fbpx

logo

 ΙΣΤΟΡΙΑ

Η γηραιά έφηβος Τσιμισκή

Του Ευάγγελου Χεκίμογλου

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόλΙΣ 60

Το Μέγαρο Γκατένιο, στη γωνία Τσιμισκή και Βενιζέλου. Στο ισόγειο ο «Λουμίδης» και σε όροφο η «Ζαναέ». Διέρχεται αυτοκίνητο κινηματογραφικού γραφείου με μεγάφωνο, προς διαφήμιση ταινιών. Περίπου 1970.

Το θέμα μου είναι η οδός Τσιμισκή ως ιστορία και ως μνήμη. Διακρίνω ανάμεσα στην πειθαρχημένη ιστοριογραφία και στην αναρχία των αναμνήσεων. Από τη μια είναι τα αυστηρά χρονολογημένα και μεθοδικά επιλεγμένα γεγονότα και από την άλλη ο ακαθόριστος πολτός που ονομάζεται μνήμη. Πιστεύω ότι στην αντίφαση αυτή πρέπει να οικοδομείται κάθε αξιόπιστη προσέγγιση στο παρελθόν. Πριν παραθέσω όμως στοιχεία και αριθμούς, θα ήθελα να ξεκαθαρίσω στον αναγνώστη ότι και η πιο αξιόπιστη θεωρία ενέχει ένα τουλάχιστον στοιχείο ουτοπίας. Η ουτοπία την οποία εισάγω στη σημερινή μας συζήτηση είναι ότι οι αναμνήσεις δεν συνδέονται απλώς με συγκεκριμένους τόπους αλλά ζουν σε αυτούς. Αυτό αφορά τόσο τις ατομικές όσο και τις συλλογικές αναμνήσεις. Αναμνήσεις δεν έχουν μόνον τα άτομα και οι παρέες, αλλά και οι κοινωνικές τάξεις. Μάλιστα, κάθε κοινωνική τάξη έχει δύο τουλάχιστον δικούς της τόπους αναμνήσεων, ακριβώς με την έννοια που ο T. S. Elliot έγραψε ότι κάθε αξιοπρεπής γάτα έχει τρία τουλάχιστον ονόματα. Η αστική τάξη στην Αθήνα αναπαράγει τις μνήμες της στο Σύνταγμα, αλλά και στην Κηφισιά. Στη Θεσσαλονίκη ο σημαντικότερος ειδικός τόπος για τις αναμνήσεις της αστικής τάξης ονομάζεται Τσιμισκή, ή και Μητροπόλεως. Δύσκολα θα βρεθεί εγχώρια παιδική, εφηβική ή ενήλικη ανάμνηση εντοπίου Θεσσαλονικέως, η οποία να μη συνδέεται με τους δύο αυτούς δρόμους. Κι αυτό ισχύει τόσο περισσότερο όσο πιο πίσω πάμε στο χρόνο, ισχύει περισσότερο για τη δεκαετία του ‘50 παρά για τη δεκαετία του ‘70, αλλά περισσότερο για τη δεκαετία του ‘70 από ό,τι του ’90, διότι όσο οπισθοχωρούμε στο χρόνο, τόσο περισσότερο η Θεσσαλονίκη ξαναγίνεται μια πόλη ενιαία και συμπαγής, και άρα μια πόλη με κεντρικούς δρόμους (όχι αυτοκινητόδρομους ανάμεσα σε σπίτια)· κεντρικούς, αλλά όχι τυχαία, όχι με τη γεωμετρική έννοια, κεντρικούς διότι στεγάζονταν επιχειρήσεις εμβληματικές και εγκαταβίωναν άνθρωποι μορφωμένοι και ευκατάστατοι, σε καθαρές πολυκατοικίες με θυρωρούς που ανεβοκατέβαζαν τους τενεκέδες των σκουπιδιών και έκαναν θελήματα.

Με αυτήν την έννοια, η Τσιμισκή, και η μικρότερη αδελφή της, η Μητροπόλεως, είναι οι παλαιότεροι αστικοί δρόμοι της Θεσσαλονίκης. Ταυτόχρονα όμως είναι και οι νεότεροι. Σε σύγκριση με τους είκοσι αιώνες της Εγνατίας, οι δύο αδελφές δεν μετρούνε ούτε έναν αιώνα. Είναι έφηβες και ταυτοχρόνως γερασμένες. Όπως έφηβες εξακολουθούν να μας φαίνονται οι συμμαθήτριές μας της δεκαετίας του 1960, έστω κι αν δεν μπορούν πια να κρύψουν την πραγματική τους ηλικία, τα πραγματικά τους χρόνια που σπαταλήθηκαν σε μια ανιαρή εποχή, όσο η Τσιμισκή γερνούσε για να γίνει ένας τόπος με ακριβά καταστήματα, που τον διασχίζουν αδιάφοροι οδηγοί.

“Η Τσιμισκή γεννήθηκε στο μυαλό του Ερνέστου Εμπράρ, πριν από 100 χρόνια περίπου. Πρώτα χαράχθηκε σε λευκό χαρτί κι όταν μετά την πυρκαγιά του 1917 η πυρίκαυστη ζώνη ισοπεδώθηκε, χαράχθηκε και στο έδαφος. Είχε όμως την προϊστορία της: Έναν «άλλο» δρόμο, πολύ στενότερο, που συνέδεε την πύλη του Γιαλού, στη σημερινή πλατεία Εμπορίου, με την νότια ανατολική πύλη του τείχους, δίπλα στο Λευκό Πύργο”.

Ήταν ένας δρόμος αντιφατικός, που συμπυκνώνει μέσα από την ασαφή περί αυτού γνώση την ιστορία της Θεσσαλονίκης. Δύο ήταν τα κύρια χαρακτηριστικά του: (α) Σε κάποιο σημείο ήταν κλειστός, έπρεπε δηλαδή να παρακάμψεις ένα εμπόδιο για να συνεχίσεις τη διαδρομή προς τα ανατολικά. (β) Διέσχιζε μια περιοχή με καλύβες και μεγάλη φτώχεια, ανάμεσα στην Καστιλιάνικη συναγωγή, την οποία παρέκαμπτε από τη νότια πλευρά της, και στο κτιριακό συγκρότημα της ελληνικής μητρόπολης, το οποίο παρέκαμπτε από τη βόρεια πλευρά του, περίπου όπως η σημερινή Μητροπόλεως. Μετά την πυρκαγιά του 1890 αυτός ο δρόμος διαπλατύνθηκε και ευθυγραμμίστηκε, σε βάρος του εμβαδού των πέριξ οικοπέδων, κι έλαβε το κομψό όνομα «Δεύτερη Παράλληλος», αφού η «Πρώτη Παράλληλος», -προς την παραλία εννοείται-, ήταν η νυν Καλαποθάκη-Προξένου Κορομηλά.

Τη «Δεύτερη Παράλληλο» ο Εμπράρ πρώτα την έσβησε από το χαρτί και μετά πάνω από την ισοπεδωμένη πόλη. Η ανάμνησή της ξεχάστηκε πολύ γρήγορα, καθώς μέσα σε ελάχιστα χρόνια οι κάτοικοι της πόλης άλλαξαν στο μεγαλύτερο μέρος τους. Οι πρόσφυγες, επί παραδείγματι, που ήταν η πλειονότητα των κατοίκων μετά το 1924, δεν γνώρισαν ποτέ τη «Δεύτερη Παράλληλο» με κανένα από τα ονόματά της· ονόματα αρκετά, διότι η «Δεύτερη Παράλληλος» ήταν μια λόγια ονομασία.

