NOTEBOOK
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΚΑΙ ΜΝΗΜΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΓΝΑΤΙΑ
τεύχος 57 του ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόΛΙΣ
Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗ
Ευτυχής που (ξανα)κάνεις το συναρπαστικό «ταξίδι της μνήμης» στη γενέθλια πόλη για να (ξανα)δεις με άλλα μάτια την Εγνατία (τον δρόμο που κόβει στη μέση τη Θεσσαλονίκη), δεκαπέντε χρόνια μετά την κυκλοφορία του βιβλίου που σκαρώσατε μαζί με τον Ε. Χεκίμογλου -«τότε που ζούσαμε»- και του δώσατε τον τίτλο: «Η χαμένη Εγνατία της Θεσσαλονίκης. Από τον μεσαιωνικό φαρδύ δρόμο στον σύγχρονο (στενό) αυτοκινητόδρομο».
Και αφού επαναλάβεις το δοκιμασμένο και επιβεβαιωμένο πλέον ότι δεν υπάρχει τελικά πιο γοητευτικός και ουσιαστικός τρόπος για να γνωρίσεις, να νοιώσεις την πόλη σου από το να την περπατήσεις, να την διαβείς μέσα από τους πιο χαρακτηριστικούς δρόμους της, αρχίζεις την περιδιάβαση από την Εγνατία στα χρόνια του Α΄ παγκοσμίου πολέμου. Πρέπει να λάβουμε υπόψιν μας ότι το τμήμα της Εγνατίας από το Βαρδάρη μέχρι τη Βενιζέλου – όλο αυτό το κομμάτι καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς στην Πυρκαγιά του ’17 – συγκροτούσε τότε έναν τόπο ξεχωριστό με κέντρα διασκέδασης, λαϊκά θέατρα, μεγάλα καφενεία κ.λ.π.
Διαβάζουμε στην εφημερίδα «Το Φως» (30-10-1916) στο χρονογράφημα του Θ. Ρηγινού:
«Ο δρόμος της Θεσσαλονίκης που έχει ξεχωριστή φυσιογνωμία είναι το τμήμα της Εγνατίας από την αγορά μέχρι το Βαρδάρη. Καθημερινώς ο δρόμος αυτός βομβίζει από το άπειρον πλήθος των προσφύγων, των χωρικών, των στρατιωτικών, ημετέρων και ξένων. Μέσα σ’αυτό το πλήθος διακρίνεις τους παλαιού τύπου «κομπογιαννήτες» που υπόσχονται την ανώδυνον εξαγωγήν ολόκληρης οδοντοστοιχίας (…)
Ένας βόμβος αδιάκοπος ανέρχεται εις τον αιθέρα, συνοδευόμενος από τον ξερόν κρότων των τραμ, τα οποία ανά 2΄, διασχίζουν βραδέως και με κλυδωνισμούς τον δρόμο. (…) Τη νύχτα η σκηνογραφία αλλάζει. οι φωνές πληροφορούν τους διαβάτες ότι εις την αίθουσαν, η πολυθρύλητος αοιδός Ευανθία καταπίνει την θλίψιν της ζωής δια της μελιστάλακτου φωνής της.
Στα καφενεία (…) θαυματοποιοί και ταχυδακτυλουργοί πωλούν ματζούνια (…)κ.λ.π.»
Πριν περάσει μία εικοσαετία, στις 21.12.1935, η «Εφημερίς των Βαλκανίων» σε πρωτοσέλιδο δημοσίευμά της («Η διάνοιξις της οδού Εγνατίας») «… προτρέπει τον Γεν. Διοικητή Μακεδονίας, «να κάνει μια απλή επίσκεψη – και μάλιστα πεζός – για να διαπιστώσει ότι τα τραμ περνούν σχεδόν σύρριζα από τους τοίχους, τα λεωφορεία τρέχουν δαιμονιωδώς, διάφορα άλλα τροχοφόρα και πάσης φύσεως υποζύγια διασταυρούνται δεξιά και αριστερά (…)».
