fbpx

logo

NOTEBOOK

Ας κάνουμε ρίζες εδώ 

του Ντίνου Παπασπύρου | τεύχος 56 του ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόΛΙΣ

«Έλα, μπάρμπα, πες μας για τη γουρούνα που μέθυσε στο κατώι, και φεύγουμε.»
«Βρε τζαναμπέτηδες, πάλι θέτε να με κογιονάρετε. Άντε σπίτι, κι η Μαριγώ θα περιμένει.»

Το ίδιο βιολί κάθε βράδυ. Με το που έκλειναν το μπακάλικό τους στην Αετοράχης, τα δυο αδέλφια Θανάσης και Γιάννης περνούσαν το κατώφλι του ημιυπόγειου του μπάρμπα τους, για μουχαμπέτι και ιστορίες από τα παλιά. Ήταν η ώρα που ο μπάρμπα-Νικόλας ρουφούσε δίπλα στον σοφά τα δύο καθιερωμένα ποτηράκια κοκκινέλι, και η σκέψη του ταξίδευε χρόνια πίσω στο Τσανάκαλε. Μεγαλομπακάλης τότε, με όλα τα καλά στο μαγαζί και μεγάλη πελατεία και από τα γύρω χωριά.

O θείος Χρήστος στην Αμερική, τέμπερα & φωτογραφία, 2009

Εκεί του το πρόλαβαν οι καλοθελητές των αδελφάδων του. «Η προκομμένη και αψήφιστη γυναίκα σου η Ζωγράφω αφήκε  τη μεγάλη γουρούνα να μπει στο κατώι. Άνοιξε την κάνουλα του μεγάλου ξυλοβάρελου και πλημμύρισε το κατώι με εκατόν πενήντα οκάδες κόκκινο κρασί δέκα οχτώ χρονών». «Η Ζωγράφω μου να είναι καλά», και συνέχισε τους λογαριασμούς στο χοντρό τεφτέρι μπροστά του, σαλιώνοντας το μολύβι, χωρίς να σηκώσει κεφάλι. Μέσα του όμως τον έτρωγε. Θες να πάνε αυτές και να κακοκαρδίσουν τη Ζωγράφω. Μια και δυο στο σπίτι. Σαν χώθηκε στο κατώι, τον έπιασε γέλιο σπαρταριστό. Η μεγάλη γουρούνα, μέχρι την κοιλιά στο κρασί, βολόδερνε και τρίκλιζε, κουτουλώντας από τον ένα στον άλλο τοίχο, μεθυσμένη από το κρασί που ρούφηξε. Του ’μεινε αυτό και κάθε φορά που διηγούνταν το περιστατικό λυνόταν στα γέλια, κάνοντας τις κινήσεις της μεθυσμένης γουρούνας.

Εκεί, στο μπακάλικο, έφτασε και το μαντάτο από το τουρκάκι παραγιό του ότι αρματωμένοι καβαλάρηδες έζωσαν το χωριό. «Αφεντικό, εμείς σας αγαπάμε. Μα αυτοί είναι ξενόφερτοι, με άγριες διαθέσεις για τους Ρωμιούς». Δυο χούφτες πεντόλιρα έκρυψε βιαστικά μέσα στο σακί με τα φασόλια και τρεχάτος στο σπίτι. Πανικός στη γειτονιά. Όλοι φόρτωναν ό,τι μπόραγαν σε σούστες και κάρα και αλαφιασμένοι έφευγαν, χωρίς να ξέρουν και οι ίδιοι για τα πού είναι η σωτηρία. Το ίδιο και ο μπάρμπα-Νικόλας. Λίγα μπακίρια, μερικά προικιά των κοριτσιών, τη ραπτομηχανή χεριού Singer, νερό και λίγο κολατσιό για τον δρόμο. Μπροστά ο ίδιος στο κουμάντο. Δίπλα η Ζωγράφω, πίσω, πάνω στη Singer, που έκαναν καναπέ για να την κρύψουν κιόλας, η κατάκοιτη από χρόνια κουνιάδα του Τριανταφυλλιά και πιο πίσω, κολλητά το ένα πάνω στο άλλο, τα τέσσερα κορίτσια τους, η Σοφία, η Βασώ, η Θεοδίτσα και η τρίχρονη Ευδοξία. «Οι μεγάλες βάλτε μαύρα τσεμπέρια και ρούχα, πασαλείψτε μούτρα και χέρια με λάσπη και σβουνιές να φαίνεστε λερές γριές, μη σας αρπάξουν στον δρόμο οι Τούρκοι για την Ανατολή».

