ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Γιάννης Γιασάρης
«Δημιουργούμε μικρά παραμύθια από προσωπικές μικρές αλήθειες»
Μια διαδρομή , οι γνωστοί άγνωστοι, η Μελβούρνη και η Θεσσαλονίκη
Συνέντευξη στην Ελένη Λουαράση
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόλΙΣ 74
Με αφορμές την τέχνη της φωτογραφίας δρόμου, την παρουσία στην ίδια πόλη και μια έκθεση φωτογραφίας που στάθηκε ένας επιπλέον συνδετικός κρίκος, βρεθήκαμε με τον Γιάννη Γιασάρη σε μια συζήτηση για τον ίδιο και την δημιουργία ως έκφραση. Ένα εξαίρετο απόγευμα, στον πυρετό της προετοιμασίας της έκθεσης με θέμα “Familiar Strangers”.
“Θεσσαλονίκη, Μελβούρνη” λοιπόν, όπως “Paris, Texas”…θα μπορούσα να αναφερθώ σε μια ταινία του Wim Wenders, ίσως γιατί η αγάπη για το σινεμά δεν είναι μονοπώλιο…πως προέκυψε η διαδρομή και η δημιουργία;
Αγαπώ την Θεσσαλονίκη, είναι η πόλη μου, με τις αναμνήσεις και την πορεία χρόνων, από τη μικρή ηλικία έως ότου κάποτε η υπευθυνότητα κατέθεσε τη δίκη της προσταγή και η ζωή οδήγησε στον δρόμο για τη Μελβούρνη. Όπως η φύση του ανθρώπου προστάζει την επιλογή των καλύτερων συνθηκών για την επιβίωση, έτσι πριν χρόνια αποφασίσαμε με την σύντροφό μου, να δημιουργήσουμε την οικογένειά μας σε μια άλλη ήπειρο πλέον, στον τόπο που εκείνη μεγάλωσε, μακρυά από τον τόπο μου, σαφέστατα ασφαλέστερο για τον ερχομό του γιου μας.
Αργότερα, με το πέρασμα του χρόνου και τις κατάλληλες συγκυρίες, καθώς η Μελβούρνη είναι μια πόλη πολυπολιτισμική και ιδιαίτερα προσβάσιμη, προέκυψε στην επιφάνεια μια συνήθεια της μικρής μου ηλικίας, η χαρά που πηγάζει από την εμφάνιση μιας φωτογραφίας. Θυμήθηκα τότε πόσο είχα ενθουσιαστεί από το περιεχόμενο μιας φωτογραφίας που είχα τραβήξει μικρός. Κάπως έτσι ξεκίνησαν οι βόλτες και η αναζήτηση του καρέ, που πράγματι έχει μια αναφορά στον κινηματογράφο, τον οποίο εκτιμώ.
Καθημερινά πλέον, φορώντας τα ακουστικά μου, διότι η μουσική είναι μια αγαπημένη συνηθεια στις σιωπηλές βόλτες μου, αναζητώ την εικόνα του συνόλου, όπως ο καθένας μπορεί να την ερμηνεύσει, διότι πάντοτε η οπτική είναι μια προσωπική υπόθεση. Η σύνθεση αφορά την αρμονία είτε στην μουσική είτε στην φωτογραφία και γιατί όχι, πιο συγκεκριμένα στην τεχνική του Street Photography, όπως η κατανόηση και η συμπεριφορά απέναντι στην αίσθηση και την συναίσθηση, με την αναζήτηση της αλληγορίας στην στιγμή, θα μείνει μια εικόνα, η οποία διαχρονικά θα επικοινωνεί την όποια έννοια ο θεατής θα ήθελε να δει.
Αναζητώντας να κατανοήσω το αποτέλεσμα του καρέ, διότι οι λεπτομέρειες είναι τακτοποιημένες και η επικοινωνία υφίσταται, αναρωτιέμαι εάν είναι σκηνοθετημένο;
Προφανώς και υπάρχουν τέχνες όπως αυτές του σινεμά και της μουσικής, που συντροφεύουν τον άνθρωπο στο μοναχικό του ταξίδι ή την περιπέτεια, μεταξύ αγνώστων, ασφαλής από καθετί και με την εμπειρία της κίνησης να ψάχνει, το κομβικό εκείνο στοιχείο που θα δώσει τη δίκη του ερμηνεία. Άλλοτε σε ασπρόμαυρη διάθεση, άλλοτε με τα χρώματα να κυριαρχούν και όπως μέσα από τις μεγάλες σκιές να προκύπτουν οι πιο παιχνιδιάρικες ηλιαχτίδες.