Το Μέγαρο Βόγα, απέναντι από το Μέγαρο Γκατένιο, στη γωνία Τσιμισκή και Βενιζέλου, με το κατάστημα νεωτερισμών «Ελεγκάντ» στο ισόγειο. Το ραφείο Κίτση στον όροφο έχει περάσει στη δεύτερη γενιά ραπτών. Περίπου 1970.

Μέχρι το 1913 οι δρόμοι της Θεσσαλονίκης έφεραν ονομασίες εθιμικές και συχνά διαφορετικές για κάθε γλωσσική ομάδα. Η αρχή της «Δεύτερης Παραλλήλου», από την πλατεία Εμπορίου μέχρι το Χαμάμ της Αγοράς, ήταν για τους ελληνόφωνους τα «Παλαιά Ψαράδικα» και για τους υπόλοιπους το «Εσκί Μπαλίκ χανέ», που σημαίνει περίπου το ίδιο. Μόλις το 1913 οι ελληνικές αρχές καθιέρωσαν πάγιες ονομασίες στους δρόμους. Καθότι ο άμεσος κίνδυνος ήταν τότε ο βουλγαρικός (η όδευση στον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο και την ήττα των Βουλγάρων) οι αρχές έδωσαν στους νότιους παράλληλους δρόμους ονόματα βυζαντινών αυτοκρατόρων, αρχίζοντας βέβαια με το Βασίλειο το Βουλγαροκτόνο («Πρώτη Παράλληλος») και συνεχίζοντας στη «Δεύτερη Παράλληλο» με τον Ιωάννη Τσιμισκή. Ο βορειότερος δρόμος, τρίτος κατά σειρά, ονομάστηκε Βασιλέως Ηρακλείου και ο τέταρτος (που κι αυτόν τον έσβησε ο Εμπράρ από το χάρτη) προικοδοτήθηκε με το όνομα της δυναστείας των Ισαύρων.

Έτσι, αυτός ο παλαιός δρόμος, τα «Ψαράδικα», ή «Δεύτερη Παράλληλος» ή όπως αλλιώς, ονομάστηκε «οδός Ιωάννου Τσιμισκή». Η επιλογή του συγκεκριμένου αυτοκράτορα έναντι πολλών άλλων δημιουργεί εύλογες και αναπάντητες απορίες. Γόνος αρμενικής οικογένειας από εκείνες που αποτελούσαν τον πυρήνα της βυζαντινής στρατιωτικής αριστοκρατίας, ο Ιωάννης Τζιμισκής (όπως τον αναφέρει ο λίγο μεταγενέστερος χρονικογράφος Ιωάννης Σκυλίτζης) υπήρξε λαμπρός πολεμιστής και στρατηγός. Όμως συμμάχησε με την πανούργα αυτοκράτειρα Θεοφανώ, μπήκε με τη συμμορία του νύχτα στο παλάτι και -αφού βασάνισε τον νόμιμο αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά, στον οποίο πολλά περισσότερα όφειλε το Βυζάντιο αλλά πολύ μικρότερο δρόμο αφιέρωσαν οι Θεσσαλονικείς- τον σκότωσε και κατέλαβε το θρόνο. Έπειτα, αντικατέστησε όλους τους στρατιωτικούς και πολιτικούς διοικητές, έκλεισε τη Θεοφανώ σε μοναστήρι και –τι σας θυμίζει άραγε;- απάλλαξε από φόρους το Θέμα της Αρμενίας.

Έτσι η Θεσσαλονίκη συνδέθηκε με το δυσπρόφερτο όνομα Τζιμισκή, που κατά την κρατούσα άποψη είναι η ονομασία της αρμενικής πόλης Tchemeschgigh, που ήταν γνωστή στις βυζαντινές πηγές ως «Ιεράπολις».

Η αρχή της Τσιμισκή από την οδό Κατούνη (στο βάθος αριστερά). Σε πρώτο πλάνο το βόρειο πεζοδρόμιο της Τσιμισκή μεταξύ Βενιζέλου και Κομνηνών. Στα αριστερά διακρίνεται η τελευταία λέξη από την επιγραφή των Αφων Λαμπρόπουλου.

Την ονομασία «Τσιμισκή» έφερε η «Δεύτερη Παράλληλος» μόνον επί τέσσερα χρόνια, από το 1913 μέχρι την πυρκαγιά. Ύστερα ο τόπος νέκρωσε, καθώς απαγορεύτηκε η ανοικοδόμηση των καμένων. Ούτως ή άλλως, από το ύψος της σημερινής Αριστοτέλους και μετά, δεν υπήρχαν καταστήματα στην παλαιά Τσιμισκή, παρά μόνον σπίτια. Και όταν ο Εμπράρ, για λόγους πολεοδομικούς, χάραξε μία μεγάλη κεντρική οδό, παράλληλη της Εγνατίας, καταργώντας τους υφιστάμενους δρόμους, αυτή η οδός πήρε το όνομα του Ιωάννη Τσιμισκή. Σπεύδω να προσθέσω για να κλείσω το θέμα του ονόματος, ότι κατ’ επανάληψη ελήφθησαν αποφάσεις αλλαγής της ονομασίας, από τις οποίες η πλέον πρόσφατη (δεκαετία 1950) και γνωστή είναι η μετονομασία σε «Νέα Μεγάλου Αλεξάνδρου» (η ως τότε Μεγάλου Αλεξάνδρου είχε γίνει Ίωνος Δραγούμη). Ανάλογη απόφαση είχε ληφθεί και το 1936, οπότε η ονομασία Τσιμισκή είχε περάσει –αλλά για μερικούς μόνον μήνες- στο δρόμο που τώρα ονομάζεται Αλεξάνδρου Σβώλου, τέως Πρίγκηπος Νικολάου, τέως Πολωνίας, τέως Κισσάβου, δρόμος που σε λιγότερο από έναν αιώνα άλλαξε πέντε ονόματα, σαν καταζητούμενος διαρρήκτης.

Η αρχική χάραξη του Εμπράρ δεν περιλάμβανε δρόμο ανάμεσα στην Τσιμισκή και την τέως Βασιλείου Βουλγαροκτόνου, αλλά σε μία από τις τροποποιήσεις του σχεδίου χαράχθηκε και η οδός Μητροπόλεως (για μερικά χρόνια Φραγκλίνου Ρούζβελτ). Τόσο η Μητροπόλεως όσο και η Τσιμισκή εκτιμήθηκαν ως φτηνοί δρόμοι από τις επιτροπές που καθόρισαν τις ελάχιστες τιμές στους πλειστηριασμούς των οικοπέδων του νέου σχεδίου· με τιμές εκκίνησης το ένα όγδοο των τιμών της Βενιζέλου δεν ήταν λίγοι οι τυχεροί που διέθεταν ρευστό και απέκτησαν οικόπεδα στους καινούργιους δρόμους με ελάχιστα χρήματα.