Αυτές οι πρώτες εικόνες μας εφοδιάζουν με πληροφορίες και γεννούν τις πρώτες σκέψεις.
Σύμφωνα με τις προσεγγίσεις του Κ. Τομανά:
Η Εγνατία – όπως επέβαλε να ονομαστεί ο δρόμος ο τότε αρχισυντάκτης της εφ. «Νέα Αλήθεια», Ιω. Μπήτος, – η οποία άρχιζε από την «Χρυσή Πύλη» στο Βαρδάρη και έφτανε μέχρι την Πύλη της Καμάρας (εκεί που στήθηκε το Σιντριβάνι), προσδιοριζόταν από πολλά μνημεία: Ας ξεχωρίσουμε τρία – που διασώθηκαν μέχρι τις μέρες μας: Χαμζά Μπέη Τζαμί («Αλκαζάρ») , Λουτρά Παράδεισος και Καμάρα.
Ο Λ. Ζησιάδης, θυμάται στα χρόνια του 30 ότι η παρέα του «όταν ήθελε να γευτεί λίγη Εγνατία» έπιανε τον κατήφορο της οδού Διοικητηρίου και έφτανε στο Βαρδάρη:
«Στρίβαμε αριστερά και κάναμε μία επιθεώρηση στις φωτογραφίες του κινηματογράφου «Αττικόν» (Δεν υπάρχει σήμερα όπως δεν διασώθηκαν και οι πιο σύγχρονοι κινηματογράφοι της οδού: «Κλειώ» και «Ρίο»).
Για το Βαρδάρη έχουν γραφτεί πολλά. Χαρακτηριστικές είναι οι προσεγγίσεις του Γ. Ιωάννου.
Διαβάζουμε π.χ. στο βιβλίο του «Το δικό μας αίμα»: Πλατεία Αγ. Βαρδαρίου δεν υπάρχει βέβαια, αλλά είναι χαρακτηριστικό το ότι όταν ένας φίλος θα αναζητήσει μ ’αυτή την ονομασία (:Αγίου Βαρδαρίου) την πλατεία δεν εισπράττει έκπληξη από τον απλοϊκό διαβάτη.
«Η στοά Κολόμβου -γράφει ο Γ.Ι.- «μαζί με την κάθετη οδό Αντιγονιδών αποτελούν τρόπον τινά τον προθάλαμο της πλατείας. Το Βαρδάρη φαίνεται από εκεί καθαρά, παρόλα τα καυσαέρια.
Ο σ. θρηνεί για την χαμένη φυσιογνωμία της Πλατείας:
«…Το χρησιμότερο πράγμα, το μικρό μεσαίο πάρκο με τα παγκάκια, που το γυρόφερνε στριγγλίζοντας το τραμ δεν υπάρχει σήμερα» (δηλ. πολύ πριν το 78).
«… Ωστόσο η πλατεία γράφει ο Γ.Ι. σου φαίνεται ζωηρή με τα οχήματα, τα ταξί, τα λεωφορεία, τα λαϊκά σινεμά (…) την Ιταλική Σχολή με το κόκκινο τούβλο όπου δίδαξε ο Ξεφλούδας, φοίτησε ο Τσίζεκ, λειτούργησε στον εμφύλιο, Στρατοδικείο, στεγάστηκε η Ασφάλεια και που τώρα (είναι) έρημη σαν στοιχειωμένη.
«… Στην ατμόσφαιρα της θρυλικής πλατείας αρχίζεις να τυλίγεσαι όταν περνάς την διασταύρωση ανάμεσα στη Βενιζέλου και Εγνατία.
