμερη, το ξέρετε. Αλλά υπάρχουν και αντίδοτα στην κατάθλιψη, όπως η υπέροχη υπόσχεση του Μάνου Λοΐζου: «Τίποτα δεν πάει χαμένο»… Επομένως, δεν θέλω τίποτα άλλο περισσότερο από το να πιστέψω την παρηγορητική σας διαβεβαίωση: ναι, κρατώ την παράλογη ελπίδα ότι η Πειραματική Σκηνή συνεχίζει τη ζωή της μέσα από τη δράση των ανθρώπων που διαμορφώθηκαν και ωρίμασαν μαζί της. Αλλά, βέβαια, δεν μας τροφοδοτεί μόνο η μνήμη και η νοσταλγία, μας τροφοδοτεί και η εξέλιξη της κοινωνίας όπου ανήκουμε, αγωνιζόμαστε, αλλάζουμε.
Σας ευχαριστώ.
Κι εγώ.