ΙΣΤΟΡΙΑ
Οι σκοτεινές αίθουσες της μνήμης. Μία διαδρομή στα 100 και πλέον χρόνια των κινηματογράφων της πόλης
του Γιάννη Γκροσδάνη | τεύχος 38 του ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόΛΙΣ
–
Περνάς τυχαία από παλιά σινεμά της Θεσσαλονίκης. Αίθουσες που σήμερα μένουν κλειστές ή έχουν μεταβληθεί σε σουπερμάρκετ ή χώρους στάθμευσης. Στην παλιά παραλία, στην Αριστοτέλους, στην Εγνατία, στον Βαρδάρη, μια ιστορία γοητευτική στις σκοτεινές αίθουσες προβολής κινηματογραφικών ταινιών μεγάλωσε γενιές και γενιές και συνδέθηκε με την καθημερινότητα της πόλης. Μια ιστορία αρκετά μεγάλη, αφού ξεπερνά τα 100 χρόνια σε διάρκεια και ξεκίνησε με μια προβολή σε ένα καφέ για να καταλήξει σήμερα στους πολυκινηματογράφους. Τίτλοι έναρξης και η μακρά προβολή της ιστορίας των κινηματογραφικών αιθουσων της Θεσσαλονίκης ξεκινά!
Στο καφέ «Τουρκία»
Αν και η πρώτη κινηματογραφική προβολή των αδερφών Λυμιέρ έγινε στο υπόγειο του Γκραν Καφέ στο Παρίσι τον Δεκέμβριο του 1895, στον ευρύτερo ελληνικό χώρο αυτό θα γίνει στη Θεσσαλονίκη, που τότε ακόμη βρισκόταν υπό οθωμανική κατοχή. Είναι εντυπωσιακό πως μόλις ενάμισι χρόνο αργότερα (καλοκαίρι του 1897) από την πρώτη παρουσίαση και προβολή της εφεύρεσης των Λυμιέρ στο καφέ-μπυραρία «Τουρκία» γίνεται η παρουσίαση μιας παράξενης μηχανής που εμφανίζει περίεργες φωτογραφίες που ζωντανεύουν και κινούνται. Η περιγραφή μοιάζει απλοϊκή αλλά είναι αρκετά γλαφυρή στο ρεπορτάζ της Journal de Salonique:
Οι περιέργες φωτογραφίες, ζωντανεμένες από την πρωτότυπη αυτή ανακάλυψη, εξελίσονταν μπροστά σ’ ένα έκπληκτο κοινό, που δεν έπαψε ούτε στιγμή να θαυμάζει ένα τόσο θελκτικό θέαμα. Μερικές στιγμιαίες εμφανίσεις τοπίων των Παρισίων έκαναν να στεγνώσει το σάλιο στα χείλη μας.
Το 1903, ο θεατρώνης Πλούταρχος Ιμπροχώρης προχωράει στην ίδρυση του πρώτου χειμερινού κινηματογράφου στον ελληνικό χώρο. Ο Ιμπροχώρης θα φέρει από την Ευρώπη μηχανή κινηματογραφικής προβολής και θα μετατρέψει τη θεατρική αίθουσα «Ολύμπια» σε κινηματογράφο. Ο χώρος του «Ολύμπια» δεσπόζει και αποτελεί στις αρχές του 20ού αιώνα σημείο αναφοράς στην παλιά παραλία Θεσσαλονίκης, κοντά στο γνωστό καφέ-εστιατόριο «Όλυμπος-Νάουσα». Το 1917 η αίθουσα αυτή καταστράφηκε στη μεγάλη πυρκαγιά, όμως είχε γίνει η αρχή.
Ήδη από το 1910 στις εφημερίδες της πόλης αναφέρεται, με κάποιο σχήμα υπερβολής. πως «η Θεσσαλονίκη κατακλύζεται από κινηματογραφικές αίθουσες». Το 1915 οι συμμαχικές στρατιώτικές δυνάμεις της Αντάντ, που έχουν την Θεσσαλονίκη ως βάση για τις επιχειρήσεις τους στο βαλκανικό μέτωπο του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, επενδύουν στην ψυχαγωγία του κινηματογράφου και δίνουν ακόμη περισσότερη ώθηση στη δημιουργία νέων αιθουσών προβολής κινηματογραφικών ταινιών. Από μια πρόχειρη και ελλιπή καταγραφή που έγινε την περίοδο του Μεσοπολέμου (το 1926), προκύπτει πως η Θεσσαλονίκη διαθέτει επτά κινηματογράφους. Πιθανότατα να είναι και περισσότεροι, αν συνδυάσουμε αυτό το δεδομένο με την αύξηση των κατοίκων της εξαιτίας της μετακίνησης και της ανταλλαγής πληθυσμών την περίοδο 1922-1923, αφού το σινεμά ήταν μια φτηνή και προσβάσιμη ψυχαγωγία για τους φτωχούς Μικρασιάτες πρόσφυγες.
