FRAGMENTA #78
Σελίδες για τον Γιώργο Ιωάννου
του Γιώργου Κορδομενίδη
του περιοδικού Εντευκτήριο
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΕΝΑΡΙΟ
του Κώστα Τσιβιλίκα
Φθινόπωρο του 1983 στη Θεσσαλονίκη. Ο Γιώργος Ιωάννου μιλά στην «Εύξεινο Λέσχη» για το παρελθόν και το παρόν της πόλης. Για τη διαρκή και αδιάλειπτη παρουσία της.
Δύο μέρες μετά, στο παραλιακό ζαχαροπλαστείο «Αχίλλειον», μου μιλάει για την «απουσία» της Θεσσαλονίκης κυρίως σ’ αυτό που λέμε ενημέρωση και ψυχαγωγία από τα κρατικά μέσα ενημέρωσης.
― Η Αθήνα, ναι. Αλλά και οι τοπικές «απουσίες», έτσι; Συμφωνούμε.
― Τι θα λέγατε να ξεκινήσουμε κάτι μαζί; τον προκαλώ.
Κουβέντα και σκόρπιες ιδέες για κάποιες εκπομπές. Μία εβδομάδα μετά, ένα σενάριο στα χέρια μου για τον «Παλιό Σταθμό». Μία πρώτη απόπειρα να ξεκινήσουμε την εικονογράφηση κάποιων χώρων με ειδική σημασία.
Αργότερα, το σενάριο και η ιδέα μεταφέρονται στην Αθήνα. Αρέσουν αλλά… ξεχνιούνται.
Η επαφή μας συνεχίζεται και, στις σύντομες συζητήσεις μας, το θέμα επανέρχεται και κλείνει πάντα το ίδιο στερεότυπα:
― Έχεις κανένα νέο;
― Ακόμη τίποτε. Ελπίζω όμως κάποια στιγμή να αρχίσουμε…
Και πράγματι, αρχίσαμε. Αρχίσαμε εκείνο το χιονισμένο πρωινό που ο Ιωάννου επέστρεφε σιωπηλός, και για πάντα στη Θεσσαλονίκη.
… Μοτέρ … Κλακέτα … Φωνή.
Ο Γιώργος Ιωάννου προχωρεί στον ιδιαίτερο δρόμο προς τον Παλιό Σταθμό. Αυτόν που είναι τα Δικαστήρια δεξιά. Ο φακός πιάνει, ταυτόχρονα, μισοερειπωμένα σπίτια ευρωπαϊκού ρυθμού,πρακτορεία αυτοκινήτων, φορτηγά αυτοκίνητα, καθώς και ξύλινα κάγκελα, που ο Γ.Ι. τα αγγίζει με τα δάχτυλα, σαν να τα μετράει. Σε κάποιο σημείο είναι αφημένο ένα αδειανό καλάθι. Ο Ιωάννου το προσπερνάει χαμογελώντας.
«Τρία συνθηματικά σφυρίγματα τραίνου. Ο φακός περιεργάζεται τα Δικαστήρια. Φωνή: “Στον κατάλληλο τόπο”. Κίνηση της πλατείας Βαρδαρίου. Ο Ιωάννου χάνεται μέσα στο πλήθος».
Υστερόγραφο: Η ταινία γυρίστηκε στη Θεσσαλονίκη την παραμονή και την ημέρα της κηδείας του Ιωάννου. Προβλήθηκε στις 22 Φεβρουαρίου 1985, στη σειρά «Εδώ και σήμερα» της ΕΡΤ και αφιερώθηκε στη μνήμη του. Τίτλος της: «Το τελευταίο σενάριο».
Τη σκηνοθεσία έκανε ο σκηνοθέτης της ΕΡΤ Νίκος Παπαθανασίου, ακολουθώντας πιστά το κείμενο του συγγραφέα. Τις μνήμες του Γιώργου Ιωάννου έδωσε οπτικά ο διευθυντής φωτογραφίας της.
ΕΡΤ Γιώργος Φράνσταλης.
Το καλάθι με την ένδειξη «καινόν» ετοίμασε ο φίλος Σάκης Παπαποστόλου.
Tο κείμενο διάβασε ο ηθοποιός Νίκος Σκιαδάς.
Το μοντάζ έκανε ο Παντελής Πλώτας.
Στην εκπομπή συνέβαλε ο δημοσιογράφος της ΕΡΤ Θεσσαλονίκης Γαβριήλ Λαμψίδης.