Κάποτε ήταν αρχική η αγάπη για το σινεμά, ύστερα για τη μουσική, μα πλέον η σειρά έχει διαμορφωθεί με την μουσική να προηγείται του σινεμά, χωρίς να μειώνει διόλου τη σημαντικότητα που έχει η σκηνοθεσία της εικόνας. Πως να μην επικοινωνήσεις την ομορφιά του απέραντου και την συμβολή της ανθρώπινης φύσης, ως μια ταινία όπως αγαπάμε από τα νεανικά μας χρόνια, με τις αντιφάσεις, τη σάτιρα, τους συνδυασμούς, την αλληλεπίδραση του ανθρώπου στο αστικό περιβάλλον. Είναι ακριβώς αυτή η σιωπηλή διαδρομή, είναι ταυτόχρονα στιγμή συγκέντρωσης και αναζήτησης, μια προσωπική υπόθεση σκηνοθεσίας, με ευρύτερο πεδίο ερμηνείας, ώστε όλοι να έχουν λόγο να κοιτάξουν και πέρα από την εικόνα, ενδεχομένως να δουν κάτι από την ίδια τους τη ζωή. Αυτή είναι η διαδρομή μου, μεταξύ δυο ηπείρων και δυο πόλεων, Θεσσαλονικη-Μελβούρνη.
Είναι πολλές οι πλευρές ενός καρέ, άλλοτε απλές άλλοτε σύνθετες, μα τι ωραία είναι η δυνατότητα να αναλύσεις μια εικόνα, μια στιγμή που ταξιδεύει στον χρόνο, άραγε αναμένει να ανακαλυφθεί ή ενδεχομένως αποκαλυφθεί;
Η παρατηρητικότητα είναι μια τεχνική που λειτουργεί αυθόρμητα στον άνθρωπο, πηγάζει από την εμπειρία του, την πνευματική του εξέλιξη, αντίληψή του, αυτός ακριβώς είναι ο τρόπος μου να παρουσιάσω το σκηνικό που επιλέγω, μια ιστορία, για εμένα ιδιαίτερη, προς τους άλλους ενδεχομένως και προσωπική, που θα ήθελαν να επικοινωνήσουν από το δικό τους φάσμα. Εξάλλου στην τέχνη που έχω επιλέξει υπάρχει κίνηση και είναι διαφορετική κάθε φορά αλλάζοντας τα τοπία, διότι παραμένοντας στο ίδιο σημείο το μάτι φτάνει στον κορεσμό. Ακόμη κι εάν επιστρέψεις στο πρώτο τοπίο έχει έλθει αλλαγή, μοιάζει διαφορετικό, έχουν συμβάλλει οι παράγοντες χρόνος και άνθρωποι. Όπως συμβαίνει και στη ζωή, έτσι και στην φωτογραφία δεν υπάρχει παρθενογένεση.
Θαρρώ η αντίληψη είναι ο καμβάς πάνω στον οποίο ο κάθε δημιουργός δουλεύει για να επικοινωνήσει μια κατάθεση, ωστόσο η τέχνη επιδέχεται την κριτική, πως την διαχειρίζεσαι ή αντιμετωπίζεις;
Δεν μ’ ενθουσιάζει η κριτική πάνω στην τέχνη μου, αντίθετα μ’ ενθουσιάζει το μη ακριβές, το ανοιχτό παράθυρο μέσα από το οποίο ο καθένας μπορεί να κοιτάξει και η φαντασία του να ξεδιπλώνεται, διότι ακόμη και ο ίδιος έχω βρεθεί να ανακαλύπτω στην ίδια μου την φωτογραφία, μέσω του βλέμματος ενός θεατή, την αποκάλυψη μιας άλλης οπτικής, που δημιούργησε μια λεπτομέρεια στο καρέ της στιγμής, την οποία δεν είχα εντοπίσει νωρίτερα. Έτσι όπως ευγενικά κινούμαι προς τη στιγμή, την οποία θα προσθέσω σε μια σύνθεση, υπάρχει κάτι το επιπλέον που η φαντασία του θεατή μπορεί να διακρίνει και αυτή για μένα είναι η καλύτερη επιβράβευση.
