fbpx

logo

ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΔΥΟ ΑΙΩΝΩΝ

Η κατασκευή της Νεοελληνικής Θεσσαλονίκης

Εκλεκτικές νεοβυζαντινές αναβιώσεις

Του Νίκου Καλογήρου
Αρχιτέκτονα και ομότιμου καθηγητή του ΑΠΘ

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόλΙΣ 75

Προοίμιο: πόλη, επανάσταση και απελευθέρωση
Η κρίση ταυτότητας μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας με την Επανάσταση του 1821 συνδυάστηκε με ριζικές τομές στην κατεύθυνση του αστικού εκσυγχρονισμού. Δημιουργήθηκαν νέες πόλεις και ανασχεδιάστηκαν ριζικά οι υφιστάμενες. Ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός τον 19ο αιώνα είχε ως φυσική αφετηρία τον ευρωπαϊκό νεοκλασικισμό, που υιοθετήθηκε ιδεολογικά ως μοναδικό πρότυπο στο άμεσο περιβάλλον γνήσιων κλασικών μνημείων, όπως η Ακρόπολη. Στο πλαίσιο αυτής της ιδεατής αναβίωσης, μιας νεοκλασικής ελληνικότητας, η παραδοσιακή αρχιτεκτονική θεωρήθηκε οθωμανική κληρονομιά και παραμερίστηκε.
Η αντίστοιχη κρίση ταυτότητας μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης και της βόρειας Ελλάδας έχει συζητηθεί λιγότερο. Η ολική ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης, έναν αιώνα αργότερα, εξέφρασε μιαν ωριμότερη απόπειρα αστικού εκσυγχρονισμού. Στο ιδεολογικό επίπεδο, συνδυάστηκε με εκλεκτικές «νεοβυζαντινές» αναβιώσεις που κρίθηκαν κατάλληλες για να αναδείξουν το πνεύμα του τόπου. Ωστόσο, και εδώ οι αποστειρωμένες αποσπασματικές ιστορικές μορφές απείχαν από τη ζωντανή πολυπολιτισμική παραδοσιακή αρχιτεκτονική της περιοχής.

