fbpx

logo

ΤΟΠΟΣΗΜΑ

«Μοντιάνο»
τότε, τώρα, αύριο

Του ΑΡΙ ΓΕΩΡΓΙΟΥ

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόλΙΣ 78

Βαθμοί συγγενείας                                                           

Πρώτος Βαθμός συγγενείας

Μ’ έπαιρνε απ’ το χέρι η γιαγιά μου, θα ’μουν τεσσάρων-πέντε χρονώ όταν με άφηναν οι γονείς μου στη φροντίδα της, να πάμε μαζί στη «Μοντιάνο» για τα ψώνια της ημέρας. Δεν ήταν μακριά από το σπίτι της στην Αριστοτέλους 6, ίσα-ίσα να διασχίσουμε τον δρόμο για να βρεθούμε στη Βασιλέως Ηρακλείου της νότιας όχθης της μεγάλης αγοράς. Που την πρόφερε με «ντ» όπως οι Εβραίοι σε ορίτζιναλ ladino, στην οικοδομή εξάλλου τους θυμάμαι όλους με τα ονόματά τους, ήταν τουλάχιστον τρεις οικογένειες, η Νταίζη μάλιστα εκ των τριών είναι πάντα εδώ, γειτόνισσά μου, διότι πρόσφατα μετακόμισα ο ίδιος στο παλιό σπίτι της γιαγιάς και είμαι και πάλι κοντά στη Μοδιάνο. Που βεβαίως, καθόσον Κεντρική Αγορά, δεν ήταν ποτέ πολύ μακριά από κανένα σημείο της Θεσσαλονίκης του Κέντρου όπου μεγαλώσαμε. Διασχίζαμε τους δύο ―προς τα πάνω, προς τα κάτω― μονόδρομους και το ψωραλέο χορταρένιο παρτέρι της Αριστοτέλους και περνούσαμε στις απέναντι καμάρες μπρος από το «Πικαντίλυ», υπόγεια αίθουσα για μπαλντανφάν, το επιβλητικό κλασικό φαρμακείο και το στιλβωτήριο πολυτελείας με τους υπερυψωμένους κυρίους των οποίων τα επί ορειχάλκινων υποποδίων σκαρπίνια γυάλιζαν υπέρ φιλοδωρήματος μετά μανίας και αφοσίωσης οι λούστροι του γνωστού λειτουργήματος της εποχής. Σύντομα, μόλις στρίβαμε στη Βασιλέως Ηρακλείου, προσπερνούσαμε (μήπως «προσπερνάγαμε» στα αθηναϊκά;) στ’ αριστερά μας το βιβλιοχαρτοπωλείο του κυρίου Νίκα, που έμελλε να διατελέσει προμηθευτής σχολικών ειδών της αφεντιάς μου όταν θα έφτανα στη σοβαρότερη ηλικία του δημοτικού, και συνεχίζαμε ακάθεκτοι, εγώ πάντα από το χέρι της γιαγιάς, προς το φωνακλάδικο επίκεντρο της αγοράς λαχανικών, ψαρικών, κρεατικών και ποικίλων εδωδίμων. Αντηχούσε η Μοδιάνο, σχεδόν απ’ τη γωνία. Βαβέλ ηχοχρωμάτων, βόμβος φωνών και φθόγγων πλείστων τόνων και συχνοτήτων, αντιστικτικά παλίμψηστα με τις αποχρώσεις των χορταρικών, των λαχανικών, των καρπών, με τα αιματηρά εγκάρσια και διαμήκη των κρεατικών, με τις απαστράπτουσες μολυβιές και ασημένιες επιδερμίδες των αενάως καταβρεχόμενων θαλασσινών. Εν χορώ κορωνοειδώς πλην ατάκτως διαλαλούσαν την πραμάτεια τους. Κι όσο πλησίαζες μπορούσες πια να ξεχωρίσεις τη φωνή που σου απεθυνόταν προσωπικά. Όπως του κυρ-Γιάννη του μανάβη, γωνιακού της κεντρικής στοάς, πάντα να δώσει στην «κυρία Άννα», τη γιαγιά μου, τα καλύτερα φρούτα, τα φρεσκότερα ζαρζαβάτια. Και να βάλει σε μια μικρή σακκούλα μια μικρή χεριά για να κουβαλήσει πίσω ο εγγονός, να δικαιώσει τον δικό του μικρό ρόλο στην αποστολή «πάμε για ψώνια στη Μοντιάνο».

Αργότερα, όταν μεγάλωσα, όταν η γιαγιά άρχισε να έχει προβλήματα με το πόδι της, που το έσερνε γιατί είχε πάρκινσον, με έστελνε να της ψωνίσω μόνος. Απ’ τον ψαρά της που τη φρόντιζε, από τον χασάπη της που την αγαπούσε. Απ’ τον κυρ-Γιάννη τον μανάβη που με θυμότανε και που, στο μεταξύ, είχε αρχίσει να φαλακραίνει μ’ εκείνο τον χαρακτηριστικό τρόπο που καταλήγει σ’ ένα τριγωνικό κεφάλι και είχε αρχίσει να στελεχώνεται από τον διοπτροφόρο γιο του που τελικά τον διαδέχτηκε. Χρόνια αργότερα, όταν κι εκείνος φαλάκρυνε, ενήλιξ πια, από τον γιο του κυρ-Γιάννη ψώνιζα μέχρι κι αυτός να εξαφανιστεί απ’ το προσκήνιο, όπως και τόσοι άλλοι από τους θιασώτες της όταν η Μοδιάνο διολίσθησε στην παρακμή.

