fbpx

logo

NOTEBOOK

Ένας καλός μαθητής

Η ζωγραφική πορεία του Ντίνου Παπασπύρου

της Σοφίας Καρακώστα | τεύχος 52 του ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόΛΙΣ

 

Το εστιατόριο ΟΛΥΜΠΟΣ ΝΑΟΥΣΑ, τέμπερα, 1992

Ο Ντίνος Παπασπύρου δέχτηκε να μας ξεναγήσει στον «ουρανό» της ζωγραφικής του. Μιλά για μιας μεστής ζωής εικαστικά αγωνίσματα.

«Όταν το 1946, δεύτερη τάξη Δημοτικού στην Παιδαγωγική Ακαδημία Θεσσαλονίκης, η δασκάλα μου σήκωνε ψηλά και έδειχνε στους συμμαθητές τις ζωγραφιές που έκαμνα στο μάθημα αντιγραφής και τους χάρτες στο μάθημα της Γεωγραφίας   χαιρόμουν πολύ, αλλά ούτε καν περνούσε τότε από το μυαλό μου ότι αυτά ήταν η απαρχή μιας ζωγραφικής πορείας. Το ίδιο, όταν ο ζωγράφος Γιώργος Παραλής, καθηγητής μου στο μάθημα ζωγραφικής στο Κολλέγιο Ανατόλια την δεκαετία του ’50, βαθμολογούσε με άριστα τις ζωγραφιές μου»

Κύλισε πολύ νερό στο αυλάκι από τότε, αμέσως μετά την αποφοίτηση από το Ανατόλια, μπήκε με διαγωνισμό στην Τράπεζα, μεγάλη καθημερινή πίεση, ακόμη και σε ημέρες αργιών, οικογένεια, παιδιά. Ζωγραφιές που και που έτσι σαν ψυχής άκος, θεραπεία δηλαδή στο καθημερινό άγχος.

«Πίστευα και εξακολουθώ να πιστεύω ότι, η τύχη παίζει μεγάλο ρόλο στην διαδρομή του καθενός μας. Μια ίωση στις αρχές του ’70, που με κράτησε αρκετές μέρες στο κρεβάτι, έφερε στο σπίτι μας τον ζωγράφο Πάνο Παπανάκο, που ήταν τότε γιατρός-ελεγκτής στην Τράπεζα. Πριν με ρωτήσει τι κάνω, το μάτι του έπεσε σε μερικές ζωγραφιές με την τεχνική κολάζ, που έκαμνα  για να σκοτώνω την κλεισούρα και είχα αναρτημένες στη μικρή μας βιβλιοθήκη. «Ποιος τις έκανε αυτές;», όταν του είπα εγώ ενθουσιάστηκε «είσαι ζωγράφος, συνέχισε αλλά όχι κολάζ, πάρε τέμπερες και πινέλα». Ούτε την τέμπερα ήξερα, ούτε πως και πάνω σε τι δουλεύονταν. Άρχισα να το ψάχνω. Εδώ να πω ότι, αν ο ζωγράφος δεν κατακτήσει τα εκφραστικά του μέσα, δεν μπορεί να προχωρήσει. Ένας σπουδαγμένος σε μια σχολή Καλών Τεχνών τα κατακτά εύκολα, για ένα αυτοδίδακτο όμως, όπως εγώ, είναι δύσκολο και παίρνει πολύ χρόνο. Πηγαίνει ψάχνοντας, βήμα-βήμα, βλέποντας και κάνοντας»

Κεντρική Στοά Τροφίμων, τέμπερα, 1992

Έφτιαξε μερικές ζωγραφιές και τις πήγε στον Πάνο. Σηκώθηκε όρθιος μόλις τις είδε «στο είπα, έχεις τη δωρεά του ζωγράφου, συνέχισε» και παράλληλα του έδειξε τον δρόμο προς την Μικρή Πινακοθήκη «Διαγώνιος» του Ντίνου Χριστιανόπουλου, που μόνο ακουστά τον είχε. Τον δέχθηκε ευγενικά, είδε τις ζωγραφιές που του πήγε «άφησέ τες να τις δουν και ο κ. Τσίζεκ με τον κ Μαυρομάτη, που είναι σύμβουλοι στης Πινακοθήκης».