Ποιός θα μπορούσε να κρίνει οτιδήποτε σε τούτη την ερμηνεία, ταυτόχρονα ποιός δεν θα μπορούσε να ερμηνεύσει τη δική του φαντασία; Είναι η ιδιότητα της ίδιας της τέχνης που μιλάει σε μια παγκόσμια γλώσσα, είναι επίσης η ικανότητά της να δημιουργεί ανησυχίες και αναζήτηση, προσωπική φυσικά και ταυτόχρονα να στέκεται με τόλμη απέναντι στην συλλογική συνείδηση.
Ποιά η σχέση των αγαπημένων σου προσώπων με την τέχνη σου και αν η φωτογραφία σου έχει αποκτήσει ταυτότητα;
Η τέχνη της φωτογραφίας δρόμου είναι μοναχικό σπορ, είναι μια διαδρομή αναζήτησης, εγρήγορσης και σκηνοθεσίας. Κάποτε στο Λονδίνο, είχα βγει για φωτογράφιση κουβαλώντας στον ώμο την κόρη μου, μικρή τότε εκείνη, μα θυμάμαι ιδιαίτερα πως η διαδικασία ήταν λίγο κουραστική και έτσι διαπίστωσα ότι πράγματι είναι μοναχικό σπορ. Θα χαιρόμουν ιδιαίτερα εάν οι δικοί μου άνθρωποι αισθάνονται περήφανοι για μένα, φυσικά έχω την εκτίμηση και την κατανόησή τους. Θα έλεγα πως στην κόρη μου, που είναι κοντά 12 ετών, ενδεχομένως να βλέπω μια ανήσυχη φύση που θα μπορούσε να εξελιχθεί καλλιτεχνικά, ενώ ο γιος μου, ο οποίος είναι σχεδόν ενήλικας, πέρα από εξαιρετικός φίλος είναι και θαυμάσιος ομιλητής, θα μπορούσε να σε πείσει για οτιδήποτε.
Χαίρομαι με την αναγνώριση του χαρακτήρα μου στα έργα μου, μου αρέσει ο πειραματισμός, όπως στο φωτορεπορτάζ υπάρχουν τα γεγονότα, εγώ επιλέγω την εικόνα που θα δείξω. Δεν μου αρέσει να βάλω τέλος στην φωτογραφία μου, ίσως θα μπορούσε να είναι κι αυτό ένα χαρακτηριστικό που υπάρχει στα έργα μου. Δεν ασχολούμαι με την επεξήγηση της εικόνας μου και δεν βάζω τίτλους στις φωτογραφίες μου τι’ αυτό τον λόγο, άλλο ένα χαρακτηριστικό θα έλεγα.
Η τέχνη της φωτογραφίας είναι ακριβό σπορ κι εάν επηρεάζει ουσιαστικά την ποιότητα του αποτελέσματος η εξέλιξη της τεχνολογίας των εταιριών φωτογραφικού υλικού;
Εδώ και πολλά χρόνια χρησιμοποιώ compact μηχανές όπως η Ricoh GR και η Fuji x70. Είναι μικρές σε μέγεθος και έχουν τον ίδιο φακό και οι δύο, 28μμ που είναι το αγαπημένο focal length. Περνάνε απαρατήρητες σχεδόν, κάτι που για μένα είναι μεγάλο προτέρημα στην φωτογραφία δρόμου. Ή σαν εναλλακτική έχω την Fuji xt20 με 24mm φακό όταν θέλω ακόμη πιο ευρυγώνια λήψη αλλά και να πλησιάσω ακόμη πιο πολύ το θέμα μου.
Υπάρχει το σύνδρομο που επικοινωνεί ότι όσο πιο εξελιγμένης τεχνολογίας μηχανή, υπάρχει καλύτερο αποτέλεσμα, συνθήκη που προσωπικά δεν συμμερίζομαι απόλυτα. Ωστόσο ενημερώνομαι συνεχώς για την πορεία συναδέλφων, νέων και καταξιωμένων, διότι η βελτίωση έρχεται από την ενημέρωση και την ενασχόληση, όπως η εξέλιξη είναι ο δρόμος όλων των δημιουργών που σέβονται και αγαπάνε με πάθος αυτό που επιλέγουν να ακολουθήσουν.