Πάντως, τα πρώτα χρόνια εφαρμογής του νέου πολεοδομικού σχεδίου υπήρχε κάποια απροθυμία οικοδόμησης των οικοπέδων και ήταν δύσκολο να πουληθούν ελλείψει ενδιαφέροντος. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι εκείνη του οικοπέδου δίπλα στην Παναγία Ελεούσα, Τσιμισκή 50. Η εκκλησία αυτή –άλλοτε καθολικό μονής- ήταν βυζαντινή, με υπόγειο αγίασμα. Κάηκε το 1890 και μισοκάηκε το 1917. Ανοικοδομήθηκε ως άνετο παρεκκλήσι, μέσα σε μεγάλη αυλή (οικόπεδο 14/3). Το διπλανό οικόπεδο (υπ’ αριθμό 14/2, Τσιμισκή 48) ανήκε στην Εκκλησία, η οποία επιχείρησε να το πουλήσει, αλλά μάταια. Μετά από δέκα χρόνια επενδυτικής άπνοιας, μία κινηματογραφική εταιρεία πρότεινε στη Μητρόπολη να νοικιάσει το οικόπεδο για μεγάλο χρονικό διάστημα, προκειμένου να οικοδομήσει με δικά της έξοδα ένα κινηματογράφο. Αν και η Μητρόπολη είχε αντιδράσει παλαιότερα όταν ο κινηματογράφος «Ηλύσια» οικοδομήθηκε δίπλα στη Νέα Παναγία, τώρα δεν μπορούσε παρά να δεχτεί την πρόταση για οικονομικούς λόγους. Έτσι, το 1935 ανεγέρθηκε και άρχισε να λειτουργεί ο κινηματογράφος «Τιτάνια», ο μοναδικός ίσως που ανήκε στην Εκκλησία. Η έξοδος κινδύνου του κινηματογράφου οδηγούσε μέσα στην αυλή του παρεκκλησίου. Συχνά, όταν ο κόσμος που περίμενε να μπει ήταν πολύς, η έξοδος κινδύνου χρησίμευε ως κανονική όδευση για τους εξερχομένους, που έλεγαν τις εντυπώσεις από το έργο μπροστά στην είσοδο του μικρού ναού, ανάβοντας και κανένα κεράκι.

Παρακάμπτω τη συνέχεια της ιστορίας μου, για να μιλήσω για τα «Τιτάνια». Λειτούργησαν έκτοτε συνεχώς (στα χρόνια της Κατοχής έγιναν Soldatenkino, δηλαδή ειδικός κινηματογράφος για τους Γερμανούς στρατιωτικούς) μέχρι τη σεζόν 1971-1972, δηλαδή επί 37 συναπτά έτη. Στο διάστημα αυτό οι τιμές γης στην Τσιμισκή ανέβηκαν σημαντικά. Δεν ήταν πια ένας νέος και άγνωστος δρόμος, αλλά ο κεντρικός «σικ» δρόμος της Θεσσαλονίκης. Από την άλλη πλευρά, η οικονομική απόδοση των κινηματογράφων είχε λάβει την κατιούσα. Το ενοίκιο που μπορούσαν να αποδίδουν δεν ήταν μεγάλο. Έτσι, η συνέχιση της λειτουργίας του κινηματογράφου είχε γίνει ασύμφορη για την ιδιοκτήτρια εκκλησία, σε σύγκριση με την εναλλακτική της οικοδόμησης ενός μεγάλου εμπορικού καταστήματος.

Ποιος όμως θα τόλεγε ότι μαζί με τον κινηματογράφο, θα πήγαινε χαμένη και η Παναγία η Ελεούσα; Από μία ιδιοτροπία της τύχης και από την αγάπη μιας φίλης που δεν ζει πια, κατέχω έναν πλήρη φάκελο της υπόθεσης, αλλά δεν είναι εδώ ο τόπος για αποκαλύψεις. Το βέβαιο είναι ότι ο κινηματογράφος δόθηκε για ανοικοδόμηση. Στις 4 Σεπτεμβρίου 1974 –σε μια περίοδο που η γενική πολιτική φόρτιση αποτελούσε ιδανικό αντιπερισπασμό- οι εργάτες κατεδάφισαν το ιερό της εκκλησίας.

Καρτποστάλ με ζωγραφική απεικόνιση του νεόδμητου ξενοδοχείου «Αστόρια», στη γωνία της Τσιμισκή με την Αγίας Σοφίας.

Η κατεδάφιση έγινε αιφνιδιαστικά. Ο βεβιασμένος τρόπος με τον οποίο ξεκίνησε προκάλεσε τις υποψίες των κατοίκων, οι οποίοι κάλεσαν την «Άμεση Δράση». «Ἐσπευσαν επί τόπου τρία περιπολικά, τα πληρώματα των οποίων παρέλαβον τον υπεύθυνον εργολάβον και τρεις ή τέσσερας εργάτας, προφανώς προς εξάκρίβωσιν των ταυτοτήτων των. Έκτοτε όμως», έγραφε η «Μακεδονία» την επομένη, «υψώθη τείχος σιωπής πέριξ της όλης υποθέσεως. Ο αξιωματικός υπηρεσίας του Ε΄ αστυνομικού τμήματος, εις την ζώνην ευθύνης του οποίου ευρίσκετο το ναΐδιον, εδήλωσεν αργά την νύκτα, όταν ηρωτήθη, ότι ουδέν γνωρίζει επί της όλης υποθέσεως. Ο εκτελών χρέη διευθυντού αξιωματικός της αμέσου επεμβάσεως εις σχετικήν ερώτησιν είπεν ότι δεν δύναται λόγω αναρμοδιότητος να παράσχη στοιχεία και παρέπεμψεν εις την διεύθυνσιν αστυνομίας Θεσσαλονίκης. Εις σχετικάς ερωτήσεις, ο αξιωματικός υπηρεσίας της διευθύνσεως αστυνομίας Θεσσαλονίκης είπεν ότι ουδέν γνωρίζει επί της υποθέσεως και προσέθεσεν ότι αι υποδεέστεραι υπηρεσίαι ουδέν σχετικόν σήμα απέστειλαν προς την διεύθυνσιν αστυνομίας. Εν τω μεταξύ, επιτόπιος δημοσιογραφική έρευνα απέδειξεν ότι αι εργασίαι κατεδαφίσεως έχουν προχωρήσει εις τοιούτον βαθμόν, ώστε απέμεινον τοίχοι ύψους ενός μόνον μέτρου εκ του εδάφους. Ολοσχερώς έχουν γκρεμίσει το Άγιον Βήμα και έχουν παραλάβει τας εικόνας. Ουδεμία επιγραφή με ονόματα υπευθύνων, μηχανικού ή αρχιτέκτονος, υπήρχε την νύκτα πέριξ του ναϊδίου, όπου ανεγείρεται γιγαντιαία οικοδομή. Οι περίοικοι εδήλουν ότι συμφέροντα προφανώς των ιδιοκτητών υπηγόρευσαν την κατεδάφισιν. Το περίεργον είναι ότι με τα υποστηρίγματα τα οποία από ημερών έχουν τοποθετηθή εδίδετο η εντύπωσις ότι το ναϊδιον θα περικλείετο εις την οικοδομήν. Περίοικοι εχαρακτήριζον το γεγονός ως ιεροσυλίαν…».

Την επομένη, ο από Σάμου και Ικαρίας νέος μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, ο Παντελεήμων Β΄, ο οποίος είχε μετατεθεί στον μητροπολιτικό θρόνο πριν από ένα μήνα, χαρακτήρισε την κατεδάφιση «ανοσιούργημα», την απέδωσε στην «προηγούμενη εκκλησιαστική κατάσταση» (δηλαδή στο μητροπολίτη Λεωνίδα, που είχε χάσει το θρόνο στις αρχές Ιουλίου λόγω αντικανονικής εκλογής) και ζήτησε την «παραδειγματικήν τιμωρίαν των υπευθύνων». Επέμεινε ότι η Μητρόπολη πληροφορήθηκε την υπόθεση από το δημοσίευμα της «Μακεδονίας», πράγμα πολύ περίεργο αν λάβει κανείς υπόψη το θόρυβο που προκλήθηκε, τα τηλεφωνήματα που έγιναν και την ελάχιστη απόσταση που χωρίζει το μητροπολιτικό μέγαρο από την Παναγία Ελεούσα.

