NOTEBOOK
Διαγώνιος, δεκαετία του εξήντα
ΟΣΑ ΔΕΝ ΛΕΕΙ Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ | της Λίζα Μαμακούκα | τεύχος 76 του ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόΛΙΣ
«Φωτο Πάολο» στ’αριστερά, κι απέναντι «Κεφίρ» και «Φωτο-Νικολέρης»…Σηκώνω τα μάτια κι αντικρύζω το βλέμμα του παππού, καθώς σκύβει κι εκείνος το κεφάλι προς το μέρος μου. Στοργή κι εμπιστοσύνη, μεταδίδονται εναλλάξ, σαν ρεύμα, απ’ το γεροντικό στο παιδικό χεράκι που κουρνιάζει μέσα του. Από. Προς. Από. Και πίσω πάλι.
Χελιδόνια ψαλιδίζουν τιτιβίζοντας τον καταγάλανο ουρανό. Χαζεύω τα μαγαζιά, στις δυό πλευρές του δρόμου. Ζαχαροπλαστείο «Παρισινόν». Του Παναγιώτη και του Σπύρου, που τον φώναζα «Πίγιοοοοο!» όταν ήμουνα νήπιο. Πιο πέρα, τ’ ανθοπωλείο «του κυρίου Πανταζή» (έτσι το λέει πάντα η μαμά μου), το κρεοπωλείο «Ελπίς», εκεί που δουλεύει ο χαμογελαστός κυρ-Αλέκος, κι έπειτα η μαγεία του καφεκοπτείου Μπερμπεριάν, που πλημμυρίζει την Τσιμισκή («Μεγάλου Αλεξάνδρου» ακόμα τότε) με τ’άρωμα του φρεσκοαλεσμένου καφέ. Πιο κει, το γαλατάδικο του Γκιγκιλίνη: από ‘κει θα πάρουμε τα γιαούρτια που παρήγγειλε η γιαγιά. «Να μην ξεχάσετε τις φρυγανιές απ’το φούρνο του Ντάγκα!», είχε φωνάξει σκύβοντας πάνω απ’ την κουπαστή της σκάλας.
Πρόσκαιρη επιστροφή, ν’αφήσουμε τα ψώνια μας στο σπίτι. Ξαναβγαίνοντας, στρίβουμε τώρα αριστερά: πάμε στη Λέσχη Αποστράτων Αξιωματικών, κοντά στο Λευκοπύργο. Στο δρόμο, ωστόσο, θα σταματήσουμε στο καφέ «Χατζή». Κι ενώ το περιφρονημένο «υποβρύχιό» μου θα λιώνει με παράπονο, ζαχαρώνοντας ακόμα περισσότερο το νερό στο παχνισμένο ποτήρι, εγώ θα κλέβω φανερά το μπατόν σαλέ που συνοδεύει το καθιερωμένο μεσημεριανό ουζάκι του παππού. Κατόπιν, θα βουτήξω το μικρό μου δαχτυλάκι στο ποτήρι του (μια φορά, δυό φορές, όχι τρίτη) και θα το πιπιλίσω ηδονικά, ενώ ο παππούς θα μου κλείνει συνομωτικά το μάτι («Μην τυχόν και το πεις πουθενά!») κι εγώ θα του χαμογελώ μ’ ευδαίμονα συνενοχή.