ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΔΥΟ ΑΙΩΝΩΝ
Ανώλεθρη και περίβλεπτη
Του Γιώργου Σκαμπαρδώνη, Συγγραφέα –Δημοσιογράφου
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόλΙΣ 75
Συχνά, ιδίως τα τελευταία χρόνια, η Θεσσαλονίκη αναφέρεται με μια διάθεση έμμεσου επαίνου ως κοσμοπολίτικη κυρίως, δε, ως «πολυπολιτισμική». Σωστά, μόνο που δεν μπορούμε να νοήσουμε τον όρο «πολυπολιτισμική» με τον ίδιο τρόπο που θα το κάναμε για το Λός Άντζελες, το οποίο ευτυχώς δεν βρίσκεται στα Βαλκάνια. Κάποιες από τις διάφορες κοινότητες και μειονότητες που διήλθαν και έζησαν εδώ, δεν συμμετείχαν ως σε ένα αθώο φεστιβάλ πολιτισμών, ή σε ένα διαρκές βερνισάζ, αλλά συνήθως, είτε αυτόβουλα, είτε άθελα χρησιμοποιήθηκαν ως μοχλοί από άλλους, και προσέβλεψαν τελικά στην άλωση, ή την ιδιοποίηση της πόλης. Κι αυτό γιατί η Θεσσαλονίκη είναι το πιο σημαντικό λιμάνι της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Και υπήρξε όντως κατά καιρούς όχι «πολυπολιτισμική» αλλά πολυεθνοτική και κατά βάθος και πάντα διεκδικούμενη εκ των έσω και εκ των έξω. Διαφιλονικούμενη. Οι Τούρκοι, οι Βούλγαροι, οι Ρουμάνοι, οι Σέρβοι, οι Ιταλοί, οι Αλβανοί, ή, ακόμα και κοινότητες που έζησαν αιώνες στη Θεσσαλονίκη, όλοι, κάποια στιγμή, την θέλησαν για δική τους, ή έστω κάτω από τον δικό τους έλεγχο.
Αυτή είναι η ωμή αλήθεια, πέρα από τις ωραιοποιήσεις και τις κάποιες προπαγανδιστικές ερμηνείες. Η πόλη είναι το μεγάλο μήλο, το τρόπαιο, το κλειδί Ανατολής-Δύσης και άπαντες την εποφθαλμιούσαν και πάσκισαν να την πάρουν με κάθε τρόπο – δεν μιλώ για τις αλώσεις ή για την κατοχή από Ρωμαίους, Άραβες, Νορμανδούς, Σαρακηνούς, Βενετούς, ή Τούρκους, αλλά για το ότι ακόμα και τους δύο τελευταίους αιώνες, μετά την Επανάσταση του 1821, η πόλη δεν έπαψε να διεκδικείται από όλους τους γείτονες (Σέρβους, Ρουμάνους, Βούλγαρους, Γερμανούς, Ιταλούς, Σλαβομακεδόνες) διότι αποτελεί το ιδανικότερο και στρατηγικότερο λιμάνι σ’ όλο το άνοιγμα του διαβήτη. Άρα, είναι φυσικό και αυτονόητο το ότι αθώα συμβίωση και πολυπολιτισμός με την έννοια της άδολης, αρμονικής συνύπαρξης χωρίς βαθύτερες εθνικές ιδιοτέλειες και βλέψεις δεν υπήρξαν. Για κάποια διαστήματα και για τον απλό λαό των κοινοτήτων, ναι, σίγουρα, αλλά όχι όμως για κάποιους απ’ τους ηγέτες τους, ή για τα μητρικά τους, γειτονικά κράτη. Έτσι συμβαίνει ανέκαθεν στα Βαλκάνια και όχι μόνο: ό,τι αθώο υπάρχει στην συνέχεια εκμαυλίζεται, χρησιμοποιείται.