Τυπικώς, ιδιοκτήτης του ναϊδίου ήταν και παραμένει η μονή της Αγίας Θεοδώρας. Όταν η μονή αυτή –που είχε διαλυθεί προ πολλού- αναστήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1950 ως ανδρική, προικοδοτήθηκε με τα έσοδα μη ενοριακών ναών. Ο ηγούμενος της μονής, αρχιμανδρίτης Γεννάδιος, ανέλαβε την ευθύνη της κατεδάφισης αλλά επικαλέστηκε άδεια «της προϊσταμένης αρχής». Η υπόθεση τράβηξε αρκετά χρόνια, αλλά δεν είναι εδώ η θέση να τη διηγηθούμε. Στο ισόγειο του καταστήματος που οικοδομήθηκε («Φωκάς») δημιουργήθηκε ένα μικρό παρεκκλήσιο, όχι ως ανεξάρτητο κτίσμα, όπως ήταν ο ναΐσκος που κατεδαφίστηκε, αλλά ως τμήμα του ισογείου. Ευτυχώς που διέθετε ανεξάρτητη είσοδο (πάνω στην Τσιμισκή, χωρίς αυλή) και δεν χρειαζόταν να διασχίσει κανείς το τμήμα εσωρούχων για να εισέλθει στην εκκλησούλα.

Η κατεδάφιση της, όπως και η εξάλειψη του κινηματογράφου, άλλαξαν εντελώς το τοπίο στο σημείο εκείνο της Τσιμισκή. Μετά από μερικά χρόνια έκλεισε και το παρακείμενο εστιατόριο «Το Κάιρο», ενώ καθώς τα διερχόμενα αυτοκίνητα πλήθαιναν ο «Αγαπητός», απέναντι, σταμάτησε να βγάζει τραπεζάκια έξω. Την ίδια περίπου εποχή έκλεισαν τα τελευταία γαλακτοπωλεία του τετραγώνου, από την πλευρά της Αγίας Σοφίας.

Ξαναγυρίζω στη δεκαετία του 1920. Από το 1924 ο καινούργιος δρόμος άρχισε να αποκτά τις οικοδομές του, τριώροφες, τετραώροφες ή πενταόροφες, οι περισσότερες με κάποιο γούστο. Οι οικοδομές χτίζονται ως ενιαίες ιδιοκτησίες ενός ιδιοκτήτη (ο νόμος για την οριζόντια ιδιοκτησία θεσπίζεται μόλις το 1929) και ιδιοχρησιμοποιούνται ή διατίθενται προς ενοικίαση. Τα μεγάλα διαμερίσματα των νέων πολυκατοικιών διευκολύνουν τη συνύπαρξη στον ίδιο όροφο ιατρείου ή δικηγορικού γραφείου με την κατοικία. Οι χρήσεις είναι μικτές από τα Λαδάδικα μέχρι την οδός Αγίας Σοφίας (κατοικίες, γραφεία και καταστήματα) και σχεδόν αποκλειστικά οικιστικές από την Αγίας Σοφίας μέχρι τη Διαγώνιο. Το εμβληματικό μέγαρο Βαλαούρη, ακριβώς στο σημείο τομής της Τσιμισκή και με διαγώνιο που ονομάστηκε Παύλου Μελά φιλοξενεί αρχικώς στο ισόγειό του ένα παντοπωλείο.

Τσιμισκή με την Αγίας Σοφίας, περίπου 1930.

Μέχρι το 1926 η τροχιοδρομική γραμμή περνούσε από την παραλία. Το έτος εκείνο αποφασίζεται η ανύψωση της παραλίας κατά ένα περίπου μέτρο (διότι η ανοικοδομούμενη πόλη είχε ψηλώσει από τα μπάζα της πυρκαγιάς) και έτσι το τραμ μεταφέρεται στην Τσιμισκή. Εκεί και πρόκειται να μείνει. Οι στάσεις έχουν αριθμούς, όχι ονόματα, και η επιβίβαση γίνεται στη μέση του δρόμου. Η γραμμή στρίβει από την Τσιμισκή στη Βενιζέλου και από εκεί στην Αγίου Μηνά, για να γυρίσει στην μέσω της Ίωνος Δραγούμη στη Τσιμισκή, στο δρόμο της επιστροφής. Η γραμμή εξυπηρετεί τις ανατολικές συνοικίες που έχουν πυκνώσει και πολλαπλασιάσει τον πληθυσμό τους όσο η πυρίκαυστος κτίζεται. Οι κάτοικοι των ανατολικών συνοικιών ταξιδεύουν με το τραμ στην Τσιμισκή για να επισκεφτούν την αγορά της Βενιζέλου, τις τράπεζες και το φραγκομαχαλά. Τα καταστήματα της βόρειας πλευράς της Τσιμισκή, όπου κατεβαίνει όποιος έρχεται από τα ανατολικά, έχουν κατά τι υψηλότερα ενοίκια από την νότια πλευρά, την πλευρά της επιστροφής. Η διαφορά στις αξίες βόρειας και νότιας πλευράς θα γίνει εντονότερη με την κατάργηση του τραμ και την δρομολόγηση λεωφορείων.

Όπως μας δείχνουν οι εμπορικοί  οδηγοί της πόλης, στη δεκαετία του 1930η Τσιμισκή είχε αποκτήσει ένα ιδιαίτερο εμπορικό πρόσωπο «πολυτελείας», ας μου επιτραπεί ο όρος. Δίπλα σε παντοπωλεία, γαλακτοπωλεία, οπωροπωλεία και άλλα συναφή μικροκαταστήματα που εξυπηρετούσαν τους πέριξ κατοίκους, συναντούμε τράπεζες, ασφάλειες, δικηγορικά γραφεία, κινηματογραφικές επιχειρήσεις, ακριβά κουρεία, καλά ανθοπωλεία, πολυτελή ζαχαροπλαστεία, καθώς και καταστήματα που διαθέτουν γούνες και εισαγόμενα ενδύματα αξιώσεων, μοντέρνες γραφομηχανές, πανάκριβα αυτοκίνητα, χειροποίητα έπιπλα, είδη ηλεκτρισμού, καλλυντικά, αλλά και χωρίς να λείπει το μεγάλο και κομψό καπνεργοστάσιο της «Αυστροελληνικής». Το πιο μοντέρνο είδος οικιακού εξοπλισμού είναι το ραδιόφωνο και τέτοιο μπορείς να αγοράσεις -αν το αντέχεις, γιατί είναι πανάκριβο- μόνον από ειδικά καταστήματα στην Τσιμισκή. Το ίδιο θα συμβεί σαράντα χρόνια αργότερα με τις τηλεοράσεις. Στα πλέον επίκαιρα σημεία του δρόμου της δεκαετίας του 1920 και του 1930 περιλαμβάνεται το καφενείο «Αστόρια», που βρισκόταν στο ισόγειο του ταυτώνυμου ξενοδοχείου, στη γωνία Τσιμισκή και Αγίας Σοφίας, στέκι διαφόρων τύπων της πόλης, συμπεριλαμβανομένων των λογοτεχνών, τόσο πριν τον πόλεμο όσο και μετά.