Το πολιτικό και ιδεολογικό πλαίσιο του ανασχεδιασμού της Θεσσαλονίκης
Η ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης μετά την πυρκαγιά του 1917 αποτελεί εντυπωσιακό παράδειγμα ολικής επέμβασης στον αστικό χώρο. Στηρίχθηκε στην ιεραρχημένη εφαρμογή αναγκαίων θεσμικών, οικονομικών και τεχνικών μεταρρυθμίσεων. Η εμβέλειά της ήταν μοναδική, όχι μόνο για τα ελληνικά δεδομένα, αλλά και για τα διεθνή, καθώς αποτέλεσε μια από τις πρώτες ολοκληρωμένες αστικές αναπλάσεις του 20ού αιώνα.
Η καταστροφή της πόλης επιτάχυνε τον επανακαθορισμό του ρόλου και της λειτουργίας της στο πλαίσιο του νεοελληνικού κράτους. Ήταν ένα δύσκολο έργο, που δημιούργησε έναν ισχυρό άξονα Βορρά-Νότου, με τον αναπροσανατολισμό της Θεσσαλονίκης ως πόλου εξισορρόπησης της Αθήνας στη Μακεδονία. Τα πραγματικά και ιδεολογικά προβλήματα που προέκυπταν από την πολυφυλετική συγκρότηση της περιοχής και τα ζωντανά ίχνη της οθωμανικής κληρονομιάς περιέπλεκαν την πολιτική και πολιτισμική ενσωμάτωση.
Η πυρκαγιά (18-8-1917) κατέστρεψε το πυκνοδομημένο ιστορικό κέντρο. Οι αντιδράσεις υπήρξαν άμεσες. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ανέλαβε την πολιτική ευθύνη του ανασχεδιασμού στο πλαίσιο μιας ευρύτερης πολιτικής εκσυγχρονισμού της Ελλάδας και ειδικότερα της Θεσσαλονίκης ως επίκεντρου των πρόσφατα απελευθερωμένων Νέων Χωρών. Την εποχή του εγχειρήματος δεν είχαν αναιρεθεί οι προοπτικές υποστήριξης της Μεγάλης Ιδέας που εξέφραζαν έναν ιδιότυπο εθνικισμό. Επιδιώκοντας την αστική εθνική ολοκλήρωση, το πολεοδομικό σχέδιο προσαρμόστηκε στα ευρωπαϊκά πρότυπα.
Ιδιαίτερη υπήρξε η συμβολή του αρμόδιου υπουργού Συγκοινωνίας Αλέξανδρου Παπαναστασίου. Η κοσμοπολίτικη παιδεία του, με υιοθέτηση σοσιαλιστικών και συνεταιριστικών ιδεών, διαμόρφωσε την πολιτική του προσέγγιση. Το κορυφαίο έργο ανάπλασης της Θεσσαλονίκης ανατέθηκε σε διεθνή επιτροπή. Αρχικά κλήθηκε να ηγηθεί ο ευρύτερα γνωστός άγγλος αρχιτέκτονας τοπίου-πολεοδόμος Τόμας Μόουσον, που συνοδευόταν από τον γιο του, Έντουαρντ Μόουσον. Στην πράξη, ως επικεφαλής αναδείχθηκε ο αρχιτέκτονας-πολεοδόμος Ερνέστ Εμπράρ, που υπηρετούσε στον γαλλικό συμμαχικό στρατό με έδρα τη Θεσσαλονίκη. Σημαντικούς ρόλους είχαν οι αρχιτέκτονες Κωνσταντίνος Κιτσίκης, Αριστοτέλης Ζάχος και ο γάλλος στρατιωτικός μηχανικός Ζοζέφ Πλεϊμπέρ, που ανέλαβε τη μελέτη των υποδομών.
Όπως ήδη έχει αναλυτικά αναπτυχθεί (Καραδήμου-Γερολύμπου, 1985-86), εφαρμόστηκαν πρωτοφανείς θεσμικές καινοτομίες, όπως ο αναδασμός της αστικής γης με χάραξη νέων οικοπέδων, η δημιουργία κτηματικής ομάδας, η απόδοση των νέων ιδιοκτησιών με πλειστηριασμούς, η απόκτηση από το δημόσιο των αναγκαίων κοινόχρηστων και κοινωφελών χώρων και η φορολόγηση της υπεραξίας των ακινήτων στις μεταπωλήσεις. Έτσι μεταρρυθμίστηκε ριζικά ο ελληνικός πολεοδομικός σχεδιασμός, παρά τις συνεπαγόμενες κοινωνικές και οικονομικές συγκρούσεις. Η έκβαση του συνολικού εγχειρήματος δικαίωσε τις θαρραλέες επιλογές με ορισμένους συμβιβασμούς που επήλθαν από τοπικές πιέσεις και κυβερνητικές αλλαγές.
Λιγότερο γνωστές είναι οι αισθητικές και ιδεολογικές συνιστώσες της αρχιτεκτονικής της πόλης, οι οποίες στη Θεσσαλονίκη εκφράστηκαν μέσα από έναν κλασικίζοντα νεοβυζαντινό εκλεκτικισμό. Αποτέλεσαν αντικείμενο πρόσφατης έρευνας πεδίου και αρχείου (Καλογήρου κ.ά., 2021) και πηγή σκέψεων που προδημοσιεύονται εδώ.
Εξαρχής εκφράστηκαν απόψεις που εκτιμούσαν ότι μεταξύ των πολιτικών στόχων της ανοικοδόμησης ήταν η «ελληνοποίηση» της Θεσσαλονίκης. Οι αντιδράσεις της ισραηλιτικής κοινότητας της Θεσσαλονίκης είχαν αντίκτυπο και στο εξωτερικό. Προφανώς, η πολιτεία διεκδικούσε έναν δυναμικό ρόλο στη νεοελληνική Θεσσαλονίκη. Ουσιαστικά, αποδείχθηκε ότι ο πολεοδομικός εκσυγχρονισμός διευκόλυνε την αστική κυριαρχία. Η κοινωνική διαίρεση της πόλης εκφραζόταν πλέον με οικονομικές χωρικές ενότητες και όχι με φυλετικές-πολιτισμικές γειτονιές.