Και φυσικά έχει δίκιο ο Νικηφόρος Χούμνος (1250-1327 μ.Χ.) γράφοντας πως όσο υπάρχει Θεσσαλονίκη κανείς δεν θα μείνει «άπολις» (μια φράση που κάποιοι την ερμηνεύουν ιδεολογικά, διασταλτικά, προκρούστεια, για να ταιριάξει στην εμμονή τους) αλλά με την έννοια της φιλοξενίας, της ανοχής, της συγκατάβασης και της ωραίας, δημιουργικής συνύπαρξης, κι όχι βέβαια της συνδιοίκησης, ή της υπεξαίρεσης απ’ τον φιλοξενούμενο. Ο Χούμνος προφανώς δεν εννοεί να ανεβεί ο φιλοξενούμενος και στο κρεβάτι – υπάρχει και η ρήση που λέει «Ξένος ών, τον ξενοδόχον σέβου». Εξάλλου το «άπολις» του Χούμνου δεν σημαίνει «χωρίς πατρίδα» όπως λανθασμένα το μεταφράζουν, αλλά «χωρίς να είναι πολίτης κάποιας πόλης».
Μην ξεχνούμε πως η Θεσσαλονίκη, παρά τις αλώσεις, τις σφαγές, την αλλαγή χεριών διοίκησης και τις διάφορες κατοχές υπήρξε εκ γενετής και διαρκώς και ανέκαθεν ελληνική, επί 2.500 χρόνια. Είναι και ήταν μια ανοιχτή, φιλόξενη ελληνική πολιτεία, κόμβος Ευρώπης-Ασίας, με διαρκή, αδιάσπαστη συνέχεια κι όχι μια εξ αδιαιρέτου διεθνιστική συνύπαρξη συνοικισμών χωρίς εθνικό πρόσωπο, άξονα και ιστορία. Ο ελληνισμός ποτέ δεν την εγκατέλειψε εξ ολοκλήρου, ακόμα και στις χειρότερες και πιο αιματηρές στιγμές της: δολοφονήθηκε, εκδιώχθηκε, μειώθηκε, πολεμήθηκε με χίλιους τρόπους, κι έφτασε να είναι τεχνητή μειοψηφία (1912) λόγω των προηγούμενων σφαγών, αρπαγών και διώξεων. (Μόνο το 1821, λόγω της εξέγερσης του Εμμανουήλ Παππά στην Χαλκιδική, ο τουρκικός όχλος σκότωσε για αντίποινα στη Θεσσαλονίκη 3.000 Έλληνες ενώ πολλοί άλλοι την εγκατέλειψαν). Αλλά η κράση, η πανίσχυρη προϊστορία, ελληνική- μακεδονική, ελληνορωμαϊκή, βυζαντινή , από το 316 π.Χ, ως το 1.430 μ.Χ. δηλαδή επί δέκα οχτώ συνεχείς αιώνες, παρά ακόμα και το σκοτάδι της Τουρκοκρατίας για 480 χρόνια που ακολούθησε, κρατήθηκαν, κρατήθηκε η ψυχή, η ιστορική ταυτότητα και το σθένος της πόλης μέχρι σήμερα. Και είναι η μόνη πολιτεία στην Ευρώπη, όπως έγραψε και η Αρβελέρ, με διαρκή, ακατάπαυτη αστική ζωή επί 2.500 χρόνια. Το DNA της δεν άλλαξε, παρά τις οδυνηρές περιπέτειες και τις τραγωδίες και τις διεκδικήσεις που βίωσε λόγω της περίβλεπτης στρατηγικής της θέσης.
Και είναι φιλόξενη και «φτωχομάννα» και κατά καιρούς πολύσπερμος, όχι από καμιά διαφορετική αντίληψη Ξένιου Δία που έχει, ούτε για μεταφυσικούς, ή ιδεολογικούς λόγους, αλλά ακριβώς διότι είναι κέντρο διερχομένων γεωγραφικά, από την φύση της, κόμβος, πέρασμα, καταφυγή και διέλευση, από και προς. Λιμάνι και διασταύρωση. Συνδιατέμνουσα. Ανοιχτή και ανεκτική λόγω της εμπορικών της σχέσεων και συναναστροφών με τις διάφορες κοινότητες που έζησαν, ή εμπορεύτηκαν εδώ σε διάφορες εποχές, έχοντας διαφορετικές θρησκείες, γλώσσα και ήθη. Δεν θα μπορούσε να συμβεί αλλιώς και έτσι είναι αναπόφευκτα κάθε μεγάλο λιμάνι με εμπορική, οικονομική σημασία, στον κόσμο. Η διαφορά βρίσκεται στο ότι η Θεσσαλονίκη βρίσκεται στα Βαλκάνια, περικυκλωμένη από γείτονες που θα την ζαχαρώνουν αιωνίως, κι όχι σε μια περιοχή που αποκλείει τις εθνικές διεκδικήσεις, ας πούμε στην Αγγλία, στον Καναδά, ή στην Ανατολική Ακτή των ΗΠΑ.
