fbpx

logo

«Going digital»

20 ΧΡΟΝΙΑ

«Going digital». Πολιτιστικοί οργανισμοί, covid-19 και ψηφιακός πολιτισμός: ένα εύκολο στοίχημα;

της Θούλης Μισιρλόγλου, Αν. Διευθύντριας MOMus-Πειραματικού Κέντρου Τεχνών
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόΛΙΣ 72

Το συγκεκριμένο τεύχος του ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόΛΙΣ ίσως μοιάζει με παρένθεση μέσα στη ροή του πραγματικού χρόνου. Τη στιγμή αυτή που κρατάτε το τεύχος στα χέρια σας έχουμε διανύσει ήδη μια πρωτοφανή περίοδο από τον ολικό εγκλεισμό στη σταδιακή χαλάρωση των μέτρων ενάντια στη διασπορά του κορωνοϊού και είμαστε ήδη με το βλέμμα στο καλοκαίρι, στη θάλασσα και τις διακοπές – αν δεν είμαστε ήδη σε διακοπές. Ως ετεροχρονισμένη ανασκόπηση μιας εξαιρετικά προκλητικής –ως προς τις σκέψεις και πρακτικές που μπορεί να (ανα)γεννήσει– παγκόσμιας περιόδου, η παρένθεση αυτή θα αποδειχθεί ιδιαίτερα χρήσιμη, όπως είναι πάντα οι παρενθέσεις, με ό,τι γράφεται εκεί να είναι μια δεύτερη φωνή που δεν αφήνει να ξεχάσουμε αυτό που μπορεί εύκολα να κυλήσει στη λήθη: αντίθετα, τεκμηριώνει, συμπληρώνει ουσιαστικά και συχνά επεξηγηματικά ή αναστοχαστικά την πρώτη.

Ανάμεσα στους παράγοντες ενδεχόμενης διασποράς του Covid-19 υπήρξε και εκείνος που αφορούσε όλους τους πολιτιστικούς οργανισμούς (μουσεία, θέατρα κ.λπ.) όπου μπορούσε να παρατηρηθεί συνωστισμός κόσμου. Από τα μέσα Μαρτίου, τα περισσότερα μουσεία του κόσμου –στο πρωτοφανές ποσοστό του 90%– καθώς και η συντριπτική πλειονότητα των πολιτιστικών οργανισμών έκλεισαν για το ευρύ κοινό σε μια προσπάθεια να συμβάλουν στον μετριασμό της πανδημίας του Covid-19.

Το σημείο εκείνο δεν σήμανε, ωστόσο, την παύση της λειτουργίας τους, ακόμη κι αν αίφνης εξέλιπε μια βασική όψη της δραστηριότητάς τους, αυτή που θα αφορούσε το ζωντανό θέαμα, το θέαμα δηλαδή σε πραγματικό χώρο και χρόνο. Αντίθετα, σημειώθηκε μια υπερπληθώρα διαθέσιμου πολιτιστικού υλικού κάθε είδους: οι φορείς συνέχισαν να διαθέτουν και να παράγουν πολιτισμό μέσω των διαδικτυακών μέσων και καναλιών τους. Άλλοι με πιο γρήγορα αντανακλαστικά, άλλοι με πιο αργά, έκαναν εικονικές εκδηλώσεις για να παραμείνουν σε επαφή με το κοινό τους και να δημιουργήσουν νέες ευκαιρίες για προβληματισμό, να αποσπάσουν την προσοχή του και να εμπνεύσουν σε αυτές τις πρωτόγνωρες και δύσκολες στιγμές.

Τα ψηφιακά προγράμματα, ειδικά των μουσείων, ποίκιλαν εξαιρετικά σε θέματα και προσεγγίσεις: αναρτήσεις σχετικές με έργα των συλλογών τους, βίντεο εντός σπιτιών και εργαστηρίων με φωνές καλλιτεχνών και επιμελητών που επικάλυπταν τα πλάνα, θεματικές λίστες ανάγνωσης/ακρόασης, διαδικτυακές συνεδρίες στο πνεύμα των ζωντανών εκδηλώσεων, διαδικτυακά τηλεοπτικά προγράμματα, sneak peeks από μελλοντικές εκθέσεις, ζωντανές εκδηλώσεις στο Instagram και συνεντεύξεις βίντεο με προσωπικότητες από τον κόσμο του πολιτισμού και επαγγελματίες του κλάδου, αναρτήσεις με νέα έργα καλλιτεχνών, πρόσβαση σε ψηφιοποιημένα αρχεία, νέες ψηφιοποιήσεις αρχείων, hashtags, κουίζ, δοκιμασίες, παιχνίδια, εκπαιδευτικές δράσεις και πολλές άλλες δραστηριότητες ήταν όλα ενδεικτικά της ανάγκης των πολιτιστικών διαχειριστών να συνεχίσουν να προσφέρουν υπηρεσίες και να παραμείνουν συνδεδεμένοι με τις κοινότητές τους και το ευρύ κοινό τους, αλλά και των καλλιτεχνών των ίδιων να δηλώσουν την παρουσία τους. Την ίδια στιγμή, όλοι αυτοί οι τρόποι ήταν και ενδείξεις του διαφορετικού βαθμού ετοιμότητας του καθένα για την έκτακτη ψηφιακή συνθήκη.