Ο γεωγράφος Ζακ Ανσέλ, σύμβουλος στη Γαλλική Στρατιά της Ανατολής, στη διατριβή του με τίτλο «Η Μακεδονία: μελέτη του σύγχρονου εποικισμού», διαπίστωνε ότι: «σταδιακά μια εντελώς διαφορετική Θεσσαλονίκη -ελληνική και μοντέρνα- ανασταίνεται από την τέφρα της τουρκικής και εβραϊκής πόλης» (Ancel, 1930:303). Η γεωπολιτική θεώρηση του Ανσέλ, ενταγμένη στην οπτική των κυρίαρχων συμμάχων, περιέγραφε με πραγματισμό την υποφώσκουσα πολιτική βούληση.
Η νέα Θεσσαλονίκη ανταποκρινόταν, για τον Παπαναστασίου, στο όραμα «μιας καινούργιας πολιτείας ισάξιας της ιστορικής της αξίας». Όπως επισημαίνει ο Γιώργος Αναστασιάδης (Αναστασιάδης, 2008:204), ο Παπαναστασίου είχε παράλληλα συνειδητοποιήσει τον οικουμενικό χαρακτήρα της πολιτιστικής κληρονομιάς, αντιτιθέμενος στην κατεδάφιση αρχέτυπων της οθωμανικής περιόδου: «Το κρήμνισμα των μιναρέδων των τζαμιών, που προσαρμόζοντο τόσον εις αυτά, αποτελεί βάναυσον πράξιν, προκληθείσαν από ανόητον σωβινισμόν».
Οι κοσμοπολίτικες απόψεις του Παπαναστασίου δεν ευδοκιμούσαν εύκολα σε περίοδο συγκρούσεων. Σε θέματα αισθητικής της αρχιτεκτονικής, για τους Νεοέλληνες η υιοθέτηση του νεοκλασικισμού ήταν αυτονόητη, συνδεόμενη με τη δημιουργία του εθνικού κράτους μετά το 1821. Έναν αιώνα αργότερα, με την απελευθέρωση και της Θεσσαλονίκης, προωθήθηκε μια νεοβυζαντινή εκδοχή της ελληνικότητας. Η αναβίωση, ή ακριβέστερα η δημιουργία αυτού του στιλ επιχείρησε να προσδώσει μια περιφερειακή πολιτισμική ιδιαιτερότητα που εξέφραζε τη νίκη του Ελληνισμού, χωρίς να απομακρύνεται ουσιαστικά από τη νεοκλασική παράδοση. Στην επιλογή αυτή διακρίνεται άρωμα εθνικισμού, που εκφραζόταν στη νεοαποικιακή ανατολίζουσα διακόσμηση των προτάσεων γάλλων και ελλήνων αρχιτεκτόνων της διεθνούς επιτροπής.
Το «τοπικό χρώμα» στην αρχιτεκτονική είχε ως πεδίο αναφοράς το βυζαντινό παρελθόν. Ο Αριστοτέλης Ζάχος είχε πρωτοστατήσει στις προηγηθείσες δράσεις του. Το 1913, επικεφαλής του «Αρχιτεκτονικού γραφείου εξωραϊσμού και υγιεινής πόλεων και κωμών» της Μακεδονίας, ήταν υπεύθυνος για τεχνικές εργασίες στα βυζαντινά μνημεία της πόλης. Τότε εκπονήθηκε το πρώτο ελληνικό πολεοδομικό σχέδιο εξωραϊσμού, εκφράζοντας το όραμα της αναδημιουργίας μιας Θεσσαλονίκης με «τοπικό χρώμα» (couleur locale), όπως το επονόμαζε ο ίδιος, εισηγούμενος την υιοθέτηση μιας νεοβυζαντινής αρχιτεκτονικής. Ήταν μια εκδοχή του οριενταλισμού ή τοπικισμού με έντονη ιδεολογική φόρτιση, που αναπόφευκτα επηρέασε τις, ελάχιστα μεταγενέστερες, αισθητικές επιλογές στη φυσιογνωμία της ανοικοδομημένης πόλης.
Στην κατεύθυνση του ιστορικιστικού τοπικισμού κινήθηκαν οι αξιόλογες συνθέσεις του Εμπράρ για νέα μνημειακά σύνολα και δημόσια κτίρια. Ο γάλλος αρχιτέκτονας, επιδίωξε την υιοθέτηση του τοπικού χρώματος στη δημόσια αρχιτεκτονική της Θεσσαλονίκης, που εντοπιζόταν κυρίως σε εξωτερικά διακοσμητικά στοιχεία αστικών συνθέσεων με στέρεη νεοκλασική τυπολογία. Έτσι αναδύθηκε μια παραλλαγή του αποικιακού αρχιτεκτονικού οριενταλισμού, συγγενής με αντίστοιχες σε άλλες περιοχές με οθωμανικές και μεσογειακές επιρροές. Οι μορφολογικές παραλλαγές ανταποκρίνονταν στο ταπεραμέντο και στην παιδεία αυτοχθόνων και ξένων προσκεκλημένων αρχιτεκτόνων. Παρά τη ρητορική, ο χαρακτηρισμός αυτής της μορφολογίας ως «νεοβυζαντινής» πρέπει να αντιμετωπιστεί με επιφύλαξη. Ουσιαστικά αποτελούσε ένα κολάζ ιστορικιστικών στοιχείων, συνηθισμένο στην πρακτική του εκλεκτικισμού, που παρέμενε ισχυρός.