Μετά την άλωσή της από τους Τούρκους (1430 μ.Χ) η πόλη, που επί χίλια εκατό βυζαντινά χρόνια υπήρξε συμβασιλεύουσα, αλλά και πριν πρωτεύουσα του ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους (επί Γαλερίου) με πλήρη δικαιώματα, εξέπεσε. Η τουρκοκρατία, για τέσσερις αιώνες, και μέχρι τα μέσα του 19ου αι. ως το Τανζιμάτ (Μεταρρυθμίσεις), επέβαλε στην Θεσσαλονίκη αφόρητο σκότος. Για τέσσερις αιώνες η πόλη χάνει την λάμψη της και τον εαυτό της, βυθίζεται σε έναν αβάσταχτα συντηρητικό και περίκλειστο επαρχιωτισμό – αν δει κανείς φωτογραφίες της Θεσσαλονίκης κατά το 1870, τραβηγμένες από την θάλασσα, θα αντικρίσει μια μίζερη, αποψιλωμένη κωμόπολη γεμάτη με μιναρέδες. Ο κοσμοπολιτισμός, το φως, τα μεγάλα κτίσματα, λείπουν. Τα γράμματα παραμελούνται – δύσκολα θα βρει κανείς βιβλία, όχι λογοτεχνικά, φιλοσοφικά, αλλά ακόμα και θεολογικά, γραμμένα εκείνους στους τέσσερις εκείνους σκοτεινούς αιώνες. Τα πανεπιστήμια και οι Τέχνες που οργιάζουν στην Ευρώπη, απλώς εδώ δεν υπάρχουν. Ζωγραφική, γλυπτική, μουσική, ποίηση, φιλοσοφία, αρχιτεκτονική, και ό,τι εντέλει δοξάζει ένα έθνος ή μια πόλη, εδώ δεν υφίστανται καν. Ελληνική εφημερίδα (ο «Ερμής») εκδίδεται πρώτη φορά στην Θεσσαλονίκη στις 13 Μαϊου 1875 από τον Σοφοκλή Γκαρπολά, ογδόντα ολόκληρα χρόνια μετά από την πρώτη ελληνική εφημερίδα («Εφημερίς») που κυκλοφόρησε στην Βιέννη το 1790 από τους αδερφούς Μαρκίδες Πούλιου εκ Σιατίστης, συνεργάτες του Ρήγα Φερραίου.
Μόνον στα μέσα του 19ου αί., ξεκινούν με παλινδρομήσεις οι μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ, επί διάφορων σουλτάνων, ενώ η Οθωμανική αυτοκρατορία πνέει τα λοίσθια, σχεδόν τα έσχατα. Υπό την πίεση των Αιγυπτιακών στρατευμάτων που έχουν φτάσει ως την Άγκυρα, κι επειδή η γενική στρατιωτική και οικονομική διοίκηση έχουν παρακμάσει και το κράτος απειλείται με διάλυση, οι Οθωμανοί στρέφονται προς τις Μεγάλες Δυνάμεις και αναγκαστικά αποδέχονται τις μεταρρυθμίσεις που θα επιτρέψουν την είσοδο δυτικών κεφαλαίων και αποφασίζουν να εκσυγχρονίσουν τις κρατικές δομές και τους θεσμούς. Για την Θεσσαλονίκη, μετά από τόσο σκότος, έρχεται επιτέλους η ευκαιρία: τα τελευταία εξήντα χρόνια, πριν απελευθερωθεί από τον Ελληνικό στρατό (1912), γνωρίζει μιαν αιφνίδια και ραγδαία αναγέννηση. Σιδηροδρομικές συνδέσεις, φωτισμός, τραμ, πολλαπλασιασμός ξένων τραπεζών, νέα κτίρια, σχετική απελευθέρωση του ραγιά (που τώρα έχει την ευχέρεια του επιχειρείν), δημιουργία πολλών σχολείων, οικονομική άνθιση, και τόνωση της εθνικής αυτοπεποίθησης των Ελλήνων που πιά προσβλέπουν βάσιμα στην αποτίναξη του ζυγού, όπως και τα γειτονικά υπόδουλα έθνη. Αλλά επειδή στην προαιώνια ελληνική Μακεδονία έχουν εν τω μεταξύ συρρεύσει και ποικίλα έθνη από πριν, το πράγμα αρχίζει να μπερδεύεται, καθόσον οι γείτονες ονειρεύονται όχι μόνο την απελευθέρωση των δικών τους εθνών, αλλά και την υπεξαίρεση της ίδιας της Θεσσαλονίκης. Κάπως έτσι ξεκινάει, επί Τουρκοκρατίας ακόμα, ο διμέτωπος Μακεδονικός Αγώνας (με κορύφωση το 1904-1908), ενώ οργιάζουν κι άλλες ξένες προπαγάνδες μέσα την ρευστότητα του ανήσυχου Μακεδονικού τοπίου.
