fbpx

logo

Ταχτσής

FRAGMENTA #72

Κώστας Ταχτσής

Μέσ’ απ’ τα σίδερα

του Γιώργου Κορδομενίδη

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόΛΙΣ 72

Ένα απ’ τα πρώτα τραγούδια που άκουσα και μου ’κανε βαθιά εντύπωση απ’ τα νηπιακά μου χρόνια ήταν ο «Κατάδικος». Το τραγουδούσε ο νεότερος αδελφός της μάνας μου που, εικοσάρης τότε, ήξερε κιόλας κάτι από φυλακές ― είχε κάνει δυο μήνες στο Επταπύργιο για μια μικροκλοπή.

Και τι είχε κάνει ο «Κατάδικος»; Είχε αγαπήσει μια κόρη με κάλλη αφροπλασμένη, είχαν ζήσει έναν καιρό τρελά ευτυχισμένοι, ύστερα την έβαλε ο διάολος να τον κερατώσει, την έπιασε στα πράσα και τη σκότωσε. «Ιδού το έγκλημά μου», κατέληγε θρηνητικά. Και μένα ο κάθε στίχος σχημάτιζε στο παρθένο μου μυαλό κι από μια ανεξίτηλη εικόνα, όπως άλλωστε και το ηθικό δίδαγμα που έβγαινε απ’ όλη αυτή την ιστορία αβίαστα: μακριά από γυναίκες!

Δώδεκα χρονώ είχα διαβάσει κιόλας τον Κόμη Μοντεχρήστο και το Σιδηρούν προσωπείο. Είχα διαβάσει κι είχα φρίξει. Αλλά, λίγο αργότερα, μου δόθηκε η ευκαιρία να διαπιστώσω με τα ίδια μου τα μάτια τη διαφορά που υπήρχε ανάμεσα στα μυθιστορήματα ―και μάλιστα του παλιού καιρού― και στη σύγχρονη πραγματικότητα.

Ο ίδιος αδερφός της μάνας μου έκανε τη φορά αυτή οχτώ μήνες στις φυλακές Συγγρού για ένα κάπως σοβαρότερο αδίκημα. Όταν πήγαινε η γιαγιά να τον επισκεφτεί, μ’ έπαιρνε μαζί της για συντροφιά. Ο θείος δεν το ενέκρινε. Για τη γιαγιά δεν τον ένοιαζε. Ντρεπότανε όμως εμένα που τον έβλεπα κουρεμένο γουλί. Δεν μου είπε ποτέ τίποτα. Έτσι κι αλλιώς, δεν ήταν εύκολο να μιλήσει ούτε και με τη γιαγιά. Οι επισκέπτες κι οι κρατούμενοι μιλούσανε όλοι μαζί, κι όσο περισσότερο ύψωναν τη φωνή τους για ν’ ακουστούν τόσο λιγότερο ακουγόντουσαν. Με κοίταζε όμως. Με κοίταζε με μια έκφραση σα να ’θελε να μου πει, «Δες πώς έχω καταντήσει. Πρόσεξε. Μη γίνεις σαν και μένα. Μοιάσε στον άλλο σου τον θειο».

Έλα όμως που, μην έχοντας πατέρα, τα δυο αντρικά πρότυπα ―το περιβόητο υπερεγώ― που είχα ενώπιόν μου σ’ όλα τα παιδικά και πρώτα εφηβικά μου χρόνια ήταν ο μεγάλος του αδερφός, συντηρητικός, νομοταγής και καθωσπρέπει, αντίθετα απ’ αυτόν που ήταν επαναστάτης και ρεμάλι. Πήρα, λοιπόν, κάτι απ’ τις αρετές και τα ελαττώματα τόσο του ενός όσο και του άλλου, αλλά μ’ έναν τρόπο ―την ερωτική μου ανορθοδοξία― που αναιρούσε αυτόματα κάθε ταύτιση μαζί τους. Σ’ αυτήν ακριβώς τη διαφορά μου απ’ αυτούς χρωστάω και δυο-τρεις, σύντομες είν’ αλήθεια, αλλά προσωπικές εμπειρίες φυλακής, αν και ποτέ στην Ελλάδα. Και ομολογώ ότι έχω συχνά αναρωτηθεί: πώς να ’ναι άραγε εδώ η ζωή, όχι απέξω, αλλά μέσα από τα σίδερα;

Δεν ξέρω. Κι αμφιβάλλω πολύ αν, τώρα πια, θα μου δοθεί η ευκαιρία να το μάθω ― παρόλο βέβαια που δεν ξέρει κανείς τι μπορεί να γίνει ως το τέλος. Ως προς ένα πράμα είμαι βέβαιος: πως οι δικές μας φυλακές δεν μπορεί να διαφέρουνε πολύ απ’ τις ξένες· ότι κι εδώ, όπως έξω, οι χειρότεροι βασανιστές δεν είναι οι δεσμοφύλακες αλλά, αν όχι όλοι, μερικοί τουλάχιστον από τους συγκρατούμενους. Γιατί η φυλακή μοιάζει μ’ ένα πελώριο κλουβί μες στο οποίο ρίχνουν κάθε είδους πλάσματα του ζωικού βασιλείου: λιοντάρια, τίγρεις, ύαινες, ελάφια, λύκους, πρόβατα. Κι αλίμονό σου αν είσαι ελάφι ή πρόβατο.