Ενώ, όμως, η συνθήκη ήταν έκτακτη ως προς την αιφνίδια σε όγκο ανάγκη χρήσης ψηφιακού υλικού, η γενικευμένη συνθήκη χρήσης των ψηφιακών εργαλείων δεν είναι καθόλου έκτακτη ή αιφνίδια. Η ψηφιακή αξιοποίηση του πλούτου των μουσείων έχει ξεκινήσει χονδρικά εδώ και μια εικοσαετία, τόσο στην Αμερική όσο και στην Ευρώπη. To 2005 ξεκινούσε το κίνημα BYOD (Bring Your Own Device) με δυο ανατρεπτικά προγράμματα που επεδίωκαν να ενθαρρύνουν τη χρήση προσωπικών ηλεκτρονικών συσκευών, MP3 players και κινητά, προκειμένου να ενισχυθεί η μουσειακή εμπειρία των χρηστών με διαδραστικές ακουστικές ξεναγήσεις. Έκτοτε, οι ικανότητες BYOD των επισκεπτών έκαναν τεράστιο άλμα προς τα εμπρός με την έκδοση του iPhone και του iPod touch της Apple το 2007, καθώς και την πληθώρα smartphone και tablet που ακολούθησε, ενώ όλες οι εκδοχές της «εκτεταμένης πραγματικότητας» (Extended Reality) είναι στις πιο πρόσφατες τεχνολογικές εξελίξεις που ήδη έχουν χρησιμοποιηθεί σε πλήθος μουσείων και σύντομα θα βλέπουμε πολύ πιο συχνά.

Στην Ελλάδα, με τις δυνατότητες που πρόσφερε το Γ΄ Κοινοτικό Πακέτο Στήριξης (2000-2006), ένα από τα μεγαλύτερα αναπτυξιακά προγράμματα της χώρας –πολλοί θα θυμούνται το πρόγραμμα «Κοινωνία της Πληροφορίας»– πολλά μουσεία και πολιτιστικοί οργανισμοί εν γένει ξεκίνησαν τις ψηφιοποιήσεις και τις εικονικές εκδοχές μέρους του αποθέματός τους και εκεί είδαμε αρκετά διαφορετικά παραδείγματα, άλλα πιο πετυχημένα, άλλα λιγότερο. Ο βαθμός, όμως, αυτής την επιτυχίας είχε να κάνει με την ωριμότητα σχεδίων που αντιμετωπίστηκαν λιγότερο ως τεχνολογικές καινοτομίες και περισσότερο ως ανθεκτικά, ανθρωποκεντρικά projects που γίνονται κατανοητά σε όλο το φάσμα των δυνατοτήτων τους και των χρονισμών τους από τους δημιουργούς τους.

Πρέπει, βέβαια, να σημειωθεί ότι οι ψηφιακοί πόροι επιτρέπουν στους επισκέπτες να έχουν πρόσβαση στην πολιτιστική κληρονομιά από απόσταση, αλλά είναι ακριβοί, συχνά με το τεχνολογικό μέρος να απορροφά τη μερίδα του λέοντος. Τα μεγάλα ιδρύματα τους χρησιμοποιούν επιλεκτικά, ενώ πολλά μικρότερα δεν μπορούν να αντέξουν σχετικά κόστη, ειδικά αν επιδιώκουν ένα σοβαρά επιμελημένο αποτέλεσμα.

Γιατί, όμως, όλη αυτή η εισαγωγή, όταν ήδη, με τους πολύ λογικούς περιορισμούς έκτασης του άρθρου, φτάνουμε στην κατακλείδα; Γιατί στους δύο περίπου μήνες του εγκλεισμού μας δικτυωθήκαμε πολύ περισσότερο από όσο πριν. Κάναμε πολύ μεγαλύτερη χρήση των ψηφιακών δυνατοτήτων των πολιτιστικών φορέων απ’ ό,τι πριν. Συζητήσαμε πολύ για το τι προσφέρεται, τι καταναλώνεται και τι αξιοποιείται, τι οφείλεται στους δημιουργούς σε επίπεδο πνευματικών δικαιωμάτων. Και αναρωτηθήκαμε ξανά πώς θα αναδιαμορφωθεί το πρόσωπο των πολιτιστικών φορέων και των μεμονωμένων πολιτιστικών παραγωγών μέσα στη νέα συνθήκη, μια συνθήκη που ακόμη παρατηρούμε και που δεν έχουμε αναπροσδιορίσει επαρκώς, αντίθετα, την παρακολουθήσαμε να επαναπροσδιορίζεται κάθε μέρα με καινούριους τρόπους.