Πέρασαν μήνες δύο, τρεις, έξι και ένα απόγευμα χτύπησε το τηλέφωνο. «Χριστιανόπουλος, αποφασίσαμε να εκθέσουμε ένα έργο σου στην επόμενη ομαδική». Η χαρά του μεγάλη, ήταν ένα εργάκι διαστάσεων 10Χ17 εκ., που ζωγράφισε από το μπαλκόνι του σπιτιού του στην οδό Καυτανζόγλου και απεικόνιζε στο βάθος το Σέϊχ-Σου, μπροστά το Καυτανζόγλειο Στάδιο και ακόμη πιο μπροστά μερικούς στρατώνες του Γ΄Σ.Σ.

«Προσπαθώντας να αποδώσω τα δέντρα πάνω στο λόφο του Σέϊχ-Σου, το έκανα με μικρές τελίτσες σε αποχρώσεις του πράσινου. Μου άρεσε το αποτέλεσμα και συνέχισα να αποδίδω με τον ίδιο τρόπο και το στάδιο και τα κτίσματα. Ήταν το πρώτο μου πουαντιλιστικό έργο, χωρίς να γνωρίζω ούτε τον συντοπίτη μας Πεντζίκη, πολύ δε περισσότερο τον διάσημο Ζωρζ Σερά. Όταν κάποια στιγμή επισκέφτηκε την έκθεση ο Πεντζίκης αναφώνησε με χαρά «ιδού ο μαθητής μου!», πράγμα που δεν ίσχυε, όπως προαναφέρω».

 

Ευγνωμοσύνη στη Διαγώνιο

«Το έργο αυτό εκτέθηκε στην ομαδική που έγινε το 1977 και ήταν η αρχή. Από τότε ακολούθησαν συμμετοχές σε άλλες εβδομήντα περίπου ομαδικές εκθέσεις στη «Διαγώνιο» και δύο ατομικές το 1985 και 1987, μέχρι που, δυστυχώς, έκλεισε η «Διαγώνιος», τον Δεκέμβριο 1995. Εξακολουθώ να αναφέρω και να θυμάμαι με ευγνωμοσύνη, ότι είμαι ένας από τους καλλιτέχνες που ξεκίνησαν τα πρώτα τους βήματα στον χώρο αυτό, συνέχισαν και ανδρώθηκαν καλλιτεχνικά»

«Είναι γεγονός ότι στο ξεκίνημά μου επηρεάστηκα από δύο στενούς συνεργάτες της «Διαγωνίου», τον Πεντζίκη και τον Παπανάκο. Η επίδραση από τον Πεντζίκη έγκειται στο ότι η μικρή κουκίδα μεγάλωσε και έγινε μια ευρύτερη βουλίτσα, και κατάργησα την σκιά. Από τον Παπανάκο, στο ότι δέχθηκα κάποια ναϊφ και λαϊκότροπα στοιχεία. Προσπαθώντας να κάνω ένα μείγμα από αυτές τις επιδράσεις, μπόρεσα σιγά-σιγά να βρίσκω κάποιες προσωπικές λύσεις. Έτσι, στη διαδρομή, ερωτοτροπούσα με την λαϊκή, ή έστω λαϊκότροπη, τεχνοτροπία, χωρίς όμως να έχω όλα τα χαρακτηριστικά ενός λαϊκού ή ναϊφ ζωγράφου.

Βόλτα στην Παλιά Παραλία με βροχή, τέμπερα, 2013,

Η θεματογραφία μου την εποχή εκείνη ήταν τοπία της αγαπημένης γενέθλιάς μου πόλης Θεσσαλονίκης και διαφόρων εξοχών, ειδικότερα του Πηλίου και της Χαλκιδικής. Τα έργα αυτά διακρίνονταν για την προσεγμένη δουλειά τους, αλλά δεν είχαν κάτι το προσωπικό. Θα έλεγα ότι ήταν πίνακες «αλά μανιέρ ντε Ζωρζ Σερά», τον οποίο είχα εν τω μεταξύ μελετήσει. Επίσης δεν διέφερε η αίσθηση που προκαλούσε ένα τοπίο της Θεσσαλονίκης από ένα του Πηλίου ή της Χαλκιδικής. Η περίοδος αυτή κράτησε τρία περίπου χρόνια, που θα έλεγα ότι ήταν περίοδος αναζήτησης.

