NOTEBOOK
Το «Αφήγημα της παλιάς παραλίας»
του Γιώργου Ολ. Αναστασιάδη | τεύχος 63 του ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόΛΙΣ
Από τον Κεμάλ στον Μάνο Χατζηδάκη, «τα καφενεία, τα μπαλκόνια, τα σινεμά και τις σειρήνες της προκυμαίας» που συνδέθηκαν με τα βιώματα τεσσάρων γενεών.
Στην παλιά παραλία του λαϊκού περιπάτου (από την περιοχή του Λευκού Πύργου ως το λιμάνι) επιχειρείς να ανακαλέσεις δρώμενα από τα βιωματικά χαρακτηριστικά της προκυμαίας των ασπρόμαυρων χρόνων:
Η επίσκεψη στον αμερικανικό στόλο. Το ξενοδοχείο «Μεντιτερανέ». Το εστιατόριο «Στρα τός». Ο « Ζεϊμπέκης» με τα τραπεζάκια έξω. Το «Πτι Παλαί» των μπασκετόβιων. Τα σινεμά «Παλλάς», «Εθνικόν» και «Κεντρικόν», τα θερινά «Αστόρια». Τα χαμένα —σήμερα— θερινά σινεμά της πλατείας Αριστοτέλους («Ρεξ», «Ρίο», «Ηλύσια», «Ελληνίς», «Ζέφυρος»), που χρειάζονται ξεχωριστή προσέγγιση.
Η παρέλαση στρατιωτική και μαθητική. Τα καραβάκια («Λευκή», «Ευδοκία», «Ναυτίλος» κτλ.). Το σκοπευτήριο. Το μεγάλο καφενείο (αναψυκτήριο) στον Λευκό Πύργο με τη Μαίρη Σοΐδου. Το ιστορικό εστιατόριο «Όλυμπος – Νάουσα»…
Όλα αυτά τυλιγμένα σε ένα ηχόχρωμα που περιέχει τις σειρήνες των πλοίων, την αναμετάδοση του αγώνα, που ακούγεται από τα τρανζίστορς, τα τραγούδια της όπερας και της οπερέτας να βγαίνουν από τους φωνόγραφους των παλιών καφενείων και από τα παράθυρα και τα μπαλκόνια των πολυκατοικιών, και αργότερα από τα ηλεκτρόφωνα της εποχής όπου “μπερδεύονται” ο Μπιθικώτσης, ο Καζαντζίδης και ο Πωλ Άνκα.
Και είναι ακόμη οι χαρακτηριστικοί ήχοι που έρχονται από τις οθόνες (τα σάουντρακ των κινηματογράφων).
Ήδη το 1923, η Σοφία Βέμπο τραγουδάει για πρώτη φορά στην παραλιακή «Αστόρια Β». Υπάρχει βέβαια μία παράδοση. Ανέκαθεν η παλιά παραλία είχε θεωρηθεί και λειτουργούσε στα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα ως «Μέκκα» της ξέφρενης διασκέδασης, με τακτικό τότε θαμώνα του καφέ-αμάν τον Κεμάλ και με επίκεντρο το περίφημο «Μαζλούμ καφέ» (εκεί όπου αργότερα χτίστηκε το «Μεντιτερανέ»).

Μπορούσες τότε να δεις την παλιά παραλία να “πλημυρίζει” τα βράδια από ρεντιγκότες, τουαλέτες, και να αντηχεί από κιθάρες, βιολιά και γαλλικά τραγουδάκια. Και να ακούσεις το σεφαραδίτικο τραγούδι: «Άνοιξη στην Σαλονίκη, στου Μαζλούμ τον καφενέ» (Το διέσωσε και το μετέφρασε ο Αλμπέρτος Ναρ.)
Η μεγάλη πυρκαγιά του 1917 θα μεταμορφώσει και την παλιά παραλία. Οι Γάλλοι και Άγγλοι στρατιωτικοί που θα κατακλύσουν τα πεζοδρόμια της παραλίας θα υμνήσουν αυτό το μοναδικό “κατέβασμα” της πόλης στην ακροθαλασσιά της «σαν κύκνος πάνω στα κύματα».