Αστικές και λαϊκές αίθουσες
Τα χρόνια αυτά είναι σαφής και ο ταξικός διαχωρισμός των αιθουσών που υπάρχουν στην πόλη. Υπάρχουν αριστοκρατικοί κινηματογράφοι, όπως το «Πατέ» και το «Παλλάς», αίθουσες που βρίσκονται κυρίως στο κέντρο και στην παραλία της πόλης, ενώ στις γειτονιές της Θεσσαλονίκης βρίσκονται τα λεγόμενα λαϊκά σινεμά β΄ προβολής, όπως το «Σπλέντιτ», τα «Ολύμπια» και το «Αττικόν». Ο διαχωρισμός αυτός διαμόρφωνε και την ιδιοσυγκρασία του κινηματογραφόφιλου κοινού. Στα λεγόμενα λαϊκά σινεμά, π.χ., ο κόσμος ερχόταν με το φαγητό του και ήταν πιο εκδηλωτικός απέναντι στην εξέλιξη της ταινίας. Στις εβραϊκές συνοικίες μάλιστα, τα Σάββατα, ημέρα αργίας παραδοσιακά, το παρόν στο σινεμά έδινε όλη η οικογένεια. Αργότερα, την περίοδο της Κατοχής, η απουσία της εβραϊκής κοινότητας, που στο μεταξύ είχε εξαφανιστεί στα στρατόπεδα συγκέντρωσης ―διαμορφώνοντας μια διαφορετική πληθυσμιακή ισορροπία στη Θεσσαλονίκη―, θα γίνει αισθητή και στα σινεμά, που αποτελούσαν σημεία συνάντησης και διασκέδασης τους.
Στις αίθουσες αυτές πραγματοποιούνταν ακόμη πολιτικές και συνδικαλιστικές συγκεντρώσεις αλλά και παρουσίαση άλλων λαϊκών θεαμάτων. Είχε καθιερωθεί μάλιστα, ανάμεσα σε δύο προβολές ή στα διαλλείματα μιας ταινίας, κάποιος ερμηνευτής ή ερμηνεύτρια του λυρικού ρεπερτορίου να παρουσιάζει μαζί με κάποιον μουσικό ή μια μικρή ορχήστρα ένα σύντομο πρόγραμμα. Επίσης, κάποιες αίθουσες συνδύαζαν την προβολή μιας ταινίας με κάποιο αντίστοιχο μουσικό, ή θεατρικό, ή ακόμα και ακροβατικό, πρόγραμμα, που έμεινε με την ονομασία «σινέ-βαριετέ».