Η ουσιαστικότερη περίοδος είναι αυτή των επόμενων ετών. Απομακρύνομαι από τις επιρροές Πεντζίκη και Παπανάκου, γίνομαι χρωματικά πιο ισορροπημένος και συναισθηματικά πιο ήρεμος. Είναι πολύ δύσκολο για έναν αυτοδίδακτο ζωγράφο, που συνεχίζει την ελληνική, θα έλεγα Σαλονικιώτικη παράδοση, να βρει το προσωπικό του στίγμα, δηλαδή να αντιλαμβάνεται ο θεατής ότι το έργο που βλέπει είναι έργο «Παπασπύρου», πριν διαβάσει την υπογραφή. Στα έργα αυτά υπάρχουν στοιχεία από τη βυζαντινή και νεώτερη παράδοση της Θεσσαλονίκης. Όλη η ζωγραφική επιφάνεια είναι προσεκτικά δουλεμένη. Τα χρώματα συνήθως ατόφια και τα επεισόδια διαδραματίζονται σε ένα επίπεδο, καθόσον προοπτική και φωτοσκιάσεις έχουν καταργηθεί. Τα έργα δίνουν την εντύπωση ότι φωτίζονται από παντού.

Θεματικά είμαι ζωγράφος του αστικού κυρίως χώρου, απεικονίζοντας τα τοπία ή τα σημεία εκείνα της Θεσσαλονίκης που την χαρακτηρίζουν, όπως μνημεία, πλατείες, πάρκα, αγάλματα, κτίρια με ειδικότερη σημασία, ή ό,τι αγαπημένο χάνεται, αν δεν έχει ήδη χαθεί. Τοπία από την Πάνω Πόλη, τα κάστρα, παλιούς κινηματογράφους, εκκλησίες κ.ά., προσπαθώντας να μην ξεγλιστράω σε γραφικότητες. Αλλά και τοπία της Χαλκιδικής, όπου περνάμε λίγες μέρες τα καλοκαίρια. Προσπαθώ και αυτά όμως να τα αποδώσω εξωραϊσμένα, όχι πάλι γραφικά, αφαιρώντας τον καταιγισμό επεμβάσεων που, δυστυχώς, συνεχίζει να δέχεται η μαγική αυτή θαλασσινή περιοχή για προσπορισμό τουριστικού κέρδους με την κακή έννοια.

Το γεγονός ότι συνεχίζω να ζωγραφίζω καθημερινά αδιάκοπα, με οδήγησε να εξαντλήσω ως θέμα μου το αστικό τοπίο της Θεσσαλονίκης και των γύρω εξοχών. Στην πρόσφατη δουλειά μου εισβάλλουν, σαν προσπάθεια ανανέωσης, παιδικά βιώματα όπως το Θέατρο Σκιών, που μικρός έστηνα και έπαιζα στην αυλή μας, γατούλες, με τις οποίες μεγάλωσα όταν το σπίτι μας ήταν μονοκατοικία, άλλα κατοικίδια, άνθη δέντρα και φυτά. Μια μεγάλη θεματική σειρά αποτελούν τα γυναικεία γυμνά, τα οποία αφήνουν να υποβόσκει ένας αισθησιασμός. Όποιος δεν έχει ζωγραφίσει το γυναικείο σώμα, είπε κάποιος, δεν είναι ζωγράφος. Μια άλλη μεγάλη σειρά είναι αυτή της μεικτής τεχνικής, όπου παντρεύω φωτογραφίες με τέμπερα. Στην ανανεωτική αυτή προσπάθεια δεν παραλείπω να εκμεταλλεύομαι και την επικαιρότητα. Υπάρχει μία μεγάλη σειρά με θέμα τους Ολυμπιακούς Αγώνες, αγώνες ποδοσφαίρου και μπάσκετ.

