ΓΡΑΜΜΑΤΑ
Η Στέλλα τουρίστρια στην πόλης της!
Της Λίζας Μαμακούκα
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόλΙΣ 61
Τώρα που είχε πια τελειώσει το Φεστιβάλ Βιβλίου με τις παραδοσιακές του τοπικές καταιγίδες, τώρα που τ’ αυτοκίνητα του Δήμου είχαν καταβροχθίσει τους δύσοσμους λοφίσκους σκουπιδιών, τώρα που ο υδράργυρος υποχώρησε σε φυσιολογικά επίπεδα, τώρα που ο «από μηχανής θεός» βαρδάρης, είχε σώσει την πόλη απ’ το δυσώδες φυτοπλαγκτόν, η Στέλλα αποφάσισε να κάνει κάτι που για μήνες επιμελώς απέφευγε: θα κατέβαινε για μια βόλτα στο κέντρο! Ζώντας στη, σχεδόν αυτόνομη, Καλαμαριά, εργαζόμενη σε σχολείο της περιοχής, συχνάζοντας στα τοπικά μαγαζιά, δεν έβλεπε τον λόγο να μετατοπίζεται απ’ τα λημέρια της, παρεκτός σπανιότατα, βράδυ, για κανένα θέατρο.
Το «εξάρι» την άφησε στη Διαγώνιο. Εντυπωσιάστηκε πάραυτα απ’ τα δύο υποκαταστήματα πασίγνωστων πολυεθνικών αλυσίδων που μοιάζαν να ’ναι από χρόνια κλειστά. Απ’ το πλήθος των ―εμφανώς “εισαγόμενων”― ζητιάνων. Απ’ την απουσία εξωτικών πλανόδιων εμπόρων (τσάντες-μαϊμούδες, cd, μυγοσκοτώστρες, βεντάλιες…). Κι απ’ την έντονη παρουσία ανθρώπων με φλοράλ βερμούδες, ψάθινα καπέλα, γυαλιά-καθρέφτες, σαγιονάρες και τα συμπαρομαρτούντα.
Στην αρχή, τους πέρασε όλους γι’ ανατολικοευρωπαίους τουρίστες· χάρηκε κιόλας ενδόμυχα (Να ’ναι καλά που ενισχύουν την οικονομία της πόλης μας! Αν περιμέναμε απ’ τους Δυτικούς, σωθήκαμε!) Παρατηρώντας τους όμως, η Στέλλα ανακάλυψε ότι πολλοί απ’ τους “ξένους” μιλούσαν μεταξύ τους ελληνικά, κι, επιπλέον, με σαλονικιώτικη προφορά! (Σημεία των καιρών…)
Αποφάσισε να το παίξει κι εκείνη “τουρίστρια”, κι ανηφορίζοντας “ανακάλυψε” τ’ αρχαία της Γούναρη, την Καμάρα, τη Ροτόντα. Απέναντι απ’ τη Φιλοσοφική, ανέβηκε από περιέργεια στο μπλε λεωφορείο της Πολιτιστικής Γραμμής. Της καλάρεσε…
Το βράδυ θα πάω θερινό σινεμά. Μπυρίτσα, χοτ-ντογκ, πατατάκια…, σχεδίασε. Έχω ακόμα να δω Λευκοπύργο, Αγια-Σοφιά, Όσιο Δαυίδ, μουσεία…, να ταξιδέψω με καραβάκι στον Θερμαϊκό, να…
Τώρα που, λόγω κρίσης, οι διακοπές της είχαν εξοριστεί στη σφαίρα του ονείρου, η Στέλλα αποφάσισε να γνωρίσει καλύτερα ―γιατί όχι;― τη γενέθλια πόλη. Να μην ξεχάσω το αντηλιακό, σκέφτηκε. Στον πάνω όροφο του κόκκινου λεωφορείου θα καθίσω αύριο. Να μαυρίσω κιόλας!