FRAGMENTA #81
Τάκης Κανελλόπουλος Προσωπική Κατάθεση
του Βασίλη Κεχαγιά
του περιοδικού Εντευκτήριο
ΟΤΑΝ ΑΝΤΙΚΡΙΣΑ έξω από μία πολυκατοικία στην οδό Αγίας Σοφίας το αγγελτήριο μιας κηδείας, «Δημήτριος Κανελλόπουλος, Σκηνοθέτης κινη- ματογράφου», ο νους μου δεν πήγε καθόλου στον Τάκη ― γιατί όλοι έτσι τον ξέραμε, με το χαϊδευτικό του. Τύχη περίεργη μ’ έφερε να συναντηθώ, στην παρακάτω γωνία, με τον άνθρωπο που έγραψε ό,τι καλύτερο, κατά τη γνώμημου, έχει δει ο γρα- πτός λόγος για τον Τάκη Κανελλόπουλο: τον Μανόλη Ξεξάκη∙ «[…] στο διπλανό τραπέζι κάθεται ένας Τάκης», περιέγραφε στο ποίημά του «Στο καφενείο “Ντορέ”» ο Ξεξάκης. Ε, βέβαια, έτσι τον ξέραμε όλοι!
Απορούσε κι εκείνος για το ποιος να είναι ο Δημήτριος Κανελλόπουλος. Ήταν απλό: κανένας με το όνομα αυτό δεν είχε πεθάνει. Ο Τάκης ήταν ο νεκρός∙αυτός κηδευόταν. Τι Δημήτριος και κουραφέξαλα!
Και κάτι άλλο∙ μία ακόμη ανακρίβεια: ο Τάκης δεν ήταν 56 ετών, όπως ανέφερε το αγγελτήριο. Ο Τάκης ήταν είκοσι τριών αιώνων. Όση ακριβώς και η ηλικία της πόλης του. Γιατί ήταν από τους τυχερούς που Θεία εκλογή ξεχωρίζει, μια στα τόσα χρόνια, να γίνουν κουβαλητές της κιβω- τού της πόλης τους. Κιβωτός για τον Τάκη ήταν οι εικόνες του. Εκεί μέσα φόρτωσε τη μεγαλεξανδρινή σάρισσα, τις βυζαντινές περγαμηνές, τα τούρκικα σαρίκια και τα ενετικά εμπορεύματα. Τα συνέπτυξε όλα αυτά στα σώματα και στα βλέμματα των συγχρόνων του, στους ηθοποιούς του. Να πώς οι τελευταίοι εκπέμπουν έναν τέτοιο ερωτισμό. Είναι διότι απο- τελούν μεταφορείς της ερωτικής διάθεσης του σκηνοθέτη τους. Μιας ερωτικής διάθεσης που πηγάζει από τις εικόνες τις οποίες βύζαξε από μικρή ηλικία και που μετά τις έφερε και σ’ εμάς πάνω στο πανί. Οι δρόμοι και τα τοπία της πόλης του Τάκη δεν είναι ντεκόρ στις ταινίες του∙ είναι αγγεία, νεύρα και κύτταρα στο σώμα των ηθοποιών του. […]
Ο Τάκης ήταν κινηματογραφική ιδιοφυΐα. Και σαν τέτοια δεν είχε καλό τέλος. Είχε μήπως καλύτερο ο Τορνές ή ενδιαφέρθηκε κανείς (πλην ελαχίστων) για το πού βρίσκεται ο Δαμιανός δεκαέξι χρόνια τώρα; Στην Ελλάδα ζούμε…
Ο Τάκης, σαν τους μεγάλους μπλουζίστες, παίδευε το ίδιο θέμα. Κάποτε κούρασε τον κόσμο. Κι αυτός τον έβρισε εκεί όπου κάποτε τον είχε αποθεώσει: στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Ποια ιδιοφυΐα στον χώρο της δεν γνώρισε αυτήν την πίκρα; Την τελευταία του ταινία, τη Σόνια, την πρόβαλε σ’ έναν λαϊκό κινηματογράφο της Θεσσα- λονίκης. Δεν έβγαλε τη βδομάδα. Έμεινε ο Τάκης να γυρνάει σαν την άδικη κατάρα∙ η ένοχη συνείδηση της πόλης μας. Τον συναντούσες ― όλοι το γνώριζαν αυτό― στο «Ντορέ» κι αργότερα στον «Τόττη» και εσχάτως στον «Φλόκα». Πού και πού τον θυμόταν κανείς να τον φωνάξει σε κάποια εκδήλωση. Αρνιόταν ευγενικά.
Μια φορά, προς μεγάλη μας έκπληξη, δέχτηκε. Παραβρέθηκε σε μία προβολή της ταινίας του Ουρανός, υπό άθλιες συνθήκες, στη Σταυρού- πολη. Κουβαληθήκαμε με τους φίλους μου από την άλλη άκρη της πόλης. Στην έξοδο, καληνύχτισε έναν έναν διά χειραψίας τους θεατές. Βλέπετε, το σινεμά ήταν το σπίτι του…
[δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Εντευκτήριο, τχ. 12, Οκτώβριος 1990]
Ο Τάκης Κανελλόπουλος (26.10.1933 – 21.9.1990) ήταν από τους πρώτους Έλληνες σκηνοθέτες που γύρισαν ταινίες στη Θεσσαλονίκη, την οποία δεν εγκατέλειψε ποτέ. Το 7ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (1966), με αφορμή την ταινία του Εκδρομή, τον τίμησε, για τη συμβολή του στην ανύψωση του ποιοτικού επιπέδου του Φεστιβάλ.
Κατά τη δεκαετία του ’70, οι ταινίες του έτυχαν αρνητικής υποδοχής από το κοινό του Φεστιβάλ και αγνοήθηκαν από τους κριτικούς της εποχής. Έκτοτε και μέχρι τον θάνατό του, ο Κανελλόπουλος στράφηκε στη λογοτεχνία, γράφοντας ποιήματα και διηγήματα. Λίγο πριν από τον θάνατό του, μόλις είχε εγκριθεί η χρηματοδότηση με 10 εκατ. δραχμές της επόμενης ταινίας του, που εντέλει δεν θα γυριζόταν ποτέ.
Ταινίες του (μικρού μήκους): Μακεδονικός γάμος (1960), Θάσος (1961), Καστοριά (1969)· (μεγάλου μήκους): Ουρανός (1962, βραβείο φωτογραφίας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου, αργυρό βραβείο στο Φεστιβάλ Νάπολης, συμμετοχή στα φεστιβάλ Καννών, Νέας Υόρκης και ―εκτός συναγωνισμού― Βερολίνου), Εκδρομή (1966), Παρένθεση (1968), Η τελευταία άνοιξη (1972), Το χρονικό μιας Κυριακής (1975), Ρομαντικό σημείωμα (1978), Σόνια (1980).
Βιβλία του: Ένας ειδωλολάτρης. Διηγήματα, Καθημερινές ιστορίες, Η ευτυχισμένη Σιμόν, Σας διηγούμαι. Αφηγήσεις ερωτικές και άλλες.