Η απελευθέρωση του 1912 δεν αποτελεί μια τελική λύση. Η κατάσταση είναι ακόμα εύθραυστη. Οι Τούρκοι και οι Βούλγαροι φεύγουν, αλλά η πόλη δεν είναι εσωτερικά ομοιογενής και συνεκτική ενώ ξεκινούν σε λίγο χρόνο οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, και οι απειλές επιστρέφουν και ξαναπυκνώνουν. Ο διχασμός οργιάζει, ήδη, στην Ελλάδα και, ήδη το 1915-16, με την δημιουργία του Ανατολικού Μετώπου και την έλευση 300.000 περίπου ξένων στρατιωτών στην Θεσσαλονίκη, οδηγούμαστε στην κορύφωση της διάσπασης με το Κράτος της Θεσσαλονίκης του Ελευθερίου Βενιζέλου και λίγο αργότερα την αποπομπή του βασιλιά. Η σχάση της χώρας, ο παθιασμένος χωρισμός σε Βενιζελικούς-Λαϊκούς, η φοβερή πυρκαγιά του 1917, η Μικρασιατική εκστρατεία και Καταστροφή, τα αλλεπάλληλα κινήματα και το εμφύλιο μένος που σοβεί στην κοινωνία, η έλευση των προσφύγων, όλα αυτά σε συνδυασμό θα δοκιμάσουν άσχημα την Θεσσαλονίκη και την Μακεδονία, αλλά μετά από πολλούς σπασμούς, θα συντελέσουν τελικά στην με το στανιό συνοχή και στην ομογενοποίηση.
Ωστόσο στην δεκαετία του 1930 η πόλη φαίνεται, αλλά δεν είναι ακόμα ενοποιημένη. Υπάρχει το μεσοπολεμικό αίσθημα της Μπελ-Επόκ, αλλά συνεχίζονται αμείωτα οι συγκρούσεις Βενιζελικών-Βασιλικών-Λαϊκών, δρούνε ακόμα ισχυρές ξένες προπαγάνδες και νέα στρατιωτικά κινήματα επωάζονται. Οι παραγκουπόλεις των προσφύγων πέριξ του αστικού κέντρου, αποτελούν τραγικό θέαμα και το Κραχ του ’29 δεν έχει βέβαια βοηθήσει. Το καπνικό (μιας και ο καπνός είναι το πρώτο εξαγωγικό προϊόν), αποτελεί μέγα ζήτημα. Οι πολυπληθείς καπνεργάτες ενισχύουν αρκετά το ΚΚΕ, αλλά και τους Αρχειομαρξιστές-Τροτσκιστές που δρουν δυναμικά και συγκρούονται ανοιχτά με εθνικιστικές οργανώσεις (ΕΕΕ και άλλους), αλλά και μεταξύ τους σε έναν σταθερό ανταγωνισμό, ή πόλεμο όλων εναντίον όλων. Η Εβραϊκή κοινότητα προοδευτικά απομειώνεται, ενώ εντός της δρουν τρεις τάσεις: οι Σιωνιστές, οι Αφομοιωτικοί και οι οπαδοί του Μπεναρόγια, οι οποίοι αποτελούν το 50% των κομμουνιστών καπνεργατών. Οι απεργίες, οι συγκρούσεις, οι δολοφονίες ακόμα και οι εμπρησμοί συνοικιών (151, συνοικισμός Έξι, Κάμπελ) είναι γεγονότα πολύ συχνά, έως σχεδόν καθημερινά- ενώ ο Βενιζέλος προσπαθεί για μια νέα ενότητα, συνοχή και ομογενοποίηση της πόλης, κάτι εξόχως δύσκολο εκείνα τα χρόνια.