Στοιχεία αρχιτεκτονικής
Θα πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι η Θεσσαλονίκη μετά την πυρκαγιά του 1917 και σε όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου θα γνωρίσει έντονη ανοικοδόμηση, η οποία προσφέρει στην πόλη μια σειρά νέων κτιριακών τύπων και μορφών, με σκοπό τη στέγαση κρατικών, ή δημοσίων, ή κοινωφελών υπηρεσιών. Ο κτιριακός εκσυγχρονισμός συμπληρώνεται από την παρουσία δημόσιων κτιρίων, όπως ξενοδοχείων, λεσχών και κινηματογράφων. Τα κτίρια αυτά ανταποκρίνονται στις ανάγκες της κοινωνικής ζωής της πόλης, ενώ στη δημιουργία τους παρατηρούνται όλες οι τάσεις της σύγχρονης αρχιτεκτονικής. Είναι βέβαια κυρίαρχη η τάση να εκφραστεί ένας εκλεκτισμός με αρκετά μορφολογικά δάνεια από αυτές τις σύγχρονες τάσεις (Bauhaus, Art deco), ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί να ενταχθεί αρμονικά στην προηγούμενη εικόνα της πόλης. Στην κατηγορία αυτή ανήκει η δημιουργία, λ.χ., της αίθουσας «Διονύσια» επί της οδού Αγίας Σοφίας, λίγο πριν από τη διασταύρωση με την Τσιμισκή, το 1926, που αποτέλεσε μείζον γεγονός και συνδέθηκε με την ευημερία της Θεσσαλονίκης. Η διαμόρφωση της εξωτερικής όψης του γίνεται με στοιχεία νεοαιγυπτιακής έμπνευσης, θέμα αρκετά αγαπητό στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό δημόσιων κτιρίων ψυχαγωγικού χαρακτήρα μετά την ανακάλυψη του τάφου του Τουταγχαμόν (1922). Το ίδιο ισχύει και για τον κινηματογράφο «Ηλύσια», που ξεκίνησε τη λειτουργία του το 1930 και αποτέλεσε σημείο αναφοράς για την πόλη τη δεκαετία του ’30 αλλά και αργότερα. Ο Τύπος της εποχής περιγράφει την αρχιτεκτονική και τη διακόσμιση της αίθουσας με θαυμασμό.
Τα γεωμετρικά σχήματα του Αrt deco, όπως είπαμε, θα αποτελέσουν σημαντικό στοιχείο για την αρχιτεκτονική της εποχής. Στην περίπτωση αυτή, η γεωμετρικότητα αποκτά μια στυλιζαρισμένη γραμμή, υπογραμμίζει τα δομικά στοιχεία, διαμορφώνει τις απολήξεις των κτιρίων, με αποτέλεσμα ένα ελαφρό ανάγλυφο που διασπάται σε επίπεδες και καμπύλες επιφάνειες. Όμως, η καθαρή γεωμετρία ως διακόσμηση, γνωστή και ως Depression Modern, θα αποτελέσει κυρίαρχο στοιχείο το ’30, που θα εκφραστεί και στη Θεσσαλονίκη σε αρκετές περιπτώσεις, ανάμεσά τους και σε χώρους δημοσίων θεαμάτων όπως ο κινηματογράφος «Κρόνος» (1939).
Μεταπολεμικά, και ενώ η πόλη επιστρέφει στους προπολεμικούς ρυθμούς της, η γενικότερη ανοικοδόμηση αλλά και η περίφημη αντιπαροχή θα δώσουν νέα ώθηση στην κτιριακή ανανέωση της Θεσσαλονίκης. Το 1950 ολοκληρώνεται το κτιριακό συγκρότημα του «Ολύμπιον» επί της πλατείας Αριστοτέλους, με την υπογραφή του αρχιτέκτονα Ζακ Μοσέ. Ο κινηματογράφος αυτός αποτελεί έξοχο δείγμα όψιμης αστικής νεοκλασσικής αρχιτεκτονικής, με έντονες παρισινές επιρροές και πλήρη μορφολογική ανάπτυξη των επιμέρους στοιχείων (εξώστες, κιονόκρανα, επιστέγαση, ανοίγματα). Το κτίριο θα συνδεθεί άρρηκτα με την ιστορία της πόλης. Για αρκετά χρόνια θα αποτελέσει ένα συγκρότημα που φιλοξενεί κινηματογράφο και θέατρο («Χατζώκου»), με πλήθος παραστάσεων και ξεχωριστών εκδηλώσεων. Το 1960 στον χώρο αυτό θα πραγματοποιηθεί το πρώτο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου (ή αλλιώς η 1η Εβδομάδα Ελληνικού Κινηματογράφου, όπως ξεκίνησε να λέγεται, για να μετονομαστεί αργότερα σε Φεστιβάλ). Το 1997 ο Οργανισμός Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης-Θεσσαλονίκη 1997, μετά από κάποια χρόνια λουκέτου και σιωπής του χώρου, θα αναπαλαιώσει το «Ολύμπιον», το οποίο λειτουργεί πλέον ως έδρα του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Από την Αριστοτέλους στον Βαρδάρη