Ειδικά στο MOMus, το διευρυμένο Resilience Project (Μαζί Ανθεκτικοί), το οποίο περιέλαβε ημερήσιες αναρτήσεις έργων των συλλογών και των εκθέσεων των φορέων του (MOMus Domus) στα κοινωνικά δίκτυα και ένα ανοιχτό συμμετοχικό πρόγραμμα με τίτλο So Far So Close (Τόσο μακριά τόσο κοντά), μαζί με το πρόγραμμα Together We Look (Μαζί Βλέπουμε), ζωντανές διαδικτυακές συναντήσεις εστιασμένου ενδιαφέροντος εξελίχθηκαν στο παρατηρητήριο μέσα από το οποίο εξετάσαμε ο καθένας ξεχωριστά, αλλά και όλοι μαζί, τα δεδομένα, τα ζητούμενα και τα επόμενα σχέδια.

Σε κάθε περίπτωση, σ’ αυτή τη διαμορφούμενη πραγματικότητα, η ψηφιακότητα είναι μια μεγάλη και σημαντική παράμετρος: όχι για να υποκαταστήσει την εμπειρία μέσα στον πραγματικό, αρχιτεκτονημένο χώρο των μουσείων κάθε είδους ή άλλων μορφών τέχνης που βασίζονται πολύ περισσότερο στην παροντικότητα ως οντολογική τους παράμετρο, όπως για παράδειγμα το θέατρο. Όχι για να καταργήσει την ανάγκη της πραγματικής εμπειρίας. Είναι διαφορετικής τάξης η ψηφιακή εμπειρία και ήδη οι μελέτες που έχουν έρθει στο φως δείχνουν πόσο σκόπιμη είναι ως συμπλήρωμα στην πραγματική.

Το βιαστικό –και πάλι για λόγους οικονομίας– συμπέρασμα μας οδηγεί στο εξής: όσο πιο τεχνικά αντιμετωπίζουμε τον ψηφιακό πολιτισμό (με άλλα λόγια όσο λιγότερο ψηφιακώς εγγράμματοι παραμένουμε), χωρίς δηλαδή να έχουμε διαρκή αντίληψη του εφήμερου χαρακτήρα των εκάστοτε εφαρμογών, αλλά κυρίως των ουσιαστικών μας στοχεύσεων, τόσο η ψηφιακότητα θα φαντάζει ως ένας εχθρός στη χειρότερη περίπτωση, ως ελάχιστα χρήσιμος σύμμαχος στην καλύτερη περίπτωση. Όμως το μέλλον, αν δεν είναι ήδη εδώ με πολλούς τρόπους, θα είναι πολύ σύντομα. Ας μην είναι ερήμην μας. Μια σειρά ανταγωνιστικών, κριτικών πιθανών οραμάτων για το μέλλον του τομέα των μουσείων θα είναι σίγουρα πιο αποτελεσματικά από μοναδικές, κυριαρχικές αφηγήσεις. Η νέα αποστολή των μουσείων και όλων των πολιτιστικών οργανισμών είναι μπροστά μας και θα έχει να κάνει σε μεγάλο βαθμό με έναν ανανεωμένο ηθικό κώδικα που βάζει μπροστά την κοινωνική τους (και μας) ταυτότητα.

«Going digital»
Γιώργος Μπαρδάκας, Οι σάλπιγγες της αλλαγής [MOMus Resilience Project, συμμετοχικό πρόγραμμα So Far So Close]
«Going digital»
Θανάσης Κριτσοτάκης, My own private Amabie [MOMus Resilience Project, συμμετοχικό πρόγραμμα So Far So Close]
«Going digital»
Φιλήμων Παιονίδης, Civic responsibility [MOMus Resilience Project, συμμετοχικό πρόγραμμα So Far So Close]
«Going digital»
Στράτος Ντόντσης, Αναπηρικό καροτσάκι με λευκό σταυρό, ψηφιακή φωτογραφία [MOMus Resilience Project, συμμετοχικό πρόγραμμα So Far So Close]
«Going digital»
Κωνσταντίνος Μαρκογιάννης, Hollywod 06 [MOMus Resilience Project, συμμετοχικό πρόγραμμα So Far So Close]
«Going digital»
Annetta Kapon, Closed Closed Closed Closed Closed, Φωτογραφία και ψηφιακή ζωγραφική σε iPad [MOMus Resilience Project, συμμετοχικό πρόγραμμα So Far So Close]


ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΩΝ ΠΟΛΙΣ

Ιστορία, Γράμματα, Τέχνες, Ιδέες. Η «συνείδηση της πόλης»


MATAROA PROJECT

πλατφόρμα για τους καλλιτέχνες και τον σύγχρονο πολιτισμό στην Ελλάδα


ΑΛΛΕΣ ΔΡΑΣΕΙΣ

πρωτοβουλίες για τη δημόσια και πολιτιστική ζωή της Θεσσαλονίκης