NOTEBOOK
ΤΑ ΜΠΑΛΚΟΝΙΑ
ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ ΣΥΡΤΑΡΙ | του Άκη Δήμου |
τεύχος 45 του ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόΛΙΣ (Σεπτέμβριος 2013)
Δεν θα πω σε ποιο δρόμο αλλά το είδα. Καθόλου ωραίο. Αφόρητα στενό, με λαδοπράσινα κάγκελα, σκασμένη τόπους τόπους η μπογιά, ν’ απλώνονται οι λεκέδες της σκουριάς ― φαντάστηκα νύχια να τους ξύνουν αφηρημένα, σε στιγμές αμηχανίας ή εκνευρισμού. Ήταν ένα μπαλκόνι αλλά λίγο, πολύ λίγο ― χαράμι η λέξη, σκέφτηκα, καλύτερα πες το διάδρομο. Κι ύστερα, πλησιάζοντας, είδα τον τοίχο. Κρεμασμένα αναρίθμητα καδράκια, κόντρα πλακέ ή μπορεί και χαρτόνι, δεν ξεχώρισα. Βαμμένα όλα μπλε λουλακί, αιγαιοπελαγίτικο. Και πάνω κολλημένα κοχύλια, πολλά κοχύλια: μικρά, μεγάλα, λεία, με ραβδώσεις, λευκά της ώχρας κι άλλα πιο σκούρα… ίχνη πολλών καλοκαιριών ή του ίδιου. Όλα απ’ τις αμμουδιές δύο νησιών. Πάρος – Αντίπαρος. Αντίπαρος – Πάρος. Γραμμένα τα ονόματα σαν αναγγελία λιμανιών, με κατσαρά, τσαλακωμένα γράμματα παιδιού ή βιαστικού μεγάλου. Κι απλώνονταν σ’ όλον τον τοίχο τού, ας πούμε, μπαλκονιού. Στάθηκα από κάτω και φαντάστηκα τους ενοίκους του διαμερίσματος. Ότι είχαν περάσει αξέχαστα στα δυο νησιά και θέλανε να τα φέρουνε στο μπαλκόνι τους. Τα ίδια τα νησιά, όχι τις αναμνήσεις τους. Αλλιώς, θα κρέμαγαν φωτογραφίες ή δεν θα κρέμαγαν τίποτα. Κι ότι αγαπούσαν τις θάλασσες, αλλά από κει που μένανε ήταν καταδικασμένοι να μη βλέπουν ούτε κυματάκι. Γι’ αυτό φυτέψανε τα κοχύλια στον τοίχο. Για να βγαίνουν κάθε πρωί και κάθε απόγευμα στο μπαλκονάκι τους ―ένας ένας, γιατί δεύτερος δε χώραγε― και να τεντώνονται εισπνέοντας το ιώδιο, ένα μελτέμι δροσερό να τους χαϊδεύει τα μαλλιά και τα πόδια να βουλιάζουν στη δροσερή άμμο· όχι, δεν ήταν πόλη εδώ, εδώ ήταν ο γιαλός και τα κάγκελα δίχτυα, μια κρεμαστή θάλασσα με τα κοχύλια της καρφωμένα στο μπετόν, ξεγελιέται με το τίποτα ο άνθρωπος. Θέλανε να ζούνε ναυτικοί, ψαράδες, δύτες, να λιάζονται και να βουτούν. Θάλασσα δεν βρήκαν πλάι τους, θα χτίζανε λοιπόν την εικόνα της. Πώς το ’λεγε ο Άρης Κωνσταντινίδης; «Είμαστε αυτό που χτίζουμε. Χτίζουμε αυτό που είμαστε.» Ε, στο διαμέρισμα αυτό ήταν αμφίβιοι. Αλλά οι εργολάβοι είναι όλοι τους στεριανοί, δεν έχουν φαντασία, δεν προβλέψανε. Άλλο δεν έμενε στους ενοίκους εκείνου του παράταιρου μπαλκονιού παρά να χτίσουν αυτό που είναι. Και χτίσανε έναν τοίχο κοχύλια πάνω στο μπλε. Σαν παιδική χειροτεχνία.
Έχω πολύ καιρό που παρατηρώ τα μπαλκόνια στην πόλη. Λίγο πιο μακριά, λίγο πιο κοντά στο κέντρο. Άλλοτε με την άκρη του ματιού μου κι άλλοτε κατάματα κι επίμονα μέχρι παρεξηγήσεως. Κάποιες φορές χαίρομαι, τις περισσότερες τρομάζω με την ασχήμια. Οι πιο πολλοί απ’ όσους πηγαινοέρχονται λαχανιάζοντας μέσα στο σπίτι τα θεωρούν άχρηστα ή προέκταση δωματίων αφρόντιστων, κακοσυγυρισμένων. Άσχημα μπαλκόνια, με λερωμένα κάγκελα, με κάτι σκονισμένα, καχεκτικά γεράνια σε σκοτωμένο κόκκινο, με πλαστικές καρέκλες, μεταλλικές βρώμικες ντουλάπες και κάτι τραπεζάκια χιλιοφθαρμένα· φαντάζομαι τις λαδιές κι απελπίζομαι. Αυτοί οι ελάχιστοι χώροι που μας δόθηκαν, διάδρομοι του μέσα προς το έξω, αυτές οι μετέωρες γέφυρες προς ένα αλλού κοντινό και μακρινό μαζί, αυτά τα λιγοστά τετραγωνικά ―βήμα για να συνομιλήσεις με το τοπίο, ουρανό ή χώμα― πόσο άδοξα σπαταλιούνται, μεταμορφωμένα σε αποθήκες! Ξανά ο Κωνσταντινίδης: «Η αρχιτεκτονική δεν πρέπει να τελειώνει στην έκταση κάποιου πολύ συγκεκριμένου χώρου. Πρέπει να υλοποιεί έναν στοχασμό που θα μπορεί να φτάσει, να απλωθεί, ώς τα πέρατα του κόσμου. Κι αυτό είναι η ανθρωπιά της.» Στα πιο πολλά μπαλκόνια που ξέρω ανθρωπιά δεν υπάρχει. Υπάρχει φτήνια, στοίβαγμα, προχειρότητα, κακογουστιά, χαρτοκιβώτια και ξεκοιλιασμένα μπαμπού, που στα νιάτα τους ήταν, λέει, πολυθρόνες.