Εκεί στην Ίωνος Δραγούμη τοποθετείται το σύνορο με κυριότερο φυλάκιο το Αλκαζάρ, τζαμί επί τουρκοκρατίας, βυζαντινή εκκλησία παλιότερα, σινεμά μετά. (…) Στην Κολόμβου είναι το δεύτερο μεγάλο φυλάκιο στην πορεία αυτή. Εδώ είναι το καφενείο «Ηλύσια» με τους άπειρους καθρέφτες στους τοίχους (…) Στην Κατοχή αντί για σουβλάκι και κεμπάμπ σιγόψηναν εδώ, πάνω σε φουφούδες με σχάρες ξυλοκέρατα που τα γυρνούσαν μάλιστα με τσιμπίδες σαν σε ιεροτελεστία. Λεφούσι από θαυματοποιούς και παπατζήδες μας είχαν κατακλύσει με επίκεντρο την περιοχή. Αλλά εδώ, για το Βαρδάρη, της κατοχής χρειάζεται μια αυτοτελής διερεύνηση.
Αφήνουμε την πλατεία Βαρδαρίου, ένα από τα πιο χαρακτηριστικά κομμάτια της παλαιάς Εγνατίας αρκεί και μόνο να θυμηθούμε ότι ο δρόμος παλιά ονομαζόταν «Μεγάλος Δρόμος του Βαρδάρη» και άλλωστε ο (…) Βαρδάρης τον καθάριζε όταν φυσούσε (όπως φυσούσε παλιά…)
Το 1934 θα γίνει η ασφαλτόστρωση της οδού Εγνατία. Ήδη από το 1928 ο Κ. Σνώκ γράφει στην εφ. «Νέα Αλήθεια».
«… Η ευρύτατη, ιστορικότατη οδός Εγνατία, η κυριότερη αρτηρία της πόλης, είναι ένας λάκκος όπου ο Δήμος ρίχνει όλα τα μπάζα, τα σκουπίδια κ.λ.π.»
Αλλάζει μορφή λοιπόν και η Εγνατία. Αλλά η Εγνατία δεν είναι ουσιαστικά μία: «Βαδίζοντας στην Εγνατία» – γράφει ο Λ. Ζησάδης « από το Σιντριβάνι μέχρι το Βαρδάρη έβλεπες να διαφοροποιείται το ύφος της, ακόμη και ο κόσμος της. Προχωρώντας μέχρι την Πλάτωνος η Εγνατία φάρδαινε και από τη Βενιζέλου ξαφνικά ζωντάνευε: κόσμος, κόρνες, κουδουνίσματα, τραμ ωσότου καταλήξει στο Βαρδάρη.
Για το διαφορετικό ύφος της Εγνατίας «μιλάει» και ο Γ. Ιωάννου: «Πήγαινα προς το Σιντριβάνι μα όσο προχωρούσα η κίνηση στην Εγνατία μεγάλωνε. Ήταν τα εγκαίνια της Έκθεσης εκείνη τη μέρα και ο κόσμος έσπευδε να δει και να θαυμάσει (…) Ήθελα να σεργιανίσω και πάλι τους γεμάτους υγεία και απλοϊκότητα χωρικούς της Μακεδονίας που κατέβαιναν τέτοιες μέρες κοπαδιαστά από τα χωριά τους. (…)
Πήρα την Εγνατία προς τον Βαρδάρη για να έχω κατάφατσα το πλήθος του λαού που πήγαινε συν γυναιξί και τέκνοις προς την Έκθεση. (…) (…) Κοντοστάθηκα έξω από το Φαρμακείο που άλλοτε ήταν κέντρο λογοτεχνικό(…) και τι δεν θά’ δινα όταν ήμουν νεαρός για να γίνω δεκτός στον κύκλο που σύχναζε σ’ αυτό το φαρμακείο!!»
[Ο Γ. Ιωάννου αναφέρεται στο Φαρμακείο Πεντζίκη. Όπως γράφει ο Ηλ. Πετρόπουλος στο Φαρμακείο αυτό σύχναζαν πνευματικοί άνθρωποι και όχι μόνο της πόλης. Εκεί μέσα γνώρισε – θυμάται ο Η.Π. – τον Κιτσόπουλο, τον Βαρβιτσιώτη (το σπίτι του ήταν πάνω από το Φαρμακείο…) τον Θέμελη, την Ζωή Καρέλλη, τον Παραλή, τον Λίνο Πολίτη, τον Στρ. Δούκα κ.λ.π.