Αυτές οι ανατολίζουσες επιρροές είχαν συγγένειες με αντίστοιχα κινήματα στο ευρύτερο πεδίο της τέχνης. Εκφράστηκαν ως μια «αρχιτεκτονική εισαγωγής», όπου «η κλασική διευθέτηση των προσόψεων ήταν περισσότερο παριζιάνικη παρά βυζαντινή», όπως χαρακτηριστικά επεσήμανε ο Λουαγιέ στη διατριβή του για τη νεοελληνική αρχιτεκτονική (Loyer, 1966:327). Οι ιστορικίζουσες αναφορές αποδείχθηκαν συμβατές με τον εκσυγχρονισμό της πολεοδομίας, που εμπλουτίστηκε με στοιχεία ενός ευρωπαϊκού και ελληνικού ρομαντικού ιδεαλισμού. Η φυσιογνωμία της πόλης με «αρμόζουσα αρχιτεκτονική των δημοσίων και ιδιωτικών κτιρίων», ακολουθώντας έναν «νεωτεριστικώς μεταρρυθμισμένον βυζαντινόν ρυθμόν», θα δημιουργούσε έργα «ωραιότατα και απολύτως προσαρμοσμένα εις το περιβάλλον» (Παπαναστασίου, 1933:562).
Τα γεωμετρικά πρότυπα ενός ακαδημαϊκού αστικού σχεδιασμού εκφράστηκαν θεσμικά στο «Νέον Σχέδιον Ρυμοτομίας της Θεσσαλονίκης». Εμφανείς ιστορικές αναφορές στα προτεινόμενα νέα δημόσια κτίρια και τις αστικές συνθέσεις προβλέπονταν ρητά στην πρόταση της ανοικοδόμησης: «Η επί της μελέτης του νέου σχεδίου της πόλεως Θεσσαλονίκης διεθνής επιτροπή» φανταζόταν «ωραιοτάτην την Θεσσαλονίκην με τα νεώτερα αυτής μνημεία εμπνευσμένα από τα ωραία παραδείγματα που περικλείει. Περιττόν, βεβαίως, να τονίσωμεν ότι δεν εννοούμεν πιστά αντίγραφα αυτών, αλλά αρχιτεκτονικάς συνθέσεις της συγχρόνου εποχής, αίτινες αντί πάσης άλλης ξένης επιρροής έδει να επηρεασθώσιν από τον τοπικόν χαρακτήρα» (Η επί της μελέτης…, 1918:14). Εδώ διαφαινόταν η αντίφαση του σχεδιασμού, που έπρεπε να είναι ταυτόχρονα σύγχρονος και εμπνευσμένος από ιστορικά παραδείγματα ή τον τοπικό χαρακτήρα.
Η τοπικιστική οριενταλιστική προσέγγιση, στο μεσογειακό πλαίσιο, ήταν δημοφιλής στους αρχιτέκτονες με γαλλική παιδεία. Δεν είναι τυχαίο ότι, στην πρώτη δημοσίευση για την ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης, ο Λαβεντάν θεωρούσε ότι ο Εμπράρ «σεβάστηκε ταυτόχρονα τη φύση και το περιβάλλον», αναλαμβάνοντας παράλληλα το έργο τεχνικού, αρχαιολόγου και καλλιτέχνη, καθώς επιδίωξε να «κάνει τη Θεσσαλονίκη μοντέρνα χωρίς να της αφαιρέσει τον χαρακτήρα της πόλης της Ανατολής» (Lavedan, 1921:248).
Ο ίδιος ο Εμπράρ, σε μια από τις ελάχιστες γραπτές μαρτυρίες του, ανέφερε: «Στη χάραξη του νέου σχεδίου λήφθηκαν υπόψη τα ιστορικά μνημεία. Αυτά, πολυάριθμα και πολύ όμορφα, απελευθερώθηκαν διακριτικά. Ειδικές διαδρομές, πλατείες, κήποι που προορίζονται να δημιουργήσουν ένα κατάλληλο πλαίσιο, θα τα αξιοποιήσουν. Δεν διασώζεται τίποτε από την ελληνιστική Θεσσαλονίκη, αλλά η Αψίδα του Γαλερίου, η ρωμαϊκή Ροτόντα του Αγίου Γεωργίου, οι βυζαντινές βασιλικές της Αχειροποιήτου, της Αγίας Σοφίας και του Αγίου Δημητρίου, η τελευταία δυστυχώς με σοβαρές βλάβες από την πυρκαγιά, μαρτυρούν τη σημασία και τον πλούτο της πόλης κατά τον 4ο και 6ο αιώνα, όταν η πόλη ανταγωνιζόταν την Κωνσταντινούπολη. Πρέπει να προστεθεί ότι όλες οι κατασκευές με αισθητικό ή ιστορικό ενδιαφέρον διατηρήθηκαν -ακόμη και τα τζαμιά και τα χαμάμ- για να υπενθυμίζουν το παρελθόν της Θεσσαλονίκης, που ήταν συχνά η πολυπόθητη πόλη» (Hébrard, 1927:100).
Η νεοβυζαντινή έκφραση κρίθηκε καταλληλότερη, καθώς το παλίμψηστο της ιστορικής Θεσσαλονίκης περιλάμβανε σημαντικά βυζαντινά μνημεία που ήθελε να προβάλει η ελληνική κυβέρνηση. Η αναζήτηση του ονομαζόμενου «νεοβυζαντινού στιλ» στην αρχιτεκτονική του Μεσοπολέμου αποτέλεσε μιαν από τις πολλαπλές αναζητήσεις της ελληνικότητας, ουσιαστικά μιας απόπειρας αυτοκαθορισμού που απασχολούσε τους διανοούμενους της εποχής. Η αναβίωση της νεοβυζαντινής μορφολογίας σχετιζόταν με τη μακρόχρονη πορεία αποκατάστασης του Βυζαντίου, από έλληνες και ξένους στοχαστές, που επιδίωκαν να αξιοποιήσουν τον ελληνικό και οικουμενικό του χαρακτήρα. Ορισμένες αρχιτεκτονικές επιλογές του σχεδίου της Θεσσαλονίκης αποτελούσαν συνέχεια της νεοβυζαντινής αρχιτεκτονικής του 19ου αιώνα στην Ευρώπη που είχε εκφραστεί ήδη σε ναούς και έργα δημόσιας αρχιτεκτονικής (Καμπούρη, 1998:297-324).