Διάβαζα τις προάλλες μια παλιά συνέντευξη της Μαργκερίτ Ντυράς. Μίλαγε για τα σπίτια που έζησε σε όλη τη διάρκεια της ζωής της, τα περισσότερα χρόνια μόνη. Το σπίτι, έλεγε, ήταν για μένα πάντοτε ένας ανοιχτός χώρος, όπου πρέπει να αφήνουμε να περνάει ο εξωτερικός αέρας. Αλλά εδώ, λέω εγώ, στα περισσότερα μπαλκόνια αυτής της πόλης, μπροστά και πίσω, ο αέρας δεν περνάει, κάνουν όλοι τα πάντα για να τον εμποδίσουν. Όπως οι περισσότεροι ακάλυπτοι έγιναν χωματερές, έτσι και τα μπαλκόνια παραδόθηκαν στη λογική του άχρηστου χώρου. Εκπαιδευμένοι πια όλοι μας να ζούμε εσώκλειστοι, ανάσκελα στους καναπέδες, να τραβάμε με λύσσα τις κουρτίνες απομονώνοντας το βλέμμα του τοπίου ― ποιου τοπίου; θα μου πεις· του όποιου έξω· των σύννεφων―, σφραγίζοντας τις μπαλκονόπορτες σαν σύνορο μιας άλλης χώρας που ούτε μας θέλει ούτε τη θέλουμε, παρά μόνο σαν ουδέτερη ζώνη όπου συσσωρεύονται τα υπολείμματα του μέσα που τσιγκουνεύεσαι να πετάξεις, κι από πάνω τα περιστέρια να τα βρωμίζουνε. Κακοφωτισμένες ζωές ασφυκτικού εσωτερικού χώρου που ανασαίνουν δύσκολα, προσκυνάνε στις οθόνες τα τούρκικα πάθη κι ορκίζονται αιώνια υποταγή στο πλακάκι που τις παγώνει κι όχι στον αέρα που τις τρέφει. Αυτός ο αέρας δεν πρέπει να μας βρει, δεν πρέπει να τον βρούμε. Γι’ αυτό γυρίσαμε την πλάτη στα μπαλκόνια μας, όχι γιατί η αισθητική μας είναι μπαζωμένη (που είναι). Θα έπρεπε, λέει η Ντυράς (που όταν ζούσε μόνη στο Παρίσι, δεν έκλεινε την πόρτα της παρά μόνο αργά το βράδυ), να μείνουμε στο μηδέν, να αφήσουμε να μας βρουν οι τόποι, χωρίς καμιά προηγούμενη ιδέα. Θα έπρεπε. Αλλά κάτι τέτοια πρέπει δεν τα σηκώνουμε.
Ξαναπερνάω απ’ το θαλασσινό μπαλκόνι και προσπαθώ να μαντέψω τι γίνεται μέσα. Δεν άλλαξαν οι ένοικοι ζωή, είμαι σίγουρος. Κλειστή την έχουνε πάντα την μπαλκονόπορτά τους και, τώρα που το ξαναβλέπω, το μπαλκονάκι μοιάζει κακόγουστο, ποια Ιουλιέττα θα καταδεχόταν να βγει να συναντήσει τον Ρωμαίο ανάμεσα στο κοχυλομάνι; Και ποιος Ρωμαίος θα στεκόταν στο φαγωμένο πεζοδρόμιο περιμένοντας τη γοργόνα των ονείρων του; Ίδια ζωή, είμαι σίγουρος. Αλλά η ψευδαίσθηση μιας θάλασσας είναι εκεί. Ο έξω τόπος. Ο ορίζοντας. Σαν (υποσυνείδητη, έστω) επιθυμία. Υπάρχει ο μπλε τοίχος. Τα καύκαλα των αχιβάδων. Μια υποψία λιμανιού στο βάθος. Ούτε ρούχα απλωμένα σε μίζερα σκοινιά, ούτε μισάνοιχτοι σκουπιδοτενεκέδες, ούτε σκισμένες σαγιονάρες. Μια κάθετη απατηλή παραλία. Ο υπαινιγμός ενός νησιού. Ένα εικαστικό συμβάν ― ναΐφ, αφόρητης ελαφρότητας. Αλλά τριγύρω όλα έχουν βαρύνει. Και πιο πολύ τα μπαλκόνια που κρέμονται άχρηστα. Και που σαν από θαύμα δεν σωριάζονται στο χώμα.