«Παραδίπλα στο φαρμακείο» συνεχίζει ο Γ. Ι.- «υπήρχε η περίφημη ταβέρνα “Το Χρυσούν Απίδιον» (μικρός νόμιζα πως ήταν μια λέξη «Τοχρυσούναπίδιον». ύστερα ξεχώρισα τις λέξεις). Λίγο παρακάτω από το «Χρυσούν Απίδιον» λειτουργούσε η ταβέρνα, το «Σμυρναίικο Κέντρο».
Την μουσική πανδαισία (από τις ταβέρνες αυτές πέρασαν γνωστοί ρεμπέτες: Βαμβακάρης, Παπαϊωάννου, Γενίτσαρης, Μπαγιαντέρης, Ρούκουνας κ.ά., και οι ρεμπέτισσες Εσκενάζυ και Χασκίλ) παρακολουθούσαν όχι μόνο οι πρόσφυγες που κάθονταν στα τραπεζάκια έξω αλλά και πολλοί τζαμπατζήδες που από απέναντι χειροκροτούσαν και έδιναν και παραγγελίες.
Στην ίδια περιοχή – απέναντι από το φαρμακείο και το «Χρυσούν Απίδιον» («ένα φεγγάρι» βρίσκονταν και οι εγκαταστάσεις της εφ. «Μακεδονία») ήταν τα γραφεία κηδειών, τα «πεθαμενατζίδικα» που άφησαν και αυτά την σφραγίδα τους στην Εγνατία. Στη διασταύρωση Αγ. Σοφίας και Εγνατίας τα νερά της βροχής κατέβαιναν ενίοτε ορμητικά. Τότε εμφανιζόταν οι «χαμάληδες», οι οποίοι αναλάμβαναν να περάσουν τον κόσμο από τη μία «όχθη» της Εγνατίας στην άλλη. Η Εγνατία έχει και τις «όχθες» της.
Πιο πέρα, προχωρώντας προς το Σιντριβάνι εύρισκες το βιβλιοπωλείο Βαγουρδή-Παπαχρήστου που μέχρι πριν λίγα χρόνια βρισκόταν ακόμα εκεί, δίπλα στην παλιά «Οικοκυρική», γνωστή στάση λεωφορείων, στο ύψος της οδού Κ. Παλαιολόγου.
Ο Ντ. Χριστιανόπουλος αναφέρει ότι ήταν το πρώτο βιβλιοπωλείο που μπήκε στη ζωή του. Κυρίως πήγαινε τότε ως μαθητής για να αγοράσει τετράδια:
«Για βιβλίο ούτε λόγος» – γράφει. «Καθόμουν όμως έξω από την βιτρίνα και χάζευα. Θυμάμαι ότι εκεί πρωτοείδα το θαυμάσιο βιβλίο της Πηνελόπης Δέλτα «Τα μυστικά του Βάλτου»».
Μετά τον πόλεμο ο Βαγουρδής, ο πατέρας του συμμαθητού μου, πνίγηκε σ’ εκείνο το φοβερό ναυάγιο της «Χειμάρρας» και το μαγαζί έμεινε στον άλλο συνέταιρο».
Θα κλείσουμε εδώ την «αφήγηση» της Εγνατίας αφήνοντας για άλλη ευκαιρία την «διήγηση» της Πλατείας Δικαστηρίων, της Καμάρας, των ναών Αγ. Αθανασίου, Παναγούδας, Υπαπαντής, Σωτήρος, Αχειροποιήτου και Παναγίας Χαλκέων και των κινηματογράφων (Αττικόν κ.λ.π.). Δύο λόγια ακόμη για την Εγνατία της Κατοχής και του Εμφυλίου.
Η Εγνατία της κατοχής γνωρίζει στις 9 Απριλίου 1941 την εισβολή του γερμανικού στρατού – κι εδώ ας μου επιτραπεί να παραπέμψω σ’ όσα σχετικά έχω αποθησαυρίσει στο βιβλίο μου «Η Θεσσαλονίκη εν πολέμω» (2015) όπου και αναφέρομαι και στην Εγνατία την περίοδο των βομβαρδισμών.