Η μεγάλη χειρονομία: ο άξονας της Αριστοτέλους
Ο εμπλουτισμός του αστικού σχεδιασμού με αυτοκρατορικά νεοβυζαντινά στοιχεία εκφράστηκε καθαρά στα σχέδια του μνημειακού άξονα της Αριστοτέλους (1918-21) και αργότερα στα αντίστοιχα της Πανεπιστημιούπολης (1928).
Η αστική αρχιτεκτονική της Αριστοτέλους, με σχέδια Εμπράρ–Κιτσίκη, υιοθέτησε ιδιότυπες ιστορικές αναβιώσεις στην οργάνωση των προσόψεων, με εναλλαγές συμπαγών και κενών τμημάτων. Η κλασική διακόσμηση που συνόδευε αυτές τις τυποποιημένες γαλλικές προσόψεις τροποποιήθηκε ενσωματώνοντας εξωτικά τοπικιστικά στοιχεία. Η τάση αποτελούσε συνήθη πρακτική σε περιφερειακές υλοποιήσεις, στην Κυανή Ακτή της Γαλλίας και ιδιαίτερα στις αποικίες. Στην πράξη, ο νεοβυζαντινός εκλεκτικός τοπικισμός περιορίστηκε στην επιλογή διακοσμητικών αναφορών στις προσόψεις. Χαρακτηριστικά στοιχεία ήταν τα μαρμάρινα στηθαία των μικρών εξωστών, εμπνευσμένα από χριστιανικά θωράκια, και τα τεκτονικά κιονόκρανα με φυτικά μοτίβα στις τοξωτές στοές. Τα δίλοβα και τρίλοβα παράθυρα σε επιλεγμένες θέσεις, οι ημιυπαίθριοι χώροι και οι ακολουθίες τοξωτών ανοιγμάτων της στέψης, καθώς και οι αντίστοιχες ταινίες με ανάγλυφες διακοσμήσεις κυματοειδούς μορφής, συμπλήρωναν το ρεπερτόριο της νεοβυζαντινής διακόσμησης.
Με κιονοστοιχίες και επιμήκεις πλευρικές στοές, επιμέρους τμήματα της λεωφόρου παραπέμπουν έμμεσα στην εικονογραφία των τρίκλιτων βασιλικών, με τον δρόμο στη θέση του κεντρικού κλίτους και τον ανοικτό ουρανό ως στέψη.
Η προέλευση των μορφολογικών στοιχείων που τεκμηριώνουν τη νεοβυζαντινή εκδοχή του οριενταλισμού της Θεσσαλονίκης δεν είναι σαφής. Στις προτάσεις του Δημαρχείου και των οικοδομών της «Αστικής Πλατείας», τα χαμηλότερα ύψη και η άνεση της ογκοπλασίας εξέφραζαν καθαρότερα την εκδοχή του Εμπράρ για τη δημόσια αρχιτεκτονική. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα «βυζαντινά στοιχεία» δεν ξεκαθαρίζονταν με λεπτομέρειες στα σχέδια του διατάγματος του 1923, ούτε στα σχέδια των αδειών που εγκρίθηκαν.
Η υπόσταση αυτών των αναφορών είχε ήδη αμφισβητηθεί από τον Λουαγιέ, που σημείωνε ότι η νεοβυζαντινή αρχιτεκτονική της Θεσσαλονίκης ήταν μια «αρχιτεκτονική προσόψεων με κλασικίζουσες αξονικότητες και εναλλαγή πλήρων και κενών που δεν είχαν καμία σχέση με την πλαστικότητα των βυζαντινών και οθωμανικών επιστεγάσεων» (Loyer, 1966:355). Οι ίδιοι πάντως οι αρχιτέκτονες των όψεων της Αριστοτέλους τις θεωρούσαν λιτές, προσαρμοσμένες στην παράδοση, τις συνήθειες του τόπου, τον χαρακτήρα της πόλης και τις κλιματολογικές συνθήκες με τις κλιμακοειδείς προεξοχές και τους κλειστούς εξώστες. Όπως χαρακτηριστικά παρατηρούσε ο Κιτσίκης, υπήρχε η «επιδίωξη της απλότητας έκφρασης με την αποφυγή κάθε εξεζητημένου στοιχείου, την απόκτηση καλών αναλογιών τόσο με τη διαίρεση της επιφάνειας καθ’ ύψος με κορωνίδες, όσο και με τη σχέση των ανοιγμάτων προς την υπόλοιπη επιφάνεια της πρόσοψης» (Κιτσίκης, 1919:73).
Η ιδιαίτερη συμβολή του Ζάχου ως πρώτου εκφραστή του τοπικισμού και της νεοβυζαντινής αρχιτεκτονικής γλώσσας που εφαρμόστηκε στην ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης ήταν καθοριστική. Ο Λουαγιέ αναγνώριζε τη συμβολή του στη βυζαντινίζουσα διαμόρφωση των μνημειακών συνθέσεων της νέας Θεσσαλονίκης (Loyer, 1966: 334). Οι λεπτομέρειες της υιοθέτησης των μορφολογικών κανόνων δεν είναι γνωστές, είναι όμως απίθανο να μην αξιοποιήθηκε η γνώση και η σχετική εμπειρία του. Ωστόσο, σύμφωνα με τις περισσότερες συνολικές προσεγγίσεις του έργου του, ο Ζάχος ασχολήθηκε κυρίως με την ανοικοδόμηση της βασιλικής του Αγίου Δημητρίου, θέμα για το οποίο δημιουργήθηκαν διχογνωμίες και αμφιταλαντεύσεις στο εσωτερικό της ομάδας σχεδιασμού. Στο μείζον έργο της ανέγερσης του ανακαινισμένου ναού ωρίμασε και σε σημαντικό βαθμό υλοποιήθηκε μια βυζαντινή αναβίωση, που αποτελούσε ουσιαστικά μια αρχαιολογική ουτοπία ανάλογη με αντίστοιχα παραδείγματα «revival» της Ευρώπης.
Από τα ενδιαφέροντα προβλήματα που τέθηκαν με την ευκαιρία της αναβίωσης των κατεστραμμένων ή μετασχηματισμένων σε τζαμιά βυζαντινών μνημείων της Θεσσαλονίκης ήταν η φύση των «αποκαταστάσεων» ή «ανακατασκευών». Στο εμβληματικό παράδειγμα του ερειπωμένου Αγίου Δημητρίου υπήρξε η αντιπαράθεση μεταξύ του Ζάχου και του αρμόδιου αρχαιολόγου Γεωργίου Σωτηρίου (Σωτηρίου, 1952). Ο Σωτηρίου μαζί με τον Εμπράρ προέκριναν τη μερική αναστήλωση ενός αρχαιολογικού χώρου-μουσείου, δημιουργώντας έναν σεμνόν ερειπιώνα, Παρθενώνα της χριστιανικής τέχνης (Σωτηρίου, 2017:11). Αντίθετα, ο Ζάχος πρότεινε την ένταξη των ερειπίων ως συνιστωσών της ανοικοδόμησης ενός λειτουργικού, αλλά ουσιαστικά νεοβυζαντινού ναού, λύση που προκρίθηκε με την αρωγή του μητροπολίτη Γενναδίου. Το δίλημμα δεν ήταν απλά ιδεολογικό. Το πρόβλημα παραμένει επίκαιρο, στον βαθμό που η ορθοδοξία αποτελεί μια από τις κυρίαρχες συνεκτικές ουσίες του νεοελληνικού κοινωνικού σχηματισμού.
Αντίστοιχες εμπειρίες προέκυψαν στις ανακατασκευές της Παναγίας Χαλκέων και της Αχειροποιήτου. Τα νεοβυζαντινά πρότυπα εκφράστηκαν καθαρότερα στον σχεδιασμό νέων κτιρίων του Ζάχου, όπως το Ηγουμενείο της Μονής Βλατάδων και το ναΰδριο του Αγίου Στυλιανού.