Το ξενοδοχείο «Αστόρια» άρχισε να λειτουργεί στις 13 Σεπτεμβρίου 1929. Διέθετε «εγκατάστασιν θερμών και ψυχρών υδάτων εντός των δωματίων, με κεντρικήν θέρμανσιν, ασανσέρ, λουτρά, με ιδιαιτέρας αιθούσας διά γάμους,, τέια και δεξιώσεις». Το νεόδμητο και πολυτελές αυτό ξενοδοχείο προτιμούσε οσάκις ερχόταν στη Θεσσαλονίκη ο Αλβανός πολιτικός Χασάν μπέης Πρίστινα, άλλοτε βουλευτής στο οθωμανικό κοινοβούλιο, αρχηγός κάποιας παλιάς αλβανικής επανάστασης, ιδιαίτερα αγαπητός στο Κόσοβο. Η αινιγματική αυτή φυσιογνωμία εθεωρείτο εχθρός των Σέρβων, οι οποίοι άλλωστε τον κατηγορούσαν ότι στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είχε εξυπηρετήσει τα συμφέροντα της Αυστροουγγαρίας, στρέφοντας τους Κοσοβάρους εναντίον της Σερβίας. Άλλοι τον κατηγορούσαν ως όργανο της βουλγαρικής πολιτικής που εποφθαλμιούσε την περιοχή των Σκοπίων· αλλά οι φίλοι του Χασάν έλεγαν ότι ένας και μοναδικός ήταν ο στόχος του: Ένα μεγάλο αλβανικό κράτος που θα περιλάμβανε το Κόσοβο. Γι’ αυτό και ήταν επικριτής του μετριοπαθούς βασιλιά της Αλβανίας, του Αχμέτ Ζώγου, και είχε αυτοεξοριστεί από την Αλβανία· κατοικούσε στη Βιέννη, στη Ρώμη και σε άλλες πόλεις στο εξωτερικό.

«Στο εξωτερικό» να το καταλάβουμε ως προς την Αλβανία· διότι το «πατρικό» σπίτι του Χασάν μπέη, εκεί όπου άλλοτε κατοικούσε με τη μητέρα του και τον αδελφό του, βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη. Ήταν ένα παραθαλάσσιο (τότε) παλάτι, το οποίο σήμερα γνωρίζετε ως «Σχολή Τυφλών». Δυστυχώς, το 1911 ο αδελφός του Χασάν, ονόματι Ομέρ, είχε πολλά χρήματα στα

Τσιμισκή με την Αγίας Σοφίας. Διακρίνεται άκτιστο το οικόπεδο όπου αργότερα δημιουργήθηκε το ζαχαροπλαστείο «Φλόκα». Στο φαινομενικό κενό μετά το «Αστόρια» βρισκόταν η εκκλησίας της Παναγίας Ελεούσας.

χαρτιά και δανείστηκε από την Τράπεζα Ανατολής το ποσόν, βάζοντας το μερίδιό του στο σπίτι υποθήκη. (Για την ακρίβεια, το πούλησε «επί εξωνήσει», μορφή πώλησης στην οποία ο πωλητής έχει δικαίωμα να ξαναγοράσει το ακίνητο). Αλλά ο Ομέρ δεν πλήρωσε ποτέ το ποσόν και το μερίδιό του περιήλθε στην Τράπεζα Ανατολής και εν συνεχεία στην Εθνική Τράπεζα. Μέχρι το 1935 η τελευταία νοίκιαζε το σπίτι στη Σχολή Κωνσταντινίδη. Το μερίδιο του Χασάν και της μητέρας του είχε «δεσμευτεί», επειδή ήταν Αλβανοί υπήκοοι. Γι’ αυτό και το 1933 ο Χασάν αποφάσισε να κάνει μια ανάπαυλα από την πολιτική και ήρθε στη Θεσσαλονίκη για να ασχοληθεί με την αποδέσμευση της οικογενειακής περιουσίας.

Φυσικά, η παρέκβαση αυτή για έναν Αλβανό εμιγκρέ, έστω και εύπορο, δεν θα είχε καμία σχέση μέσα στο κείμενο αυτό, αν το μεσημέρι της παραμονής του Δεκαπενταύγουστου, εν έτει 1933 ο Χασάν μπέης δεν έπεφτε θύμα δολοφονίας πάνω στην οδό Τσιμισκή, γωνία με Βογατσικού, σχεδόν δίπλα στο περίπτερο, μπροστά στο γωνιακό κατάστημα που τότε στέγαζε το «Εδωδιμοπωλείο Ήβη». Τον σκότωσε ένας συμπατριώτης του. Περπατούσαν μαζί συζητώντας ζωηρά και ξάφνου ο δολοφόνος έβγαλε από την τσέπη του ένα περίστροφο Smith και πυροβόλησε μία στον αέρα και μία τον μπέη στο στήθος. Ο μπέης έπεσε στο πεζοδρόμιο και ο δολοφόνος έσκυψε πάνω του και τον πυροβόλησε άλλες τρεις φορές, από τις οποίες την τελευταία στο κεφάλι. Ο Χασάν πέθανε επί τόπου, μέσα σε μια λίμνη αίματος.

Η μέρα ήταν εργάσιμη. Ήταν η ώρα έναρξης της θερινής διακοπής και οι δρόμοι γεμάτοι από Θεσσαλονικείς που επέστρεφαν στο σπίτι για φαγητό και λίγο ύπνο με κλειστά παντζούρια. Έτσι, πλήθος κόσμου παρακολούθησε άναυδο το έγκλημα. Έκπληκτο και στη συνέχεια έξαλλο από τη βιαιότητα, το πλήθος κυνήγησε το δολοφόνο, που παραδόθηκε στην αστυνομία για να γλιτώσει από το λιντσάρισμα. Επειδή η μεταφορά του πεζή απέτυχε (το πλήθος παραμέρισε τους αστυνομικούς και τον χτυπούσε), μεθοδεύτηκε η «απαγωγή» του από αστυνομικό που οδηγούσε μοτοσικλέτα.

Στην Αστυνομία ανακρίθηκε επί πολλές ώρες. Ονομαζόταν Χουσεΐν Τσέλιο, από το Ελμπασάν και ήταν μετανάστης στη Γαλλία, όπου εργαζόταν ως οπωροπώλης και ήταν παντρεμένος με Ισπανίδα. Είχε έρθει στη Θεσσαλονίκη διότι έλαβε μια επιστολή από τον μπέη, -είχαν γνωριστεί παλαιότερα στη Γαλλία-, με την οποία τον καλούσε στη Θεσσαλονίκη για να του δώσει δουλειά. Καθώς το οπωροπωλείο δεν πήγαινε καλά, ο Τσέλιος το έκλεισε, έστειλε τη γυναίκα του στην Ισπανία και ήρθε στη Θεσσαλονίκη, όπου διέμενε στο ξενοδοχείο «Εμπορικόν», γωνία Εγνατία και Βενιζέλου. Συναντήθηκε με το θύμα μερικές φορές, άλλοτε για γεύμα στο «Αστόρια», άλλοτε για γλυκό στο ζαχαροπλαστείο «Λίγδα», κοντά στο δικό του ξενοδοχείο. Την μέρα της δολοφονίας κατέβηκαν στην Τσιμισκή από το ζαχαροπλαστείο αυτό. Ο μπέης δεν πρέπει να είχε προλάβει να χωνέψει την πάστα.

Οι εφημερίδες του Βελιγραδίου και της Θεσσαλονίκης έγραψαν πολλά. Άλλες θεώρησαν τον Τσέλιο ως πράκτορα των Σέρβων, άλλες πίστεψαν την εκδοχή του, ότι ο μπέης τον εκβίαζε να δολοφονήσει τον βασιλιά της Αλβανίας, προσφέροντάς του ένα σημαντικό ποσόν. Τίποτε δεν εμποδίζει άλλωστε να ήταν αληθινές και οι δύο εκδοχές.