Μερόνυχτα στον δρόμο. Σαν έφτασαν στη θάλασσα, κοσμοπλημμύρα. Με τα πολλά, μπήκαν σε βαπόρι καταπώς τους πήγε το κύμα του κόσμου. Πήραν μια ανάσα, όμως το άγνωστο δεν άφησε τους μεγάλους να κλείσουν μάτι. Δυο μέρες μετά αντίκρισαν βουνά. «Η Σαλονίκη», φώναξαν αυτοί που ήξεραν.

Το παλιό μας σπίτι στη λεωφόρο Στρατού 1Α, τέμπερα, 2000

Τους άδειασαν στην παραλία σε κάτι μακρινάρια θαλάμους, το απολυμαντήριο, όπως τους είπαν. «Μια εβδομάδα εδώ και μετά θα σας τακτοποιήσουμε». Σε δέκα μέρες τους πήραν και, αφού διέσχισαν με κάρα μια άγνωστη σε όλους πόλη, τους έφεραν σε ένα μεγάλο τσαΐρι, το Λεμπέτ, έμαθαν μετά. Δυο, τρεις  οικογένειες στο τσαντίρι. Γυφτιά, πείνα, το νερό λίγο και ο βαρδάρης του ’14 να τους ξυρίζει. ΄Εξι μήνες εκεί. Μετά, ο Χρήστος, ο γιος τους, που από χρόνια είχε μπαρκάρει λαθραία στην Αμέρικα, μη και υπηρετήσει στον τούρκικο στρατό, τους έστειλε το τσεκ. Πρώτο τους μέλημα να φύγουν από το Λεμπέτ, να βάλουν κεραμίδι στο κεφάλι τους. Το ημιυπόγειο στην Αετοράχης τους φάνηκε παλάτι. Το ασβέστωσαν, το συγύρισαν και άρχισαν να οργανώνουν τη ζωή τους. Οι μεγάλες κόρες σε θελήματα. Δύσκολες οι δουλειές για τους πρόσφυγες, τους έβλεπαν με μισό μάτι. Πόσο τους πόναγε, νοικοκυραίοι αυτοί στον τόπο τους, να ακούν τους ντόπιους να λένε πως είχαν στη δούλεψή τους δύο ανθρώπους και ένα πρόσφυγα. Η μικρή στο σχολείο. Έξυπνη, πρώτη μαθήτρια, ήθελε να γίνει δασκάλα.

Σαν έφτασε το ’17, άρχισαν να ξεσηκώνουν τον μπάρμπα-Νικόλα οι συγχωριανοί, να γυρίσουν πίσω στο Τσανάκαλε. «Νικόλα, τα πράγματα ηρέμησαν. Τα καλαμπόκια είναι δυο μπόγια στην ξεκούραστη γη της πατρίδας». «Δεν ησυχάζει το Τουρκιό. Σιμά θα έχουμε τα ίδια. Μοίρα μας να ξεριζωθούμε ήταν από κει. Ας κάνουμε ρίζες εδώ». Αν και με λίγα γράμματα, τετράγωνο μυαλό ο μπάρμπα-Νικόλας. Το ’22 τον δικαίωσε.

Όμως τα βράδια, σαν ο Θανάσης και ο Γιάννης περνούσαν το κατώφλι του ημιυπογείου της οδού Αετοράχης, παρόλο που δεν ήθελε να το δείχνει, αναπολούσε με λαχτάρα τα παλιά και μιμούνταν με γέλια τα κουνήματα της μεθυσμένης γουρούνας στο πλημμυρισμένο με κόκκινο κρασί κατώι του Τσανάκαλε.

Η οικογένεια του παππού Νικόλα το 1924, πρόσφυγες στη Θεσσαλονίκη,
τέμπερα & φωτογραφία, 2009

 

Ιστορίες και μνήμες από την Εγνατία

του Γιώργου Αναστασιάδη | τεύχος 57 του ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόΛΙΣ

Μηχανικοί προβολής, οι αφανείς ήρωες του κινηματογράφου

της Λίνας Μυλωνάκη | τεύχος 44 του ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόΛΙΣ

 ΑΘΡΗΣΚΕIΑ του Κάρολου Τσίζεκ

του Γιώργου Κορδομενίδη | Από το αρχείο του περιοδικού ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΩΝ ΠΟΛΙΣ

Ιστορία, Γράμματα, Τέχνες, Ιδέες. Η «συνείδηση της πόλης»

MATAROA PROJECT

πλατφόρμα για τους καλλιτέχνες και τον σύγχρονο πολιτισμό στην Ελλάδα

ΑΛΛΕΣ ΔΡΑΣΕΙΣ

πρωτοβουλίες για τη δημόσια και πολιτιστική ζωή της Θεσσαλονίκης