Δεν θα ήταν υπερβολή να ειπωθεί ότι η πλατεία Αριστοτέλους αποτέλεσε κάποτε μια κινηματογραφική γειτονιά. Προπολεμικά υπήρχαν δύο θερινές αίθουσες («Ηλύσια» και «Αστόρια»), μετά τον πόλεμο όμως, και ενώ ο κόσμος διψούσε για σινεμά (ήταν μια μαγική διέξοδος), οι πέντε θερινές αίθουσες που διαμορφώθηκαν («Ηλύσια», «Ρεξ», «Ελληνίς», «Ζέφυρος», «Ρίο» και το γιαπί του «Ολύμπιον» με την ονομασία «Αιγαίον») γέμιζαν με κόσμο. Ο Βασίλης Παπαδόπουλος, γνωστός αιθουσάρχης της πόλης που έζησε την εποχή, σημειώνει σε μια παλιά συνέντευξη του: «Πολλές ταινίες ταινίες γνώριζαν μεγάλη επιτυχία, γιατί ο κινηματογράφος ήταν τότε η δημοφιλέστερη και φτηνότερη διασκέδαση. Αν ήταν καλή η ταινία, πάντα θα υπήρχαν σκοινιά στους κινηματογράφους της Αριστοτέλους αλλά και αστυνομική δύναμη να επιβάλει την τάξη». Αυτή η έντονη δραστηριότητα κράτησε μέχρι και το ’60, οπότε και η ανοικοδόμηση της περιοχής θα σκοτώσει τα όνειρα με αγιόκλημα και γιασεμί των θεατών. Είναι μια εποχή κατά την οποία τα αρχικά σχέδια του Ερνέστου Εμπράρ για την οδό και την πλατεία Αριστοτέλους γνωρίζουν κάποιες μεταβολές που συμβαδίζουν με τις τρέχουσες απαιτήσεις.
Ζώντας την καθημερινότητα του εμπορικού κέντρου της Θεσσαλονίκης, στην πλατεία Βαρδαρίου βρίσκονταν πλήθος κινηματογράφων. Αίθουσες όπως το «Αττικόν», το «Πάνθεον», το «Ιλιον», το «Σπλέντιτ» κ.ά. Πρόκειται ουσιαστικά για συνοικιακά σινεμά, που συγκέντρωναν εργάτες, φαντάρους, μαθητές και κορίτσια από τις λαϊκές γειτονιές της πόλης και στις οποίες γινόταν προβολή γουέστερν ή ψευδοϊστορικών ταινιών β΄ διαλογής, με φόντο τα ακριβά σκηνικά της Τσινετσιτά. Αργότερα, κυρίως από το ’70 και μετά, οι αίθουσες αυτές προσανατολίστηκαν σε επιλογή προβολής ερωτικών ταινιών, ενώ σταδιακά έκλειναν και έδιναν τη θέση τους σε μια καινούργια κατάσταση με πολυώροφες, απρόσωπες, μοντέρνες πολυκατοικίες με τζαμαρίες που φιλοξενούν εμπορικά γραφεία, ταχυφαγεία και κέντρα αδυνατίσματος. Τα σινεμά του Βαρδαρίου πάντως πέρασαν στην ιστορία, αφού αποτέλεσαν υλικό έμπνευσης για καλλιτέχνες όπως ο ζωγράφος Λουκάς Βενετούλιας ή ο συγγραφέας Γιώργος Ιωάννου: «Όταν τα σινεμά του Βαρδαρίου έπαιζαν παλιότερα αστυνομικά ή καουμποΐστικα, έμοιαζαν με θείες λειτουργίες μέσα σε ουρητήρια χωρίς όμως την κατάσταση ανευλάβειας που επικρατεί στα σινεμά της Ομόνοιας…» σημειώνει στην Πρωτεύουσα των προσφύγων.
Από την κρίση του χτες στην κρίση του σήμερα
Οι χειμερινές αίθουσες την ίδια εποχή αλλά και αργότερα (μέχρι το ’70) θα γνωρίσουν άνθηση. Χαρακτηριστικό ως προς αυτό η αλματώδης αύξησή τους μέσα σε μια δεκαετία, αφού το 1963-1964 έφταναν τις 54 αλλά σχεδόν δέκα χρόνια μετά θα πλησιάσουν τις 100. Το πλήθος και ο προγραμματισμός νέων ταινιών δεν σταματούσε ούτε μέσα στο καλοκαίρι. Ωστόσο, τη δεκαετία του ’70 πολλές συνοικιακές αίθουσες θα μεταβληθούν σε κινηματογράφους-πορνό. Η αλλαγή αυτή δεν είναι τυχαία, καθώς στα χρόνια της δικτατορίας ακόμη θα αναπτυχθεί και η σχετική ελληνική παραγωγή, αρχικά με ταινίες ελαφρού τύπου. Μια σειρά ζητημάτων που θα προκύψουν την ίδια εποχή, όπως η εμφάνιση της τηλεόρασης αλλά και διάφοροι ηθικολογικοί απαγορευτικοί νόμοι κυρίως για τους ανήλικους θεατές, θα δοκιμάσουν τη δυναμική και την εμβέλεια των κινηματογραφικών αιθουσών.