Η Κατοχή θα δημιουργήσει μια βραχύβια και ιδιαίτερα μισητή γεωγραφία της Τσιμισκή, με διάφορες απάνθρωπες γερμανικές υπηρεσίες, όπως η «Γκεστάπο». Οι γωνίες γεμίζουν με πινακίδες στα

Η διάνοιξη της Τσιμισκή προς την Εθνικής Αμύνης, τέλη δεκαετίας 1950.

γερμανικά και η διαδρομή αποτελεί παγίδα για τους περαστικούς. Και μόνον το άκουσμα της λέξης «Τσιμισκή» συνεπάγεται κίνδυνο. Ταυτόχρονα, όμως, οι πιο τολμηροί εκμεταλλεύονται τα πλεονεκτήματά του: Στην Τσιμισκή δεν γίνονται νυχτερινά μπλόκα, δεν κυκλοφορούν οι συνήθεις εμπαθείς καταδότες των συνοικιών, δεν πολύ-εμφανίζονται οι ταγματασφαλίτες. Όποιος δεν έχει εντοπιστεί από τις αρχές Κατοχής και διαθέτει τα οικονομικά μέσα να νοικιάσει ένα διαμέρισμα στην Τσιμισκή, θα κοιμάται πιο ήσυχος, έστω κι αν πρέπει να κυκλοφορεί με πάτημα γάτας. Δεν είναι τυχαίο ότι σε ένα δωμάτιο διαμερίσματος Χριστιανών στην Τσιμισκή θα μείνει κρυμμένη για είκοσι ολόκληρους μήνες η εβραϊκή οικογένεια Πάρδο.

Μεταπολεμικά, την αίγλη του «Αστόρια» κλέβει ο «Φλόκας», ακριβώς στην απέναντι γωνία. Δεν γίνεται βέβαια σύγκριση. Οι μετρίου εισοδήματος λογοτέχνες του «Αστόρια» και οι συναφείς παρέες δεν θα άντεχαν τις τιμές του «Φλόκα», οι άψογα ντυμένοι σερβιτόροι του οποίου διέκριναν με μια ματιά ποιοι επρόκειτο να αφήσουν σοβαρό φιλοδώρημα και ανάλογα συμπεριφέρονταν σε όσους φτωχοδιάβολους προσπαθούσαν με ένα «καφέ ολέ» ή μια σοκολατίνα να κλέψουν μερικά κυβικά εκατοστόμετρα από τον αέρα της αστικής τάξης.

Από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 η Τσιμισκή άρχισε να παίρνει ένα εμπορικότερο πρόσωπο, αν και στο μεγαλύτερο μήκος της παρέμεινε περιοχή κατοικίας.  Την εποχή εκείνη άρχισε η διάνοιξή της πέραν από την οδό Εθνικής Αμύνης, ενώ από το 1960 προγραμματίστηκε η διάνοιξη πέρα από την οδό Κατούνη. Στην πραγματικότητα, ως τότε η Τσιμισκή περιοριζόταν ανάμεσα στα Λαδάδικα και την Εθνικής Αμύνης, αν και το τμήμα της πέρα από τη Διαγώνιο δεν είχε ασφαλτοστρωθεί και μέχρι τη δεκαετία του 1960 φιλοξενούσε μόνον μερικά γραφεία ενοικίασης αυτοκινήτων.

Τα σημαντικότερα εμπορικά καταστήματα είναι αναμφίβολα ο Λαμπρόπουλος και ο Κατράντζος, που διαθέτει και ειδική πελατεία, όπως φαίνεται από μία αγγελία του: «Ζητείται πωλήτρια εγγράμματη, ευπαρουσίαστη, κάτω των 25 ετών, γνώστρια της γερμανικής και σερβικής γλώσσης» (1958). Αλλά και: «Μικρός μέχρι 15 ετών ζητείται. Προσόντα: Ευπαρουσίαστος, εργατικός, μορφωμένος» (1957).

Απέναντι από τα καταστήματα αυτά, ένα μεγάλο βιβλιοπωλείο (Ζαχαρόπουλος) και το κεντρικό ζαχαροπλαστείο της Θεσσαλονίκης (Φλόκα) δίνουν το εμπορικό στίγμα. Στο εμπορικότερο πρόσωπο της Τσιμισκή περιλαμβάνονται και καταστήματα ηλεκτρικών ειδών: Κλεώπας (Ιζόλα) στο 22 και το 51, Κάστρο στο 25, Ήλεκτρον στο 35, Πρώτσιος στο 37, Πανεμπορική στο 66, Kelvinator στο 92. Μία διαφημιστική κλήρωση που κάνει η τελευταία για μερικά ηλεκτρικά είδη θα συγκεντρώσει κοινό 15.000 ανθρώπων, που θα συρρεύσουν από τις συνοικίες και θα αποκλείσουν το δρόμο. Οι δύο μεγάλες καθημερινές εφημερίδες, η «Μακεδονία» και ο «Ελληνικός Βορράς» είναι οι πηγές των ειδήσεων, μοναδικές στον καιρό τους. Τα απογεύματα της Κυριακής χιλιάδες φίλαθλοι συγκεντρώνονται για να πληροφορηθούν τα αποτελέσματα των αγώνων και του ΠΡΟΠΟ, πριν από το βραδινό δελτίο ειδήσεων. Κόσμος πηγαίνει στα φροντιστήρια κάθε είδους και τις σχολές γραμματέων και λογιστών που από τη δεκαετία του 1950 ξεπηδούν το ένα μετά το άλλο. Είναι αλήθεια ότι η Ελλάδα αναπτύσσεται και ότι ζητούνται συνεχώς νέες εξειδικεύσεις. Ακόμη και οι σχολές Βαλαγιάννη, σχολείο καθαρά αστικό, θα επιχειρήσουν να λειτουργήσουν μία μονοετή σχολή αγγλομαθών γραμματέων.

Στη δεκαετία του 1960 η νεότευκτη στοά της εταιρείας «Τέκτων» (Χρυσικοπούλου) στον αριθμό 16 προβάλλει ως το πρότυπο της μοντέρνας επαγγελματικής στέγης, συναγωνιζόμενη την προπολεμική στοά Στοά Χιρς και τη στοά Πελοσώφ (στον αριθμό 28, που στεγάζει τότε το ταχυδρομείο).

Οι εντάσεις στα μέσα της δεκαετίας του 1960 θα μετατρέψουν την Τσιμισκή σε οδό κομματικών συγκρούσεων. Στις 11 Απριλίου 1965 ο Γεώργιος Παπανδρέου, αρχηγός της Ενώσεως Κέντρου και εν ενεργεία πρωθυπουργός, έρχεται στη Θεσσαλονίκη και εγκαινιάζει τα γραφεία της νεοπαγούς κομματικής νεολαίας ΕΔΗΝ, στον πρώτο όροφο της οικοδομής Τσιμισκή και Χρυσοστόμου Σμύρνης. Δέκα οκτώ μήνες αργότερα, στις 24 Οκτωβρίου 1965, αφού έχει μεσολαβήσει η παραίτηση Γ. Παπανδρέου, ο Καθηγητής Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ως επικεφαλής της ΕΡΕ, θα εγκαινιάσει τα γραφεία της ΕΡΕΝ, της νεολαίας του κόμματός του, στη γωνία των οδών Τσιμισκή και Παύλου Μελά (Διαγώνιος), απέναντι δηλαδή από τα γραφεία της ΕΡΕΝ. Θα μιλήσει μπροστά σε πολυάνθρωπη συγκέντρωση που έψαλλε το άσμα:

Κανελλόπουλο τον λένε το μεγάλο αρχηγό
Που θα σώσει την Ελλάδα από τον κομμουνισμό.