Επιρροές και συμπεράσματα
Το όραμα της νέας Θεσσαλονίκης που αναδύθηκε από τις στάχτες της πυρκαγιάς του 1917 είναι συγκρίσιμο με τη δημιουργία της νέας Αθήνας ως νεοκλασικής πρωτεύουσας της ανεξάρτητης Ελλάδος.
Η αρχιτεκτονική εικόνα του ημιτελούς άξονα της Αριστοτέλους, παρά τις αλλοιώσεις και απλοποιήσεις, παραμένει ισχυρή και σηματοδοτεί τη σύγχρονη Θεσσαλονίκη. Η νεοβυζαντινή μορφολογία του άξονα, ενταγμένη στην κατεύθυνση μιας υβριδικής ελληνικότητας, εξέφρασε με συνέπεια τον εκλεκτικό τοπικισμό της Θεσσαλονίκης και αποτέλεσε έμμεσο πρόδρομο του κριτικού τοπικισμού, που έδωσε αργότερα μερικά από τα αξιολογότερα έργα της νεοελληνικής αρχιτεκτονικής. Δυστυχώς, το Δημαρχείο του Εμπράρ και άλλα έργα δημόσιας αρχιτεκτονικής δεν υλοποιήθηκαν. Όμως άσκησαν επιρροή σε εμβληματικά κτίρια, όπως το ξενοδοχείο Μεντιτεράνεαν Πάλας, το Καραβάν Σαράι και η ΧΑΝΘ του γαλλικής παιδείας αρχιτέκτονα Μαρίνου Δελαδέτσιμα, ο οποίος ήταν τότε διευθυντής του Σχεδίου Πόλεως. Επηρέασαν επίσης έργα δημιουργών πανελλήνιας εμβέλειας, όπως το σχολικό συγκρότημα Αγίας Σοφίας του Νίκου Μητσάκη και το Πειραματικό Σχολείο του Δημήτρη Πικιώνη. Ο σχεδιασμός πολλών «μεγάρων», που δημιούργησαν την εικονογραφία της μεσοπολεμικής Θεσσαλονίκης, ήταν έργο των τοπικών τεχνικών. Με ελάχιστες δημιουργικές εξαιρέσεις, τα αποτελέσματα ήταν αμφισβητήσιμα.
Το ουσιαστικό ερώτημα αφορά στον τρόπο με τον οποίο το αίτημα για έναν τοπικό ελληνικό χαρακτήρα στην αρχιτεκτονική της ανοικοδόμησης της Θεσσαλονίκης εντάχθηκε στο ευρύτερο πολιτικοκοινωνικό πλαίσιο της εποχής. Η αναζήτηση αισθητικών αρχών και ταυτότητας, σε επίπεδο αστικού και αρχιτεκτονικού σχεδιασμού, ήταν μια ιδεολογική σύλληψη ανάδειξης της ελληνικότητας στην εικόνα της πόλης, παράλληλα με τον εκσυγχρονισμό της. Αντίστοιχες διεργασίες εμφανίστηκαν την πρώτη περίοδο του 20ού αιώνα σε άλλες βαλκανικές, ασιατικές και αραβικές πόλεις, ενταγμένες στη γενικότερη οριενταλιστική οπτική.
Ο εμβληματικός άξονας της Θεσσαλονίκης αποτελεί μεγάλη χειρονομία, με κυρίαρχη την έννοια της κεντρικότητας. Η δραματική νεοβυζαντινή αστική σκηνογραφία έμεινε ανολοκλήρωτη. Οι αρχικές προδιαγραφές δεν ήταν εφικτές στο σύνολό τους. Το αρχικό διάταγμα δόμησης απλουστεύθηκε το 1954 (αρχιτέκτων Γεώργιος Χριστόπουλος) με πρωτοβουλία του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Η ενθάρρυνση της πυκνοδόμησης με την εφαρμογή της αντιπαροχής επέτρεψε την ολοκλήρωση και προσέδωσε τη σημερινή εικόνα. Έτσι, η Αριστοτέλους, ως διαδρομή με κοσμοπολίτικη προέλευση, αποτελεί ευχάριστη τυπολογική και μορφολογική έκπληξη, ένα αρχιτεκτονικό σύνολο με αστικότητα και συνέπεια, στο πλαίσιο των ομογενοποιημένων νεοελληνικών πόλεων.
Τα οράματα των Εμπράρ, Ζάχου, Κιτσίκη, Δελαδέτσιμα και της ομάδας τεχνικών που συμμετείχαν στον ανασχεδιασμό ανταποκρίνονταν άμεσα στη βούληση των ελλήνων πολιτικών. Η επιλεκτική νεοβυζαντινή εικονογραφία αντανακλούσε τις επιλογές κυρίαρχων ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους, αποτελώντας παράμετρο διαχείρισης μιας ασταθούς ακόμη περιοχής, με στόχο την πολιτική και αστική ολοκλήρωση. Η αναζήτηση της εντοπιότητας γινόταν αντιληπτή ως πνευματική έκφραση εμβέλειας που προσέδιδε μια μορφή νοήματος σε έναν ταχύτατα μεταβαλλόμενο κόσμο.
Με αυτά τα δεδομένα, ο πολιτικός στόχος ελληνοποίησης της εικόνας μιας πολυπολιτισμικής πόλης ανταποκρινόταν στη νέα πολιτισμική αυτοσυνείδηση των Ελλήνων που κατασκευάστηκε συνειδητά. Από την απόκτηση της ανεξαρτησίας, τον 19ο αιώνα, κυρίαρχη αναφορά στην ελληνική αρχιτεκτονική ήταν ο νεοκλασικισμός, που παρέπεμπε άμεσα στην αρχαιότητα, τη λαμπρότερη περίοδο ακμής του ελληνικού πνεύματος. Η ένταξη της Θεσσαλονίκης στο ελληνικό κράτος έδωσε μιαν ευκαιρία ανάδειξης της ζωντανής μεταβυζαντινής παράδοσης του ελληνισμού. Στην πράξη, υιοθετήθηκαν αποστειρωμένα τοπικά διακοσμητικά στοιχεία ενταγμένα στην εκλεκτικιστική αρχιτεκτονική της Δύσης, σύμφωνα με την παιδεία και την αυτοσυνείδηση της τότε αρχιτεκτονικής ελίτ. Συνιστούσαν κατά κάποιον τρόπο μιαν ειδική μορφή αυτοοριενταλισμού, όχι απαραίτητα συνειδητού. Εφόσον εξυπηρετούσε πολιτικές σκοπιμότητες, η ανατολικολογία ως αρχιτεκτονικό ιδίωμα μπορούσε να γίνει δημοφιλής. Ωστόσο, το νεοβυζαντινό εκλεκτικό τοπικό ιδίωμα έμελλε να αποδειχθεί θνησιγενές, μη έχοντας σύνδεση με τη ζωντανή τοπική αρχιτεκτονική παράδοση, η οποία δυστυχώς, όπως και παλαιότερα είχα υπογραμμίσει (Καλογήρου, 1983:94), με τη μυωπική οπτική της εποχής, φαινόταν ότι παρέπεμπε στις τουρκοπόλεις που έπρεπε να εξαφανιστούν,
Η αναζήτηση του εκλεκτικού τοπικισμού παραμένει επίκαιρη, στο πλαίσιο μιας μετανεωτερικής οπτικής που ανασηματοδοτεί επιλεκτικά μορφές του παρελθόντος. Αξίζει να αναρωτηθούμε εάν η περιοδική άνθηση τέτοιων αντιλήψεων, μέσα στους γενικότερους ιδεολογικούς προβληματισμούς και ειδικότερα σε θέματα αρχιτεκτονικής έκφρασης, εντάσσεται σε μια νοσταλγική και οπισθοδρομική θεώρηση. Αυτή τη θέση υιοθετούσαν παλιότερα οι θιασώτες του μοντερνισμού και υποστηρίζουν σήμερα όσοι αποδέχονται άκριτα την παγκοσμιοποίηση ως γραμμική εξέλιξη, αποδεχόμενοι το «τέλος της ιστορίας».
Ωστόσο, οι εμμένουσες και αναδυόμενες γεωγραφικές και πολιτισμικές διαφοροποιήσεις δικαιολογούν ορισμένες κριτικές τοπικιστικές θεωρήσεις μέσα σε συνθήκες παγκόσμιας κρίσης. Η σκοπιμότητα των χειρισμών αρχιτεκτονικού-αστικού σχεδιασμού σε κάθε συγκεκριμένο τόπο οφείλει να επιδιώκει ένα νόημα που να εναρμονίζεται με το περιβάλλον, φυσικό και πολιτισμικό.