[ Αθήνα, 2.12.1987 ]
Ο Κώστας Τσιβιλίκας γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1956. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος από το 1977 έως το 2011. Ζει στην Αθήνα.
Ο ΠΑΛΙΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ
Γιώργου Ιωάννου
Ο Γιώργος Ιωάννου προχωρεί στον ιδιαίτερο δρόμο προς τον Παλιό Σταθμό. Αυτόν που είναι μετά τα Δικαστήρια, δεξιά. Ο φακός πιάνει, ταυτόχρονα, μισοερειπωμένα σπίτια ευρωπαϊκού ρυθμού, πρακτορεία αυτοκινήτων, φορτηγά αυτοκίνητα, καθώς και ξύλινα κάγκελα, που ο Γ.Ι. τα αγγίζει με το δάχτυλο, σαν να τα μετράει. Σε κάποιο σημείο είναι αφημένο ένα αδειανό καλάθι. Ο Ιωάννου το προσπερνάει χαμογελώντας. Όσο πλησιάζουμε προς τον Παλιό Σταθμό ακούγονται σφυρίγματα τραίνων, μαρσαρίσματα ατμομηχανών και φαίνονται καπνοί. Ο Ιωάννου στέκεται κοντά στο κτίριο του Σταθμού και με φόντο τα τραίνα λέει:
ΙΩΑΝΝΟΥ: Εδώ βρισκόταν ώς το 1950 ο Κεντρικός Σταθμός Θεσσαλονίκης. Τώρα είναι εμπορικός μόνο. Για τα επιβατικά τραίνα είναι ο Νέος Σταθμός – καμάρι της Θεσσαλονίκης. Το κτίριο του Σταθμού δεν ήταν αυτό, ήταν άλλο. Ήταν ευρωπαϊκού στυλ, όπως και τα σπίτια που τον περιβάλλουν. (Φωτογραφία του Παλιού Σταθμού.) Είναι υπολείμματα των εγκαταστάσεων της ξένης εταιρείας που είχε ιδρύσει τους σιδηροδρόμους.
Υπάρχουν πολλά ερείπια εδώ γύρω. Εκτός από τα υπηρεσιακά κτίρια, είχε και πολλές κατοικίες. Είχε, ακόμα, καφενεδάκια, μαγέρικα, εμπορικά μικρομάγαζα, περίπτερα. Ό,τι, τέλος πάντων, μαζεύεται γύρω από τους σταθμούς. Και ο Σταθμός Θεσσαλονίκης δεν ήταν τυχαίος σταθμός εκείνη την εποχή. Μην ξεχνάμε ότι από ’δω περνούσε και το Σεμπλόν Οριάν. Γνώρισε μεγάλες δόξες. Αλλά ο χρόνος, οι βομβαρδισμοί, το μάζεμα των Εβραίων, η δημιουργία του Νέου Σταθμού και γενικά η παρακμή των σιδηροδρόμων δημιούργησαν αυτή την ερημιά.
Ο φακός δείχνει για λίγο την «ερημιά». Παλιές ατμομηχανές χαλασμένες, βαγόνια ξεκοιλιασμένα. Ο Ιωάννου φωνάζει απάνω από μια ατμομηχανή: «Ο πατέρας μου ήταν μηχανοδηγός!» (Φωτογραφία«εργατική» του πατέρα του.) Τέλος, ο Γ.Ι. βρίσκεται καθισμένος στην πόρτα ενός εμπορικού βαγονιού και, με τα πόδια να κρέμονται, λέει:
ΙΩΑΝΝΟΥ: Ο σταθμός αυτός έγινε εδώ για να βρίσκεται κοντά στο λιμάνι, που, βέβαια, προϋπήρχε. Το τραίνο έμπαινε –και μπαίνει– μέσα στις εγκαταστάσεις του λιμανιού, για να παραλαμβάνει εμπορεύματα. Στο λιμάνι υπάρχει και η λεγόμενη «Ελευθέρα Ζώνη», απ’ όπου διακομίζονται εμπορεύματα γειτονικών μας χωρών.
Ο φακός δείχνει τραίνο που μπαίνει μέσα στο λιμάνι. Δείχνει τα κτίρια. (Έχω τρόπο να πάρουμε φωτογραφίες από ψηλά.) Ακούγεται τραγούδι του Ν. Μαμαγκάκη σε στίχους Γ. Ιωάννου, που αναφέρονται στην περιοχή. Ο Ιωάννου πάντα απάνω στο εμπορικό βαγόνι.