Το αποτυχημένο βενιζελικό-στρατιωτικό κίνημα του 1935, η εκδίκηση των Λαϊκών, ή εξέγερση των καπνεργατών τον Μάη του ‘ 36 και η όξυνση του διχασμού και της πολιτικής αντιπαράθεσης οδηγούν τελικά στην δικτατορία Ιωάννη Μεταξά την 4η Αυγούστου 1936. Σε τέσσερα χρόνια ξεκινάει ο Β! παγκόσμιος πόλεμος και η πολύπαθη πόλη βιώνει με ξεχωριστά οδυνηρό τρόπο την Γερμανοβουλγαρική Κατοχή, την εξόντωση της Εβραϊκής Κοινότητας καθώς επωάζεται ήδη και έχει αρχίσει (από το 1942) μουλωχτά ο εμφύλιος, που θα ξεσπάσει φανερά το 1946, ως το 1949 και θα τσακίσει την χώρα ολόκληρη.
Αν και δεν είναι ιδιαίτερα φανερό, και παρά το ότι η Αθήνα είναι η πρωτεύουσα, η Θεσσαλονίκη δρα ως σχεδόν πρωταγωνίστρια πόλη σε όλο τον 20ο αιώνα λόγω της θέσης και των ισχυρών της αντιθέσεων. Εδώ γεννιέται το Κίνημα των Νεοτούρκων το 1909 και εδώ ανθίζει κατεξοχήν ο σοσιαλισμός και ο συνδικαλισμός του Αβραάμ Μπεναρόγια, αλλά και ο Αρχειομαρξισμός-Τροτσκισμός αργότερα. Εδώ φυλακίζεται ο τελευταίος σουλτάνος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, πριν την τελική του πτώση. Εδώ ξετυλίγεται η αρχική διαμάχη Βενιζέλου-βασιλείας κατά την πολιορκία πριν την απελευθέρωση της πόλης. Εδώ, καταπλέει η Ανατολική Στρατιά και το 1915-16, και κορυφώνεται ο διχασμός με το Κράτος της Θεσσαλονίκης. Εδώ έρχονται οι περισσότεροι πρόσφυγες μετά το 1922. Με επίκεντρο την Θεσσαλονίκη και τις Σέρρες γίνεται το βενιζελικό κίνημα του 1935. Εδώ συμβαίνει ο Μάης του ‘ 36. Εδώ εμφανίζονται οι ισχυρότερες εθνικιστικές οργανώσεις (Χαλυβδόκρανοι, κλπ) και συμβαίνει το πρώτο πογκρόμ (1931, Κάμπελ) κατά των Εβραίων στην Ευρώπη, έξη χρόνια πριν την Νύχτα των Κρυστάλλων (1938) στο Βερολίνο. Στην Θεσσαλονίκη προσβλέπει, ως μελλοντική βάση, το ΚΚΕ, ξεκινώντας τον εμφύλιο. Εδώ γεννιούνται οι πρώτες αντιστασιακές οργανώσεις κατά των Γερμανοβουλγάρων, («Ζεύς», κ.α) από τον Μάιο του 1941, τέσσερις μήνες πριν την ίδρυση του ΕΑΜ, τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους. Από εδώ ξεκινάει ο Ιβάνοφ, ο μεγαλύτερος σαμποτέρ του Β! Παγκοσμίου Πολέμου. (Μην τον ξεχνούμε). Δεν βλογάμε τα γένια μας, απλώς παραθέτουμε τα γεγονότα.