Όταν μετά τα πενήντα μου βγήκα για πρώτη φορά έξω από τα σύνορα της Ελλάδας και επισκέφτηκα πολλές χώρες της Ευρώπης, φίλος μου είπε τώρα θα μπορέσεις να εμπλουτίσεις την θεματολογία σου με αυτά που είδες. Αμ δε, γιατί αν δεν βιώσω και δεν αγαπήσω κάτι δεν μπορώ να το αποθανατίσω ζωγραφικά. Εξαίρεση αποτέλεσε το αγαπημένο μου Παρίσι, που το επισκέφτηκα πάνω από δέκα φορές και έκανα αρκετές ζωγραφιές εκεί.

Στενός φίλος, γνωρίζοντας από κοντά ότι δουλεύω ακατάπαυστα, έγραψε κάποτε σε λογοτεχνικό περιοδικό: «Είναι ένας καλός μαθητής, επιμελής, εξαιρετικά εργατικός, επίμονος και δεν πετάει την πετσέτα στο ρινγκ. Δεν το βάζει κάτω, όσα χρόνια κι αν πέρασαν και θα περάσουν». Είναι γεγονός. Ίσως βέβαια με ρωτήσετε αν έχω έμπνευση ζωγραφίζοντας ασταμάτητα καθημερινά. Θα σας απαντήσω όπως απάντησε ο Πικάσο σε ανάλογη ερώτηση: «Όχι, αλλά όταν έρθει η έμπνευση ας με βρει με το πινέλο στο χέρι».

Η εκκλησία Αγίου Κωνσταντίνου στο Γ΄ Σ. Στρατού, τέμπερα, 1998

Αισθάνομαι γεμάτος μετά σαράντα χρόνια ζωγραφικής δημιουργίας. Δεκατρείς ατομικές εκθέσεις, συμμετοχή σε περισσότερες από διακόσιες ομαδικές σε Ελλάδα και εξωτερικό, με τα έργα μου να έχουν αγαπηθείς από φίλους, γνωστούς και αγνώστους, να βρίσκονται σε πινακοθήκες, μουσεία, ιδιωτικές συλλογές και να έχουν κοσμήσει, ως εξώφυλλα, πολλές λογοτεχνικές εκδόσεις. Όλα με πολλή δουλειά και υπομονή. «Ο καιρός, εδώ, δεν μετράει, ένας χρόνος δε λογαριάζεται, δέκα χρόνια είναι ένα τίποτα. Καλλιτέχνης θα πει: να μη μετράς, να μη λογαριάζεις, να ψηλώνεις όπως το δέντρο, που δε βιάζει το χυμό του, που αδείλιαστο αψηφάει τις ανοιξιάτικες μπόρες, χωρίς να φοβάται μη δεν έρθει το καλοκαίρι. Το καλοκαίρι έρχεται. Έρχεται, όμως, μονάχα για κείνους που ξέρουν να προσμένουν ξένοιαστοι και γαλήνιοι σα νά’χανε μπροστά τους την αιωνιότητα. Κάθε μέρα πού’ρχεται και φεύγει μου φέρνει τούτη τη διδαχή – διδαχή πληρωμένη με πόνους, που τους χρωστώ ωστόσο χάρη: Υπομονή, αυτό είναι το μεγάλο μυστικό»  Μεγάλη δύναμη να προχωρήσω και πως μου έδωσε στη νιότη μου αυτό το απόσπασμα, από το «Γράμματα σ’ ένα νέο ποιητή», του Rainer Maria Rilke.

 

Μηχανικοί προβολής, οι αφανείς ήρωες του κινηματογράφου

της Λίνας Μυλωνάκη | τεύχος 44 του ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόΛΙΣ

Ας κάνουμε ρίζες εδώ 

της Ντίνου Παπασπύρου | τεύχος 56 του ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόΛΙΣ

 ΑΘΡΗΣΚΕIΑ του Κάρολου Τσίζεκ

του Γιώργου Κορδομενίδη | Από το αρχείο του περιοδικού ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ


ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΩΝ ΠΟΛΙΣ

Ιστορία, Γράμματα, Τέχνες, Ιδέες. Η «συνείδηση της πόλης»


MATAROA PROJECT

πλατφόρμα για τους καλλιτέχνες και τον σύγχρονο πολιτισμό στην Ελλάδα


ΑΛΛΕΣ ΔΡΑΣΕΙΣ

πρωτοβουλίες για τη δημόσια και πολιτιστική ζωή της Θεσσαλονίκης