Η κρίση των κινηματογράφων θα συνεχιστεί στις δεκαετίες του ’80 και του ’90 και θα καθορίσει την παρουσία και τη λειτουργία αρκετών αιθουσών. Παλιές αγαπημένες αίθουσες, όπως το «Παλλάς», τα «Ηλύσια», ο «Έσπερος», έχουν περάσει πλέον στην ιστορία ενώ οι χώροι που άλλοτε πρόβαλλαν τις ταινίες έχουν αποκτήσει άλλο περιεχόμενο είτε ως γκαραζ-παρκινγκ, είτε ως εμπορικά καταστήματα. Το 1997 γίνεται στην Πυλαία Θεσσαλονίκης, στο εμπορικό κέντρο Continent, όπως ονομαζόταν τότε, ο πρώτος πολυκινηματογράφος. Οι πολυκινηματογράφοι, που στεγάζονται σε εμπορικά κέντρα με πλήθος καταστημάτων και σούπερ-μάρκετ, θα επηρεάσουν αυτή τη μορφή διάσκεδασης, προσφέροντας στο κοινό πλήθος επιλογών κινηματογραφικών ταινιών (κυρίως εμπορικών, blockbuster παραγωγών από την Αμερική), ενώ στον ίδιο χώρο, πάντα με σκοπό τη διασκέδαση των επισκεπτών τους, βρίσκονται μπαρ, καφέ, εστιατόρια και χώροι ηλεκτρονικών παιχνιδιών. Σήμερα, δεκαπέντε χρόνια αργότερα, στην πόλη λειτουργούν 43 αίθουσες εκ των οποίων οι 7 μόλις είναι παραδοσιακοί κινηματογράφοι, ενώ οι υπόλοιποι 36 αποτελούν μέρος των cineplex.
Σε μια εποχή κρίσης και πάλι, οι κινηματογραφικές αίθουσες της πόλης καλούνται να επιβιώσουν και να συνεχίσουν μια παράδοση που ξεπερνάει έναν αιώνα ζωής για τη Θεσσαλονίκη. Οι μνήμες των παλιών θέλουν τη μυρωδιά από το αγιόκλημα και την ευθραυστη Γκρέτα Γκάρμπο ή τον σκληρό Τζον Γουέιν στην οθόνη. Στις μεταμεσονύκτιες προβολές του ’80 ή στις πρωινές πρώτες του ’60 στα «Ηλύσια» ή στο «Ναταλί». Μια νέα γενιά θεατών ζει σήμερα τα κινηματογραφικά της όνειρα σε κάποια σκοτεινή αίθουσα ένός πολυκινηματογράφου με ποπ-κορν και αναψυκτικά. Η ιστορία των σκοτεινών αιθουσών μπορεί να διαμορφώνεται διαφορετικά αλλά τα κινηματογραφικά όνειρα είναι παντοτινά.
Κυριότερες βιβλιογραφικές αναφορές
Κώστας Τομανάς, Οι κινηματογράφοι της παλιάς Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1993
Περιοδικά Ενενήντα Επτά επί θύραις και Τάμαριξ, Θεσσαλονίκη, Ο.Π.Π.Ε.Θ. 1997
Γιώργος Αναστασιάδης, Σινεμά ο Παράδεισος, Θεσσαλονίκη, Ιανός 2000
Νίκος Θεοδοσίου, Στα παλιά τα σινεμά, Αθήνα, Finatec 2000
Νίκος Καλογήρου, Αρχιτεκτονική και πολεοδομία στη μεταπολεμική Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονίκη, Κ.Ι.Θ. 1992
Γιώργος Ιωάννου, Η πρωτεύουσα των προσφύγων, Αθήνα, Κέδρος 1984