Στην κατοχική Εγνατία του 1943 ο Γ. Ιωάννου βλέπει με οδύνη τις φάλαγγες των Εβραίων να περνούν με προορισμό τον Παλιό Σιδηροδρομικό Σταθμό.
«Δεν έμοιαζε καθόλου με ταξίδι», γράφει «το άγριο αυτό ξερίζωμα (…) Γέροι, γριές, άρρωστοι (…) διαλυμένοι στα δύο, σέρνονταν πίσω από την φάλαγγα (…) Υπήρξαν μάλλον και οι ευτυχέστεροι που δεν άντεξαν μέχρι τέλους, αν σκεφθεί κανείς το τέλος των άλλων (…)».
«΄Ανεμος άγριος σαρώνει μέσα στη μνήμη μου εκείνη την Εγνατία῾
Για την εμφυλιοπολεμική Εγνατία ο Γ. Ιωάννου γράφει:
«Θα’ταν προς το τέλος που μια ξακουστή για την αγριότητά της Μεραρχία διέσχισε την οδό Εγνατίας, πυροβολώντας στον αέρα». Πάνω σε τζέιμς οι στρατιώτες, τραγουδώντας και κραυγάζοντας, άδειαζαν διαρκώς το όπλο τους -ακόμη και πολυβόλα -στον αέρα.
Αναστατώθηκε το σύμπαν μέσα στο γλυκό εκείνο φθινοπωρινό απόγευμα. Και ο κόσμος να χειροκροτάει στα μπαλκόνια, τόσο μαθημένος ήταν πια στα μπαμ και μπουμ…»
Επίλογος
Η σημερινή Εγνατία δεν είναι βέβαια ο δρόμος που γνωρίσαμε και βιώσαμε στα χρόνια του ’50 και του ’60. Δεν είναι όμως μόνο αυτή που φαίνεται. Αυτή που διακρίνεται «δια γυμνού οφθαλμού». Στην συλλογική μνήμη, στην ιστορική τοπογραφία και την λογοτεχνία της πόλης, ο δρόμος αυτός στην καρδιά της Θεσσαλονίκης εγγράφεται ως μία οδός με πληθωρική και άκρως ενδιαφέρουσα ιστορική προσωπικότητα. Και εξακολουθεί να προσελκύει το βλέμμα των ερευνητών, των δημοσιογράφων και των λογοτεχνών.
Αν και είναι αξεδιάλυτα συνδεδεμένα πρέπει να ξεχωρίσουμε στην Εγνατία το Δημόσιο από το Ιδιωτικό. Το θέαμα από την ουσία. Την «βιτρίνα» από όσα βρίσκονται πίσω της, στα ενδότερα. Τα πολυώροφα κτίρια, τα μοντέρνα και τα πολυθόρυβα οχήματα από τους ανθρώπους: διαβάτες, κατοίκους, επισκέπτες, παρατηρητές κ.λ.π.
Να ανακαλύψουμε τα παλιά γνωρίμα και τα νέα σημάδια της οδού για να πιάσουμε το σφυγμό της και στην καθημερινότητά της και σε μέρες πολέμου. Μόνο έτσι ίσως θα αντιληφθούμε τις εντυπωσιακές της μεταμορφώσεις που είναι και οι μεταλλαγές της πόλης.
Ανιχνεύοντας την φυσιογνωμία της Εγνατίας σε διάφορες εποχές (πριν την πυρκαγιά του ’17, Μεσοπόλεμος, Κατοχή, Εμφύλιος, μεταπολεμική ανοικοδόμηση κ.λ.π.) ίσως καταφέρουμε να σκαρώσουμε μια ολοκληρωμένη αναπαράσταση και μια κατάλληλη «ξενάγηση» στους τόπους της όπου αναδείχθηκε το ιστορικό προφίλ αυτού του δρόμου που σφράγισε την ιστορική διαδρομή της Θεσσαλονίκης.