Αλλά και πριν, εδώ εκπέμπει πρώτη φορά στα ερτζιανά ο Τσιγγιρίδης το 1927, εδώ γίνεται η πρώτη τηλεοπτική εκπομπή το 1960, ξεκινάει η Διεθνής Έκθεση, μερικές πανεπιστημιακές σχολές θεωρούνται από τις καλύτερες στην Ελλάδα κι αναδύονται λαμπρές μορφές δασκάλων, ενώ η πνευματική κίνηση ξεκινάει νωρίς, ήδη κατά την δεκαετία του ‘ 20 με αρκετά λογοτεχνικά περιοδικά και πρωτοποριακές αναζητήσεις στη πεζογραφία (εσωτερικός μονόλογος), στο Θέατρο (Κυριαζής Χαρατσάρης) ενώ αργότερα και ως σήμερα από την Θεσσαλονίκη ξεκινούν πολλοί από τους πιο σημαντικούς συνθέτες και δημιουργούς στην μουσική (Τσιτσάνης, Τσαουσάκης, Olympians, Διονύσης Σαββόπουλος, Χατζηνάσιος, Τρύπες, Χειμερινοί Κολυμβητές, κα) που, για γνωστούς λόγους, συνήθως καταλήγουν και δοξάζονται στην Αθήνα. Εδώ ξεκινάει το Φεστιβάλ Κινηματογράφου το 1960, που πλέον είναι ο πιο λαμπρός θεσμός της πόλης. Παράλληλα, όμως, με τα επιτεύγματα, και την πνευματική κίνηση υπάρχει και ο διαρκής σπαραγμός, οι δολοφονίες του βασιλιά Γεωργίου ( 1913), του Ζεύγου (1947), του Λαμπράκη(1963) και του Τσαρουχά(1968). Η Θεσσαλονίκη είναι σε όλο τον 20ο αιώνα η πιο αντιφατική, ρευστή, συντηρητική και πρωτοπόρα, σπαρασσόμενη, δημιουργική και ενδιαφέρουσα πόλη, και βιώνει με την μεγαλύτερη ένταση και σε οδυνηρό και τραγικό βάθος τις ευρύτερες εθνικές και ενδο-πολιτικές περιπέτειες.
Πόλη ανοιχτή και κλειστή, κοσμοπολίτικη και συντηρητική, εσωστρεφής και πρωτοπόρα, με πάμπολλες εσωτερικές μεταμορφώσεις λόγω των καταδρομών της Ιστορίας, με πολλά μνημεία παγκόσμιας κληρονομιάς, ευκατάνυκτη αλλά και ανεξίθρησκη, ευανάπνευστη και σφιχτή, αυστηρή και επιεικής ταυτόχρονα, συνδυάζει πολλά αντιφατικά στοιχεία σε δυναμικό συνδυασμό. Είναι τόπος αναστοχασμού αλλά και τολμηρών εμπνεύσεων, ρηξικέλευθης επιχειρηματικότητας αλλά και άτολμων, κοντινών διαδρομών. Το παλίμψηστο πρόσωπό της είναι σε διαρκή αυτο-αναζήτηση και εξέλιξη. Στα σπλάχνα της διασταυρώθηκαν οι μοίρες πολλών εθνών και πολλών ανθρώπων και αναδύθηκαν απ’ αυτήν λαμπρές μορφές και μεγάλοι οραματισμοί. Και βέβαια, μπορούμε να την κατανοήσουμε καλύτερα αν την δούμε ως βασικό σταθμό της Ρωμαϊκής Εγνατίας Οδού, και στο κέντρο ενός πέριξ αστερισμού που περιλαμβάνει: την ιστορική-μυθική Χαλκιδική, το Άγιον Όρος, την Αμφίπολη, τις (όντας επί αιώνες συμβασιλεύουσα) παντοτινές αναφορές της στην Κωνσταντινούπολη, την ισχυρότατη κάποτε Βέροια, την Καστοριά με τις 200 βυζαντινές εκκλησίες, την Πέλλα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, την Βεργίνα, το Δίον, τον Όλυμπο, όρος των Θεών, κι απέναντι το Πήλιο και την Σκιάθο.
Η Θεσσαλονίκη, ανώλεθρη και περίβλεπτη, ζει και αναπνέει και δημιουργεί όντας στο κέντρο όλων των παραπάνω, επί περίπου 2.400 χρόνια διαρκώς και συνεχίζει να ενσταλάζει εντός μας τον γλυκασμό, όπως και στην ψυχή κάθε φιλοξενούμενου, ή διερχόμενου. Η γοητεία, το πραγματικό της ιστορικό μέγεθος και η πολυπλοκότητα και η πολλαπλότητα του πνευματικού της «υπερεγώ» διακτινίζονται στον χώρο και στον χρόνο και σε όρια που, πια, μας διαφεύγουν.