Πως προέκυψε η ιδέα της έκθεσης στον υπέροχο αυτό χώρο που φιλοξενεί κι εμάς σήμερα;
Προτιμώ να εκθέσω τη δουλειά μου σε χώρους που προορίζονται για αυτό, είτε είναι προσωπική έκθεση είτε περιλαμβάνει την παρουσίαση της δουλειάς πολλών καλλιτεχνών ταυτόχρονα. Θαρρω είναι επιθυμητές για τον κάθε δημιουργό, οι καλύτερες συνθήκες για την προβολή του έργου μα και οι κατάλληλοι χώροι για την προσέλευση του κόσμου και των ειδικών επι της εκτίμησης και προώθησης.
Είναι αλήθεια πως δεν συνηθίζω να παρουσιάζω εκθέσεις μου σε χώρους διασκέδασης ή εστίασης, αφενός γιατί σέβομαι τον χρόνο των πελατών του εκάστου χώρου, οι οποίοι επιλέγουν να τον περάσουν αξιοποιώντας όσα τους παρέχει το κάθε μαγαζί, αφετέρου γιατί σέβομαι την δουλειά μου και εκ των πραγμάτων είναι δύσκολο να εκτιμηθεί ορθά όταν δεν υπάρχει η πρέπουσα προσοχή από τον κόσμο που έχει επιλέξει την διασκέδαση, την καθορισμένη στιγμή. Τούτη τη φορά βέβαια, υπάρχει ένας λόγος και είναι ιδιαίτερος, ακόμα πριν ξεκινήσει να λειτουργεί το Casablanca, λίγο παραπάνω από ένα χρόνο. Είναι μια αποκλειστική πρόθεση, διόλου τυχαία η τοποθεσία που ανοίγει η αυλαία, για την αποκατάσταση του διατηρητέου του 5ου Λυκείου Θεσσαλονίκης, όπως αποφάσισαν φίλοι συνάμα απόφοιτοι του σχολείου.
Καθώς φτάσαμε στο τέλος της συζήτησής μας, κοίταξα τον Γιάννη με θαυμασμό, μα η φιλοφρονησή μου τον έφερε σε αμήχανη θέση. Η παρουσία του σε οτιδήποτε στην εικόνα ήταν ισχυρή και έτσι οτιδήποτε προέκυπτε ως προέκταση του ίδιου. Πράγματι θα μπορούσε να διακρίνει κάποιος την παρουσία του ίδιου στις σκηνοθεσίες του, την αναζήτησή της αλληλεπίδρασης του κόσμου με την πραγματικότητα σε έναν τόπο κάθε φορά, συνεχώς σε κίνηση. Η κουβέντα αυτή με ταξίδεψε στη φράση που είχα εκτιμήσει κάποια στιγμή, σ’ ένα βιβίο που αγαπώ και θεωρώ οδηγό: όπως η κίνηση του αλόγου που αναζητά τη τροφή, συνεχώς σε κίνηση. Έτσι και η ίδια η ζωή, όπως επίσης κάνει κύκλους και επανέρχεται σε ίδια μέρη, μα σε διαφορετικό χρόνο, ένα διαφορετικό καρέ κάθε φορά, μια ιστορία που μιλά την εξέλιξη του ίδιου μα και την επικοινωνία της διαφορετικότητας στις πόλεις που αγαπά ανά τον κόσμο.
Ο Γιάννης Γιασάρης γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη το 1968. Το 2001 έφυγε για την Αυστραλία, όπου τώρα ζει και εργάζεται στην Μελβούρνη. Το 2016 ψηφίστηκε Best Australian Black&White Photographer of the Year και ήταν φιναλίστ με έπαινο για 4 συνεχόμενα χρόνια. Φιναλίστ επίσης ήταν στο Miami Street Photography Festival, το μεγαλύτερο φεστιβάλ φωτογραφίας δρόμου, στο Australian Street Photography Awards, όπως και στο MPA Mobile Photography Awards. Έχει εκδόσει δυο βιβλία με ασπρόμαυρη και έγχρωμη φωτογραφία δρόμου από την Μελβούρνη. Τα επόμενα σχέδιά του, ύστερα από την πραγματοποίηση δυο ημερίδων εκπαιδευτικού χαρακτήρα, συμπεριλαμβάνουν συνεργασίες με διάσημους συναδέλφους του ανά τον κόσμο.