ΣΤΙΓΜΕΣ
Η ΧΑΝΘ μου πρόσφερε το ωραίο ταξίδι
της Ναυσικάς Γκράτζιου
τεύχος 76 του ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόΛΙΣ
–
Ήμουν δεν ήμουν πέντε χρονών όταν πρωτοπέρασα την καμαρωτή πύλη της ΧΑΝΘ μια Κυριακή που μας μάζεψαν αδέλφια και ξαδέλφια οι γονείς μας για να δούμε κουκλοθέατρο, που οι κυριακάτικες παραστάσεις του συγκέντρωναν όλη την πιτσιρικαρία της Θεσσαλονίκης.
Το έργο ήταν «Ο λύκος και τα εφτά κατσικάκια», πολύ βίαιο για την πεντάχρονη ευαισθησία μου, κι έτσι, μόλις εμφανίστηκε ο λύκος επί σκηνής, εγώ… εξαφανίστηκα κάτω από την καρέκλα μου, μια από εκείνες τις αρχαίες μεταλλικές πλιάν, η οποία δίπλωσε και με πλάκωσε… Παρά την πρώτη αυτή, κυριολεκτικά τραυματική, εμπειρία μου, πολύ σύντομα η ΧΑΝΘ έγινε το δεύτερο σπίτι μου, και εξακολουθεί να είναι και τώρα, κι εύχομαι και για πολλά ακόμη χρόνια.
Στα παιδικά της τμήματα πήγα πριν ακόμη ξεκινήσω σχολείο, έμαθα ζωγραφική , χειροτεχνίες, θέατρο, πινγκ πονγκ, σκάκι, κιθάρα, μάζεψα κάστανα στον Χορτιάτη και σκάλισα λαχανικά στην Αμερικανική Γεωργική Σχολή, γνώρισα ένα σωρό παιδάκια που μεγαλώσαμε παράλληλα και με πολλούς ακόμη είμαστε φίλοι.
Στην κοινωνικοποίησή μας αυτή συνέβαλε πάρα πολύ και η κατασκήνωση, όταν ξεκίνησε επιτέλους να λειτουργεί και για τα κορίτσια στον Άγιο Νικόλαο της Χαλκιδικής το 1972. Όλοι οι παλιοί Χανιώτες που είχαν κόρες κλήθηκαν να βοηθήσουν στο ξεκίνημα εκείνης της κατασκήνωσης, κι έτσι βρεθήκαμε μαζί με την αδελφή μου σ’ εκείνη την πρωτόλεια κατασκήνωση, που τόσο πολύ μου έκλεψε την καρδιά που ακόμη και τώρα, μισό αιώνα μετά, ακόμη ασχολούμαι κι ακόμη την ονειρεύομαι στα πιο καλά μου όνειρα.
Απ’ αυτή την κατασκήνωση δημιουργήθηκε το 1975 και η κολυμβητική ομάδα της ΧΑΝΘ, που ακόμη υπάρχει και μας κάνει περήφανους. Μας θυμάμαι μικρούς και μεγάλους να μαζευόμαστε έξω από το κτίριο της αδελφότητας για να πάμε στο ολοκαίνουργιο τότε Εθνικό Κολυμβητήριο μ’ εκείνο το ιστορικό μπλε και κόκκινο πούλμαν, που το οδηγούσε εκείνος ο αξέχαστος Ηλίας. Όσο περνούσε ο καιρός, οι ενδιαφερόμενοι λιγόστευαν, οπότε και τα δρομολόγια του πούλμαν προς το κολυμβητήριο σταμάτησαν. Η ομάδα μας, όμως, είχε ήδη δημιουργηθεί, και χάρη στο πείσμα και την επιμονή των πρωτοπόρων της και, βέβαια, την υποστήριξη της μαμάς-ΧΑΝΘ, γρήγορα απέκτησε οντότητα και διακρίσεις.
Πόσος κόσμος έμαθε κολύμπι χάρη στη ΧΑΝΘ! Όταν ακόμη η θάλασσα στον Θερμαϊκό ήταν πεντακάθαρη, προπολεμικά δηλαδή, το κολυμβητήριο της ΧΑΝΘ ήταν ακριβώς μπροστά στον Λευκό Πύργο με κουλουάρ, εξέδρες και βατήρες, όπως μου διηγούνταν ο πατέρας μου, και μ’ ένα σύστημα μερικανοφερμένο με ιμάντες και τροχαλίες για την εκμάθηση των αρχαρίων, όπου ο εκπαιδευόμενος κατέβαινε στο νερό και μάθαινε τις κολυμβητικές κινήσεις με απόλυτη ασφάλεια.Στην κατασκήνωση πάλι, όλοι μα όλοι μάθαιναν κολύμπι και περνούσαν τα «ψαράκια», δηλαδή τα κολυμβητικά επίπεδα, το ένα μετά το άλλο. Μπλε ψαράκι, άσπρο ψαράκι, χελιδονόψαρο, καρχαρίας και μετά ο Ναυαγοσώστης. Αξέχαστες θα μου μείνουν οι εξετάσεις για το δίπλωμα του Ναυαγοσώστη, όπου έπρεπε να μπούμε στο νερό με τα ρούχα, να μετατρέψουμε το μπλουτζήν μας σε σωσίβιο και στο τέλος να «σώσουμε» τον γιγαντιαίο Αχιλλέα Ζωηρό, τον καλό μας Αχιλλέα, που πρόσφατα μας έφυγε πριν της ώρας του. Αυτό το δίπλωμα μου χάρισε όχι μόνο σωτήριες ικανότητες διάσωσης και σεβασμό στη θάλασσα, αλλά και τριακόσια πολύτιμα δολάρια όταν εργάστηκα σε μια ιστιοπλοϊκή κατασκήνωση της ΧΑΝ (YMCA) στις ΗΠΑ, γιατί εκεί τους ναυαγοσώστες τους ψάχνανε με το κιάλι, ενώ εδώ είχαμε γίνει όλες κι όλοι.