ΙΩΑΝΝΟΥ: Ό,τι είχε σχέση με μεταφορές εμπορευμάτων, ανθρώπων ή ζώων, βρισκόταν εδώ τριγύρω. Εδώ κοντά ήταν το Κέντρο Διερχομένων, εδώ τα Σφαγεία, εδώ τα πανδοχεία. Έτσι περίπου είναι και σήμερα, αλλά πιο υποτονικά. Εκτός από τα Σφαγεία. Η δυτική αυτή περιοχή ήταν πάντα το μουντζούρικο, το ιδρωμένο και το τυραγνισμένο τμήμα της πόλης. Ακόμα και το αμαρτωλό.
Ο φακός περιεργάζεται τα Σφαγεία. Ο Ιωάννου, μέσα, κοιτάζει τα σφαγμένα ζώα στα τσιγκέλια και τους σφάχτες. Πού και πού κανένα σφύριγμα τραίνου. Ακούγεται κείμενο του Ιωάννου από το πεζό «Οι σφάχτες».
«… Από νεαρούς μάς τραβούσε το μέρος. Κυρίως, είναι απόμερο. Στις αυλές και στα πλακόστρωτά του βασιλεύει τις νύχτες άγρια ερημιά. Και να σε σφάξουν, κανείς δεν θα το πάρει χαμπάρι. Ο Παλιός Σταθμός απέναντι ρημαγμένος και στο Κέντρο Διερχομένων οι φαντάροι κοιμούνται πάντα βαθιά. Κι όμως, λίγο πιο κάτω, στο Μπέχτσιναρ, στα μικρά ταβερνεία, χορεύαν τις νύχτες καλά ρεμπέτικα και ιδίως τσιφτετέλι».
Ακούγεται τραγούδι: «Πού θα φύγεις, φως μου, πού θα πας».
ΙΩΑΝΝΟΥ: Μας λείπουν τα κάρα. Τα μακριά τετράτροχα κάρα, που έκαναν τις εσωτερικές μεταφορές. Ο τόπος τρανταζόταν στο πέρασμά τους. Τα ζώα μεταφέρονταν με εμπορικά βαγόνια, σαν αυτό που καθόμουν.
Ο φακός περιεργάζεται το Κέντρο Διερχομένων.
ΙΩΑΝΝΟΥ: Και οι φαντάροι μεταφέρονταν μ’ αυτά τα εμπορικά βαγόνια. Ίπποι… Άνδρες… (Φωτογραφία σχετικής επιγραφής.) Από αυτό το Κέντρο Διερχομένων έχουν περάσει τα νιάτα της Ελλάδας. Με τέτοια βαγόνια μεταφέρθηκαν και οι Εβραίοι. Η διαφορά είναι ότι στους Εβραίους και στα ζώα είχαν τις πόρτες κλειστές, ενώ στους φαντάρους τις είχαν ανοιχτές. Το στρατόπεδο όπου οι Γερμανοί έκλεισαν τους Εβραίους, για να τους έχουν κοντά στα τραίνα, βρίσκεται από την άλλη μεριά του Σταθμού.
Ο φακός τούς δείχνει να περνούν μέσα από τις γραμμές. Ο Ιωάννου, κάποια στιγμή, περπατάει επάνω σε ράγα κάνοντας «αεροπλανάκι». Ακούγεται η μουσική φράση «Θέλω ο δόλιος να πετάξω μα δεν έχω τα φτερά». Ο φακός δείχνει χορταριασμένες ράγες. Η φωνή του Ι.: «Χορταριασμένες ράγες που δεν οδηγούν πια πουθενά». Επείγοντα σφυρίγματα τραίνου. Ο φακός τούς δείχνει πια μέσα στον συνοικισμό του Παλιού Σταθμού.