Και είναι βεβαίως και η παραλία όπως μας την παραδίδουν, με εξομολογητικές αναφορές και μαρτυρίες, οι λογοτέχνες και οι συγγραφείς:
Ο Καρκαβίτσας φτάνει ένα Σάββατο του 1892 στην πόλη και βρίσκει έρημο το λιμάνι, διαπιστώνοντας έτσι ότι η Θεσσαλονίκη είναι «αληθινά εβραϊκή πόλη».
Χρόνια μετά, ο Αλέξανδρος Ασλάνογλου θα γράψει: «Το λιμάνι απόψε είναι ήρεμο. Κοιμούνται τα φορτωμένα καράβια.»
Το 1913 ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου «δεν χορταίνει να βλέπει την παλιά παραλία από το ξενοδοχείο “Σπλέντιτ”».
Στη σαγήνη της παλιάς παραλίας δεν μπορεί να αντισταθεί ο Γάλλος Μichel Butor: «Όσοι συγγραφείς πέρασαν από τη Θεσσαλονίκη αναφέρουν με νοσταλγία την παλιά προκυμαία από το λιμάνι ως τον Λευκό Πύργο, όπου περιδιαβαίνουν τα καλοκαιρινά βράδια οι Έλληνες».
Ο Γιώργος Ιωάννου θυμάται ότι «στην κατοχή, παρ’ όλες τις διπλοσκοπιές, ήμουν από τους λιγοστούς που κατάφεραν να τρυπώσουν στο λιμάνι. Μια ερεθιστική μυρωδιά από πετροκάρβουνο, καβαλίνες, σιτηρά και μπαχαρικά υπήρχε στην ατμόσφαιρα. Μαζί με τους Γερμανούς διοργανώσαμε κολυμβητικούς αγώνες… Όταν όμως προς το τέλος άρχισαν να μας βομβαρδίζουν οι Αγγλοαμερικάνοι, τα πράγματα έσφιξαν. Στο λιμάνι δεν μπορούσε να ζυγώσει κανείς…»
Δραματικές ώρες και μέρες θα ζήσουν η παραλία και το λιμάνι της πόλης, όταν μετά το 1922 θα καταπλεύσουν οι εξαθλιωμένοι πρόσφυγες, αναζητώντας στέγη και περίθαλψη.
«Πήγα στην προκυμαία», θυμάται ο Χένρυ Μορκεντάου, «και παρακολούθησα την απόβαση των προσφύγων. Δεν μπορεί να φανταστεί κανείς πιο τραγικό θέαμα. Χιλιάδες άνθρωποι να έχουν συσσωρευτεί σε ένα πλοίο, στριμωγμένοι σαν σταφίδες στο κατά στρώμα. Αποβιβάστηκαν, μετά από 4 μερόνυχτα στη θάλασσα, τυλιγμένοι σε κουρέλια και καταβεβλημένοι από την απόγνωση».

Η παλιά προκυμαία έχει όμως πολλά ακόμη να “αφηγηθεί”.
Για τους γηγενείς που φρόντισαν να αφανίσουν τις “γραφικότητές” της.
«Ο Εμπράρ» —επισημαίνει ο Δ. Φατούρος— « σεβάσθηκε τη σχέση της πόλης με το νερό. [_] Δεν κατάργησε στον σχεδιασμό του την προκυ μαία, άφησε τα κτίρια της πάνω στη θάλασσα. Κατέβασε μάλιστα την προκυμαία χαμηλότερα, ένα μικρό σκαλοπάτι, ώστε να μπορεί ο καθένας να κάνει περίπατο, αγγίζοντας το νερό […]».
Για τον Ελευθέριο Βενιζέλο, που το 1928 φθάνει «από θαλάσσης» στην πόλη. (Η θάλασσα είναι το όριο που σώζει τη Θεσσαλονίκη, θα πει ο Διονύσης Σαββόπουλος.