Δεύτερος Βαθμός συγγενείας

Η βιωματική μου συγγένεια με τη Μοδιάνο έδωσε τη θέση της σε μια συγγένεια λιγότερο βιωματική, πιο εγκεφαλική. Μια σχέση πιο επιτηδευμένη, που περνούσε απο την ανακάλυψη του Κόσμου και την ανασκάλεψη του κόσμου μου μέσα από αυτό που μπορούσε να σχολιάζει η θέασή του διά της φωτογραφίας. Ήταν αναπόφευκτο σχεδόν από τα ξεκινήματά μου, έστω και ημιτελώς, να ενδιαφερθώ για το φαινόμενο «Μοδιάνο». Δεν το έκανα συστηματικά, μάλλον ευκαιρικά θα έλεγα, διασώθηκαν όμως έτσι κάποιες εικόνες που μεταφέρουν την ατμόσφαιρα της Μοδιάνο, οι αρχαιότερες από το 1974. Οι επισκέψεις μου έγιναν επί τούτου και αργότερα κι άλλες συμπληρωματικές μετά το ’80, όπως και μετά το 2000, όταν πια ήταν αισθητή η εγκατάλειψη και η παρακμή. Η δραστηριότητα της αγοράς είχε διασκορπιστεί σε γειτονικές αγορές ή πληγεί από τον ανταγωνισμό των σουπερ-μάρκετ. Ο πληθυσμός της, η πελατεία και το προσωπικό της, είχε ελαττωθεί, πολλά από τα καταστήματα έμεναν κλειστά, ενώ πολλά άλλα είχαν μετασχηματιστεί σε φαγάδικα, ταβέρνες, ουζερί. Εγκαταστάθηκε ένα μεσοβέζικο κλίμα ανάμεσα σε φολκλόρ και σε τουριστική ατραξιόν για δυτικούς εις αναζήτησιν οριενταλίζουσας αποχαλίνωσης, το κιτς χτύπησε κόκκινο σαν το κόκκινο εσωτερικό της ταβέρνας με το πορτραίτο του Νίκου Παπάζογλου στην κεντρική στοά.

2018. νότια στοά. Στέλιος και Αγγελική Προφητηλιώτη. Σχεδόν μόνοι τους στις επάλξεις τους τελευταίους μήνες πριν από το κλείσιμο

Τρίτος Βαθμός συγγενείας

Το κτήριο της Στοάς Μοδιάνο που πήρε το όνομά του από τον αρχιτέκτονα που το σχεδίασε ευτυχώς κηρύχτηκε διατηρητέο. Η παρακμή της αγοράς που στέγαζε, η σταδιακή του εγκατάλειψη, η φθορά και η ακηδεία, οδήγησαν νομοτελειακά, έστω και καθυστερημένα, στην απόφαση των ποικίλων αρμοδίων και συμφέροντα εχόντων να το επισκευάσουν, να το αναστηλώσουν, να του εμφυσήσουν νέα πνοή, να το επαναποδώσουν στην πόλη που το γέννησε, στον κόσμο που το αγάπησε. Η προσδοκία της ανανεωμένης λειτουργίας του ως θεμελιακού συστατικού της σύγχρονης Θεσσαλονίκης και ως ορίζοντα ενός κοντινού του μέλλοντος είναι ο τρίτος βαθμός της συγγένειας με τη «Μοντιάνο» των παιδικών μου χρόνων. Με το εργοτάξιο ήδη σφύζον και για τα καλά προχωρημένο αδημονώ τώρα πλέον για τα εγκαίνια και τον εφεξής συντονισμό με τον παλμό της αναγεννημένης Αγοράς Μοδιάνο.

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόΛΙΣ

γίνετε συνδρομητής/τρια για να λαμβάνετε τα 4 ετησίως τεύχη του περιοδικού

ΕΝΤΥΠΗ-ΣΥΝΔΡΟΜΗ

Τεύχος 78

ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2021

Πού να ’ναι ο μανάβης;

του Γιώργου Σκαμπαρδώνη | τεύχος 68 του ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόΛΙΣ

Ένας αιώνας οθωμανικής αστικής αρχιτεκτονικής

του Κωνσταντίνου Σφήκα | τεύχος 77 του ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόΛΙΣ

Τι είναι η λογοτεχνία και γιατί γράφουμε

του Μανόλη Ξεξάκη | τεύχος 67 του ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόΛΙΣ

Μεταξύ δύο αιώνων

του Πάνου Θεοδωρίδη | τεύχος 71 του ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόΛΙΣ

Το «αφήγημα της παλιάς παραλίας»

του Γιώργου Ολ. Αναστασιάδη | τεύχος 63 του ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόΛΙΣ


ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΩΝ ΠΟΛΙΣ

Ιστορία, Γράμματα, Τέχνες, Ιδέες. Η «συνείδηση της πόλης»


MATAROA PROJECT

πλατφόρμα για τους καλλιτέχνες και τον σύγχρονο πολιτισμό στην Ελλάδα


ΑΛΛΕΣ ΔΡΑΣΕΙΣ

πρωτοβουλίες για τη δημόσια και πολιτιστική ζωή της Θεσσαλονίκης