Μιλώντας για θάλασσα, θα ’θελα να πω και για την ιστιοπλοΐα, αυτό το υπέροχο άθλημα που είχαμε την ευκαιρία να πρωτογνωρίσουμε οι περισσότεροι και πάλι στην κατασκήνωση, μ’ εκείνα τα μαγικά όπτιμιστ και στη συνέχεια με μεγαλύτερα σκάφη. Στην κατασκήνωση πρωτοέκανα windsurfing, ένα άθλημα που λάτρεψα.
Τη χρονιά που αποκτήσαμε εκείνα τα πρώτα «κουρσούμια» σερφ, κουμάντο στο νεόσοικο έκανε ο Μιχάλης Μπριντάκης μαζί με τον Γιάννη Μαλτσίδη και τον Χάρη Πεσματζόγλου, και θυμάμαι ακόμη το τραγούδι που είχαν σκαρώσει για τη βραδιά προσωπικού, που το τραγουδούσαν έξω φωνή στον ρυθμό του «λα κουκαράτσα» και πήγαινε κάπως έτσι: «Κι όταν στην όρτσα, κι όταν στην όρτσα πλέει η βάρκα με χαρά, τότε με φόρτσα, τότε με φόρτσα φεύγουμε για τα νησιά».
Αχ, αυτές οι βραδιές ψυχαγωγίας! Δεν χρειάζεται να σας πω κι εγώ, γιατί όλοι το ξέρουν ότι η ψυχαγωγία της κατασκήνωσης υπήρξε η βάση πολλών επιτυχημένων τηλεοπτικών εκπομπών που πάτησαν επάνω στα αστεία και στα gags των κατασκηνωτικών βραδιών. Ακόμη και τα τηλεοπτικά παράθυρα εκεί πρωτολανσαρίστηκαν, όταν σε μια βραδιά αρχηγών υπήρξε σατιρικό δελτίο ειδήσεων με παράθυρο κανονικό, κομπλέ με το κούφωμά του επί σκηνής. Η οποία μόνο σκηνή δεν ήτανε, παρά το τελευταίο τσιμεντένιο επίπεδο της υπό κατασκευήν τότε τραπεζαρίας μας. Από κάτω καθόμασταν όλο το φιλοθέαμον κοινό, έχοντας μεταφέρει από την τραπεζαρία τους πάγκους, τους οποίους μετά έπρεπε να ξαναπάμε στη θέση τους για να ’χουμε να κάτσουμε την άλλη μέρα στο πρωινό.
Αμέσως μετά τη λήξη της κάθε βραδιάς τραγουδούσαμε μια ωραία προσευχή («σε Σένα Πλάστη και Θεέ ετούτη τη στιγμή, υψώνουμε καρδιά και νου, παράκληση θερμή»). Μόλις τελειώναμε και με την προσευχή ξεφωνίζαμε όλοι, «τους πάγκους, τους πάγκους», για να μην ξεχαστεί κανείς. Παρ’ όλα αυτά, όλο και κάποιος πάγκος ξέμενε, και τ’ άλλο πρωί βλέπαμε κάποιους αγουροξυπνημένους να μεταφέρουν τον ξεχασμένο πάγκο πίσω στην τραπεζαρία.
Τώρα πιά η κατασκήνωση έχει θέατρο κανονικό, κι απ’ ό,τι μαθαίνουμε από παιδιά, ανίψια κι εγγόνια, η ψυχαγωγία εξακολουθεί να είναι υπέροχη κι εμπνευσμένη, πηγή χαράς, δημιουργίας και πολλών γέλιων.
Και στα 45χρονα της κατασκήνωσης που έγιναν το 2016, και στα 40χρονα του 2011, πήγαμε πολλοί παλιοί, περάσαμε υπέροχα, συμμετείχαμε στα πάντα, αγνοώντας τα περίεργα βλέμματα των πολύ νεωτέρων μας, που μας αντιμετώπιζαν σαν ραμολίξ δεινόσαυρους! Μάλιστα, στον διαγωνισμό κραυγής μάς το ’πανε και στα μούτρα: «Για όποιον δεν πεθάνει, τα λέμε στα πενήντα!»
Τα περιμένουμε πώς και τι τα πενηντάχρονα, που κανονικά θα τα γιορτάζαμε φέτος, αλλά λόγω κορωνοϊού θα πάνε για του χρόνου. Προετοιμαζόμαστε γι’ αυτό με διατροφή και ήπια άσκηση, καθώς την τελευταία φορά που επιχειρήσαμε ν’ ανέβουμε τη μεγάλη ανηφόρα από το νεόσοικο ως το Δρέπανο, ξημερώματα μετά από πάρτυ, ακούστηκε από πίσω μας η φωνή του Γιάννη Γκίνη: «Η γριά όσο κι αν στολίζεται στην ανηφόρα αναγνωρίζεται».