ΙΩΑΝΝΟΥ: Ωστόσο, αυτές οι ράγες, που δεν οδηγούν πια πουθενά, οδήγησαν τους Εβραίους στα φοβερά στρατόπεδα εξοντώσεώς τους. Βρισκόμαστε στον συνοικισμό του «Παλιού Σταθμού» ή αλλιώς στον συνοικισμό του «Βαρώνου Χιρς», όπως τον έλεγαν οι Εβραίοι. Ήταν ένας φοβερά φτωχός συνοικισμός, που τον κατοικούσαν μόνο Εβραίοι. Ένα γκέττο. Εδώ, επειδή ήταν δίπλα στον Σταθμό, έστησαν οι Γερμανοί το στρατόπεδό τους. Εδώ, μέσα σε φοβερή αθλιότητα και τρομοκρατία, «αποθήκευαν» τους εξαθλιωμένους πια Εβραίους και τους διοχέτευαν προς τα πάνω με τα τραίνα. Κάπου πενήντα τόσες χιλιάδες ανθρώπους. Είναι χώρος μεγάλου μαρτυρίου εδώ.
Σήμερα δεσπόζει η Κτηνιατρική Σχολή. (Ο φακός δείχνει την Κτηνιατρική.) Κάτι δηλαδή όχι άσχετο από τα Σφαγεία.
Σφύριγμα τραίνου. Στρέφουμε πάλι προς τον Παλιό Σταθμό. Ο Γ.Ι. παίρνει τον δρόμο του γυρισμού. Προσπερνάει πάλι το αδειανό καλάθι. Κοντοστέκεται με φόντο τα ξύλινα κάγκελα.
ΙΩΑΝΝΟΥ: Όταν ήμουν παιδί –στην Κατοχή– ήρθα να στείλω ένα άδειο καλάθι. Ήμασταν σιδηροδρομικοί και δεν πληρώναμε τίποτε για την αποστολή. Σε όλον αυτόν το δρόμο, κρατώντας το άδειο καλάθι, σκεφτόμουν ότι στο δελτίο αποστολής θα γράψω «Ένα καλάθι κενόν», δηλαδή άδειο, για να καταπλήξω τους συναδέλφους του πατέρα μου με τη μόρφωσή μου. Και πράγματι, το έγραψα. Αλλά, στο γυρισμό, θυμήθηκα ξαφνικά ότι εκείνο το «κενόν», που ήταν και όλο το ζουμί της υποθέσεως, δεν το είχα γράψει με έψιλον, όπως έπρεπε, αλλά με άλφα γιώτα, δηλαδή ένα καλάθι καινούργιο. Καταστεναχωρήθηκα, ζεματήθηκα, όλη μου η χαρά είχε σβήσει.
Χρειάστηκε να φτάσω στο Βαρδάρι, που έσφυζε, όπως πάντα, από ζωή, για να ξεχάσω κάπως το λάθος μου. Άλλωστε, δεν επρόκειτο καθόλου για λάθος. Τότε, το καλάθι πολύ περισσότερο από αδειανό ήταν καινούργιο. Καινόν με άλφα γιώτα.
Φακός: Τρία συνθηματικά σφυρίγματα τραίνου. Ο φακός περιεργάζεται τα Δικαστήρια. Φωνή: «Στον κατάλληλο τόπο». Κίνηση της πλατείας Βαρδαρίου. Ο Ιωάννου χάνεται μέσα στο πλήθος.
[ Τα δύο αυτά κείμενα δημοσιεύτηκαν στις «Σελίδες για τον Γιώργο Ιωάννου», Εντευκτήριο, τχ. 2, Φεβρουάριος 1988 ]
Ο Γιώργος Ιωάννου (Θεσσαλονίκη, 20.11.1927 – Αθήνα, 16.2.1985) σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και βιοπορίστηκε ως εκπαιδευτικός της μέσης εκπαίδευσης, ιδιωτικής στην αρχή και κατόπιν δημόσιας. Μολονότι πρωτοεμφανίστηκε ως ποιητής (Τα χίλια δέντρα, 1963), καθιερώθηκε ως πεζογράφος με σημαντικό έργο (μεταξύ άλλων: Η σαρκοφάγος, Η μόνη κληρονομιά, Το δικό μας αίμα, Για ένα φιλότιμο, Επιτάφιος θρήνος, Καταπακτή, Η πρωτεύουσα των προσφύγων). Έγραψε ακόμη θεατρικά έργα και δοκίμια, συνέλεξε και εξέδωσε ανθολογίες λαϊκών παραμυθιών, δημοτικών τραγουδιών και ιστοριών του Καραγκιόζη, μετέφρασε έργα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας και τα τελευταία χρόνια της ζωής του εξέδιδε το περιοδικό Φυλλάδιο, το οποίο έγραφε εξ ολοκλήρου ο ίδιος. Πέθανε στην Αθήνα στις 16.2.1985.