Ο Κώστας Ταχτσής γεννήθηκε το 1927 στη Θεσσαλονίκη. Μεγάλωσε και έζησε στην Αθήνα ως τη δολοφονία του, , από άγνωστο δράστη, τη νύχτα της 25ης προς την 26η Αυγούστου 1988. Εξέδωσε δύο ποιητικές συλλογές, το εμβληματικό μυθιστόρημα Το τρίτο στεφάνι και δύο τόμους με διηγήματα. Μετέφρασε κωμωδίες του Αριστοφάνη και θεατρικά έργα από το σύγχρονο δραματολόγιο.


Το… παρασκήνιο της δημοσίευσης

Το καλοκαίρι του 1987, σχεδιάζοντας το πρώτο τεύχος του Εντευκτηρίου, έστειλα (μεταξύ άλλων και) στον Κώστα Ταχτσή ―τον οποίο, σημειωτέον, δεν γνώριζα προσωπικά― ένα γράμμα με το οποίο του ζητούσα κάποιο κείμενό του γι’ αυτό το παρθενικό τεύχος του περιοδικού.

Δεν το ήλπιζα, αλλά απάντησε. Μου έγραψε πως θα μπορούσε να στείλει κάποιο κείμενό του, αλλά πίστευε πως θα έπρεπε να προβλεφθεί αμοιβή για τη συνεργασία του. Του εξήγησα, με νέα επιστολή, ότι είχαμε, προς το παρόν τουλάχιστον, μόνον το ποσόν που χρειαζόταν για την παραγωγή του τεύχους (πληρωμή της στοιχειοθεσίας και του lay-out, αγορά χαρτιού, κόστος εκτύπωσης και βιβλιοδεσίας). Υπαναχώρησε λοιπόν και έστειλε ένα κείμενο περίπου μιάμισης σελίδας, υπό τον τίτλο «Μέσ’ απ’ τα σίδερα».

Του έστειλα, πάλι ταχυδρομικώς, ένα δοκίμιο της δημοσίευσης και το έλαβα διορθωμένο την ημέρα που άρχισε να τυπώνεται το «σώμα» του τεύχους. Το συγκεκριμένο 16σέλιδο αποσύρθηκε, έγιναν (βιαστικά) οι αλλαγές που υποδείκνυε και τυπώθηκε ο νέος τσίγκος.

Η βιασύνη όμως δεν είναι ποτέ καλός… συνεργάτης. Στην προτελευταία παράγραφο του κειμένου υπήρχαν δύο σοβαρές, σοβαρότατες αβλεψίες: αντί για «ταύτιση» γράφτηκε «αύτιση»· και η λέξη «αλήθεια» γράφτηκε με δύο λάμδα [!], συν το ότι παρέμεινε στο επώνυμό του η περισπωμένη, που είχε υποδείξει να γίνει οξεία.

Ατυχώς (ή, ίσως, ευτυχώς) δεν βρίσκω το αυστηρό μπιλιέτο που μου έστειλε όταν έλαβε το αντίτυπο που του στάλθηκε. Θυμάμαι όμως ότι ήταν αυστηρό: έγραφε, πάνω-κάτω, ότι ήταν δικό του λάθος το ότι εμπιστεύθηκε ένα έντυπο που δεν είχε δώσει δείγμα γραφής…

Καταλαβαίνει εύκολα ο καθένας πως η ιστορία ενός περιοδικού, που μάλιστα αριθμεί 33 χρόνια ζωής, δεν περιλαμβάνει μόνον ευτυχείς στιγμές, με επαίνους, ευχαριστήριες επιστολές, συγχαρητήρια και δημόσια αναγνώριση· περιέχει επίσης (ευτυχώς όχι εξίσου) και τεκμήρια αστοχιών, αβλεψιών κτλ. σε δημοσιεύσεις συγγραφέων τους οποίους, κατά τα λοιπά, το περιοδικό ήθελε να τιμήσει. Δύσκολο το… άθλημα!

Ταχτσής
Ο Ταχτσής στα τελευταία χρόνια της ζωής του.
Ταχτσής
Ο Ταχτσής στα τελευταία χρόνια της ζωής του.


ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΩΝ ΠΟΛΙΣ

Ιστορία, Γράμματα, Τέχνες, Ιδέες. Η «συνείδηση της πόλης»


MATAROA PROJECT

πλατφόρμα για τους καλλιτέχνες και τον σύγχρονο πολιτισμό στην Ελλάδα


ΑΛΛΕΣ ΔΡΑΣΕΙΣ

πρωτοβουλίες για τη δημόσια και πολιτιστική ζωή της Θεσσαλονίκης