Ενώ ο Ν.Γ Πεντζίκης εδώ και καιρό παροτρύνει: «Προκειμένου περί Θεσσαλονίκης, η είσοδος του κόσμου να γίνεται απ’ τη θάλασσα […]». Την “εικόνα” για την έλευση του Ελ. Βενιζέλου διασώζει ο Αιμ. Δημητριάδης. Γράφει μεταξύ άλλων: «Όταν ο “Ιέραξ” αγκυροβόλησε μπροστά από τον Λευκό Πύργο, πολλοί έχαναν τον έλεγχο και πηδούσαν ζητωκραυγάζοντας στη θάλασσα.»
Για τα δύο βαπόρια που το 1930 κατέφθασαν στο λιμάνι από τον Πειραιά γεμάτα κόσμο. Ήταν φανατικοί οπαδοί του Παναθηναϊκού και του Ολυμπιακού, που η Αστυνομία δεν τους άφηνε στην Αθήνα να κάνουν επεισόδια και τους διοχέτευε στη Θεσσαλονίκη για να παίξουν και να μαλώσουν στο ουδέτερο γήπεδο του Άρη. Την έζησαν και αυτήν την εισβολή η παραλία και το λιμάνι της πόλης.
Για την 25η Μαρτίου 1944, όταν φοιτητές και φοιτήτριες της πόλης περιστοιχίζουν το άγαλμα του Ναυάρχου Βότση (είχε βυθίσει το 1912 στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης το τουρκικό θωρηκτό «Φετχί Μπουλέντ»), και ψάλλουν τον εθνικό ύμνο, προαναγγέλλοντας έτσι την απελευθέρωση που θα έρθει μετά από 7 μήνες.
Για τα χρόνια 1945-1950, όταν τρεις βυθοκόροι και πέντε ναρκαλιευτικά πλοία προσαραγμένα στην παραλία, δουλεύοντας μέρα-νύχτα και κάνοντας έναν φοβερό θόρυβο, έδιναν το ηλεκτρικό ρεύμα στην πόλη.
Για την πρώτη προβλήτα του λιμανιού, που το 1945 ενέπνευσε τον Μάνο Χατζιδάκι να γράψει τον Κύκλο του ^.Ν.5.
Για τον Βασίλη Βασιλικό που —όπως γράφει— «βλέπαμε, χρόνια κατόπιν, τα μικρά σκάφη που ανατίναξαν οι Γερμανοί στο φευγιό τους να αλλάζουν σχήματα μες στη ρηχή θάλασσα όπου είχαν βουλιάξει».

Για τον βαρκάρη που βρίσκει στη θάλασσα, στο ύψος του καφενείου «Αχίλλειον», το πτώμα του Αμερικανού δημοσιογράφου Τζωρτζ Πολκ (δολοφονία που παραμένει ακόμη ανεξιχνίαστη).
Δεν ξέρω πόσο αυτή η μικρή “ανθολογία” συμβάλει σε μία νέα ιστοριογραφία που πρέπει να χωρέσει, εκτός από τις φωτογραφίες, και το βλέμμα των παιδιών και των εφήβων, το πέταγμα των πουλιών και τους κήπους και τα μπαλκόνια που κάποτε έμπαιναν στην θάλασσα.
Αισθάνομαι όμως ότι οι “εικόνες” λειτουργούν και ως ψυχικό βάλσαμο.
Καταφεύγουμε σ’ αυτές όπως καταφεύγουν στην παλιά παραλία και στην αίσθηση που δημιουργεί, για να βρουν μια καταφυγή, οι ήρωες του Ν. Μπα κόλα στη Μεγάλη πλατεία.
Το θέμα είναι να νιώσουμε ότι όλο αυτό το ανάγνωσμα με “ήχο και με φως” αφορά τους τρόπους με τους οποίους προσδιορίστηκαν συνειδήσεις και συμπεριφορές στο πεδίο των σχέσεων Τόπου και Ιστορίας και επιπλέον να παροτρύνει σε νέες έρευνες και στοχασμούς.