Την ευφορία του άσματος διέκοπτε η κραυγή «Έ-ε-ερχεται», που αφορούσε βέβαια τον αυτοεξόριστο αρχηγό του κόμματος. Περισσότερο υπονόμευε τον σοφό καθηγητή, παρά τον ενίσχυε, θυμίζοντας ότι ο κατείχε την ηγεσία επιτροπικών και προσωρινά.

Η γειτνίαση των δύο νεολαιών σε μια τόσο φορτισμένη πολιτικά περίοδο είχε ως αποτέλεσμα θορυβώδεις καθημερινές αψιμαχίες, συνήθως λεκτικές, αλλά όχι σπάνια και σωματικές. Είναι ευχής έργον που δεν υπήρξαν θύματα. Η ρουτίνα –οσάκις υπήρχαν πολιτικές εξελίξεις- ήταν να βγαίνουν στο μπαλκόνι οι ΕΔΗΝίτες και να τραγουδούν το «Πότε θα κάμει ξαστεριά». Μόνο που αντί να «κατεβούν στον Ομαλό» απειλούσαν ότι θα «κατεβούν στο Σύνταγμα για να σκοτώσουν αυλικούς και βουλευτές προδότες». (Ούτως ή άλλως το τραγούδι υπόσχεται να κάνει μάνες δίχως γιους). Ανάλογες ήταν οι απαντήσεις από το απέναντι μπαλκόνι της ΕΡΕΝ («ΕΡΕ-ΕΡΕ-του έθνους μας φρουρέ» και «Τι ζητούν οι Βούλγαροι στη Μακεδονία»). Καθώς τα μπαλκόνια δεν χωρούσαν πολύ κόσμο, οι πλέον θερμόαιμοι από τις δύο παρατάξεις κατέβαιναν στο δρόμο. Αντιμέτωποι στα απέναντι πεζοδρόμια της Τσιμισκή, έβγαζαν τα σωθικά τους στις φωνές. Οι ΕΔΗΝίτες κατέληγανγρήγορα στο «1-1-4» και οι ΕΡΕΝίτες στο «έ-έ-έρχεται».

Η νεολαία Λαμπράκη ήταν στεγασμένη πιο πέρα, στον αριθμό 56 της Τσιμισκή, σε απόσταση ασφαλείας από τα επεισόδια. Αντίθετα, τα γραφεία της

Η επέκταση της Τσιμισκή στα Λαδάδικα, με την κατάργηση της παμπάλαιας οδού Ζαφειράκη. Ονομάστηκε Πολυτεχνείου, όνομα «ηρωικό», αλλά ξένο προς την περιοχή.

ΕΚΟΦ βρίσκονταν στη Μητροπόλεως, στο ίδιο τετράγωνο με την ΕΔΗΝ. Και κάτω από την ΕΔΗΝ ήταν η χορτοφαγία «Γκιγκιλίνης», ένα σημείο τόσο χαρακτηριστικό για την εποχή εκείνη και τα χρόνια που ακολούθησαν, ώστε να μη χρειάζεται να προσθέσω τίποτε εδώ, παρά μόνον ότι η γειτνίαση των νεολαιών κατέστησε πολιτικό κέντρο της Θεσσαλονίκης για πολλά χρόνια ένα κατάστημα χορτοφαγίας, που φυσιολογικά θα είχε εξαφανιστεί αθόρυβα όπως όλα τα ομοειδή, καθώς τα ενοίκια της Τσιμισκή ανέβαιναν σε αστρονομικά επίπεδα.

Όλα αυτά μέχρι την Παρασκευή 21η Απριλίου. Τη μέρα εκείνη το πλέον συχναζόμενο σημείο της Τσιμισκή ήταν το αρτοποιείο του Ντάγκα, καθότι τα αντανακλαστικά της Κατοχής έκαναν συναγερμό για την ανάγκη προμήθειας ψωμιού, όπως έδειξε τουλάχιστον η μεγάλη ουρά στην οποία ο συντάκτης του παρόντος πέρασε το πρωινό περιμένοντας τη σειρά του για ψωμί μακρόστενο «από Λήμνος σιτάρι», όπως έλεγε η πινακίδα, ή η κλασική φόρμα του Ντάγκα.

Τα βραδινά της Κυριακής η Τσιμισκή μεταμορφωνόταν σε κεντρικό δρόμο πόλης επαρχιακής, όπου αναρίθμητοι Θεσσαλονικείς περπατούσαν μιλώντας και χαζεύοντας βιτρίνες και διερχόμενους. Κάθε λίγα βήματα έπρεπε κανείς να σταματά για να χαιρετήσει γνωστούς, συγγενείς και φίλους που κι εκείνοι βόλταραν ή κάθονταν στα πέριξ καφενεία και ζαχαροπλαστεία. Η πολυκοσμία ήταν τόσο μεγάλη που δεν ήταν δύσκολο να χάσει κανείς τη συντροφιά του, αν δεν πρόσεχε.

Αυτό γινόταν κάθε Κυριακή. Ο αναγνώστης ασφαλώς δεν έχει ξεχάσει ότι είχαν προγραμματιστεί εκλογές για τις  28 Μαΐου 1967, που φυσικά ακυρώθηκαν από τη δικτατορία. Όμως τα ραδιόφωνα του εξωτερικού προέτρεψαν τους Έλληνες να μη βγούνε από τα σπίτια τους την Κυριακή εκείνη, για να αποδείξουν στους δικτάτορες την αντίθεσή τους. Οι πόλεις έπρεπε να είναι νεκρές. Αλλά  φόβος είναι το τελευταίο πράγμα που πεθαίνει. Δε θυμάμαι να είχε ποτέ άλλοτε τόσο κόσμο στην Τσιμισκή, όσο εκείνο το βράδυ. Με το ενδεχόμενο του χαρακτηρισμού, ακόμη κι εκείνοι που βαριόνταν την κυριακάτικη βόλτα βγήκαν να περπατήσουν, ώστε να τους δουν οι πάντες. Και για καλό και για καλό, έκαναν μια δυο βόλτες ακόμη, από τη Διαγώνιο (όπου το περίφημο «Κεφίρ») μέχρι τον Τερκενλή (με τις λουκανόπιτές του).

Αντίθετα με την Τσιμισκή, η αδελφή οδός Μητροπόλεως δεν συχναζόταν ιδιαίτερα. Η κίνηση ήταν ελάχιστη. Τα ισόγεια ήταν διαμερίσματα, όχι καταστήματα. Τα αραιά καταστήματα ανήκαν στις λίγες σχετικά πολυκατοικίες που είχαν οικοδομηθεί στη δεκαετία του 1960 και στέγαζαν μπακάλικα, κρεοπωλεία, μανάβικα, ψιλικατζίδικα, ακόμη και παπουτσήδες ή καλτσούδες. Η σημαντικότερη πινακίδα ήταν της εφημερίδας «Νέας Αλήθειας» (άλλοτε και της «Απογευματινής»), και ενός αθλητικού συλλόγου, του «Τρίτωνα». Ήταν ωστόσο η Μητροπόλεως ένας δρόμος συνδεδεμένος με μερικά από τα τοπικά θαύματα της εποχής, όπως η Αμερικανική Υπηρεσία Πληροφοριών με την μαγευτική βιβλιοθήκη της, η μητροπολιτική εκκλησία Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, (απέναντί της επί της οδού Αγίας Σοφίας η σχολή Βαλαγιάννη), το νεόδμητο επισκοπείο (στη θέση του προηγούμενου που είχε χτιστεί το 1892), το γήπεδο μπάσκετ του «Νέστορα» ανάμεσα στην εκκλησία και το επισκοπείο, και το Γηροκομείο, μεταξύ των οδών Λασάνη και Μητροπολίτου Ιωσήφ.