Αναφορές
– Αναστασιάδης Γ., Καϊδατζής Α. Αναστασιάδου Ε. (2008), Αλέξανδρος Παπαναστασίου, Αθήνα, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων
– Η επί της μελέτης του νέου σχεδίου πόλεως διεθνής επιτροπή (1918), Η ανοικοδόμησις της Θεσσαλονίκης
– Καλογήρου Ν. (1983), «Η ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης από τον Ernest Hébrard: Μία επέμβαση στον αστικό χώρο και την αρχιτεκτονική της πόλης» στα Πρακτικά Πανελλήνιου Συνεδρίου. «Νεοκλασική πόλη και αρχιτεκτονική», Θεσσαλονίκη, ΑΠΘ, 84-97
– Καλογήρου Ν., Δούση Μ., Κονταξάκης Δ., Κωτσόπουλος Σ. (2021, υπό έκδοση), Το παλίμψηστο της Αριστοτέλους. Βυζαντινές αναβιώσεις στη νεοελληνική Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονίκη, University Studio Press
– Καμπούρη Μ. (1998), «La diffusion de l’ architecture byzantine en Europe Occidentale du ΧΙXème Siècle et l’ epanouissement du style néobyzantin», στο «Όριον», Τιμητικός τόμος στον καθηγητή Δ. Α. Φατούρο. ΕΕΠΣ, τ. ΙΕ΄, Τευχ. Α΄, 297-324
– Καραδήμου – Γερολύμπου Αλ. (1985-86), Η ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης μετά την πυρκαγιά του 1917. Ένα ορόσημο στην ιστορία της πόλης και στην ανάπτυξη της ελληνικής πολεοδομίας, Θεσσαλονίκη: Έκδοση Δήμος Θεσσαλονίκης
– Κιτσίκης Κ. (1919), Η κτιριολογική άποψις του νέου σχεδίου της Θεσσαλονίκης, Αθήνα
– Παπαναστασίου Αλ. (1933, 1 Ιουνίου), «Ernest Hébrard. Α΄. Τι οφείλομεν εις τον Hébrard», Τεχνικά Χρονικά, 562-565
– Σωτηρίου Γ., Σωτηρίου Μ. (1952), Η βασιλική του Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης, Αθήνα, Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας
– Σωτηρίου Γ. (1917/2017), «Η καταστροφή του Ναού του Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης από την πυρκαγιά του 1917», Πλαστήρας Κ. (επιμ.), Τρία κείμενα, Θεσσαλονίκη, Βιβλιοθήκη ΕΜΣ
– Ancel J. (1930), La Macédoine, son évolution contemporaine, Paris, Delagrave
– Hébrard E. M. (1927), «La reconstruction de Salonique», L’ Architecture, vol XXXVI, No 8, 99-100
– Lavedan P. (1921), «Un problème d’urbanisme. La reconstruction de Salonique», Gazzette des Beaux-Arts, 231-248
– Lavedan P. (1933, Mai), «L’œuvre d’Ernest Hébrard en Grèce. I. Salonique», Urbanisme, 148-168
– Loyer F. (1966), Architecture de la Grèce contemporaine, Thèse de doctorat, Paris