Ο εγκαινιασμός των γραφείων της Νεολαίας της ΕΡΕ στις 24.10.1965 από τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο. Αριστερά η χορτοφαγία «Γκιγκιλίνης», πάνω από την οποία στεγαζόταν η ΕΔΗΝ (διακρίνεται τμήμα της επιγραφής). Μεταξύ των πλακάτ και το λησμονημένο: «Μαργαρίτα τηλέφωνο 114». Πηγή: Ίδρυμα Κωνσταντίνου Καραμανλή.

Έχω κατοικήσει σε διάφορες γειτονιές της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας. Όσο κι αν είναι κουραστικές, λατρεύω τις μετακομίσεις και τις αλλαγές περιβάλλοντος. Έτσι, διαθέτω ευρεία βάση συγκρίσεων μεταξύ διαφορετικών περιοχών. Η περιοχή που σας περιγράφω είχε μια ιδιορρυθμία που για πολλά χρόνια δεν ήμουν σε θέση να κατανοήσω, μόνον να αισθανθώ. Μια ιδιορρυθμία στη συμπεριφορά και στον αυταρχικό τόνο της φωνής, που φαινόταν περισσότερο στις γυναίκες, παρά στους άνδρες κατοίκους· τον τόνο της φωνής που έχει κάποιος εντελώς σίγουρος για τον εαυτό του και το μέλλον του, κάποιος που του είναι άγνωστες οι κακοτοπιές. Δεν είναι περίεργο αυτό, αν σκεφτεί κανείς ότι για δύο περίπου αιώνες (18ο και 19ο) το ενδιαίτημα της (χριστιανικής) αστικής τάξης ήταν η ενορία του Αγίου Αθανασίου. Από τη δεύτερη δεκαετία του εικοστού αιώνα, οι αστοί της συνοικίας την εγκαταλείπουν, ιδιαίτερα μετά την πυρκαγιά που νεκρώνει την πόλη. Οι περισσότεροι θα στραφούν στη συνοικία των Εξοχών στα ανατολικά. Μια νέα αστική τάξη θα κατοικήσει στην Τσιμισκή και τη Μητροπόλεως, πιο μορφωμένη και συνηθισμένη να δίνει μεγάλη σημασία στους καλούς τρόπους, την παράδοση και την κοινωνική ιεραρχία. Έτσι εξηγώ γιατί η εκλογική συμπεριφορά των κατοίκων στα εκλογικά τμήματα Αγίου Γρηγορίου Παλαμά ήταν εντελώς ασύμβατη με το σύνολο της Θεσσαλονίκης, σαν να βρισκόταν η συνοικία αυτή σε μια άλλη πόλη· γιατί η Θεσσαλονίκη του 1930 ήταν μια άρνηση του παρελθόντος της πόλης· κι αυτό είχε πολλές και αρνητικές επιπτώσεις για τον αστισμό της, ιδιαίτερα με την εξολόθρευση των γηγενών εβραίων το 1943.

Τη δεκαετία του 1980 παίρνει έκταση η φυγή από το κέντρο προς τα προάστια και έτσι αρχίζει η μετατροπή της ζωντανής συνοικίας που περιγράφω σε τόπο μνήμης. Οι λόγοι που οδηγούν στη φυγή προς τα προάστια, στη suburbian ουτοπία της Θεσσαλονίκης, είναι πολλοί και δεν είναι εδώ ο τόπος για να αναπτυχθούν. Τους υποπτευόμαστε όλοι. Άλλωστε, ποιος δεν έχει ακούσει ιστορίες μετακόμισης από το κέντρο και ταχείας επανόδου σε αυτό; Αλλά οι ιστορίες της διορθωτικής διπλής μετακόμισης αφορούν τις εξαιρέσεις. Πάντα κάποια ουτοπία θα επικρατήσει και η πλειονότητα θα ριζώσει στα προάστια, θα τα πυκνώσει, θα μεταφέρει και εκεί τα προβλήματα που την έδιωξαν από το κέντρο. Η Τσιμισκή θα γίνει λίγο-λίγο περισσότερο μνήμη, παρά πραγματικότητα. Θα αναδύει ολοένα και λιγότερο την εφηβεία της και ολοένα και περισσότερα τα γεράματά της, ολοένα και λιγότερο τους εαυτούς μας και ολοένα και περισσότερο το καινούργιο που μας κατακλύζει αλλά δεν μπορούμε να συλλάβουμε.

Νομίζω ότι πρέπει να σταματήσω εδώ. Σας υποσχέθηκα ιστορία και μνήμη. Αλλά η ιστορία, γεμάτη λεπτομέρειες και γεγονότα, είναι συχνά ανιαρή· η μνήμη, πάλι, όσο κι αν είναι ενδιαφέρουσα, δεν πείθει. Η Τσιμισκή σαν αστικός τόπος δεν διήρκεσε ούτε εξήντα χρόνια. Τώρα είναι τόπος αναμνήσεων. Έτσι, η διήγησή μου κλείνει. Σαν μεσημέρι κυριακάτικο στην Τσιμισκή του ‘60, όπου όλα ησυχάζουν και κανείς δεν κυκλοφορεί, ούτε άνθρωπος ούτε αυτοκίνητο. Χάνονται όλα από τη μνήμη σιγά-σιγά, κι ό,τι δε σβήνει απομένει χωρίς ήχο, σαν κατάστημα που έκλεισε από λάθος κάποιο σαββατόβραδο και τώρα πια δεν πρόκειται ποτέ να ξανανοίξει.

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόΛΙΣ

γίνετε συνδρομητής/τρια για να λαμβάνετε τα 4 ετησίως τεύχη του περιοδικού

ΕΝΤΥΠΗ-ΣΥΝΔΡΟΜΗ

Τεύχος 83

MAΡΤΙΟΣ 2023

Ας κάνουμε ρίζες εδώ 

της Ντίνου Παπασπύρου | τεύχος 56 του ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόΛΙΣ

Μηχανικοί προβολής, οι αφανείς ήρωες του κινηματογράφου

της Λίνας Μυλωνάκη | τεύχος 44 του ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόΛΙΣ

Στιγμή

ΟΣΑ ΔΕΝ ΛΕΕΙ Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ | της Ελένης Βρακά | τεύχος 60 του ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόΛΙΣ

Το μυστήριο του χρόνου

του Ηρακλή Παπαϊωάννου | τεύχος 77 του ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόΛΙΣ

Η ΧΑΝΘ μου πρόσφερε το ωραίο ταξίδι

της Ναυσικάς Γκράτζιου | τεύχος 76 του ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόΛΙΣ


ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΩΝ ΠΟΛΙΣ

Ιστορία, Γράμματα, Τέχνες, Ιδέες. Η «συνείδηση της πόλης»


MATAROA PROJECT

πλατφόρμα για τους καλλιτέχνες και τον σύγχρονο πολιτισμό στην Ελλάδα


ΑΛΛΕΣ ΔΡΑΣΕΙΣ

πρωτοβουλίες για τη δημόσια και πολιτιστική ζωή της Θεσσαλονίκης