Λεζάντες
1. Άποψη του άξονα της Αριστοτέλους με τον ανδριάντα του Ελευθερίου Βενιζέλου © Ν. Καλογήρου
2. Προοπτική απεικόνιση της κεντρικής περιοχής από ψηλά (Σχέδιο του 1918. Πηγή: L’ Architecture ΧΧVI, 110, 1927) © Ν. Καλογήρου
3. Η αστική Πλατεία με το Δημαρχείο και τη Θριαμβική Αψίδα σύμφωνα με το σχέδιο του Εμπράρ (Πηγή: Αρχείο ΚΙΘ) © Ν. Καλογήρου
4. Άποψη του μοναδικού ολοκληρωμένου οικοδομικού τετραγώνου σύμφωνα με τα αρχικά σχέδια του 1923 © Ν. Καλογήρου
5. Σύγχρονο πρόπλασμα του Δημαρχείου του Εμπράρ (Πηγή: Εντατικό Εργαστήριο Τμ. Αρχιτεκτόνων ΑΠΘ, 2018) © Ν. Καλογήρου
6. Μερική άποψη της Πλατείας Αριστοτέλους από ψηλά © Ν. Καλογήρου
7. Η παραλιακή πλατεία. Άποψη από τη στοά του «Ηλέκτρα Παλάς» © Ν. Καλογήρου
8. Πλευρική άποψη των οικοδομών στην οδό Αριστοτέλους © Ν. Καλογήρου
9. Οι στοές της Αριστοτέλους με τους πεσσούς και τις κιονοστοιχίες © Ν. Καλογήρου
10. Λεπτομέρειες ογκοπλαστικών και νεοβυζαντινών στοιχείων στις προσόψεις του μεσοπολέμου © Ν. Καλογήρου
11. Βορειοδυτική άποψη του ανοικοδομημένου από τον Αρ. Ζάχο Ναού του Αγίου Δημητρίου © Ν. Καλογήρου
12. Το Ηγουμενείο της Μονής Βλατάδων (Αρ. Ζάχος, 1926) © Ν. Καλογήρου

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόΛΙΣ

γίνετε συνδρομητής/τρια για να λαμβάνετε τα 4 ετησίως τεύχη του περιοδικού

ΕΝΤΥΠΗ-ΣΥΝΔΡΟΜΗ

ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ
ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ
ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ
ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ
ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ
ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ
ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ
ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ
ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ
ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ
ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ


ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΩΝ ΠΟΛΙΣ

Ιστορία, Γράμματα, Τέχνες, Ιδέες. Η «συνείδηση της πόλης»


MATAROA PROJECT

πλατφόρμα για τους καλλιτέχνες και τον σύγχρονο πολιτισμό στην Ελλάδα


ΑΛΛΕΣ ΔΡΑΣΕΙΣ

πρωτοβουλίες για τη δημόσια και πολιτιστική ζωή της Θεσσαλονίκης